«Πράσινη» αρπαγή γης ή κάτι παραπάνω;
Την
ίδια εποχή, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90, διάφορα καπιταλιστικά
αρπακτικά άρχισαν να αγοράζουν ή να ενοικιάζουν για πολλές δεκαετίες
τεράστιες εκτάσεις με δάση ή και άλλους πολύτιμους φυσικούς πόρους, σε
διάφορα σημεία του πλανήτη, κυρίως στην Ανατολική, Δυτική και Νότια
Αφρική, στη ΝΑ Ασία και στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Στη δεκαετία
των 00’s αυτό το φαινόμενο νεο-αποικιοποίησης θα πάρει μαζικές
διαστάσεις, και την επόμενη δεκαετία θα γιγαντωθεί σε αυτές τις περιοχές
και θα εξαπλωθεί και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Το 2004, το ποσό
που δαπανήθηκε από το υπερεθνικό κεφάλαιο για σχετικές αγορές ήταν 400
εκατομμύρια δολάρια, ενώ πέντε χρόνια αργότερα, το 2019, εκτοξεύθηκε στα
12 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι εμπλεκόμενοι σε αυτήν τη χοντρή
μπίζνα ήταν κρατικά Ταμεία Συντάξεων, κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις και
άλλοι μεσάζοντες, εταιρείες και κοινοπραξίες που διαχειρίζονται κεφάλαια
επιχειρηματικού κινδύνου, τράπεζες,
σύμβουλοι και διαπραγματευτές βασικών εμπορευμάτων, χρηματιστικές
εταιρείες, εταιρείες τεχνολογίας, εξορυκτικές εταιρείες, μη κυβερνητικές
οργανώσεις, «περιβαλλοντικές» οργανώσεις και διάφορα οικολογίζοντα
παρτάλια, κρατικές και στρατιωτικές υπηρεσίες και διάφορα άλλα παράσιτα
του καπιταλιστικού συρφετού. Συνήθως κάποιοι από αυτούς ήταν απλώς η
βιτρίνα. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που πίσω από τη βιτρίνα κρύβονταν
η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα και τα παραρτήματα της ή διάφορα ιδρύματα
που ανήκουν σε πολυεθνικούς επιχειρηματικούς κολοσσούς.
Οι
δηλωμένοι σκοποί αυτής της μπίζνας ήταν η προστασία της βιοποικιλότητας
και γενικότερα του περιβάλλοντος, η αύξηση της δέσμευσης του διοξειδίου
του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, η ανάπτυξη του οικοτουρισμού, η
δημιουργία φυτειών με φυτά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή
βιοκαυσίμων, και κυρίως η απόκτηση αδειών ρύπανσης μέσω της
αντιστάθμισης άνθρακα. Αυτή η τελευταία είναι ένας μηχανισμός μέσω του
οποίου η παγκόσμια βιομηχανία αντισταθμίζει τις εκπομπές διοξειδίου του
άνθρακα ή αερίων του θερμοκηπίου, πληρώνοντας για μια ισοδύναμη μείωση
των εκπομπών σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου. Με άλλα λόγια, μέσω αυτής
της διαδικασίας συνεχίζει να ρυπαίνει «νόμιμα». Το αν αυτή η μείωση
είναι πραγματική ή πλασματική, καθώς και το αν το σύστημα εμπορίας
δικαιωμάτων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου συμβάλλει στην επιβράδυνση της
κλιματικής αλλαγής, είναι δύο θέματα που δεν θα μας απασχολήσουν εδώ.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 2008, ο δημοσιογράφος John Vidal ονόμασε
αυτήν τη μαζική αγορά οικοσυστημάτων από το υπερεθνικό κεφάλαιο ως μία
“μεγάλη πράσινη αρπαγή γης”. Ήταν όμως οι στόχοι της αυτοί που
αναφέρθηκαν πιο πάνω; Καθώς είναι γνωστό ότι το κεφάλαιο δεν έχει
περιβαλλοντικές ευαισθησίες, τότε όλοι είχαν πιστέψει ότι η «πράσινη»
αρπαγή γης είχε ως βασικό στόχο την εμπορία αδειών ρύπανσης και
δευτερευόντως την κερδοσκοπία από κάποια από τις υπόλοιπες
δραστηριότητες που αναφέρθηκαν πιο πριν και συνδέονται με την
εμπορευματοποίηση της φύσης. Δυστυχώς, οι πρόσφατες εξελίξεις έδειξαν
ότι η πραγματικότητα είναι χειρότερη από αυτό το σενάριο.
Το 1999 η Παγκόσμια Τράπεζα και το Ίδρυμα MacArthur ήταν οι δύο βασικοί οικονομικοί εταίροι της «μη κερδοσκοπικής» οργάνωσης Forest Trends που είχε ιδρυθεί τρία χρόνια πιο πριν. Στόχος της ήταν η εμπορευματοποίηση των δασικών και ημιδασικών εκτάσεων του πλανήτη. Ο πρόεδρος της
πρόσφερε τις υπηρεσίες του και στα δύο αυτά ευαγή ιδρύματα για πολλά
χρόνια. Στόχος της ήταν η εμπορευματοποίηση των δασικών και ημιδασικών
εκτάσεων του πλανήτη. Από την οργάνωση έχουν περάσει εκπρόσωποι
οργανισμών, εταιριών και τραπεζών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Παγκόσμιο
Ινστιτούτο Πόρων[13] (World Resources Institute, WRI), η Mitsubishi International, η ABN Amro, η Sveaskog, η Generation Investment Management[14],
η Azrack & Company, η κυβέρνηση της Αυστραλίας, καθώς και
οργανώσεων με περιβαλλοντικό προσωπείο, όπως το άκρως διαπλεκόμενο The
Nature Conservancy, η Greenpeace της Ρωσίας, η WWF και το Rainforest
Action Network (1, 2, 3).
Στην ιστοσελίδα της αναφέρονται
(ήδη από το 1999) όλα τα βασικά σημεία του αφηγήματος της σύμπραξης που
προωθεί σήμερα (2022) τη χρηματιστικοποίηση της φύσης (βλ. πιο κάτω),
και μάλιστα με το ίδιο λεξιλόγιο και την ίδια σύνταξη: “η δημιουργία
οικονομικής αξίας για τα δάση μας και τα φυσικά μας οικοσυστήματα είναι
ένα από τα ισχυρότερα κίνητρα για τη διατήρηση τους”, “οι παραδοσιακές
αγορές και τα παραδοσιακά χρηματοπιστωτικά συστήματα δεν μπορούν να
εκτιμήσουν πλήρως όλους τους τρόπους με τους οποίους ωφελούμαστε από
έναν υγιή πλανήτη. Τα δάση και άλλα οικοσυστήματα καθαρίζουν τον αέρα
μας, παρέχουν φυσική προστασία από τις πλημμύρες και εμπλουτίζουν το
έδαφος. Όταν αποτυγχάνουμε να αποτιμήσουμε αυτά τα οφέλη, σπαταλάμε και
υποβαθμίζουμε κρίσιμα φυσικά περιουσιακά στοιχεία[12]”.
Το 2008, με την ευγενική χορηγία μίας σειράς από σπόνσορες από τον τραπεζικό και ευρύτερο επιχειρηματικό-καπιταλιστικό τομέα, η αυτοαποκαλούμενη «μη κερδοσκοπική» οργάνωση “Forest Trends” έστησε την Ecosystem Marketplace, μία εταιρεία παροχής πληροφοριών για την “αγορά των οικοσυστημικών υπηρεσιών”.
Το 2008 στην ιστοσελίδα της Ecosystem Marketplace επισημαίνεται
ότι ένας από τους βασικούς στόχους της είναι “να δώσει κίνητρα για την
ανάπτυξη νέων αγορών” και ότι “μία μέρα οι αγορές οικοσυστημικών
υπηρεσιών θα γίνουν ένα σημαντικό κομμάτι του οικονομικού και
περιβαλλοντικού μας συστήματος”. Τότε όλα αυτά είχαν περάσει
απαρατήρητα. Ποιος θα μπορούσε να υποψιαστεί τι μας επιφύλασσαν για το
μέλλον οι παγκόσμιοι εξουσιαστές;
Τον Φεβρουάριο του 2009 το επιστημονικό περιοδικό Nature δημοσίευσε ένα κείμενο γνώμης
με τίτλο “Νatural value” (φυσική αξία). Το κείμενο υπογράφεται από το
ίδιο το περιοδικό. Σε αυτό αναπαράγεται το νεοφιλελεύθερο αφήγημα ότι οι
περίφημες αγορές (δηλαδή τα διεθνή χρηματιστήρια) δεν θα πρέπει να
αντιμετωπίζουν τις “οικοσυστημικές υπηρεσίες” ως αγαθά προσβάσιμα από
όλους, ότι αυτές θα πρέπει να αποτιμηθούν και “να αποκτήσουν πραγματική
οικονομική αξία, έτσι ώστε οι άνθρωποι να έχουν κίνητρα για να
διατηρήσουν (τους φυσικούς πόρους)”. Μάλιστα προχωρά ένα βήμα πιο πέρα,
λέγοντας ότι αυτό θα πρέπει να γίνει άμεσα, στη συγκυρία της οικονομικής
ύφεσης: “η οικονομική ύφεση μπορεί να είναι η καλύτερη στιγμή για την
εισαγωγή των οικοσυστημικών υπηρεσιών στην πραγματική οικονομία”.
Το
Nature δεν διστάζει να ευθυγραμμιστεί με τη νεοφιλελεύθερη ρητορική και
να γίνει φερέφωνο των καπιταλιστικών ελίτ και των παρατρεχάμενων τους,
καταπατώντας όλα τα προσχήματα και όλους τους κανόνες της (όποιας)
επιστημονικής δεοντολογίας. Στο κείμενο δεν εξετάζονται οι αιτίες της
εξάντλησης των φυσικών πόρων του πλανήτη, ούτε εάν υπάρχει κάποια άλλη
διέξοδος εκτός από τη λύση που προτείνεται σε αυτό. Αυτή η τελευταία
παρουσιάζεται ως θέσφατο, ως μία αναγκαιότητα, χωρίς ωστόσο να γίνεται
κανενός είδους επιστημονική ανάλυση των επιπτώσεων της. Μάλιστα, χωρίς
καν να κάνει αναφορά σε αυτές τις τελευταίες, το περιοδικό προβαίνει στη
διαπίστωση ότι η χειρότερη συνέπεια θα είναι η αύξηση των τιμών των
εμπορευμάτων (πρώην αγαθών): “ίσως η πιο ανησυχητική συνέπεια του να
μπουν τιμές στις υπηρεσίες που παρέχονται από τη φύση είναι ότι αυτό θα
κάνει τα πάντα πιο ακριβά”.
Το 2010 η Παγκόσμια Τράπεζα
εγκαινίασε το λεγόμενο πρόγραμμα “Αποτίμησης Πλούτου και Αξιολόγησης
(εκτίμησης της αξίας) Οικοσυστημικών Υπηρεσιών” (Wealth Accounting and
the Valuation of Ecosystem Services, WAVES). Το WAVES είναι μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος
της Παγκόσμιας Τράπεζας, στο οποίο συμμετέχουν ως εταίροι διάφορες
υπηρεσίες των Ηνωμένων Εθνών, κρατικές υπηρεσίες και οργανισμοί
ευρωπαϊκών (κυρίως) χωρών, οργανισμοί-παραρτήματα της Παγκόσμιας
Τράπεζας, «περιβαλλοντικές» οργανώσεις που ανήκουν σε μεγάλους
επιχειρηματικούς ομίλους, καθώς και «μη κυβερνητικές» οργανώσεις, και ως
«πειραματόζωα» χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Κεντρικής και
Νότιας Αμερικής. Στην παρουσίαση του
αναφέρεται ότι “εγκαινιάστηκε για να βοηθήσει τις χώρες να
δημιουργήσουν αποτιμήσεις (καταγραφές) φυσικών κεφαλαίων και για να
εξασφαλίσει ότι τα φυσικά περιουσιακά στοιχεία και η αξία τους θα
περιλαμβάνονται στις αναπτυξιακές πολιτικές (αυτών των χωρών)”.
Ας
επιχειρήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε το νόημα αυτών που κρύβονται πίσω
από αυτήν τη σύντομη παρουσίαση. Στην ιστοσελίδα του προγράμματος
αναφέρεται ότι στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν μίας χώρας δεν αποτυπώνεται
το σύνολο του πλούτου της και ιδιαίτερα αυτό που προέρχεται από τους
φυσικούς της πόρους. Επίσης, γίνεται η παραδοχή ότι οι φυσικοί πόροι του
πλανήτη εξαντλούνται (χωρίς όμως να γίνεται καμία αναφορά στους λόγους
της εξάντλησης τους). Αμέσως μετά η ιστοσελίδα προβαίνει στον αυθαίρετο
και αόριστο ισχυρισμό ότι η αποτίμηση τους θα οδηγήσει στη μείωση της
φτώχειας σε αυτές τις χώρες, μέσω “της ένταξης των φυσικών πόρων στον
αναπτυξιακό σχεδιασμό” των κρατών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα WAVES.
Όταν κάποιος φτάσει στην ενότητα που αναφέρεται σε αυτά τα κράτη,
διαπιστώνει ότι αυτά δεν είναι όλες οι χώρες του κόσμου, όπως δηλώνεται
στην παρουσίαση, αλλά μόνο κάποιες φτωχές χώρες της Αφρικής, της Ασίας
και της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.
Είναι αξιοπρόσεκτη η επιμονή στον πλούτο που μπορεί να παραχθεί από τα φυσικά οικοσυστήματα. Στην ιστοσελίδα του προγράμματος WAVES υπάρχουν δύο υποσελίδες, μία για την αποτύπωση-καταγραφή του πλούτου γενικά (“wealth accounting”) και μία για την αποτύπωση-καταγραφή αυτού που ονομάζει φυσικό κεφάλαιο (“natural capital accounting”). Ωστόσο, το περιεχόμενο και των δύο μονοπωλείται από το λεγόμενο φυσικό κεφάλαιο.
Από το 2013 ως το 2018 οι χώρες
που έχουν συμμετάσχει σε αυτό το πρόγραμμα αποτίμησης φυσικών πόρων και
αξιολόγησης οικοσυστημικών υπηρεσιών είναι η Ζάμπια, η Μποτσουάνα, η
Ουγκάντα, η Μαδαγασκάρη, η Ρουάντα, η Αίγυπτος, το Μαρόκο, οι
Φιλιππίνες, η Ινδονησία, το Νεπάλ, η Καμπότζη, η Μυανμάρ, το Λάος, το
Βιετνάμ, η Κολομβία, η Γουατεμάλα και η Κόστα Ρίκα[15].
Όμως, ο πλούτος που προέρχεται από τους φυσικούς πόρους δεν είναι
αποτυπωμένος ούτε στο ΑΕΠ χωρών όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Μεγάλη
Βρετανία ή οι ΗΠΑ, στις οποίες υπάρχει τεράστια συσσώρευση πλούτου
συγκριτικά με τις χώρες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα, αλλά και με
περισσότερες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Κεντρικής και Νότιας
Αμερικής. Αν λοιπόν δεχτούμε ως δεδομένο ότι η μη αποτίμηση του είναι ο
παράγοντας που οδηγεί στη γενικευμένη φτώχεια, γιατί αυτό το δεδομένο
δεν ισχύει στην περίπτωση των αναπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών;
Ένα
ακόμα ερώτημα είναι γιατί η σύμπραξη της Παγκόσμιας Τράπεζας εστιάζει
το ενδιαφέρον της στην αποτίμηση των φυσικών πόρων των φτωχών χωρών και
δεν κάνει το ίδιο και στις λεγόμενες «ανεπτυγμένες» χώρες, αφού και σε
αυτές ένα αρκετά μεγάλο μέρος του πληθυσμού ζει σε συνθήκες οικονομικής
ένδειας και ανασφάλειας. Για να μη μιλήσουμε για το δημόσιο χρέος των επονομαζόμενων «πλούσιων» χωρών που έχει φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη…
Το
επιχείρημα περί μείωσης της φτώχειας είναι από προσχηματικό έως αστείο.
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις για να καταλάβει κάποιος ότι αυτοί
που εκφράζουν ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που ευθύνεται για την
εξαθλίωση ενός μεγάλου ποσοστού του παγκόσμιου πληθυσμού, για την
εξάντληση των φυσικών πόρων του πλανήτη και για την κλιματική αλλαγή,
δεν είναι δυνατόν να έχουν ειλικρινή και ανιδιοτελή περιβαλλοντικά
ενδιαφέροντα. Ωστόσο, το 2010 δεν ήταν εύκολο να διακρίνει κανείς τα
κίνητρα τους, καθώς στην περιγραφή του προγράμματος WAVES υπάρχουν πολλά
κενά και ασάφειες. Σε όσους τη διάβασαν γεννήθηκαν αρκετά ερωτήματα. Τα
μεταφέρουμε μαζί με κάποιες παρατηρήσεις:
Η αξία των φυσικών
πόρων ενός οικοσυστήματος είναι ανεκτίμητη. Ως εκ τούτου, αυτοί οφείλουν
να προστατεύονται και να παραδίδονται ακέραιοι στις επόμενες γενιές και
όχι να εκλαμβάνονται ως ένα απλό οικονομικό μέγεθος με σκοπό την
κερδοσκοπία (“ανάπτυξη”). Στο κείμενο της παρουσίασης του WAVES δεν
διευκρινιζόταν με ποιο τρόπο και με ποια κριτήρια θα γινόταν η αποτίμηση
των φυσικών πόρων των χωρών που θα συμμετείχαν στο πρόγραμμα και πώς η
Παγκόσμια Τράπεζα θα συνέδεε την όποια οικονομική αξία που θα προέκυπτε
από την αποτίμηση τους με τη σχεδιαζόμενη “ανάπτυξη”; Αυτό το τελευταίο
σημείο είναι κρίσιμο, αφού είναι γνωστό ότι πίσω από το αφήγημα της
ανάπτυξης κρύβεται η υποβάθμιση και εμπορευματοποίηση του περιβάλλοντος.
Τόσο στον τίτλο του προγράμματος όσο και στη σύντομη περιγραφή
του χρησιμοποιείται ο όρος “οικοσυστημικές υπηρεσίες (υπηρεσίες
οικοσυστημάτων, ecosystem services)”. Τότε η χρήση του όρου αυτού πέρασε
σχεδόν απαρατήρητη. Η λέξη που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση τους
είναι “valuation”, δηλαδή αποτίμηση της οικονομικής τους αξίας και όχι
μία απλή καταγραφή ή αξιολόγηση των οφελών που προκύπτουν από αυτές.
Εξίσου απαρατήρητη είχε περάσει η χρήση του όρου “φυσικά περιουσιακά
στοιχεία” (“natural assets”) .
Ένα χρόνο πιο πριν, το 2009, το Ινστιτούτο Παγκόσμιων Πόρων (World Resources Institute, WRI) είχε δημοσιεύσει μία έκθεση
με τίτλο “Οι τράπεζες και τα περιουσιακά στοιχεία της φύσης”. Στον
υπότιτλο επεξηγείται-σκιαγραφείται το περιεχόμενο της: “Πώς οι
πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη,
χρησιμοποιώντας οικοσυστημικές υπηρεσίες”. Στην έκθεση αναλύεται το “πώς
οι οικοσυστημικές υπηρεσίες μπορούν να ενταχθούν στις βασικές
λειτουργίες των πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών” και το πώς “η χρήση των
οικοσυστημικών υπηρεσιών ως περιουσιακά στοιχεία” μπορεί να συνεισφέρει
στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Επίσης, σε αυτή γίνεται εκτενής αναφορά
στην αποτίμηση της οικονομικής τους αξίας (με παραδείγματα αναλόγων
αποτιμήσεων που είχαν πραγματοποιηθεί σε διάφορες του κόσμου) και στη
χρησιμότητα τους για τη λήψη αποφάσεων.
Στις πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα τo φαινόμενο της “πράσινης αρπαγής” είχε αρχίσει να διογκώνεται επικίνδυνα (1, 2). Το 2012 τρεις καθηγητές του Πανεπιστημίου του Sussex στη Μεγάλη Βρετανία δημοσίευσαν ένα άρθρο
με τίτλο “Green Grabbing: a new appropriation of nature?” (Πράσινη
Αρπαγή: μία νέα μορφή ιδιοποίησης της φύσης;). Σε αυτό θίγουν μία βασική
πτυχή του ζητήματος της “πράσινης αρπαγής”: αυτήν της απόπειρας να
δοθεί νέο εννοιολογικό περιεχόμενο στη φύση και της μετατροπής της σε
ένα οικονομικό μέγεθος: “Η διαδικασία αυτή συνδέεται στενά με μια νέα
εννοιολογική προσέγγιση (νοηματοδότηση) της φύσης. Οι ιδέες, οι αξίες
και οι πρακτικές που αφορούν στη φύση και στην οικολογία
αναδιαμορφώνονται, συμπαράγονται από την επιστήμη σε αυτή την εκτεταμένη
οικονομική και πολιτική τάξη και θεσμοθετούνται από ισχυρούς
οργανισμούς, είτε πρόκειται για την Παγκόσμια Τράπεζα, είτε για διεθνείς
περιβαλλοντικές ΜΚΟ, είτε για τη Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα (1, 2, 3, 4). Έτσι, βασικοί όροι της οικολογίας αντικαθίστανται από αυτούς του «φυσικού κεφαλαίου» και των «οικοσυστημικών υπηρεσιών». Αυτό που οι Brockington et al. αναφέρουν
ως ένα «πράσινο κουτί καταναλωτικού χαρακτήρα», τα ζώα, τα τοπία και οι
διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στα οικοσυστήματα εμφανίζονται, ως δια
μαγείας, αποκομμένα από τις ιστορικές-οικολογικές διαδικασίες που τα
γέννησαν. Η σύλληψη εννοιών που σχετίζονται με τη διάδραση μεταξύ των
περιβαλλοντικών σχέσεων και με αυτή μεταξύ των ανθρωπίνων και των
περιβαλλοντικών σχέσεων , καθώς και με τη διασύνδεση των αντίστοιχων
συστημάτων, δίνουν τη θέση τους στην έννοια ότι τα στοιχεία, οι πτυχές
και τα χαρακτηριστικά αυτών των σχέσεων και συστημάτων μπορούν να
διαχωριστούν ως οικοσυστημικές «υπηρεσίες» και να πωληθούν ως τέτοιες:
όχι μόνο οι πόροι που μας παρέχουν αγαθά, αλλά και οι ρυθμιστικές, ακόμη
και αισθητικές τους διαστάσεις. Νέες «πράσινες» αγορές
πολλαπλασιάζονται και αυξάνουν την οικονομική αξία της φύσης, και διαπραγματεύονται και κερδοσκοπούν πάνω σε αυτές τις νέες αξίες.
Έτσι, τα περιβάλλοντα γίνονται επιχειρηματικά περιουσιακά στοιχεία,
γίνονται «αγελάδες» που αρμέγονται και παράγουν αξιόπιστα εισοδήματα από
τις υπηρεσίες που παρέχουν. Η λογική υποδηλώνει ότι αυτή η διαδικασία
αναπόφευκτα θα εκτιμούσε το οικοσύστημα πέρα και πάνω από το άθροισμα
των μερών του. Ωστόσο αυτό είναι ακριβώς που οι εργαζόμενοι σκέφτονται
συχνά για τις βιώσιμες επιχειρήσεις για τις οποίες εργάζονται όταν αυτές
πωλούνται (αφότου αφαιρεθούν από αυτές τα περιουσιακά τους στοιχεία).
Οι διαστροφές του κόσμου που έχει μετατραπεί σε οικονομικό μέγεθος είναι
πάρα πολλές και από τη στιγμή που υπάρχουν αγορές για τα περιουσιακά
στοιχεία της φύσης, με τον ίδιο τρόπο τα περιουσιακά στοιχεία της φύσης
μπορούν να αφαιρεθούν από αυτήν”.
Πράγματι, ο φυσικός κόσμος
είχε μετατραπεί σε ένα οικονομικό μέγεθος από τους τεχνοκράτες και τα
αφεντικά τους. Είχε διαλυθεί σε επιμέρους μέρη, τα οποία έχασαν την
ουσία τους και μετατράπηκαν σε περιουσιακά στοιχεία (“assets”)[16]. Σε ένα σχετικό τους άρθρο
το 2010, η Kathleen McAfee και η Elizabeth Shapiro σημειώνουν: “Ο
νεοφιλελεύθερος περιβαλλοντισμός έχει ως αφετηρία τον εννοιολογικό
διαχωρισμό της φύσης και της κοινωνίας, και κατόπιν τις επανασυνδέει,
οικοδομώντας την έννοια της «φύσης» με απλουστευτικό τρόπο, έτσι ώστε
αυτή να μπορεί να συμπεριληφθεί σε αυτήν της «οικονομίας»”.
Πλέον
το κεφάλαιο και τα κράτη είχαν στρέψει το ενδιαφέρον τους στις
οικονομικές απώλειες που είχαν και που θα συνέχιζαν να έχουν από την
κλιματική αλλαγή. Το γεγονός ότι η ζωή στον πλανήτη κινδυνεύει με
αφανισμό λόγω της καπιταλιστικής ανάπτυξης δεν τους απασχολούσε και
πολύ. Όπως είπαμε πιο πριν σε μία προηγούμενη υποσημείωση, έψαχναν (και
συνεχίζουν να ψάχνουν) έναν τρόπο να έχουν «και την πίτα γεμάτη και τον
σκύλο χορτάτο», δηλαδή και να συνεχιστεί απρόσκοπτα η κερδοφορία τους
και να μην επέλθει σύντομα η περιβαλλοντική κατάρρευση. Αυτήν τους την
πρεμούρα την έντυσαν με οικολογικό μανδύα και την παρουσίασαν ως τη
μοναδική οδό προς τη σωτηρία της απειλούμενης βιοποικιλότητας και την
επίτευξη της (περίφημης πια) «βιωσιμότητας».
Το 2006
δημοσιεύτηκε η μελέτη που είχε παραγγείλει η βρετανική κυβέρνηση στον
οικονομολόγο Nicholas Stern πάνω τον οικονομικό αντίκτυπο της κλιματικής
αλλαγής, γνωστή ως έκθεση Stern. Το 2007 έγινε μία συνάντηση υπουργών
της G8 και πέντε ακόμα κρατών στο Potsdam της Γερμανίας προκειμένου να
συζητηθεί το θέμα της μείωσης των οικονομικών απωλειών του υπερεθνικού
κεφαλαίου λόγω της κλιματικής αλλαγής. Σε αυτά τα πλαίσια, ο ΟΗΕ και η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέθεσαν στον οικονομολόγο Pavan Sukhden και την
ομάδα του να εκτιμήσουν την οικονομική αξία της βιοποικιλότητας και των
οικοσυστημικών υπηρεσιών. Ο Sukhden ήταν ανώτατο στέλεχος της Deutche
Bank, σύμβουλος του ΟΗΕ και επιχειρηματίας. Ένα χρόνο μετά, το 2008, ενώ
επεξεργαζόταν την έκθεση, ο Sukhden δήλωσε:
“τα οικονομικά μοντέλα του 20ου αιώνα φτάνουν στα όρια του τι είναι
εφικτό”. Κανένας δεν μπήκε στον κόπο να τον ρωτήσει ποια είναι αυτά τα
οικονομικά μοντέλα που φτάνουν στα όρια τους. Παρέλειψε, επίσης, να
διευκρινίσει τι θεωρεί ότι είναι εφικτό. Όπως και να’ χει, ήταν μία
ακόμα ομολογία αποτυχίας του καπιταλισμού από το στόμα ενός από τα
παιδιά του.
Η έκθεση της ομάδας του Sukhden δημοσιεύτηκε το 2011
με τίτλο “Τα Οικονομικά των Οικοσυστημάτων και της Βιοποικιλότητας”
(The Economics of Ecosystems and Biodiversity, TEEB). Είδε στην
κλιματική αλλαγή τη μεγαλύτερη αποτυχία των (καπιταλιστικών) αγορών, η
οποία όμως (σύμφωνα με την ίδια έκθεση) παράλληλα αποτελούσε και
πρόκληση για μελλοντική κερδοφορία. Αν υλοποιούνταν οι συστάσεις της
έκθεσης, η οικονομική σχέση κόστους – κερδών, στη χειρότερη περίπτωση θα
ήταν 1 προς 10 και στην καλύτερη 1 προς 100. Με άλλα λόγια, τα κέρδη
των επιχειρήσεων από μία έγκαιρη παρέμβαση θα έφταναν σε πολλές
εκατοντάδες τρισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Ένα μέρος της έκθεσης
είχε συστάσεις προς τις επιχειρήσεις. Πάνω (και) σε αυτές «πάτησε» το
2012 η δημιουργία της λεγόμενης “TEEB for Business Coalition”, μίας
πλατφόρμας αποτελούμενης από κρατικούς φορείς, επιχειρηματικούς
κολοσσούς, τράπεζες και καθεστωτικές «περιβαλλοντικές» και «μη
κυβερνητικές» οργανώσεις. Θυμηθείτε ότι δύο από αυτές τις τελευταίες
ήταν η Conservation International και η WWF, και ότι πρωταγωνιστικό
χαρακτήρα στη δημιουργία αυτής της πλατφόρμας είχε η Παγκόσμια Τράπεζα. Σε μία από τις ιστοσελίδες της
αναφέρεται ότι βασικός της στόχος είναι “η μελέτη και η τυποποίηση
μεθόδων καταγραφής του φυσικού κεφαλαίου, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η
αποτίμηση του και η χρήση του από τις επιχειρήσεις”.
Το 2014 η
πλατφόρμα μετονομάστηκε σε “Natural Capital Coalition” (Συμμαχία για το
Φυσικό Κεφάλαιο) και το 2020 σε “Capitals Coalition” (Συμμαχία για το
Κεφάλαιο). Αποτελείται από περισσότερες από 400 επιχειρήσεις, οργανώσεις και κρατικούς φορείς, μεταξύ των οποίων η Παγκόσμια Τράπεζα και τα διάφορα υποκαταστήματα της, η WWF (συμμετέχει και στη συμβουλευτική επιτροπή εμπειρογνωμόνων),
η Conservation International, η Birdlife International και οι γνωστές
τις οικολογικές τους ευαισθησίες ΑΒΝ AMRO, Burberry, Coca-Cola, Dow
Chemical, Roche, L’Oreal, Nespresso, Novartis, Repsol, Shell και
Walmart. Ένα από τα τέσσερα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου είναι ο πολυεκατομμυριούχος André Hoffmann, μέλος (και αυτός…) της Λέσχης της Ρώμης, μέτοχος και αντιπρόεδρος του φαρμακευτικού κολοσσού Roche, και αντιπρόεδρος για δέκα χρόνια της WWF… O Mark Gough, ένα άλλο μέλος του διοικητικού της συμβουλίου, είναι μέλος της συντονιστικής επιτροπής της “Global Commons Alliance”, “ενός προγράμματος που χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Rockefeller”, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της. Ένα άλλο μέλος, ο John Lok, ήταν για εικοσιπέντε χρόνια ανώτερο στέλεχος της κυβέρνησης της Ολλανδίας. Ο πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου, John Lelliott, ήταν για τριάντα χρόνια πρόεδρος της Crown Estate, της κτηματομεσιτικής εταιρείας της βρετανικής μοναρχίας…
Το
2016 η πλατφόρμα εγκαινίασε το πρόγραμμα “Natural Coalition Project” με
στόχο την αποτίμηση της οικονομικής αξίας των οικοσυστημάτων του
πλανήτη. Η έδρα του ήταν το Πανεπιστήμιο του Stanford στις ΗΠΑ. Ανάμεσα στους πολυάριθμους εταίρους του
είναι (φυσικά) η Παγκόσμια Τράπεζα και δύο υποκαταστήματα της, η
(πανταχού παρούσα) WWF, η Coca-Cola, η Dow Chemical, η Ακαδημία
Επιστημών της Κίνας, και δεκαέξι κυβερνητικοί οργανισμοί των ΗΠΑ.
Τον
Ιούλιο του 2016 ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Ban Ki-Μoon,
μιλώντας στην 14η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την
Ανάπτυξη, είπε:
“πρέπει επίσης να αποτιμηθούν καταλλήλως τα (φυσικά) περιουσιακά
στοιχεία, όπως οι οικοσυστημικές υπηρεσίες, και να αποτιμηθούν σωστά οι
συστημικοί και διασυνδεδεμένοι κίνδυνοι, όπως αυτός που ενέχει η
κλιματική αλλαγή”.
Τρεις μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 2016, ο καθηγητής οικονομικών του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Clive Apash, έγραψε ένα άρθρο,
κατακρίνοντας την υποκρισία της Συμφωνίας του Παρισιού για την
κλιματική αλλαγή, η οποία είχε υπογραφεί λίγες μέρες πιο πριν: “όσο
αφορά τα σημερινά συστήματα παραγωγής και κατανάλωσης, δεν υπάρχει
ανάγκη να αλλάξουν. Δεν υπάρχουν ελίτ που καταναλώνουν τη συντριπτική
πλειονότητα των παγκόσμιων πόρων, ούτε πολυεθνικές εταιρείες και
βιομηχανία ορυκτών καυσίμων που πρέπει να ελέγχονται, ούτε ανταγωνιστικά
συστήματα που ευνοούν τη συσσώρευση κεφαλαίου, προωθούν το εμπόριο και
σφάζονται για την κατοχή των (φυσικών) πόρων και που εκπέμπουν τεράστιες
ποσότητες αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου μέσω
στρατιωτικών δαπανών και πολέμων, ούτε κυβερνήσεις που επεκτείνουν τη
χρήση των ορυκτών καυσίμων και την εξάρτηση από αυτά”.
Ένα άλλο
μέρος του άρθρου του Apash είναι αφιερωμένο στον ρόλο των αποκαλούμενων
«περιβαλλοντικών οργανώσεων»: “η πολιτική για την αλλαγή του κλίματος
πρέπει να διαμορφώνεται αναλόγως ώστε να εξυπηρετεί την οικονομία της
ανάπτυξης που ευνοεί τη συσσώρευση κεφαλαίου, έτσι ώστε αυτή η τελευταία
να φαίνεται ότι είναι η λύση για την πρώτη (και όχι η αιτία της).
Δυστυχώς, πολλές περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις έχουν χάψει
αυτό το παράλογο σκεπτικό και δικαιολογούν την υποστήριξή τους (σε αυτό)
με το επιχείρημα ότι αυτή είναι ρεαλιστική. Οι εκθέσεις τους και οι
πολιτικές τους προτάσεις βρίθουν από όρους του λεξιλογίου του
νεοφιλελευθερισμού. Επίσης, έχουν υιοθετήσει όρους όπως φυσικό κεφάλαιο,
οικοσυστημικές υπηρεσίες, αντιστάθμισμα (άνθρακα) και σύστημα εμπορίας
δικαιωμάτων ρύπων. Αυτοί οι νέοι περιβαλλοντικοί πραγματιστές πιστεύουν,
χωρίς να το αιτιολογούν, ότι η χρηματιστικοποίηση της φύσης θα συμβάλει
στην πρόληψη της καταστροφής της”.
Το 2019 το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ[17], σε συνεργασία με τα Ηνωμένα Έθνη και τους μεγαλύτερους οικονομικούς οργανισμούς και συστημικές «περιβαλλοντικές» οργανώσεις[18] του πλανήτη, προώθησε τη λεγόμενη “Νέα Συμφωνία για τη Φύση” (“Νew Deal For Nature”, ΝDFN). Το ίδιο έτος, στην ιστοσελίδα των Ηνωμένων Εθνών
γίνεται λόγος για “πέντε αλλαγές (μετασχηματισμούς) που θα
επαναρυθμίσουν τη σχέση της ανθρωπότητας με τη φύση”. Μία από αυτές
είναι “η καταγραφή της πραγματικής αξίας της φύσης”. Στο σχετικό κεφάλαιο
αναφέρεται ότι η Συμφωνία για τη Φύση έρχεται να διορθώσει τη μέχρι
τότε αποτυχία ή αναποτελεσματικότητα των καπιταλιστικών χρηματιστηριακών
αγορών να αποτιμήσουν την πραγματική συνολική οικονομική αξία των
οικοσυστημάτων. Επίσης, σε αυτό επαναλαμβάνεται για μία ακόμα φορά η
διαπίστωση ότι κάποιοι δείκτες, όπως το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, είναι
ανεπαρκείς, καθότι σε αυτούς δεν αποτυπώνεται η συνεισφορά του “φυσικού
κεφαλαίου” και των “οικοσυστημικών υπηρεσιών” στην “παραγωγικότητα” και
στην “ανθρώπινη ευημερία”, δηλαδή στην υλική ευημερία ενός μέρους του
παγκόσμιου πληθυσμού σε βάρος του υπόλοιπου αλλά και του πλανήτη. Τέλος,
προτείνεται “η δρομολόγηση λύσεων που να βασίζονται στις αγορές”,
προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της δραματικής μείωσης της
βιοποικιλότητας…
Η “Νο Deal for Nature” είναι μία πρωτοβουλία που συστήθηκε ενάντια στη λεγόμενη “Νέα Συμφωνία για τη Φύση”. Στην ιστοσελίδα της διαβάζουμε
ότι “η πολύ πραγματική απειλή της απώλειας της βιοποικιλότητας, από την
οποία εξαρτάται όλη η ζωή στον πλανήτη, γίνεται προϊόν
εμπορευματοποίησης και εκμετάλλευσης, προκειμένου να γίνει η
επανεκκίνηση της παγκόσμιας οικονομίας. Η αποκαλούμενη «Νέα Συμφωνία για
τη Φύση» σχεδιάζεται από τις πιο ισχυρές επιχειρήσεις και οικονομικά
ιδρύματα στον κόσμο, καθώς και από μη κυβερνητικές οργανώσεις που είναι
συνένοχες σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων[19]”.
Στη συνέχεια αναφέρεται στη διαπλοκή κράτους και κεφαλαίου: “(σε
διάφορες συμφωνίες) έχουμε δει με ποιον τρόπο οι κυβερνήσεις μας
δουλεύουν χέρι χέρι μαζί με πολυεθνικές εταιρείες, παραδίδοντας ολοένα
και μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας στις μεγάλες επιχειρήσεις και
ιδιωτικοποιώντας όλο και περισσότερες δημόσιες υπηρεσίες. Τώρα πια η
φύση είναι έτοιμη για αρπαγή. Με το πρόσχημα της ανάληψης δράσης για την
καταπολέμηση των κλιματικών και οικολογικών κρίσεων, αυτό που απαιτεί
να γίνει στην πράξη η Νέα Συμφωνία για τη Φύση είναι η οικονομικοποίηση
και ιδιωτικοποίηση της φύσης (οριζόμενη ως «οικοσυστημικές υπηρεσίες»,
«φυσικό κεφάλαιο», «φυσικές λύσεις για το κλίμα» ή «λύσεις που
βασίζονται στη φύση»)σε παγκόσμια κλίμακα”. Στην ίδια ιστοσελίδα
βρίσκουμε το ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ “Banking Nature”,
το οποίο γυρίστηκε το 2019 και διαπραγματεύεται το θέμα της
εκμετάλλευσης της κλιματικής αλλαγής από το υπερεθνικό κεφάλαιο, για την
προώθηση της επιχείρησης εμπορευματοποίησης της φύσης.
Η τελική ευθεία
Τo
2021 ιδρύθηκε η “Οικονομική Συμμαχία της Γλασκώβης για το Μηδενικό
Ισοζύγιο Άνθρακα” (Glasgow Financial Alliance for Net Zero, GFANZ)
ως μία σύμπραξη μεγάλων ιδιωτικών τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών
ιδρυμάτων, ασφαλιστικών εταιρειών και κρατικών και υπερκρατικών
οργανισμών, με δηλωμένο στόχο τη μείωση των εκπομπών ρύπων στην
ατμόσφαιρα. Ο πραγματικός στόχος της, βέβαια, είναι άλλος. Με την
πρόφαση την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τα αδίστακτα αρπακτικά
της εξουσίας επιχείρησαν να αυξήσουν ακόμα περισσότερο τα κέρδη τους.
Κάποιοι από αυτούς δεν διστάζουν δε να το ομολογήσουν δημόσια. Για
παράδειγμα, πρόσφατα ο John Kerry, πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και ένας
από τους «μπροστάρηδες» αυτής της σύμπραξης, δήλωσε σχετικά:
“οι μεγαλύτεροι οικονομικοί παίκτες (παράγοντες) στον κόσμο βλέπουν την
ενεργειακή μετάβαση ως μία τεράστια εμπορική ευκαιρία”. Ωστόσο, τα
σχέδια τους δεν περιορίζονται στον εμπορικό-οικονομικό τομέα. Με τη
GFANZ αναβαθμίζεται αισθητά ο ρόλος του τραπεζικού-χρηματοπιστωτικού
συστήματος σε πολιτικό-εξουσιαστικό επίπεδο, με τη δημιουργία ενός
συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης, στο οποίο κυρίαρχο ρόλο θα έχει το
τραπεζικό-χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
Πιο συγκεκριμένα,
εστιάζοντας στο θέμα που εξετάζουμε, ο στόχος της GFANZ είναι να
προωθήσει την πλήρη ιδιωτικοποίηση των οικοσυστημάτων όλων των κρατών
του πλανήτη ή τουλάχιστον την παραχώρηση της εκμετάλλευσης τους στο
υπερεθνικό κεφάλαιο. Μία από τις μεθόδους που έχει χρησιμοποιηθεί συχνά
στο παρελθόν για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η “debt-trap
diplomacy” ή “debt-entrapment”:
Ένα ισχυρό κράτος ή ένας υπερεθνικός ή διακρατικός οργανισμός (π.χ.
Κίνα , ΗΠΑ, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Ένωση) δημιουργεί
συνθήκες οικονομικής ασφυξίας και δανεισμού σε ένα ανίσχυρο κράτος, με
σκοπό να το εξαναγκάσει να «απορρυθμίσει» την αγορά του (δηλαδή να την
παραδώσει στις ορέξεις των καπιταλιστικών αρπακτικών) και να παραχωρήσει
την εκμετάλλευση ή την ιδιοκτησία μέρους της επικράτειας του, των
υποδομών του ή και των πλουτοπαραγωγικών του πηγών, ως αντάλλαγμα για
την ελάφρυνση του χρέους του (1, 2, 3, 4, 5, 6).
Αυτήν
την τακτική πρόκειται ακολουθήσει σε κάποιες χώρες η GFANZ στο άμεσο
μέλλον, μέσω των λεγόμενων πολυμερών αναπτυξιακών τραπεζών (Μultilateral
Development Βanks, MDBs), οι οποίες δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα
περιφερειακά παραρτήματα της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ο εξαναγκασμός των
οικονομικά ανίσχυρων χωρών μπορεί να επιτευχθεί μέσω του άμεσου
δανεισμού τους, μέσω της δημιουργίας συνθηκών οικονομικής ασφυξίας στο
εσωτερικό τους, ή ακόμα και μέσω της απειλής για κάτι τέτοιο. Στις
περιπτώσεις χωρών που οι διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας είναι
πλήρως υποτελείς στο ντόπιο ή υπερεθνικό κεφάλαιο και που εκτιμάται ότι
δεν θα υπάρξουν σοβαρές αντιδράσεις σε αυτούς τους σχεδιασμούς εκ μέρους
των υπηκόων τους, η διαδικασία θα είναι αμεσότερη και θα προχωρήσει με
ταχύτερους ρυθμούς.
Η γρήγορη και αποτελεσματική (για το
κεφάλαιο) λεηλασία των φυσικών πόρων αυτών των χωρών θα επιτευχθεί με τη
σύμπραξη-συνεργασία των επονομαζόμενων ξένων «επενδυτών» με τις τοπικές
κυβερνήσεις και το εγχώριο κεφάλαιο της κάθε χώρας, καθώς και με τις
επονομαζόμενες «μη κυβερνητικές» και «περιβαλλοντικές» οργανώσεις. Οι
«επενδυτές» δεν είναι άλλοι από τα καπιταλιστικά αρπακτικά που θα
επωφεληθούν από αυτήν: πολυεθνικές εταιρείες και κυρίως
τραπεζικοί-χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Βέβαια θα ανταμειφθούν για τις
υπηρεσίες τους και οι προαναφερθείσες οργανώσεις καθώς και οι υπόλοιποι
υπηρέτες του κεφαλαίου σε κάθε χώρα (οι διαχειριστές της πολιτικής
εξουσίας και οι εθελόδουλοι υφιστάμενοι τους).
Σε πρακτικό
επίπεδο, αυτή η συνεργασία θα πραγματοποιηθεί με τη δημιουργία των
λεγόμενων “country platforms”. Σύμφωνα με τη GFANZ, αυτές οι πλατφόρμες
αποτελούν τους μηχανισμούς που θα συνενώσουν όλους τους παραπάνω και θα
συμβάλλουν στον συντονισμό των κινήσεων τους προκειμένου φτάσουν να
υλοποιήσουν τους σχεδιασμούς τους. Ουσιαστικά οι “country platforms”
είναι τα οχήματα μέσω των οποίων το υπερεθνικό κεφάλαιο θα μπορέσει να
βάλει χέρι στους φυσικούς πόρους της κάθε χώρας πιο γρήγορα και πιο
αποτελεσματικά (για τα συμφέροντα του). Όπως λένε και οι ίδιοι στην
ιδιόρρυθμη ξύλινη γλώσσα τους, αυτό που προσδοκούν από αυτές είναι “να
δημιουργήσουν επιχειρηματικά περιβάλλοντα που θα είναι ευνοϊκά για
επιχειρηματικές επενδύσεις” ή “να επιταχύνουν τη δημιουργία των συνθηκών
για τη συγκρότηση προγραμμάτων που παρουσιάζουν τραπεζικό ενδιαφέρον”.
Στη
δημιουργία αυτών των συνθηκών θεμελιώδη ρόλο έχουν οι τοπικοί
διαχειριστές της εξουσίας: “ιδιωτικά κεφάλαια και επενδύσεις θα αρχίσουν
να ρέουν προς αυτά τα προγράμματα, αν οι κυβερνήσεις και αυτοί που
χαράσσουν πολιτικές δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες”. Δεν
χρειάζεται να αναλύσουμε σε τί συνίσταται η δημιουργία αυτών των
συνθηκών. Είναι αυτό που με μία λέξη ονομάζεται νεο-αποικιοποίηση και
που μία μικρή γεύση του βιώνουμε εδώ και αρκετά χρόνια στην Ελλάδα. Γι’
αυτό και οι χώρες που έχει επιλέξει η GFANZ για την υλοποίηση των
σχεδιασμών της είναι συνήθως μικρές, ανίσχυρες και με σχέσεις εξάρτησης
από το υπερεθνικό κεφάλαιο. Αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο που
αποδεικνύει ότι οι στόχοι τους δεν σχετίζονται με την αντιμετώπιση της
κλιματικής αλλαγής. Άλλωστε οι εκπομπές ρύπων αυτών των χωρών είναι
μηδαμινές σε σύγκριση με αυτές που προέρχονται από τις μεγάλες
βιομηχανικές χώρες του πλανήτη.
Οι “country platforms” δεν είναι
μία πρωτοβουλία ή καινοτομία της GFANZ. Είχαν χρησιμοποιηθεί ελάχιστα
στο παρελθόν, μέχρι το 2018. Τότε, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, η
λεγόμενη Ομάδα των 20 (G20[20])
αποφάσισε να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του παγκόσμιου οικονομικού
συστήματος και να τις αναβαθμίσει. Τον Οκτώβριο του 2018 δημοσιεύτηκε μία έκθεση της G20,
στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά στις “country platforms”, δίνοντας
τις κατευθυντήριες γραμμές για τη χρήση τους από τα εκτελεστικά όργανα
των παγκόσμιων εξουσιαστών. Όπως αναφέρεται σε μία έκθεση της GFANZ
πάνω στην “κινητοποίηση του ιδιωτικού κεφαλαίου στις αναδυόμενες αγορές
και στις αναπτυσσόμενες χώρες”, η οποία δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του
2021, η συμμαχία – σύμπραξη βασίστηκε στην έκθεση της G20 του 2018,
προκειμένου να σκιαγραφήσει και να συγκεκριμενοποιήσει τον ρόλο τους
στην απομύζηση των φυσικών πόρων του πλανήτη, με το γνωστό πρόσχημα της
αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.
Ως πετυχημένα παραδείγματα λειτουργίας “country platforms” αναφέρονται η Ρουάντα, η Γκάνα και κυρίως η Ινδία. Αυτή της Ινδίας ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 από μία πρωτοβουλία
του Ιδρύματος Bloomberg, με τη συμμετοχή κολοσσών όπως οι Goldman
Sachs, HSBC, Allianz Global Investors, AXA, Enel, των κυβερνήσεων της
Ινδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου και του κρατικού Επενδυτικού Ταμείου
Συντάξεων της Ιαπωνίας (Japan’s Government Pension Investment Fund, GPIF[21]).
Μέχρι
λίγο μετά τα μέσα του 2021 οι μέχρι τότε κινήσεις της συμμαχίας των
αδίστακτων καπιταλιστικών αρπακτικών και των παρατρεχάμενων τους
έδειχναν ότι στο άμεσο μέλλον οι σχεδιασμοί τους θα κινούνταν στα μέχρι
τότε γνωστά σε εμάς πλαίσια. Τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 2021
ξεπέρασαν όλες τις μέχρι τότε εκτιμήσεις.
συνέχεια στο Γ μέρος
Mία περίληψη του κειμένου μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Παραπομπές Β μέρους
[10] Ένα από τα πολλά παραρτήματα της Παγκόσμιας Τράπεζας (βλ. πιο κάτω).
[11]
Εταιρεία οικονομικών-επενδυτικών υπηρεσιών που ιδρύθηκε από τον πρώην
αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Al Gore και το υψηλόβαθμο στέλεχος της Goldman
Sachs, David Blood.
[12] Natural assets στο αρχικό κείμενο.
[13] Ένα από τα πολλά παραρτήματα της Παγκόσμιας Τράπεζας (βλ. πιο κάτω).
[14]
Εταιρεία οικονομικών-επενδυτικών υπηρεσιών που ιδρύθηκε από τον πρώην
αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Al Gore και το υψηλόβαθμο στέλεχος της Goldman
Sachs, David Blood.
[15] Η αποτίμηση των οικοσυστημάτων της Κόστα Ρικα άρχισε το 2017. Στην ιστοσελίδα της IEG αναφέρεται
ότι η εταιρεία βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την (νεοφιλελεύθερη)
κυβέρνηση της χώρας για τη δημιουργία μίας εταιρείας φυσικών
περιουσιακών στοιχείων (NAC). Ανάλογες δηλώσεις έχει κάνει η (εξίσου νεοφιλελεύθερη) υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Όπως θα δούμε πιο κάτω, αυτό το Υπουργείο περιλαμβάνεται στους εταίρους (συνεργάτες) της σύμπραξης.
[16] Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε “assetization” από πολλούς (1, 2). Αυτός είναι ο τίτλος ενός βιβλίου των Kean Birch και Fabian Muniesa (1, 2, 3).
[17]
Άλλη μία σύμπραξη καπιταλιστών. Πρόκειται για 1.000 εταιρείες-κολοσσοί
από όλον τον κόσμο, με ετήσιο κύκλο εργασιών (τζίρο) πάνω από 5
δισεκατομμύρια δολάρια.
[18]
Με πρωτοπόρο την WWF. Πιο κάτω θα εξετάσουμε τον ρόλο αυτής της
οργάνωσης σε αυτήν την τελευταία φάση της
εμπορευματοποίησης-χρηματιστικοποίησης της φύσης.
[19] Πιο κάτω κατονομάζει τη WWF, λέγοντας ότι “εδώ και δεκαετίες συμμετέχει στην καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων”.
[20]
Ένα από τα όργανα συντονισμού των κινήσεων των παγκόσμιων εξουσιαστών.
Πρόκειται για ένα συμβούλιο των επικεφαλής των διαχειριστών της
πολιτικής και οικονομικής εξουσίας (αρχηγοί κρατών, διοικητές κεντρικών
τραπεζών και υπουργοί οικονομικών) των 19 κρατών με τις μεγαλύτερες
οικονομίες και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[21] Από το 2017 είναι ένας από τους βασικούς οικονομικούς συνεργάτες της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Ας συγκρατήσουμε αυτήν την πληροφορία για τη συμμετοχή του
συγκεκριμένου Ταμείου σε αυτήν τη σύμπραξη. Θα τη συναντήσουμε αργότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.