Σελίδες

27 Ιουνίου 2024

Το τέλος της ζωής όπως τη γνωρίζαμε (μέρος Α)

Τον Σεπτέμβριο του 2021 το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (New York Stock Exchange, NYSE) ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός νέου επενδυτικού προϊόντος, το οποίο εδώ και χρόνια αποκαλείται κυνικά “φυσικά περιουσιακά στοιχεία (natural assets)” από τους παγκόσμιους εξουσιαστές και τα φερέφωνα τους. Ουσιαστικά σε αυτό περιλαμβάνονται όλα τα χερσαία και θαλάσσια οικοσυστήματα του πλανήτη (είτε αυτά είναι παρθένα, είτε έχουν δεχτεί ανθρώπινη επέμβαση), οι φυσικοί τους πόροι, καθώς και όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτά.

Μέχρι σήμερα η εμπορευματοποίηση των οικοσυστημάτων γινόταν με άμεσο τρόπο, δηλαδή με την εκμετάλλευση τους στα πλαίσια της καπιταλιστικής παραγωγής. Το προφανές επιδιωκόμενο αποτέλεσμα για τις υπερεθνικές οικονομικές ελίτ και τους κάθε λογής υπηρέτες τους (κράτη, τεχνοκράτες, πολιτικοί, κλπ) είναι να μπορούν να αντλούν υπεραξία από αυτά μέσω της πλήρους ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης – χρηματιστικοποίησης της φύσης αλλά και της ανθρώπινης ζωής, στον βαθμό που αυτή εξαρτάται από το φυσικό περιβάλλον.

Πρόσφατα η ιστοσελίδα της οργάνωσης “Alliance for Natural Health” (Συμμαχία για τη Φυσική Υγεία) έκανε ένα αφιέρωμα σε αυτό το εγχείρημα, χαρακτηρίζοντας το ως τη μεγαλύτερη αρπαγή γης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ύστερα από την ανάλυση που κάνουμε πιο κάτω, παραθέτουμε τη δική μας εκτίμηση ότι εάν φτάσει να υλοποιηθεί, οι συνέπειες του δεν θα είναι μόνο οικονομικές, αλλά θα επεκταθούν σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και θα αλλάξουν όσα γνωρίζαμε ή θεωρούσαμε δεδομένα για τη φύση, τη σχέση του ανθρώπου με αυτήν, αλλά και την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.

Θέλουμε να τονίσουμε ότι δεν πρόκειται για κάποιο υποθετικό σενάριο ή για κάποιον σχεδιασμό που πρόκειται να υλοποιηθεί στο μακρινό μέλλον. Όπως θα δούμε στη συνέχεια του άρθρου, ήδη έχουν μπει τα θεμέλια για την πιλοτική του εφαρμογή στην Κόστα Ρίκα, ενώ σε δεύτερη φάση προβλέπεται να ακολουθήσουν χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.

Η πρόσφατη κίνηση του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης και όσων βρίσκονται πίσω από αυτό δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Πρόκειται για το τελευταίο στάδιο ενός καλά μεθοδευμένου σχεδιασμού, του οποίου οι απαρχές ανάγονται στη δεκαετία του ’70. Πριν εξετάσουμε μερικά στοιχεία και δεδομένα για τους εμπνευστές του, για το πρόσχημα που χρησιμοποιείται για την προώθηση του και για το πώς σχεδιάζεται να υλοποιηθεί, θα κάνουμε μία σύντομη αναδρομή σε μερικά γεγονότα-σταθμούς που προηγήθηκαν των πρόσφατων εξελίξεων και που οδήγησαν σε αυτές.

Οι προδρομικές φάσεις

Τα θεμέλια

Τη δεκαετία του ’70 έγιναν από κάποιους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους οι πρώτες πρωτόλειες απόπειρες επαναπροσδιορισμού μερικών εννοιών που σχετίζονται με το φυσικό περιβάλλον. Τότε νοηματοδοτήθηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος “περιβαλλοντικές υπηρεσίες”. Τότε έγινε η πρώτη αναφορά στην “αναγκαιότητα της αποτίμησης των φυσικών πόρων”. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος “οικοσυστημικές υπηρεσίες” και στα τέλη της ίδιας δεκαετίας εισήχθηκε ο όρος “φυσικό κεφάλαιο”.

Το 1972 η “Λέσχη της Ρώμης”[1] (“Club of Rome”) ανέθεσε σε μία ομάδα επιστημόνων (Meadows et. al) και στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) τη διεξαγωγή μιας έρευνας πάνω στις συνέπειες της αχαλίνωτης τεχνολογικής ανάπτυξης. Η σχετική έκθεση δημοσιεύτηκε δύο χρόνια μετά, το 1974, υπό τον τίτλο “The Limits to Growth” (Τα Όρια της Ανάπτυξης) και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι με τη συνέχιση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, το αργότερο σε εκατό χρόνια (από τότε) θα εξαντλούνταν οι φυσικοί πόροι, θα μειωνόταν δραματικά ο παγκόσμιος πληθυσμός και θα επερχόταν η οικολογική κατάρρευση του πλανήτη. Μία από τις προτεινόμενες λύσεις ήταν η επίτευξη μίας θεωρητικής – φαντασιακής κατάστασης «αποανάπτυξης» που θα οδηγούσε σε μία εξίσου θεωρητική “κατάσταση ισορροπίας”, στην οποία η εν λόγω ερευνητική ομάδα φαντασιώθηκε την επιβίωση του καπιταλισμού στο διηνεκές.

Η λύση της αποκαλούμενης “κατάστασης ισορροπίας” αφήνει άθικτη τη βασική δομή της καπιταλιστικής συσσώρευσης και φυσικά τη λειτουργία των καπιταλιστικών χρηματοπιστωτικών αγορών και γενικότερα αυτή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Οι υποταγμένοι επιστήμονες στους οποίους ανατέθηκε η έρευνα ήξεραν πολύ καλά ποια ήταν τα αφεντικά τους και τι ζητούσαν από αυτούς. Ομοίως, τα αφεντικά τους ήξεραν καλά σε ποιους την ανέθεταν.

Το μήνυμα που πέρασε η Λέσχη της Ρώμης μέσω της έκθεσης Meadows ήταν ότι σε μία μελλοντική αέναη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όπως αυτή που θα οι ίδιοι προέβλεψαν[2] ότι θα προέκυπτε λόγω της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι «από κάτω» θα έπρεπε να συναινέσουν σε όποια μέτρα θα έπαιρναν οι «από πάνω» και να ξεχάσουν τις όποιες προσδοκίες τους για κοινωνικές αλλαγές. Σε αυτήν την υποθετική “κατάσταση ισορροπίας” δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην πειθάρχηση των «από κάτω» και στη μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού.

Όπως παρατηρεί σχετικά ο Harvey Simmons από το μακρινό 1973, “(σε μια οικονομία μόνιμης κατάστασης) οι άνθρωποι θα έπρεπε να αποδεχθούν ότι η προσφορά αγαθών είναι περιορισμένη και ότι (…) σε κάποιους αξίζουν περισσότερα από άλλους. Οι κοινωνικές και οικονομικές ιεραρχίες θα συνέχιζαν να υπάρχουν. Ωστόσο οι διαφορετικές αμοιβές θα ήταν ευκολότερα δικαιολογήσιμες μέσα σε ένα οικονομικό και οικολογικό σύστημα στο οποίο θα υπήρχε ένα πεπερασμένο όριο στη διανομή και στο οποίο οι αυταπάτες της επίτευξης της ισότητας μέσω της παραγωγής θα είχαν εξαφανιστεί” (1, 2).

Από το εξίσου μακρινό 1974 ο David Harvey σημειώνει σχετικά : “αν μια υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, μια ελίτ κάποιου είδους, απειλείται και πολεμά για να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση της στην κοινωνία, τότε τα επιχειρήματα του υπερπληθυσμού και της έλλειψης (φυσικών) πόρων μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πανίσχυροι ιδεολογικοί μοχλοί για να πείσουν τους ανθρώπους να αποδεχτούν το status quo της ελίτ και τα αυταρχικά μέτρα για τη διατήρησή της”.

Τη δεκαετία του ’80 έγιναν οι πρώτες απόπειρες σύμπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας και της καθεστωτικής οικολογίας. Αυτές επισημοποιήθηκαν το 1982 στο Συμπόσιο του Wallenberg, στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Ο τίτλος του “Ενσωματώνοντας (ενοποιώντας) την Οικολογία και την Οικονομία” και η χρηματοδότηση του από το Ίδρυμα Wallenberg, ένα από τα πιο ισχυρά ιδιωτικά ιδρύματα στην Ευρώπη εκείνη την εποχή, είναι ενδεικτικά του περιεχομένου και των στόχων αυτής της σύμπτυξης. Μία δεύτερη συνάντηση με τον ίδιο τίτλο και περιεχόμενο πραγματοποιήθηκε το 1987 στη Βαρκελώνη, με άλλο χορηγό. Δύο από τους συμμετέχοντες και στις δύο συναντήσεις ήταν οι οικονομολόγοι Robert Costanza και Herman Daly. Τα επόμενα δύο χρόνια οι δυο τους θα εκδώσουν δύο περιοδικά πάνω στο ίδιο θέμα και το 1988 θα ιδρύσουν τη Διεθνή Εταιρεία Οικολογικής Οικονομίας (International Society for Ecological Economics, ISEE), προωθώντας την πολυπόθητη σύμπτυξη.

Οι κινήσεις των Costanza και Daly δεν πέρασαν απαρατήρητες από τα πλανητικά αφεντικά. Αμέσως μετά τις συναντήσεις ο Costanza έγινε ένα από τα 100 μέλη της αυτοαποκαλούμενης Λέσχης της Ρώμης (“Club of Rome”), η οποία μέχρι σήμερα είναι ένα από τα βασικά όργανα άσκησης πολιτικής των παγκόσμιων ολιγαρχών – εξουσιαστών. Μετά την ίδρυση της ISEE o Henry Daly προσλήφθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank) και ήταν για έξι χρόνια επικεφαλής του Τμήματος Περιβάλλοντος αυτού του εξουσιαστικού μηχανισμού που ελέγχεται από το κεφάλαιο των ΗΠΑ[3]. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, αυτός ο τραπεζικός κολοσσός έχει κεντρικό ρόλο στην πραγμάτωση των σχεδιασμών του υπερεθνικού κεφαλαίου στο θέμα που εξετάζουμε.

Οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι που ασχολήθηκαν και συνεχίζουν να ασχολούνται με τη δόμηση και το πλασάρισμα αυτού του αφηγήματος, αυτοαποκαλέστηκαν “οικονομολόγοι του περιβάλλοντος” και ως τέτοιοι καθιερώθηκαν από όλα τα μέσα μαζικής προπαγάνδας.

Η πρώτη οργανωμένη επανοηματοδότηση της φύσης και η εμφάνιση του νεοφιλελεύθερου «περιβαλλοντισμού»

Η πρώτη συστηματική απόπειρα επανοηματοδότησης της φύσης και ένταξης της στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του ’90. Όπως σημειώνει η Kathleen McAfee στο άρθρο της “Η αντιφατική λογική των παγκόσμιων αγορών οικοσυστημικών υπηρεσιών”, η φύση αντιμετωπίζεται από αυτούς τους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους “ως ένα υποσύστημα της οικονομίας, με στόχο την ένταξη του φυσικού κόσμου στον κόσμο της αγοράς”.

Γύρω στα τέλη της δεκαετίας άρχισαν να χρησιμοποιούνται κατά κόρον οι προαναφερθέντες όροι και να δίνεται έμφαση στο νέο τους νόημα και περιεχόμενο, στα πλαίσια του συγκρητισμού της νεοφιλελεύθερης οικονομικής αντίληψης και της συστημικής – καθεστωτικής «οικολογίας»[4], τα θεμέλια του οποίου είχαν μπει τη δεκαετία του ’70 και επίσημα το 1982 στο Συμπόσιο του Wallenberg. Έτσι προέκυψε η φενάκη του λεγόμενου “περιβαλλοντισμού της ελεύθερης αγοράς” (“free-market environmentalism”), δηλαδή της απόπειρας του νεοφιλελευθερισμού να παρουσιαστεί ως μία κοσμοθεωρία με περιβαλλοντικό πρόταγμα, προσεταιριζόμενος τα οικολογίζοντα παράσιτα-παρτάλια της “οικολογίας του καπιταλισμού”.

Ήταν η εποχή που είχαν αρχίσει να γίνονται ορατές οι ολέθριες συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στο φυσικό περιβάλλον. Οικειοποιούμενος όρους και προτάγματα της οικολογίας, ο νεοφιλελευθερισμός επιχείρησε να δομήσει το αφήγημα του περί σωτηρίας του πλανήτη από την επερχόμενη οικολογική καταστροφή πάνω στην υποτιθέμενη “βιώσιμη ανάπτυξη”[5]. Το αφήγημα διέπεται από μία σαφή αντιφατικότητα: οι εκφραστές και θιασώτες του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος που είχε οδηγήσει τον πλανήτη στα πρόθυρα της οικολογικής καταστροφής, έρχονταν να υποσχεθούν ότι αυτό το ίδιο σύστημα θα τον έσωζε ή ότι τουλάχιστον θα επιβράδυνε την επικείμενη καταστροφή, εάν η οικονομική τους κοσμοθεωρία επεκτεινόταν στο φυσικό περιβάλλον και εάν όλοι οι φυσικοί πόροι ιδιωτικοποιούνταν και εμπορευματοποιούνταν στο έπακρο.

Προς τα μέσα της δεκαετίας του ’90 η Παγκόσμια Τράπεζα έκανε μία αλλαγή στάσης αναφορικά με την «περιβαλλοντική» της πολιτική και τη στάση της απέναντι στις αντίστοιχες «μη κυβερνητικές» οργανώσεις. Υιοθέτησε μία «οικολογίζουσα» ρητορική, εστιάζοντας στην εύηχη κενολογία “βιώσιμη ανάπτυξη”. Παράλληλα, τα χρήματα που διέθετε για δάνεια για περιβαλλοντικά προγράμματα, και κυρίως οι χρηματοδοτήσεις προς τις «περιβαλλοντικές» οργανώσεις, αυξήθηκαν κατακόρυφα. Έτσι, κατάφερε να μειώσει δραστικά την κριτική εναντίον της και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα εξασφάλισε τη στήριξη των περισσότερων από αυτών ή τουλάχιστον τη σιωπηλή συναίνεση στην πραγματοποίηση των σχεδιασμών της. Όπως παρατήρησε εύστοχα το 2000 ο James Sheehan στο άρθρο του “The Greening of the World Bank”, “τώρα αυτές οι οργανώσεις είναι βαθιά ριζωμένες στην Παγκόσμια Τράπεζα. Όλως περιέργως, το όραμα τους για την οικονομική ανάπτυξη του τρίτου κόσμου έχει φτάσει να μοιάζει με αυτό της Τράπεζας”.

Την ίδια εποχή ξεπετάχτηκαν εκατοντάδες νέες «περιβαλλοντικές» οργανώσεις και εταιρείες, με κάποια περίεργα ως αλλόκοτα προτάγματα, υιοθετώντας τη νεοφιλελεύθερη ρητορική και κακοποιώντας βασικούς όρους και αρχές της οικολογίας. Είχαν ιδρυθεί ή χρηματοδοτούνταν από κρατικά κονδύλια, από υπερεθνικούς εξουσιαστικούς οργανισμούς ή από τα γνωστά ιδρύματα-κολοσσούς των μεγαλοκαπιταλιστών – ολιγαρχών. Μάλιστα, έφτασαν να ιδρύσουν και ένα όργανο, στο οποίο συμμετέχουν μαζί με κρατικούς φορείς και τους υπόλοιπους εταίρους τους στην επιχείρηση «πράσινης» κερδοσκοπίας: την αυτοαποκαλούμενη Διεθνή Ένωση για την Προστασία της Φύσης (International Union for the Conservation of Nature, IUCN)[6].

Ένα αλλόκοτο συνονθύλευμα από γιάπηδες, αχυρανθρώπους του κεφαλαίου, κρατικοδίαιτους γραφειοκράτες, αξιωματούχους υπερεθνικών εξουσιαστικών οργανισμών, μικροαστούς τυχοδιώκτες, νεόκοπους οικολογίζοντες, πρώην ακτιβιστές και διάφορα άλλα απόβλητα του καπιταλιστικού συστήματος, εμφανίστηκε στο προσκήνιο. Χρησιμοποιώντας τους ως δεκανίκια, το υπερεθνικό κεφάλαιο έστησε μία πολύ επικερδή μπίζνα με πρόφαση την κλιματική αλλαγή. Και τα δύο μέρη αυτής της ιδιότυπης σύμπραξης νεοφιλελευθερισμού και συστημικού – καθεστωτικού περιβαλλοντισμού ωφελήθηκαν τα μέγιστα από αυτήν. Οι πρώτοι, επειδή βρήκαν ένα νέο πεδίο κερδοφορίας, αφού ο καπιταλισμός όχι μόνο έμεινε στο απυρόβλητο για την αδιάκοπη καταστροφή που προκαλεί στο περιβάλλον, αλλά και επειδή η αχαλίνωτη ανάπτυξη του, η επέκταση του και η άμεση σύνδεση της καπιταλιστικής οικονομίας με το φυσικό περιβάλλον παρουσιάστηκαν ως ένα σχέδιο για τη σωτηρία της ζωής στον πλανήτη ή τουλάχιστον για την επιβράδυνση του αφανισμού της. Οι δεύτεροι, επειδή αφενός θα έπαιρναν ένα ικανοποιητικό μερίδιο από την πίτα της «πράσινης ανάπτυξης» και της επιχείρησης ολοκληρωτικής ένταξης της φύσης στην καπιταλιστική οικονομία και αφετέρου επειδή αυτή η επιχείρηση θα γινόταν στο όνομα της οικολογίας και της “βιώσιμης ανάπτυξης”.

Πολλοί μη καθεστωτικοί οικολόγοι αποκαλούν αυτήν τη συμμαχία διαπλοκή περιβαλλοντισμού-βιομηχανίας (“the conservation-industrial complex”) (1, 2, 3, 4). Ο Derrick Jensen, στην “Ανοιχτή επιστολή για την ανάκτηση του περιβαλλοντισμού” υιοθετεί αυτόν τον όρο και την περιγράφει ως εξής: “απέναντι στο οικολογικό κίνημα βρίσκονται οι μεγάλες «πράσινες» οργανώσεις, τα τεράστια «περιβαλλοντικά» ιδρύματα, οι νέο-περιβαλλοντιστές, ορισμένοι ακαδημαϊκοί – οι οποίοι έχουν οικειοποιηθεί και κάνουν κατάχρηση του όρου «βιωσιμότητα» του (οικολογικού) κινήματος , με τη λέξη αυτή να έχει υποτιμηθεί τόσο πολύ που έχει φτάσει να σημαίνει «τη διατήρηση αυτού του (δυτικού) πολιτισμού όσο το δυνατόν περισσότερο». Αντί να αγωνίζονται για να προστατεύσουν το ένα και μοναδικό σπίτι μας, προσπαθούν να «συντηρήσουν»[7] τον ίδιο τον πολιτισμό που σκοτώνει τον πλανήτη”.

Ένα παράδειγμα «πράσινης» διαπλοκής

Ένα μικρό αλλά ενδεικτικό παράδειγμα «πράσινης» διαπλοκής στο θέμα που θίγουμε είναι η αυτοαποκαλούμενη «μη κερδοσκοπική» οργάνωση Earth Economics, με έδρα την Washington των ΗΠΑ, η οποία ιδρύθηκε λίγα χρόνια αργότερα με χρήματα του Tides Center. Πρόκειται για μία εταιρεία που ειδικεύεται σε αποτιμήσεις “φυσικών περιουσιακών στοιχείων” και “οικοσυστημικών υπηρεσιών”. Ανάμεσα στους «εταίρους- συνεργάτες» της είναι η λεγόμενη “Συμμαχία για το Φυσικό Κεφάλαιο» (Νatural Capital Coalition). Όπως θα δούμε πιο κάτω, πρόκειται για μία σύμπραξη κρατικών φορέων, επιχειρήσεων και «περιβαλλοντικών» οργανώσεων, η οποία έχει ενεργό ρόλο στην υπόθεση χρηματιστικοποίησης της φύσης που εξετάζουμε σε αυτή μας την ανάρτηση. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία της είχε η Παγκόσμια Τράπεζα. Ένας άλλος «συνεργάτης» της είναι το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Πόρων (World Resources Institute, WRI), ένα από τα πολλά παραρτήματα της Παγκόσμιας Τράπεζας, χρηματοδοτούμενο από πολλούς υπερεθνικούς οργανισμούς, κρατικούς φορείς και μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες και ιδρύματα. Ένας άλλος «εταίρος» της είναι το Ινστιτούτο Gund, το οποίο ιδρύθηκε το 1991 από τον Robert Costanza και συμμετέχει ενεργά στο εγχείρημα της χρηματιστικοποίησης της φύσης, μέσω του Natural Capital Project (βλ. πιο κάτω). Ανάμεσα στους «εταίρους» της βρίσκονται ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί από καπιταλιστικούς κολοσσούς (Ιδρύματα Μοοre, Walton, Suzuki, κ.α.) και διάφορες εταιρείες και οργανώσεις με υπόγειες και υπέργειες διασυνδέσεις με αυτούς. Ενδεικτικά αναφέρουμε το παράδειγμα της Ceres, μίας «περιβαλλοντικής» οργάνωσης, που διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία ύψους 26 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, και που πίσω της κινείται ένα πολυπλόκαμο δίκτυο που αποτελείται από περισσότερους από 160 επενδυτές, περισσότερους από 50 σπόνσορες (Bloomberg, Exelon, Apple, κ.ά) και περισσότερες από 90 οργανώσεις (Goldman Sachs, JPMorgan Chase, Citigroup, Morgan Stanley, Bank of America, Rockefeller Brothers Fund, το Ίδρυμα Clinton, το Ίδρυμα Tides, το Ταμείο Συνταξιούχων της Νέας Υόρκης, κλπ). Στο παρελθόν έχει συνεργαστεί αρκετές φορές με τη WWF (1, 2).

Δύο από τους ιδρυτές και ανώτερα στελέχη της Earth Economics, η Annie Leonard και ο David Batker, είναι ταυτόχρονα υψηλόβαθμα στελέχη της Greenpeace (1, 2). Ο τελευταίος έχει εργαστεί και για την Παγκόσμια Τράπεζα και για δύο παραρτήματα της και έχει υπάρξει μαθητής του Herman Daly. Αυτοπαρουσιάζεται[8] ως “οικονομολόγος του περιβάλλοντος” και παράλληλα συμμετέχει στην επιστημονική ομάδα που σχεδίασε την εκτροπή του ποταμού Mississippi στις ΗΠΑ. Επίσης, δουλεύει για το Ινστιτούτο Gund του Robert Costanza. Με τον Costanza έχει συνεργαστεί και στην Earth Economics αλλά και αλλού. Όπως θα δούμε πιο κάτω, είναι σύμβουλος της εταιρείας Intrinsic Exchange Group (IEG), μέσω της οποίας προωθείται το δυστοπικό σχέδιο της χρηματιστικοποίησης της φύσης το οποίο εξετάζουμε σε αυτή μας την ανάρτηση. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, οι Costanza και Daly υπήρξαν σύμβουλοι της Earth Economics. Σίγουρα πάντως ένας από τους ιδρυτές και συμβούλους της είναι ο Joshua Farley, ο οποίος δουλεύει και για το Ίδρυμα Gund του Costanza.

Η οικοδόμηση του αφηγήματος

Σε αυτά τα πλαίσια, τo 1990, οι δύο νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι που συναντήσαμε πιο πριν, ο Robert Costanza και ο Henry Daly, γράφουν ένα άρθρο με τίτλο “Φυσικό κεφάλαιο και βιώσιμη ανάπτυξη”. Το άρθρο θα δημοσιευτεί δύο χρόνια αργότερα, το 1992. Αν κάποιος διάβαζε το άρθρο την εποχή που γράφτηκε, θα παρατηρούσε μία επιστημονίζουσα αερολογία περί φυσικού κεφαλαίου, και ίσως να σχολίαζε την πρόταση για επιβολή ενός φόρου για την αποφυγή της εξάντλησης των φυσικών πόρων ως γενική και μη τεκμηριωμένη ως προς το αποτέλεσμα που οι συντάκτες του άρθρου πιθανολογούσαν ότι θα είχε (επίτευξη της βιωσιμότητας). Ίσως να έκρινε ένα τέτοιο μέτρο ως μη αποτελεσματικό, ως μία απόπειρα μετακύλισης του κόστους της κλιματικής αλλαγής στoυς χρήστες των προϊόντων που προέρχονται από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, ως έναν τρόπο προώθησης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ως μία μέθοδο ανανέωσης της τεχνολογίας της καπιταλιστικής παραγωγής, και ως μία ιδεολογική απόπειρα επίρριψης των ευθυνών για την οικολογική καταστροφή στη μεγάλη μάζα του πληθυσμού που χρησιμοποιεί και καταναλώνει αυτά τα προϊόντα, αφήνοντας έξω από την εξίσωση το καπιταλιστικό σύστημα.

Αν όμως κάποιος το διαβάσει σήμερα, έχοντας υπ’ όψιν του τις τελευταίες εξελίξεις με τις οποίες ασχολούμαστε σε αυτήν την ανάρτηση, θα εστιάσει στην επιμονή των συντακτών του στην αποτίμηση του “φυσικού κεφαλαίου” και στην έμφαση που δίνουν στη διαπίστωση τους ότι ούτε αυτό ούτε οι “οικοσυστημικές υπηρεσίες” αποτυπώνoνται στις αγορές και σε οικονομικούς δείκτες όπως το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν.

Από μία μελέτη τεσσάρων συστημικών επιστημόνων που δημοσιεύτηκε το 2014 προκύπτει ότι από το 1981 που εμφανίστηκε ο όρος “οικοσυστημικές υπηρεσίες” μέχρι το 1997, είχαν δημοσιευτεί μόνο 166 άρθρα στα αγγλικά που περιείχαν αυτόν τον όρο. Στην τριετία 1997-2000 γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν 326 άρθρα που αναφέρονται στις “οικοσυστημικές υπηρεσίες”. Από το 2001 ως το 2004 δημοσιεύτηκαν 488 σχετικά άρθρα, από το 2005 ως το 2009 δημοσιεύτηκαν 1980 άρθρα, ενώ από το 2010 ως το 2014 δημοσιεύτηκαν 5.025 άρθρα σχετικά με αυτήν την έννοια.

Το 1997 ήταν ένα έτος καμπή για τη διάδοση-εδραίωση αυτού του όρου και κυρίως της έννοιας της αποτίμησης των “οικοσυστημικών υπηρεσιών” και της συνεπακόλουθης ποσοτικοποίησης-εμπορευματοποίησης όλων των φυσικών πόρων. Αυτό έγινε μεθοδευμένα, με τρία γεγονότα-σταθμούς.

Το πρώτο ήταν η δημοσίευση του βιβλίου του φερέφωνου της Παγκόσμιας Τράπεζας Henry Daly με τίτλο “Nature’s Services: Societal Dependence On Natural Ecosystems”. Σε αυτό τίθενται τα θεωρητικά θεμέλια της πλήρους ένταξης των φυσικών πόρων στην καπιταλιστική οικονομία. Ευθυγραμμισμένος με το αφήγημα της οικονομίας της σταθερής κατάστασης της έκθεσης Meadows, o Daly θέτει ως προτεραιότητα την επιβίωση (βιωσιμότητα) της καπιταλιστικής οικονομίας, το μέλλον της οποίας έθετε (θέτει) σε κίνδυνο η ίδια της η ανάπτυξη.

Σε ένα άρθρο που είχε γράψει το πολύ μακρινό 1968 αναπαρήγαγε τον ισχυρισμό των αφεντικών του ότι δεν μπορεί να έχει όλος ο πλανήτης το βιοτικό επίπεδο των «ανεπτυγμένων» καπιταλιστικά χωρών. Ωστόσο, ο αυτοαποκαλούμενος «αναπτυγμένος» κόσμος είναι αυτός που έχει τη μερίδα του λέοντος τόσο στην κατανάλωση προϊόντων όσο στη ρύπανση και καταστροφή των φυσικών οικοσυστημάτων και στην εξάντληση των φυσικών πόρων του πλανήτη. Το βιοτικό επίπεδο που έχει ένα μέρος του πληθυσμού αυτών των χωρών οφείλεται στο καθεστώς αποικιοποίησης που έχουν επιβάλλει στις υπόλοιπες χώρες, καθώς και στην απομύζηση των μισθωτών σκλάβων των ίδιων των «αναπτυγμένων» χωρών. Ο Daly μας λέει ότι δεν είναι εφικτό να ακολουθήσουν όλοι τους ρυθμούς της καπιταλιστικής ανάπτυξης του «αναπτυγμένου» κόσμου, γιατί στην υποθετική περίπτωση που κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές για τη ζωή στον πλανήτη. Δεν θέτει φυσικά θέμα συνολικής αλλαγής πορείας, εκτός καπιταλισμού. Γι’ αυτόν (και τα αφεντικά του) η καπιταλιστική ανάπτυξη στον «ανεπτυγμένο» κόσμο είναι δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη. Το μοντέλο ζωής των κυρίαρχων δεν πρόκειται να θυσιαστεί, ακόμα κι αν η επιβίωση μας γίνει αφόρητη λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ακόμα κι αν κινδυνεύει με αφανισμό η ζωή στον πλανήτη.

Στο ίδιο άρθρο έγραψε ότι επιβαλλόταν να μπουν όρια στον ανθρώπινο πληθυσμό, έτσι ώστε να επιβραδυνθεί η περιβαλλοντική καταστροφή. Όπως έχει εξηγήσει και ο ίδιος αλλά και ο Costanza, αυτό το μέτρο δεν θα είναι οριζόντιο και καθολικό. Θα εφαρμοστεί σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο οριζόντια και μαζικά και στον «αναπτυγμένο» κόσμο θα έχει ταξικό πρόσημο. Αυτό είναι ένα από τα μέτρα που προτείνουν μέχρι σήμερα οι παγκόσμιοι εξουσιαστές, όχι για να αναζητηθούν οι αιτίες του προβλήματος και να βρεθούν λύσεις σε αυτό, αλλά για να καταπολεμηθούν τα συμπτώματα και να χρυσωθεί το χάπι που καταπίνουν αμάσητο οι νεκροζώντανες μάζες. Οι ευθύνες αυτών των τελευταίων είναι μεγάλες. Η συναίνεση ή και η συνέργεια τους σε όλες τις βαρβαρότητες της κάθε εξουσίας, προκειμένου να αποκομίσουν κάποια πρόσκαιρα οικονομικά οφέλη, τις καθιστά συνένοχες στο περιβαλλοντικό έγκλημα που διαπράττεται εδώ και πολλά χρόνια.

Η δε δραστική μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού, έτσι ώστε να δοθεί μία παράταση ζωής σε όσους παραμείνουν στον πλανήτη, είναι μία παλιά ιστορία που γίνεται επίκαιρη στη σημερινή συγκυρία. Το ευρύ ρεπερτόριο των τρόπων υλοποίησης της έχει εμπλουτιστεί κατά πολύ από τη δεκαετία του ’60. Ο πυρήνας του ιδεολογήματος, όμως, είναι ο ίδιος: δεν αντέχει ο πλανήτης τόσα δισεκατομμύρια ανθρώπων, γι’ αυτό θα πρέπει με κάποιους τρόπους να «αραιώσουμε». Μήπως αυτό που δεν αντέχει ο πλανήτης είναι το μοντέλο ζωής που τείνει να κυριαρχήσει σε όλα τα μήκη και πλάτη του;

Το δεύτερο γεγονός-σταθμός ήταν η δημοσίευση μίας μελέτης στο άκρως συστημικό επιστημονικό περιοδικό Nature, πάνω στην αποτίμηση των φυσικών πόρων του πλανήτη. Ο βασικός συντάκτης της ήταν το βασικό φερέφωνο της Λέσχης της Ρώμης σε επιστημονικά ζητήματα, Robert Costanza. Από τους συνολικά δεκατρείς υπογράφοντες το άρθρο (στην πλειοψηφία τους νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι και καθεστωτικοί οικολογίζοντες) οι δέκα προέρχονται από τις ΗΠΑ. Σε αυτό ισχυρίζονται ότι αποτίμησαν τις “οικοσυστημικές υπηρεσίες και το φυσικό κεφάλαιο του πλανήτη”, βασιζόμενοι σε αντίστοιχες αποσπασματικές μελέτες που είχαν γίνει σε προηγούμενες δεκαετίες. Στη μελέτη αυτή συμπυκνώνονται με πρωτόλειο τρόπο τα σχέδια των παγκόσμιων εξουσιαστών για την απόλυτη ποσοτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των φυσικών πόρων. Αυτοί αντιμετωπίζονται αποκλειστικά ως οικονομικά μεγέθη: ως “περιβαλλοντικά συστήματα” που παρέχουν “οικοσυστημικές υπηρεσίες” και ως “φυσικό κεφάλαιο” ή “φυσικά κεφαλαιακά αποθέματα” προς εκμετάλλευση.

Σε κάποιο σημείο της μελέτης μάς προειδοποιούν ότι η αποτίμηση των οικοσυστημάτων και των φυσικών πόρων του πλανήτη στο άμεσο μέλλον θα είναι μονόδρομος: “δεν έχουμε την επιλογή να την κάνουμε ή να μην την κάνουμε”. Αν κάποιος διάβαζε αυτό το απόσπασμα του άρθρου τότε, θα το εκλάμβανε ως μία ακόμα απόδειξη της έπαρσης των φερέφωνων του νεοφιλελευθερισμού. Σήμερα όμως, έχοντας υπ’ όψιν μας τα τελευταία δεδομένα πάνω στην υπόθεση που εξετάζουμε, καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα τι εννοούσαν με αυτήν τη φράση.

Αν κάποιος έχει αυταπάτες ότι η εμπορευματοποίηση – χρηματιστικοποίηση της φύσης θα αφήσει ανεπηρέαστες τις τιμές των εμπορευμάτων που συνδέονται με αυτήν, η μελέτη το κάνει σαφές: “η τιμή των εμπορευμάτων (προϊόντων), κάνοντας χρήση των οικοσυστημικών υπηρεσιών άμεσα ή έμμεσα, θα ήταν πολύ υψηλότερη”. Στη συνέχεια το κάνει ακόμα πιο λιανά: “καθώς στο μέλλον το φυσικό κεφάλαιο και οι οικοσυστημικές υπηρεσίες θα δέχονται ολοένα και μεγαλύτερη πίεση και θα γίνονται όλο και πιο «σπάνια», δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε να δούμε την αξία τους να ανεβαίνει”. Με άλλα λόγια, η λεηλασία των φυσικών πόρων στον βωμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης έχει οδηγήσει στα όρια της εξάντλησης τους. Έρχεται λοιπόν στο σημείο αυτό ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, μετατρέπει όλα τα αγαθά που μας παρέχει η φύση σε εμπορεύματα και επιχειρεί να κερδοσκοπήσει τόσο από αυτά όσο και από τις υπηρεσίες που συνδέονται με αυτά στην καπιταλιστική παραγωγή. Λόγω της λεηλασίας τους αλλά και της χρηματιστικοποίησης τους, αυτά που έχουν απομείνει, έχουν αποκτήσει μεγάλη αξία, η οποία θα αυξάνεται όσο περισσότερο αυτά εξαντλούνται. Έτσι λοιπόν, οι μάζες θα έχουν ολοένα και μικρότερη πρόσβαση σε αυτά, ενώ οι ελίτ θα συνεχίσουν να τα απολαμβάνουν, μέχρι το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που υπηρετούν να τα εξαντλήσει. Η δε αξία τους θα καθορίζεται από τα διεθνή χρηματιστήρια και από αυτούς που θα τα ελέγχουν. Μία πολύ μικρή γεύση του τι μας περιμένει πήραμε πρόσφατα με την περίφημη ρήτρα αναπροσαρμογής. Τα χειρότερα για τις τιμές του ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου κλπ θα έρθουν πολύ σύντομα.

Το τρίτο γεγονός-σταθμός ήταν η πρακτική εφαρμογή της παραπάνω θεώρησης, με το πρόγραμμα “Πληρωμές για Οικοσυστημικές Υπηρεσίες” (Payments for Ecosystem Services, PES). Το πρόγραμμα εγκαινιάστηκε στην Κόστα Ρίκα το 1997. Ήταν η πρώτη φορά που αυτό το νεοφιλελεύθερο εγχείρημα θεσμοποιήθηκε σε κρατικό επίπεδο. Στην ιστοσελίδα της εταιρείας Third Millenium Alliance, η οποία στήθηκε το 2007 για να πάρει μέρος σε αυτό το πρόγραμμα, διαβάζουμε ότι το PES “είναι η λύση οικονομικού χαρακτήρα σε ένα οικολογικό πρόβλημα» και ότι η βάση του προγράμματος είναι η παραδοχή ότι “οι αγρότες χρησιμοποιούν τη γη τους σύμφωνα με το τι παράγει μεγαλύτερο εισόδημα γι’ αυτούς”. Σε αυτές τις δύο φράσεις ανακλάται η πλήρης αφομοίωση των ιδεολογημάτων της καπιταλιστικής οικονομίας από τους νεόκοπους «περιβαλλοντιστές».

Στους αντίποδες αυτής της θεώρησης βρίσκεται ένα απόσπασμα ενός άρθρου της ιστοσελίδας “Τhe Art of Annihilation” που παραθέτουμε αμέσως μετά. Το άρθρο είναι το 12ο από τα 15 μέρη ενός ενδιαφέροντος αφιερώματος στην επιχείρηση “εμπορευματοποίησης των κοινών”, το οποίο δημοσιεύτηκε σταδιακά από το 2013 ως το 2016. Σε όποιον διαβάσει όλο το αφιέρωμα, ή έστω ένα μέρος του, γίνεται σαφές ότι η εν λόγω επιχείρηση θα συνεχιζόταν στο μέλλον με απρόβλεπτες και οδυνηρές συνέπειες για την ανθρωπότητα. Στο παρακάτω απόσπασμα αυτή η διαπίστωση διαφαίνεται στο τελευταίο κομμάτι του: “Είμαστε μάρτυρες μιας έκρηξης νέων περιβαλλοντικών αγορών και προϊόντων οικοσυστημικών υπηρεσιών που ήδη αναπτύσσονται για να αρπάξουν τα τρισεκατομμύρια δολάρια που θα προκύψουν από την αρπαγή και την εκμετάλλευση του «φυσικού κεφαλαίου». Η εφαρμογή του προγράμματος «πληρωμές για οικοσυστημικές υπηρεσίες» θα δημιουργήσει τις πιο θεαματικές ευκαιρίες που έχει δει ποτέ ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Οι νέες αγορές προσφέρουν ευκαιρίες για μία κερδοσκοπία που υπόσχεται αφάνταστα κέρδη. Αυτός είναι ένας νέος μηχανισμός για τη δημιουργία κερδών για τους πλούσιους (εκείνους που κατέχουν χρηματοοικονομικό κεφάλαιο και που βρίσκονται στην κορυφαία βαθμίδα του χρηματοπιστωτικού συστήματος) μέσω της παγκόσμιας εμπορευματοποίησης των λειτουργιών και των υπηρεσιών της φύσης. Στην ουσία, η υλοποίηση του προγράμματος «πληρωμές για οικοσυστημικές υπηρεσίες» αποτελεί ένα πραξικόπημa άνευ προηγουμένου: την ιδιωτικοποίηση των «κοινών», μία ανοιχτή πρόσκληση για μία περαιτέρω αρπαγή από τις επιχειρήσεις, που όμοια της δεν έχει δει ακόμα ο κόσμος. Οι επιχειρήσεις και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν λυσσάξει. Ποτέ πριν ο νεοφιλελευθερισμός δεν είχε μία τέτοια ευκαιρία και πεδίο επέκτασης των αγορών και του κεφαλαίου. Η εμπορευματοποίηση των περισσότερων από αυτά που θεωρούμε ιερά, καθώς και η ιδιωτικοποίηση και η αντικειμενοποίηση όλης της βιοποικιλότητας και των έμβιων οργανισμών που είναι ανυπολόγιστα και πάνω και πέρα από οποιοδήποτε νομισματικό μέτρα, θα είναι απαράμιλλη, αμετάκλητη και αναπόφευκτη”.

Σήμερα, 25 χρόνια μετά, το πρόγραμμα PES έχει εφαρμοστεί σε πολλές χώρες και σε μεγαλύτερη κλίμακα από εκείνη της Κόστα Ρίκα. Παρότι οι ίδιοι οι θιασώτες του προγράμματος παραδέχονται ότι οι στόχοι που θεωρητικά είχε θέσει (προστασία των δασών) δεν έχουν επιτευχθεί, συνεχίζουν να υποστηρίζουν με θέρμη τόσο τη συνέχιση του όσο και το πρόσφατο εγχείρημα του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης και των παγκόσμιων εξουσιαστών. Ο λόγος είναι απλός: Oι στόχοι που εμφανίζονται να έχουν τα διάφορα προγράμματα και εγχειρήματα τους είναι προσχηματικοί. Είναι παράλογο να συνδέει κανείς την προστασία της φύσης με την πλήρη εμπορευματοποίηση της. Δεν χρειάζεται να καταφύγει κανείς στους αριθμούς για να επιβεβαιώσει την αποτυχία των δηλωμένων στόχων. Οι πραγματικοί τους στόχοι δεν έχουν καμία σχέση με την προστασία των δασών ή της φύσης γενικότερα. Αυτό που πραγματικά επιδιώκουν είναι να αποκομίσουν οικονομικά οφέλη από την εμπορευματοποίηση της φύσης και να δώσουν μία μικρή παράταση ζωής στον καπιταλισμό, μέσω της μείωσης του παγκόσμιου πληθυσμού και της επιβράδυνσης της επικείμενης οικολογικής καταστροφής λόγω της ξέφρενης ανάπτυξης του.

Ένα χρόνο αργότερα, το 1998, δημοσιεύτηκε μία έκθεση η οποία είχε χρηματοδοτηθεί από την Παγκόσμια Τράπεζα, τη NASA και τα Ηνωμένα Έθνη. Ένα από τα βασικά της συμπεράσματα ήταν η αναγκαιότητα της δημιουργίας μίας διαδικασίας ολοκληρωμένης αποτίμησης των οικοσυστημάτων του πλανήτη. Το ίδιο έτος η Παγκόσμια Τράπεζα, τα Ηνωμένα Έθνη και το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Πόρων[9] (World Resources Institute, WRI) έθεσαν τα θεμέλια της δημιουργίας του Millennium Ecosystem Assessment, ενός συστήματος αποτίμησης των παγκόσμιων οικοσυστημάτων και των υπηρεσιών που αυτά μπορούν να παρέχουν. Η πρώτη αποτίμηση έγινε από το 2001 ως το 2005. Σε αυτή δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις “υπηρεσίες οικοσυστημάτων”. Εκατοντάδες χορηγοί, μεταξύ των οποίων η Παγκόσμια Τράπεζα και το Ίδρυμα Rockefeller, συνεισέφεραν περίπου 24 εκατομμύρια δολάρια τα τέσσερα χρόνια που λειτούργησε το σύστημα. Η σύμπραξη Global Environment Facility, η οποία ελέγχεται από την Παγκόσμια Τράπεζα και τα παραρτήματα της, έδωσε 7 εκατομμύρια δολάρια για τη λειτουργία του συστήματος. Η Παγκόσμια Τράπεζα έδωσε 2 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το Ίδρυμα Packard έδωσε 2,4 εκατομμύρια δολάρια.

συνέχεια στο Β μέρος

Mία περίληψη του κειμένου μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Παραπομπές μέρους Α

[1] Αυτοπαρουσιάζεται ως “δεξαμενή σκέψης” (“think tank”) αλλά στην ουσία είναι ένα εξωθεσμικό όργανο άσκησης πολιτικής. Πρόκειται για ένα κλειστό club που αποτελείται από μέλη βασιλικών οικογενειών, μεγαλοκαπιταλιστές και ολιγάρχες, ανώτερους διαχειριστές πολιτικής εξουσίας, αστούς οικονομολόγους και επιστήμονες, καθώς και άλλους υψηλόβαθμους παρατρεχάμενους και παρακοιμώμενους των παγκόσμιων εξουσιαστών.

[2] Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι ήδη από τη δεκαετία του ’70 οι ίδιοι οι θιασώτες του καπιταλισμού είχαν προβλέψει το οικολογικό αδιέξοδο στο οποίο θα οδηγούσε η καπιταλιστική ανάπτυξη. Βέβαια, επειδή δεν ήταν δυνατό να αυτο-ακυρωθούν, καταγγέλλοντας το κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που τους έθρεφε, επιχείρησαν να κρατήσουν «και την πίτα γεμάτη και τον σκύλο χορτάτο», δηλαδή και καπιταλισμό και «βιώσιμη ανάπτυξη».

[3] Ως γνωστόν το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα. Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της, η έδρα της βρίσκεται στην Washington, ο πρόεδρος της πρέπει να είναι πολίτης των ΗΠΑ τον οποίο επιλέγει ο πρόεδρος των ΗΠΑ.

[4] Αυτή η τελευταία έχει διάφορα παρακλάδια, τα οποία είναι γνωστά με όρους όπως “πράσινος καπιταλισμός”, “περιβαλλοντισμός της ελεύθερης αγοράς”, “οικοφασισμός”, κλπ

[5] Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κατά κόρον σήμερα από ιδιωτικές εταιρείες, κρατικούς φορείς και τον συρφετό των «περιβαλλοντικών» οργανώσεων. Ο στόχος τους είναι να αποπροσανατολίσουν για τα αίτια της κλιματικής αλλαγής και να δημιουργήσουν τη ψευδαίσθηση ότι η οικολογική κατάρρευση μπορεί να αποφευχθεί με τη συνέχιση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αρκεί αυτή η τελευταία να είναι «πράσινη», επομένως «βιώσιμη». Τα επόμενα χρόνια θα βιώσουμε το αποκορύφωμα της προπαγάνδας περί «βιώσιμης ανάπτυξης».

[6] Το έχουμε πει πολλές φορές: την ίδια στιγμή που οι «από πάνω» και οι διάφοροι παρατρεχάμενοι τους προσπαθούν να μας πείσουν για την περιττότητα της οργάνωσης, οι ίδιοι είναι πολύ καλά οργανωμένοι και ενώ εμφανίζονται να έχουν έριδες, όταν προασπίζονται τα συμφέροντα τους παρουσιάζονται ενωμένοι και δε δυσκολεύονται να συντονίσουν τις κινήσεις τους μέσα από τα πολλά όργανα τους.

[7] Στο πρωτότυπο κείμενο έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος “sustain”, ως αντιπαραβολή στον όρο “sustainability” (βιωσιμότητα) που χρησιμοποιήθηκε πιο πάνω.

[8] Στο δημοσιευμένο από τον ίδιο βιογραφικό του παραλείπεται η θητεία του στη Greenpeace. Aντίθετα, αναφέρεται στην ιστοσελίδα της IEG.

[9] Ένας από τους εταίρους (βλ. υποκαταστήματα) της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ιδρύθηκε το 1982 με κεφάλαια του Ιδρύματος MacArthur. Δηλώνει «μη κερδοσκοπική» οργάνωση, αλλά λαμβάνει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο από υπερεθνικούς οργανισμούς, κρατικούς φορείς και ιδιωτικές εταιρείες και ιδρύματα. Οι κύριοι χρηματοδότες του είναι τα ιδρύματα Gates, Bezos, Rockefeller, MacArthur, Moore, Bloomberg, Ford και Wallmart, η Παγκόσμια Τράπεζα, κρατικοί οργανισμοί των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Νορβηγίας, της Δανίας και της Ολλανδίας, καθώς και μία πλειάδα εταιρειών (Facebook, Google, HSBC, FedEx, IKEA, Microsoft, κ.ά.). Το 2017 τα ετήσια έσοδα του ήταν 86,5 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το 2019 έφτασαν τα 160 εκατομμύρια δολάρια.

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.