Ο παπα-Τύχων —κατά κόσμον Τιμόθεος Γολεγκώφ— γεννήθηκε στο χωριό Νόβαγια Μιχαηλόσκα της Ρωσίας το 1884, από ευλαβείς γονείς, τον Παύλο και την Ελένη. Περιόδευσε περί τα διακόσια ρωσικά μοναστήρια κι’ επισκέφτηκε το Σινά και την Παλαιστίνη. Στο Άγιον Όρος έζησε εξήντα χρόνια. Κοιμήθηκε στις 10.9.1968.
Αυτά είναι τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Όμως αυτός ο τρυφερός βλαστός της αγίας Ρωσίας, ο ευώδης ανθός του Ιερού Άθωνα, έχει κάποια άλλα στοιχεία ελκυστικά, που δεν τον άφησαν να περάση απαρατήρητος απ’ τα χώματά μας. Μάλιστα μας ευχαριστούσε για τη φιλοξενία που του κάναμε. «Ευχαριστώ τους Έλληνες για τη φιλοξενία», έλεγε συχνά.
Θερμός λάτρης της Θεοτόκου, άξιος λειτουργός του Υψίστου, —η Θ. Λειτουργία ακριβή χαρά του— άνθρωπος αγάπης, προσευχής, κατανύξεως, ταπεινώσεως. Ακτήμων, νηστευτής, χαρισματούχος ερημίτης. Εραστής των Ουρανών, το έδειχνε με τη συνεχή μνήμη του Θανάτου, την αμεριμνία και τη χαρά του.
Σανίδια είχε για κρεββάτι και μπαλωμένα ράσα για σκεπάσματα. Τ’ αγρίμια του βουνού φίλοι του. Άφθονα έχυνε τα δάκρυά του στο ξύλο του τιμίου Σταυρού που είχε στην καλύβη του. Με τα χέρια του άνοιξε τον τάφο του. Το «δόξα σοι ο Θεός» είχε γίνει ένα με την αναπνοή του. Την ώρα του θανάτου του προγνώριζε από καιρό. Η μορφή του μένει αλησμόνητη για τη φωτεινότητά της ειρήνης της.
Το 1972, ο μακαριστός μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος, με αγάπη κατέγραψε τις διηγήσεις του π. Παϊσίου για τον παπα-Τύχωνα και τις δημοσίευσε. Το 1981 το βιβλιαράκι αυτό επανεκδόθηκε. Σήμερα και τα δυο είναι εξαντλημένα. Φανέρωμα της αγάπης των φιλαρέτων ανθρώπων που διψούν για τέτοια δροσερά αναγνώσματα.
Η έκδοση αυτή έρχεται να προσφέρει τις αναμνήσεις του ιερομονάχου Αγαθαγγέλου, απ’ το κελλί του Τιμίου Σταυρού Καρύων, πρώην Ιβηρίτου, που τον γνώρισε από κοντά, από το 1960, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών. Με αξιοζήλευτη απλότητα και λιτότητα καταγράφει τις ιερές ενθυμήσεις του απ’ τις συναντήσεις του με τον πνευματικό του παπα-Τύχωνα, τον οποίο αγάπησε ένθερμα.
Μας παρουσιάζονται στοιχεία άγνωστα της ζωής του, απ’ τα Ιεροσόλυμα, το Μπουραζέρη, τα Κατουνάκια και την Καψάλα — τους τόπους διαμονής του Γέροντος. Ανέκδοτες φωτογραφίες στολίζουν την αφιλόδοξη έκδοση. Ευγενική η προσφορά του π. Αγαθαγγέλου και επαινετός ο κόπος του. Η ευχή του Αγίου Γέροντος ας μας συνοδεύει πάντοτε.
μοναχός Μωυσής
Τον πρώτο μου χρόνο στο Άγιον Όρος, στη μονή των Ιβήρων, γνώρισα τον μέγα πνευματικό παπα-Τύχωνα. Ενα πρωί της Aνοίξεως, μετά από την πρωινή ακολουθία, κατέβηκα στην πύλη της μονής, όπου ήταν τότε πορτάρης ο Γέροντάς μου, ο Γέρων Κλεόνικος. Για μια στιγμή βλέπω έναν λαμπρό γέρο καλόγερο —τα τριμένα τα ράσα, το κοντό ζωστικό έκρυβαν έναν άρχοντα. Η λάμψη του προσώπου του, η μακρυά γενειάδα του-, η γλυκειά ομιλία του, η αγάπη και η απλότητά του γέμισαν την καρδιά μου χαρά και συγκίνηση. Δίχως να ξέρω ποιος ήταν ήθελα να τον προσκυνήσω, να λάβω την ευλογία του. Πίστευα πως η ευλογία του ήταν ευλογία Χριστού.
Σαν φτωχός του έδωσα κι εγώ κατιτί, τι να ήταν, μια ρέγγα, που ήταν γι’ αυτόν πλούσιο γεύμα, δίχως να το ξέρω. Παιδί εγώ, άγιος αυτός, οι καρδιές μας έγιναν μια. Σαν διψασμένος κάθησα για λίγο κοντά του, να τον ρωτήσω. Που μένεις; Ερημίτης, μου απάντησε. Θαύμασα και ζήτησα πάλι να με ευλογήση…
Καθήσαμε στον καναπέ και επέμενα να τον ρωτώ, που μένει. Τέλος μου είπε, στην Καλιάγρα. Του λέω, μόνος; Όχι, παιδί μου, μου λέει, μαζί με τον Θεό και την Παναγία… Συντροφιά μου είναι τα πουλάκια, που όλο τον χρόνο δεν φεύγουν από εκεί, κάθε ημέρα μαζί ψάλλουμε. Τι χαρά, κάθε πρωί να κελαηδούν… Δόξα τω Θεώ… Εγώ χρόνια πολλά στο Άγιον Όρος…
Από εκείνη την ώρα του αφοσιώθηκα. Ζητούσα να τον γνωρίσω περισσότερο. Η ημέρα αυτή ήταν για μένα σημαντική. Όταν διηγήθηκα την συνάντησή μου αυτή στον Γέροντά μου Κλεόνικο, αυτός μου είπε: Αυτός είναι ένας άγιος, παιδί μου.
Επιθυμούσα να επισκεφθώ την κατοικία του. Μια ημέρα, πήγαμε με τον π. Γερβάσιο, που ήξερε το μονοπάτι. Ο τόπος που έμενε ήταν έρημος. Σαν φτάσαμε στο καλυβάκι του, σαν να ήταν ακατοίκητο, χτυπήσαμε την μικρή πόρτα και με το «δι’ ευχών» ακούσαμε το «αμήν» και μας άνοιξε. Η χαρά του μεγάλη, όσο η αγάπη του. Αγάπη που έδειχνε δίχως εξαίρεση σ’ όλους. Με στοργή μας πήρε μέσα και μας πήγε πρώτα στην εκκλησία, μια μικρή, μ’ ένα στασιδάκι κι έναν Εσταυρωμένο μεγάλο, που σήμερα σώζεται στη μονή Ιβήρων. Μας λέει: Ψάλλατε το «Άξιον έστιν» και το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου». Κατόπιν άρχισε μια δέηση και να θυμάται όλον τον κόσμο. Αυτό είχε να προσφέρη στον κόσμο, αυτό έδινε· να μνημονεύη πολλά ονόματα κάθε ημέρα…
Ύστερα άρχισε να μας λέει, πως πρέπει να ζούμε, τι χαρά είναι να προσευχόμαστε… Αφού είπαμε αρκετά, εξομολογηθήκαμε, μας διάβασε συγχωρητική ευχή, πάλι μας χάρισε πνευματικούς λόγους, μας ευλόγησε και φύγαμε για τη μονή μας. Από τότε έγινε ο πνευματικός μου, μέχρι την αναχώρησή του προς τον Κύριο.
Οι γονείς του ήταν ευσεβείς, με την γνωστή μεγάλη ευλάβεια των Ρώσων του περασμένου αιώνος. Έλεγε για την μητέρα του, πως ήταν μια αγία μητέρα. Πάντοτε προσευχόταν. Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγε καθόλου, ήταν δοσμένη όλη στην προσευχή και τα δάκρυα έτρεχαν πυκνά απ’ τα μάτια της. Το χάρισμα των δακρύων είχε κι αυτός, τα δάκρυά του ήταν καθημερινή και συνεχής τροφή. Πίστευε πως τα δάκρυα είναι σημείο του Θείου Ελέους και μ’ αυτά πλένεται η ψυχή για να παραδοθή στον Πλάστη της.
Από μικρός του άρεσε να επισκέπτεται τα μοναστήρια. Ανυπομονούσε πότε θα λάβη την θεϊκή ευλογία για ν’ αναχωρήση κι αυτός από τον κόσμο. Να έλθη κοντά στον Θεό, να προσεύχεται, γιατί τίποτε δεν τον χαροποιούσε από τα μάταια, αλλά λαχταρούσε την αιωνιότητα των Ουρανών και την ατέλειωτη χαρά.
Αφού έμαθε τα σχετικά γράμματα, η αγάπη του στην ψαλμωδία και την μουσική τον έκανε σύντομα έναν τέλειο μουσικό. Πάντοτε πήγαινε στην εκκλησία και έψελνε κι αυτός στην χορωδία, που σε λίγο ανάλαβε και την διεύθυνσή της.
Με την ευλογία των γονέων του αποφάσισε να επισκεφτή τα Ιεροσόλυμα και το Άγιον Όρος. Ξεκίνησε μαζί με άλλους πιστούς ο φιλόθεος νέος. Όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, γνωρίστηκε με τον οικονόμο μοναχό του Κελλιού Μπουραζέρη. Ο οικονόμος του λέει:
— Θέλεις να γίνης μοναχός;
— Θέλω, απαντά.
— Βάλε μετάνοια και από σήμερα είσαι δόκιμος στη συνοδία μας, του Αγίου Νικολάου. Με μεγάλη χαρά και δάκρυα ευχαριστίας παρακάλεσε να του δοθή ευλογία να προσκυνήση τους Αγίους Τόπους.
Μετά το προσκύνημά του ήλθε στο Άγιον Όρος και κατατάχτηκε στη συνοδία του Μπουραζέρη. Μετά από ένα χρόνο έγινε μοναχός.
+++
Η αγάπη του για την ησυχία και ο πόθος της ασκήσεως τον αναγκάζει ν’ αναχωρήση απ’ την καλή συνοδία και νάλθη στον σκληρότερο τόπο του Αγίου Όρους, στα φρικτά Καρούλια. Μέσα σε μια σπηλιά παρέμεινε περίπου μια δεκαπενταετία. Η άσκησή του ήταν μεγάλη και αδιάκοπη. Έκανε πάνω από εξακόσιες μετάνοιες κάθε νύχτα. Έτρωγε μια φορά στις τρεις ημέρες και συχνά μια φορά την εβδομάδα.
Κάθε Σάββατο πήγαινε και κοινωνούσε στο ασκητήριο του Αγίου Γεωργίου, αμέσως μετά κατέβαινε πάλι στη σπηλιά του. Η σπηλιά του ήταν στα θεμέλια του Αγίου Γεωργίου και σώζεται μέχρι σήμερα. Στον Άγιο Γεώργιο υπήρχε ένας πολύ σοφός, κατά κόσμον και κατά Θεόν, Γέροντας, τον οποίο αποκαλούσε διδάσκαλο.
Του έδινε, ο διδάσκαλός του, κάθε μήνα ένα βιβλίο πατερικό. Επιστρέφοντάς το θα έπρεπε να του πη το περιεχόμενό του και τι κατάλαβε. Αν δεν του τα έλεγε επακριβώς, δεν του το άλλαζε. Με αυτόν τον τρόπο τέλειωσε όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, Χρυσόστομο, Βασίλειο, Γρηγόριο, Συμεών Νέο Θεολόγο και τους λοιπούς. Ιδιαίτερα αγαπούσε τον άγιο Συμεών.
+++
Όταν έγινε η επιστράτευση των Ρώσων μοναχών, στα 1917, είχε πάει να επισκεφτή τη Ρωσική Σκήτη Θηβαΐδα. Οι εκεί αντιπρόσωποι, όταν τον είδαν εξαϋλωμένο από την άσκηση, τον ρώτησαν, που και πως ζει. Τόσο ευλαβήθηκαν τον Καρουλιώτη – σπηλιώτη ασκητή, που τον άφησαν να συνέχιση τον αγώνα του και με τις προσευχές του να τους βοηθήση. Επέστρεψε αμέσως στο ασκητήριό του και δόθηκε περισσότερο τώρα στην άσκηση και προσευχή για ν’ αναπληρώση και ενισχύση και τους μαχόμενους αδελφούς.
+++
Μετά από δεκαπέντε χρόνια ασκητικών ιδρώτων άφησε τα Καρούλια και ήλθε στην περιοχή της Καλιάγρας. Εδώ είδε ένα όραμα, πως ήταν νύχτα Αναστάσεως και έψαλε όλη την Αναστάσιμη Ακολουθία με χαρά. Το επόμενο πρωί ήλθε ο πνευματικός του και του είπε να πάνε στο μοναστήρι του Σταυρονικήτα, που ανήκε η καλύβη, να βάλη μετάνοια, για να γίνη παπάς. Έτσι και έγινε.
Επειδή η καλύβη του δεν είχε εκκλησία, με πολύ πόθο και ευλάβεια ξεκίνησε να φτιάξη. Χρήματα δεν είχε καθόλου κι αποφάσισε να πάη να ζητήση ελεημοσύνη. Στο δρόμο που πήγαινε συνάντησε ένα μοναχό και του είπε την σκέψη του, πως θέλει να φτιάξη εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, αλλά χρήματα δεν έχει. Εξεπλάγη ο μοναχός, γιατί εκείνη την ημέρα είχε λάβει επιστολή και χρήματα, να δώση σε όποιον θέλει να φτιάξη εκκλησία. Η χαρά και η συγκίνησή του δεν μετριόταν. Αμέσως κάλεσε τεχνίτες και μετέτρεψε ένα μικρό κελλί σ’ εκκλησία, που την αγάπησε πολύ.
+++
Κάποτε θέλησε να επισκεφθή και πάλι τους Αγίους Τόπους. Είχε έλθει ένα ρωσικό πλοίο, που πήγαινε στα Ιεροσόλυμα. Δεν είχε χρήματα και παρακάλεσε τον καπετάνιο να τον πάρη δωρεάν. Ο καπετάνιος πολύ τον ευλαβήθηκε και όχι μόνο τον πήρε, αλλά του έδωσε και χρήματα, για να προσευχηθή γι’ αυτόν και να προσφέρη και στα ιερά προσκυνήματα.
Όταν έφτασε εκεί άρχισε να επισκέπτεται σαν ταπεινός προσκυνητής τους ναούς και τα μοναστήρια. Σε πολλά μέρη ήθελαν να τον κρατήσουν κοντά τους. Δεν ήξερε όμως αν αυτό ήταν θέλημα Θεού. Όταν έμαθε πως σε κάποιο ασκητήριο ήταν ένας ενάρετος μοναχός, πήγε να τον συμβουλευτή. Στη σκέψη του δυο πράγματα υπήρχαν, να μείνη στα Ιεροσόλυμα ή να επιστρέψη στο Άγιον Όρος. Την ώρα που χτυπούσε την θύρα του ασκητή, ακούει: «Άγιον Όρος… Άγιον Όρος…». Ακόμη δεν τον είχε δει. Τον παρακάλεσε να του ανοίξη, να πάρη την ευλογία του και να επιστρέψη δίχως άλλο στο Περιβόλι της Παναγίας.
+++
Έλεγε πάντα ο μακάριος Γέροντας παπα- Τύχων, πως ο ερημίτης έχει ευλογία να κρατά μόνο τ’ απαραίτητα χρήματα για τα σαρανταλείτουργα. Γύρω απ’ την καλύβα του μπορεί να έχη τρία κλήματα για να παίρνη σταφύλια, λίγες ελιές για το λάδι κι ένα μικρό κήπο για τα λαχανικά του. Αυτά να του είναι αρκετά και να μη λησμονά την ελεημοσύνη, καθώς έκανε ο ίδιος. Αν καμμιά φορά του περίσσευαν χρήματα τα έστελνε σ’ έναν μπακάλη στις Καρυές, λέγοντάς του: «Παρακαλώ κάνε αγάπη, να πάρη ψωμί και να δώση φτωχό άνθρωπο, αυτό που έχει ανάγκη…».
+++
Κάποτε αρρώστησε από ρευματισμούς και δεν μπορούσε να περπατήση. Ο γιατρός του είπε πως πρέπει να πάη στον κόσμο να κάνη ιαματικά λουτρά θερμά. Επειδή δεν ήθελε να πηγαίνη στον κόσμο, σκέφτηκε το εξής. Έφτιαξε μια μεγάλη λεκάνη, εκεί στην έρημο, κι έκανε τα λουτρά. Έβραζε ρίγανη, την έριχνε στη λεκάνη κι έτσι πλενόταν. Ο Θεός είδε την υπομονή του και τον έκανε καλά.
Όταν κρύωνε, είχε σ’ ένα μπουκάλι οινόπνευμα με πιπεριές καφτερές και με αυτό έκανε μόνος του εντριβή. Μόνος του γιατρευόταν. Είχε βρει ένα ξύλο γυριστό κι είχε δεμένο ένα σφουγγάρι και με αυτό έκανε τις εντριβές. Όταν τον ρώτησα, τι είναι, μου είπε: «Αυτό δικό μου παραγιό».
Του είχα πάει μερικά κινίνα και πότε-πότε τα χρησιμοποιούσε. Όταν του τέλειωσαν έγραφε με το χαρακτηριστικό χαριτωμένο του ιδίωμα: «Παρακαλώ, κάνετε αγάπη, έχω ανάγκη πικρό κόκκινο φάρμακο».
+++
Μου διηγόταν πως ο μοναχός πρέπει μία ώρα δουλειά, μία ώρα προσευχή. Και για τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, που ιδιαίτερα αγαπούσε, μου διηγήθηκε τι είχε συμβεί σ’ ένα Ρωσικό μοναστήρι.
Ήταν ένας μοναχός που έλεγε κάθε ημέρα εικοσιτέσσερις φορές τους Χαιρετισμούς με τον εξής τρόπο: Όταν άκουγε το ρολόι να κτυπά την ώρα, αυτός άρχιζε. Οι ώρες ήταν το μέτρο του. Μάλιστα με τόση ευλάβεια τους έλεγε κάθε φορά, σαν πρώτη φορά. Μια ημέρα άκουσε φωνή από την εικόνα να του λέη: «Χαίρε δούλε· και σ’ εσένα, χαίρε».
+++
Το μέγα σχήμα των μοναχών το θεωρούσε κάτι το πολύ μεγάλο και άγιο. «Δεν αρκεί απλά να το φέρουμε αλλά και να έχουμε μια αγία ζωή. Στη Ρωσική Εκκλησία τρέφεται άπειρος σεβασμός στους μεγαλόσχημους μοναχούς. Το μέγα σχήμα αντικαθιστά τον άγγελο, τον τέλειο μοναχό, τον απαλλαγμένο από πάσα βιοτική μέριμνα. Είναι αυτός που ανέβηκε όλες τις αρετές, ζητά την αγγελική ζωή, μεριμνά τα του Θεού, πως θ’ αρέση μόνο στον Θεό, όχι στους ανθρώπους. Αυτό είναι το μέγα σχήμα: κελλί, εκκλησία, νηστεία, προσευχή αδιάλειπτος. Δεν δικαιολογείται ο μεγαλόσχημος να περιφέρεται δεξιά κι αριστερά, ούτε ν’ ασχολείται με τη διοίκηση. Στη Ρωσική Εκκλησία τον μεγαλόσχημο τον θεωρούν άγιο. Λέγουν πως, αν δουν τον πατριάρχη, πρώτα θα βάλουν μετάνοια στον μεγαλόσχημο. Όχι όπως το έχουμε εμείς, που το φορούν οι νέοι και καμαρώνουν, αυτό είναι αμαρτία», έλεγε.
+++
Η επιθυμία του ήταν να του κάνω σαρανταλείτουργο μετά την κοίμησή του. Αυτός θα παρακαλούσε τον Θεό και για μένα. Και θα ερχόταν να μ’ επισκεφθή, αν θα εύρισκε έλεος από τον Θεό. Και ω του θαύματος! Στην τελευταία λειτουργία μου μ’ επισκέφτηκε. Ήλθε ψάλλοντας τον αναστάσιμο κανόνα και μου λέει: «Είμαι καλά. Ευχαριστώ». Μόλις συνήλθα θυμήθηκα την υπόσχεση που μου είχε δώσει. Τον ευχαρίστησα και δόξασα τον Θεό.
+++
Μετά την κοίμησή του η αρετή του έγινε πιο γνωστή. Στη Ρωσία του έκαναν μνημόσυνα σε πολλές εκκλησίες. Ο Ρώσος μητροπολίτης Νικόδημος εξέδωσε εγκύκλιο ζητώντας να γίνουν μνημόσυνα σ’ όλες τις εκκλησίες της επαρχίας του. Όταν ο μητροπολίτης αυτός επισκέφτηκε τον Γέροντα, του ζήτησε να του διαβάση συγχωρητική ευχή, γιατί ήταν ο πρώτος επίσκοπος της πατρίδας του, που τον επισκεπτόταν. Τότε ο μητροπολίτης πολύ τον ευλαβήθηκε κι έπεσε στα πόδια του να του τα φιλήση.
Η προσευχή του Γολγοθά. Χειρόγραφο του παπα-Τύχωνος
«Όποιος διαβάσει, δέν ξαναμαρτήσει. Τυπώστε την, στείλτε την Δεσποτάδες βάλουν σέ χωριά.
Μέ τό δάκρυ γράψει εγώ αυτά»
Άγιε Γολγοθά, θείε Γολγοθά.
Παρακαλώ πες μου πόσες χιλιάδες, Εκατομμύρια, αμαρτωλούς ανθρώπους καθάρισες και έστειλες και γιόμισες τον γλυκό Παράδεισο.
Αμαρτωλοί ελάτε εδώ. Μην αργήτε, ο άγιος Γολγοθάς ανοικτός. Η σταύρωση. Ο Χριστός Ελεήμων. Μας περιμένει να του λούσουμε τα πόδια.
Μακάριοι εμείς, αν μας αξιώση ο Χριστός, με ταπείνωση, με φόβο Θεού, με θερμή καρδιά, με καυτά δάκρυα να πλύνουμε τα άγια πόδια του Χριστού και, αν θελήσουμε, πολλές φορές. Ύστερα ο Χριστός θα πλύνη τις αμαρτίες μας και θα γίνη καθαρή η ψυχή μας και θ’ ανοίξη τον γλυκό του Παράδεισο.
Κι εμείς μετά χαράς θα πάμε στον γλυκό Παράδεισο, γιατί ο Χριστός και η Παναγία και οι άγιοι Πάντες μας περιμένουν. Και μαζί με Αρχαγγέλους και Αγγέλους, Χερουβείμ και Σεραφείμ θα δοξολογούμε την αγία Τριάδα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
αμαρτωλός Τύχων
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ από το βιβλίο του ιερομονάχου Αγαθαγγέλου:
«Οι Αναμνήσεις μου απ’ τον παπα-Τύχωνα» με πρόλογο, σημειώσεις και επιμέλεια του μονάχου Μωυσή τυπώθηκε στη φιλομόναχη πόλη της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1982, για λογαριασμό των εκδόσεων «Το Περιβόλι της Παναγίας» Πρασακάκη 7, τηλ. 283.805, Θεσσαλονίκη
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.