συνέχεια από το Α μέρος
Λόγος στη Θεόσωμη Ταφή του Κυρίου και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού,
και στον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, και στην κατάβαση του Κυρίου στον άδη που έγινε με τρόπο θαυμαστό μετά το σωτήριο πάθος Του.
και στον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, και στην κατάβαση του Κυρίου στον άδη που έγινε με τρόπο θαυμαστό μετά το σωτήριο πάθος Του.
Ι΄.
«Κατά το σούρουπο», λοιπόν, «ήρθε ένας άνθρωπος πλούσιος, που τον
έλεγαν Ιωσήφ». Πραγματικά πλούσιος, αφού πήρε ολόκληρη τη σύνθετη του
Κυρίου υπόσταση. Αληθινά πλούσιος, αφού πήρε απ’ τον Πιλάτο τη διπλή του
Χριστό ουσία. Σίγουρα πλούσιος, αφού αξιώθηκε να πάρει το ανεκτίμητο
μαργαριτάρι.[36]
Αναμφίβολα πλούσιος, αφού βάσταξε το γεμάτο με το θησαυρό της θεότητος
πουγγί. Και πώς να μην είναι πλούσιος αυτός, που απόκτησε του κόσμου τη
ζωή και σωτηρία; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε σαν
δώρο Αυτόν που όλους τους τρέφει και όλα τα διαφεντεύει; «Κατά το
σούρουπο». Επομένως είχε πια δύσει στον άδη ο Ήλιος της δικαιοσύνης.[37]
Γι’ αυτό «ήρθε ένας άνθρωπος πλούσιος από την Αριμαθαία, που τον έλεγαν
Ιωσήφ και που (ως τότε) κρυβόταν, γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους. Ήρθε
επίσης και ο Νικόδημος, αυτός που είχε πάει κάποια νύχτα να συναντήσει
τον Ιησού».[38]
ΙΑ΄.
Μυστήρια των μυστηρίων απόκρυφα! Δυο κρυφοί μαθητές έρχονται να κρύψουν
σε τάφο τον Ιησού, διδάσκοντας με τη δική τους απόκρυψη το κρυμμένο
στον άδη μυστήριο του κρυμμένου στη σάρκα Θεού. Και ξεπερνούσαν ο ένας
τον άλλο στη διάθεση για το Χριστό – ο Νικόδημος από τη μια γενναιόδωρος
στη σμύρνα και την αλόη, κι ο Ιωσήφ από την άλλη αξιέπαινος για την
τόλμη και του θάρρος του απέναντι στον Πιλάτο. Αυτός δηλαδή, διώχνοντας
κάθε φόβο, παρουσιάστηκε με τόλμη στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του
Ιησού. Και όταν παρουσιάστηκε, φέρθηκε με πολλή εξυπνάδα, για να πετύχει
το σκοπό του. Έτσι, δεν χρησιμοποίησε μπροστά στον Πιλάτο περίτεχνες
και μεγαλόπρεπες εκφράσεις, για να μην τον εξοργίσει και χάσει αυτό που
ζητούσε. Ούτε πάλι του είπε, «Δώσ’ μου το σώμα του Ιησού, που πριν από
λίγο σκοτείνιασε τον ήλιο κι έσπασε τις ταφόπετρες κι έσεισε τη γη κι
άνοιξε τα μνήματα κι έσκισε το καταπέτασμα του ναού».[39] Τίποτα τέτοιο δεν είπε στον Πιλάτο.
ΙΒ΄.
Αλλά τι του είπε; «Κάτι ασήμαντο, κάτι που όλοι το θεωρούν μικρό ήρθα
να σου ζητήσω, άρχοντά μου. Δώσ’ μου να θάψω το νεκρό σώμα Εκείνου που
καταδίκασες (σε θάνατο), του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού,
του Ιησού του άστεγου, του Ιησού του γυμνού, του Ιησού του
περιφρονημένου, του Ιησού του γιου ενός μαραγκού, του Ιησού του δέσμιου,
του Ιησού του παρατημένου στο ύπαιθρο, του Ιησού του ξένου και
αγνώριστου ανάμεσα στους ξένους και καταφρονεμένου και, κοντά σ’ όλα
αυτά, κρεμασμένου (στο Σταυρό). Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί τι σου
χρειάζεται πια το σώμα Του; Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, γιατί από μακρινή
χώρα ήρθε εδώ, για να σώσει τον ξένο (: τον αποξενωμένο απ’ το Θεό και
ξενιτεμένο απ’ την ουράνια πατρίδα του ανθρώπου). Δώσ’ μου τούτον τον
ξένο, γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για ν’ ανεβάσει τον ξένο. Δώσ’ μου
τούτον τον ξένο, γιατί Αυτός μόνο είναι πραγματικά ξένος. Δώσ’ μου
τούτον τον ξένο, που τη χώρα Του δεν τη γνωρίζουμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’
μου τούτον τον ξένο, που τον Πατέρα Του δεν ξέρουμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’
μου τούτον τον ξένο, που τον τόπο και τη γέννηση και τη βιοτή Του
αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που έζησε στα ξένα
ζωή και βιοτή παράξενη. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που δεν έχει εδώ πού
να γείρει το κεφάλι.[40]
Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που σαν ξένος γεννήθηκε άστεγος στα ξένα και
σε φάτνη. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που απ’ τη φάτνη ακόμα έφυγε σαν
ξένος (για να σωθεί) απ’ τον Ηρώδη.[41]
Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που απ’ τα σπάργανα ακόμα ξενητεύτηκε στην
Αίγυπτο. Δώσ’ μου τούτον τον ξένο, που μήτε πόλη, μήτε χωριό, μήτε
σπίτι, μήτε τόπο να μείνει, μήτε συγγενή έχει, αλλά σε ξένη χώρα
κατοίκησε, αν και τα πάντα κατέχει.[42]
Δώσ’ μου, άρχοντά μου, τούτον τον γυμνό πάνω στο ξύλο (του Σταυρού),
για να σκεπάσω Αυτόν που σκέπασε τη γύμνια της δικής μου φύσης. Δώσ’ μου
τούτον τον νεκρό μαζί και Θεό, για να καλύψω Αυτόν που κάλυψε τις δικές
μου ανομίες. Δώσ’ μου τούτον τον νεκρό, για να θάψω Αυτόν που έθαψε
στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία.[43]
Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε απ’ όλους, που προδόθηκε από μαθητή,[44] που εγκαταλείφθηκε από φίλους,[45] που διώχθηκε από αδελφούς, που χαστουκίστηκε από δούλο.[46] Για έναν νεκρό σε εκλιπαρώ, καταδικασμένο[47] απ’ αυτούς που ο ίδιος ελευθέρωσε απ’ τη σκλαβιά,[48] ποτισμένο ξύδι[49] απ’ αυτούς που ο ίδιος έθρεψε, πληγωμένο απ’ αυτούς που ο ίδιος γιάτρεψε, παρατημένο απ’ τους μαθητές Του[50]
και στερημένο την ίδια τη μάνα Του. Για έναν νεκρό σε ικετεύω, άρχοντά
μου, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο (του Σταυρού).[51]
Γιατί δεν έχει κανένα να Του συμπαρασταθεί πάνω στη γη, ούτε πατέρα,
ούτε φίλο, ούτε μαθητή, ούτε συγγενή, ούτε κάποιον για να Τον θάψει.
Μόνος είναι του μόνου Πατέρα μονογενής Υιός, Θεός στον κόσμο, κι άλλος
κανένας».
ΙΓ΄. Τέτοια λόγια είπε ο Ιωσήφ στον Πιλάτο. Και ο ηγεμόνας πρόσταξε να του δοθεί το πανάγιο σώμα του Ιησού.[52] Ήρθε, λοιπόν, στο Γολγοθά, κατέβασε τον σαρκωμένο Θεό απ’ το Σταυρό και ξάπλωσε πάνω στο χώμα[53] γυμνό το σώμα όχι απλού ανθρώπου, μα του Θεού! Και βλέπει κανείς να κείτεται κάτω Αυτόν που όλους τους τράβηξε πάνω·[54] και μένει για λίγο χωρίς πνοή Αυτός που είναι όλων η ζωή και η πνοή·[55] και φαίνεται αόμματος Αυτός που δημιούργησε τα πολυόμματα (Χερουβείμ)· και κείτεται ξαπλωμένος Αυτός που είναι όλων η ανάσταση·[56]
και νεκρώνεται ο σαρκωμένος Θεός, Αυτός που τους νεκρούς ανασταίνει·
και σωπαίνει για λίγο σωματικά η βροντή του Θεού Λόγου· και σηκώνεται
απ’ ανθρώπινα χέρια Αυτός που μες στη χούφτα Του κρατάει τη γη!
ΙΔ΄.
Άραγε, Ιωσήφ, ζητώντας Τον και παίρνοντας Τον, ξέρεις τάχα Ποιον πήρες;
Άραγε, πλησιάζοντας στο Σταυρό και κατεβάζοντας τον Ιησού, ξέρεις τάχα
Ποιον βάσταξες; Αν πραγματικά ξέρεις Ποιον κρατάς, τώρα έχεις γίνει
πλούσιος! Γιατί πώς αλλιώς κάνεις τούτη τη θεόσωμη και τόσο φρικτή
κηδεία; Αξιέπαινος είναι ο πόθος σου, μα πιο αξιέπαινη της ψυχής σου η
διάθεση. Δεν τρέμεις, άραγε, καθώς σηκώνεις στα χέρια σου Αυτόν που
τρέμουν τα Χερουβείμ; Με πόσο φόβο, αλήθεια, βγάζεις από το θεϊκό αυτό
σώμα το λίγο ρούχο που το σκεπάζει; Και με πόση ευλάβεια, βέβαια,
χαμηλώνεις τα μάτια σου, καθώς τρομάζεις ν’ ατενίσεις τη σωματική φύση
του υπερφυσικού Θεού; Πες μου, Ιωσήφ, θάβεις άραγε, και προς την ανατολή
στραμμένο τον νεκρό, που είναι η Ανατολή των ανατολών;[57]
Σφαλίζεις, άραγε, με τα δάχτυλά σου, όπως κάνουμε στους νεκρούς, και τα
μάτια του Ιησού, που με τ’ άχραντο δάχτυλό Του άνοιξε τα μάτια του
τυφλού;[58] Κλείνεις, άραγε, και το στόμα Εκείνου, που άνοιξε το στόμα του κωφάλαλου;[59] Λυγίζεις, άραγε, και τα χέρια Εκείνου, που τέντωσε τα παράλυτα χέρια;[60] Μήπως και τα πόδια δένεις, όπως κάνουμε στους νεκρούς, Εκείνου που έκανε να βαδίζουν τα παράλυτα πόδια;[61]
Σηκώνεις, άραγε, και πάνω σε νεκροκρέβατο Εκείνον, που πρόσταξε τον παράλυτο, «Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα»;[62] Αδειάζεις, άραγε, και μύρα[63] πάνω σ’ Εκείνον που, σαν ουράνιο μύρο, άδειασε τον εαυτό Του[64] και ανακαίνισε τον κόσμο; Τολμάς, άραγε, να σκουπίσεις και τη θεόσωμη εκείνη πλευρά, την αιματοστάλαχτη ακόμα, του Ιησού,[65] που γιάτρεψε τη γυναίκα με την αιμορραγία;[66]
Πλένεις, άραγε, και με νερό το σώμα του Θεού, που όλους τους ξέπλυνε
και σ’ όλους χάρισε την κάθαρση (από τις αμαρτίες); Και τι λαμπάδες
ανάβεις, άραγε, μπροστά στο Φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο;[67] Και ποιους επιτάφιους ύμνους ψάλλεις σ’ Εκείνον, που ακατάπαυστα υμνείται απ’ όλη την ουράνια στρατιά των αγγέλων;[68] Χύνεις, άραγε, και δάκρυα για τον νεκρό Εκείνον,[69] που δάκρυσε για τον νεκρό Λάζαρο και τον ανέστησε τέσσερις μέρες μετά το θάνατό του;[70] Και σε θρήνους, άραγε, ξεσπάς για Κείνον, που έδωσε σ’ όλους τη χαρά και σταμάτησε της Εύας τη λύπη;
ΙΕ΄.
Όμως, Ιωσήφ, μακαρίζω τα χέρια σου, που περιποιήθηκαν και ψηλάφησαν τα
θεόσωμα χέρια και πόδια του Ιησού, αιματόβρεχτα ακόμα. Μακαρίζω τα χέρια
σου, που άγγιξαν την αιματοστάλαχτη πλευρά του Θεού πριν απ’ το Θωμά,
τον άπιστο πιστό με την αξιέπαινη περιέργεια.[71]
Μακαρίζω το στόμα σου, που χόρτασε αχόρταγα και ενώθηκε με το στόμα του
Ιησού, γεμίζοντας απ’ αυτό με Πνεύμα Άγιο. Μακαρίζω τα μάτια σου, που
πλησίασαν τα μάτια του Ιησού και πήραν απ’ αυτά το φως το αληθινό.[72]
Μακαρίζω το πρόσωπό σου, που ζύγωσε στο πρόσωπο του Θεού. Μακαρίζω τους
ώμους σου, που βάσταξαν Αυτόν που όλα τα βαστάζει. Μακαρίζω το κεφάλι
σου, που το σίμωσε η κεφαλή των όλων.[73] Μακαρίζω τον Ιωσήφ και το Νικόδημο· γιατί έγιναν Χερουβείμ μπροστά στα Χερουβείμ, σηκώνοντας και μεταφέροντας πάνω τους το Θεό·[74] γιατί έγιναν υπηρέτες του Θεού μπροστά στα εξαπτέρυγα (Σεραφείμ),[75]
σκεπάζοντας και τιμώντας τον Κύριο όχι με φτερά, αλλά με σεντόνια.
Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβείμ, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος Τον σηκώνουν
πάνω στους ώμους και Τον μεταφέρουν μαζί μ’ όλα τα κατάπληκτα τάγματα
των ασωμάτων αγγέλων.
ΙΣΤ΄.
Αφού, λοιπόν, ήρθαν ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, έτρεξε μαζί τους και όλος ο
χορός των αγγέλων του Θεού. Φτάνουν πρώτα τα Χερουβείμ, τρέχουν από
κοντά τα Σεραφείμ, βαστάζουν και οι Θρόνοι, σκεπάζουν τα εξαπτέρυγα,
ξαφνιάζονται τα πολυόμματα, καλύπτουν οι Δυνάμεις, ψάλλουν οι Αρχές,
τρέμουν οι Τάξεις, σαστίζουν όλες οι στρατιές των ουράνιων ταγμάτων,
που, γεμάτες θάμπος και απορία, ρωτάνε μεταξύ τους: «Τι είναι τούτο το
μεγάλο και παράδοξο και ακατάληπτο θέαμα; Αυτόν που εμείς, οι ασώματοι,
δεν μπορούμε να δούμε στον ουρανό, σαν Θεό φρικτό, τον βλέπουν στη γη οι
άνθρωποι σαν άνθρωπο γυμνό και νεκρό!».
ΙΖ΄.
Αυτόν, που μπροστά Του τα Χερουβείμ στέκονται ευλαβικά, ο Ιωσήφ και ο
Νικόδημος κηδεύουν θαρρετά. Πώς κατέβηκε Αυτός που δεν άφησε τα ουράνια;
Πώς βγήκε έξω Αυτός που είναι μέσα; Πώς ήρθε στη γη Αυτός που γεμίζει
το σύμπαν;[76]
Πώς γυμνώθηκε Αυτός που όλους τους φόρεσε; Πώς βρέθηκε μαζί με τη
μητέρα Του στη γη αδιάκοπα σαν αληθινός άνθρωπος Αυτός που βρίσκεται
μαζί με τον Πατέρα Του στον ουρανό αδιάκοπα σαν Θεός; Πώς εμφανίστηκε
στους ανθρώπους σαν άνθρωπος και συνάμα Θεός φιλάνθρωπος Αυτός που ποτέ
ως τώρα δεν φανερώθηκε σ’ εμάς;
ΙΗ΄. Πώς ο αόρατος έγινε ορατός;[77] Πώς ο άυλος σαρκώθηκε; Πώς ο απαθής έπαθε; Πώς ο Κριτής[78] παρουσιάστηκε σε κριτήριο;[79] Πώς η ζωή[80] γεύτηκε θάνατο;[81] Πώς ο αχώρητος χωράει σε τάφο; Πώς κατοικεί στο μνήμα Αυτός που δεν άφησε την αγκαλιά του Πατέρα Του;[82] Πώς περνάει απ’ την πύλη της σπηλιάς Αυτός που άνοιξε τις πύλες των ουρανών,[83] Αυτός που δεν έσπασε τις πύλες της Παρθένου, έκανε όμως συντρίμμια τις πύλες του άδη;[84][85] Αυτός που εμφανίστηκε στο Θωμά χωρίς ν’ ανοίξει τις πύλες (του σπιτιού),[86] άνοιξε όμως στους ανθρώπους τις πύλες της βασιλείας Του, ενώ τις πύλες και τις σφραγίδες του τάφου[87] τις αφήνει κλειστές; Πώς λογαριάζεται με τους νεκρούς Αυτός που είν’ ελεύθερος ανάμεσά τους;[88]
Πώς το Φως το ανέσπερο έρχεται σε τόπο σκοτεινό, που τον σκιάζει ο
θάνατος; Πού πηγαίνει; Πού κατεβαίνει Αυτός, που ο θάνατος δεν μπορεί να
Τον κρατήσει;[89] Ποιος ο λόγος, ποιος ο τρόπος, ποιος ο σκοπός που κατεβαίνει στον άδη;[90]
Μήπως κατεβαίνει για ν’ ανεβάσει τον Αδάμ, τον κατάδικο και συνδούλο
μας; Ναι! Πάει ν’ αναζητήσει τον πρωτόπλαστο σαν πρόβατο χαμένο.[91] Θέλει, φυσικά, να επισκεφθεί κι αυτούς που κατοικούν μέσα στο σκοτάδι, στον τόπο που τον σκιάζει ο θάνατος.[92] Δίχως άλλο τον αιχμάλωτο Αδάμ και τη συναιχμάλωτή του Εύα[93] πάει να λυτρώσει απ’ τις οδύνες[94] ο Θεός και γιος τους.
ΙΘ΄.
Ας κατεβούμε, όμως, μαζί Του! Ας βιαστούμε! Ας χορέψουμε όλοι μαζί, ας
χειροκροτήσουμε όλοι μαζί, ας σκιρτήσουμε όλοι μαζί! Ας Τον
ακολουθήσουμε! Ας Τον ανυμνήσουμε! Ας κάνουμε γρήγορα, βλέποντας τη
συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους[95]
και την απόλυση των καταδίκων από τον αγαθό Κύριο. Πορεύεται, βλέπετε,
Αυτός, που απ’ τη φύση Του είναι φιλάνθρωπος, για να ελευθερώσει με
πολλή δύναμη και εξουσία τους φυλακισμένους από την αρχή των αιώνων,
τους κλεισμένους στους τάφους[96] -που τους κατάπιε τυραννικά ο πικρός κι αχόρταγος θάνατος,[97]
κλέβοντάς τους απ’ το Θεό και σωριάζοντάς τους όλους μαζί- και, αφού
τους ελευθερώσει, να τους βάλει μαζί μ’ εκείνους που κατοικούν στον
ουρανό.
Εκεί είναι δέσμιος, πιο κάτω απ’ όλους τους καταδίκους, ο Αδάμ, ο πρωτόπλαστος και πρωτογέννητος.[98] Εκεί είναι ο Άβελ, ο πρώτος νεκρός[99] και πρώτος δίκαιος ποιμένας,[100] τύπος της άδικης σφαγής του Ποιμένα Χριστού. Εκεί είναι ο Νώε,[101] ο τύπος του Χριστού, του δημιουργού της μεγάλης κιβωτού του Θεού, της Εκκλησίας, που με το περιστέρι,[102] το Άγιο Πνεύμα, έσωσε όλα τα άγρια έθνη από τον κατακλυσμό της ασέβειας και έδιωξε απ’ αυτήν τον κόρακα,[103]
τον ζοφερό διάβολο. Εκεί είναι ο Αβραάμ, του Χριστού ο πρόγονος και του
γιου του ο θύτης, που πρόσφερε στο Θεό την τρισμακάριστη, με μαχαίρι μα
και χωρίς μαχαίρι, με θάνατο μα και δίχως θάνατο, θυσία.[104] Εκεί κάτω είναι δέσμιος ο Ισαάκ, που, σαν τύπος του Χριστού (και της θυσίας Του), δέθηκε παλιά πάνω στη γη από τον Αβραάμ.[105] Εκεί κάτω είναι ο Ιακώβ καταλυπημένος, όπως καταλυπημένος ήταν πρωτύτερα πάνω στη γη για το (χαμό του) Ιωσήφ.[106] Εκεί είναι ο Ιωσήφ φυλακισμένος, όπως φυλακίστηκε στην Αίγυπτο,[107] προτυπώνοντας το Χριστό, δεσμώτης και δεσπότης.[108] Εκεί κάτω, στα σκοτεινά, είναι ο Μωυσής, όπως κάποτε πάνω στη γη ήταν μέσα στο σκοτεινό καλάθι.[109] Εκεί κάτω, στο λάκκο του άδη, είναι ο Δανιήλ, όπως κάποτε πάνω στη γη ήταν μέσα στο λάκκο των λιονταριών.[110] Εκεί, στο λάκκο της φθοράς και του θανάτου, είναι ο Ιερεμίας, όπως κάποτε ήταν μέσα στο λάκκο του βορβόρου.[111] Εκεί, μέσα στο κήτος του κοσμοφάγου άδη, κείτεται ο Ιωνάς,[112] ο τύπος του αιώνιου[113]
και προαιώνιου Ιωνά Χριστού, που ζει στους ατέλειωτους αιώνες. Εκεί
είναι ο Δαβίδ, ο προπάτορας του Θεανθρώπου, ο σαρκικός πρόγονος του
Χριστού.[114] Και τι λέω για το Δαβίδ και τον Ιωνά και το Σολομώντα; Εκεί, σαν μέσα σε σκοτεινή μήτρα[115]
(όπως κάποτε έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μητέρας του Ελισάβετ), είναι
και ο μεγάλος Ιωάννης, ο ανώτερος απ’ όλους τους προφήτες,[116] ο διπλός πρόδρομος και κήρυκας σε ζωντανούς και νεκρούς, ο σταλμένος απ’ του Ηρώδη τη φυλακή στου άδη[117] τη φυλακή την πανανθρώπινη, και κηρύσσει από πριν το Χριστό σ’ όλους όσοι έχουν πεθάνει εδώ και αιώνες, δίκαιοι και άδικοι.
Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, Λόγος εις την Θεόσωμον Ταφήν του Κυρίου, Γ΄ έκδ., Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός, 2007
Παραπομπές (Β μέρους)
[36] Πρβλ. Ματθ. 13:45-46.
[37] Μαλαχ. 4:2.
[38] Πρβλ. Ματθ. 27:57. Ιω 19:38-39. Ιω. 3:1-2.
[39] Ματθ. 27:45, 51-52. Μάρκ. 15:33, 38. Λουκ. 23:44-45.
[40] Ματθ. 8:20. Λουκ. 9:58.
[41] Ματθ. 2:13-15.
[42] Πρβλ. Β΄ Κορ. 6:10.
[43] Ματθ. 3:13-17. Μάρκ. 1:9-11. Λουκ. 3:21-22.
[44] Ματθ. 26:14-16, 46-50. Μάρκ. 14:10-11. Λουκ. 22:3-6, 47-48. Ιω. 6:70-71.
[45] Ματθ. 26:56. Μάρκ. 14:50. Ιω. 16:32.
[46] Ιω. 18:22.
[47] Ματθ. 26:59-60. Μάρκ. 14:55-59.
[48] Πρβλ. Γαλ. 5:1. Εβρ. 2:15.
[49] Ματθ. 27:34, 48. Μάρκ. 15:36. Λουκ. 23:36. Ιω. 19:29.
[50] Ματθ. 26:56. Μάρκ. 14:50.
[51] Δευτ. 21:23. Πράξ. 5:30· 10:39. Γαλ. 3:13.
[52] Ματθ. 27:58. Μάρκ. 15:45. Ιω. 19:38.
[53] Ματθ. 27:59-60. Μάρκ. 15:46. Λουκ. 23:53. Ιω. 19:38-42.
[54] Πρβλ. Ιω. 12:32.
[55] Πρβλ. Πράξ. 17:25.
[56] Ιω. 11:25.
[57] Πρβλ. Ζαχ. 3:8· 6:12. Ιερ. 23:5. Λουκ. 1:78.
[58] Μάρκ. 8:22-25.
[59] Μάρκ. 7:32-35.
[60] Ματθ. 12:9-13. Μάρκ.3:1-5. Λουκ. 6:6-10.
[61] Ματθ. 9:2-7. Μάρκ. 2:3-12. Λουκ. 5:17-25.
[62] Ιω. 5:8.
[63] Πρβλ. Ιω. 19:39-40.
[64] Φιλιπ. 2:7.
[65] Ιω. 19:34.
[66] Ματθ. 9:20-22. Μάρκ. 5:25-34. Λουκ. 8:43-48.
[67] Ιω. 1:9.
[68] Πρβλ. Γ΄ Βασιλ. 22:19. Λουκ. 2:13.
[69] Ιω. 11:35.
[70] Ιω. 11:43-44.
[71] Ιω. 20:24-29.
[72] Ιω. 1:9. Α΄ Ιω. 2:8.
[41] Ματθ. 2:13-15.
[42] Πρβλ. Β΄ Κορ. 6:10.
[43] Ματθ. 3:13-17. Μάρκ. 1:9-11. Λουκ. 3:21-22.
[44] Ματθ. 26:14-16, 46-50. Μάρκ. 14:10-11. Λουκ. 22:3-6, 47-48. Ιω. 6:70-71.
[45] Ματθ. 26:56. Μάρκ. 14:50. Ιω. 16:32.
[46] Ιω. 18:22.
[47] Ματθ. 26:59-60. Μάρκ. 14:55-59.
[48] Πρβλ. Γαλ. 5:1. Εβρ. 2:15.
[49] Ματθ. 27:34, 48. Μάρκ. 15:36. Λουκ. 23:36. Ιω. 19:29.
[50] Ματθ. 26:56. Μάρκ. 14:50.
[51] Δευτ. 21:23. Πράξ. 5:30· 10:39. Γαλ. 3:13.
[52] Ματθ. 27:58. Μάρκ. 15:45. Ιω. 19:38.
[53] Ματθ. 27:59-60. Μάρκ. 15:46. Λουκ. 23:53. Ιω. 19:38-42.
[54] Πρβλ. Ιω. 12:32.
[55] Πρβλ. Πράξ. 17:25.
[56] Ιω. 11:25.
[57] Πρβλ. Ζαχ. 3:8· 6:12. Ιερ. 23:5. Λουκ. 1:78.
[58] Μάρκ. 8:22-25.
[59] Μάρκ. 7:32-35.
[60] Ματθ. 12:9-13. Μάρκ.3:1-5. Λουκ. 6:6-10.
[61] Ματθ. 9:2-7. Μάρκ. 2:3-12. Λουκ. 5:17-25.
[62] Ιω. 5:8.
[63] Πρβλ. Ιω. 19:39-40.
[64] Φιλιπ. 2:7.
[65] Ιω. 19:34.
[66] Ματθ. 9:20-22. Μάρκ. 5:25-34. Λουκ. 8:43-48.
[67] Ιω. 1:9.
[68] Πρβλ. Γ΄ Βασιλ. 22:19. Λουκ. 2:13.
[69] Ιω. 11:35.
[70] Ιω. 11:43-44.
[71] Ιω. 20:24-29.
[72] Ιω. 1:9. Α΄ Ιω. 2:8.
[73] Πρβλ. Εφ. 1:22-23· 4:15. Κολ. 2:10.
[74] Πρβλ. Β΄ Βασ. 22:11. Δ΄ Βασ. 19:15. Α΄ Παραλ. 13:6. Ψαλμ. 79:2· 98:1. Ησ. 37:16. Ιεζ. 10:1, 18:22. Δαν. Ύμνος:31.
[75] Ησ. 6:2.
[76] Πρβλ. Εφ. 1:23· 4:10.
[77] Πρβλ. Κολ. 1:15.
[78] Πράξ. 10:42. Β΄ Τιμ. 4:8. Εβρ. 12:23. Ιακ. 4:12· 5:9.
[79] Ματθ. 27:27. Ιω. 18;28.
[80] Ιω. 1:4· 11:25· 14:6. Κολ. 3:4. Α΄ Ιω. 1:2· 5:12.
[81] Πρβλ. Εβρ. 2:9.
[82] Πρβλ. Ιω. 1:18.
[83] Πρβλ. Γ΄ Μακ. 6:18.
[84] Σοφ. Σολ. 16:13. Ησ. 38:10. Ματθ. 16:18.
[85] Πρβλ. Ψαλμ. 106:16.
[86] Ιω. 20:26.
[87] Πρβλ. Ματθ. 27:66.
[88] Πρβλ. Ψαλμ. 87:5.
[89] Πρβλ. Πράξ. 2:24.
[90] Α΄ Πέτρ. 3;19· 4:16.
[91] Πρβλ. Ματθ. 18:11. Λουκ. 15:4· 19:10.
[92] Πρβλ. Ησ. 9;2· 42:7. Ματθ. 4:16. Λουκ. 1:79.
[93] Πρβλ. Ησ. 61:1. Λουκ. 4:19.
[94] Πρβλ. Πράξ. 2:24.
[95] Πρβλ. Ρωμ. 5:10-11. Β΄ Κορ. 5:18-19.
[96] Πρβλ. Ψαλμ. 67:7.
[97] Πρβλ. Ησ. 25:8.
[98] Γεν. 1:26-27· 2:7, 16· 5:1.
[99] Γεν. 4:8.
[100] Γεν. 4:2.
[101] Γεν. 6:9 κ.ε.
[102] Πρβλ. Γεν. 8:8-12.
[103] Πρβλ. Γεν. 8:6-7.
[104] Γεν. 22:1-19.
[105] Ο.π.
[106] Γεν. 37:34-35.
[107] Γεν. 39:20.
[108] Γεν. 41:39-46.
[109] Εξ. 2:3-6.
[110] Δαν. 6:16· Βήλ.:31.
[111] Ιερ. 45:6.
[112] Ιων. 2:1.
[113] Ματθ. 12:38-40· 16:4. Λουκ. 11:29-30.
[114] Β΄ Βασ. 7:12-16. Ησ. 9:6-7. Ψαλμ. 131:11. Ματθ. 1:1. Λουκ. 1:32-33, 69. Πράξ. 2:29-30· 13:22-23. Ρωμ. 1:3-4. Β΄ Τιμ. 2:8. Αποκ. 22:16.
[115] Πρβλ. Λουκ. 1:24, 41.
[116] Πρβλ. Ματθ. 11:9-11. Λουκ. 7:26-28.
[117] Ματθ. 14:3-11. Μάρκ. 6:17-28. Λουκ. 3:19-20· 9:9.
[74] Πρβλ. Β΄ Βασ. 22:11. Δ΄ Βασ. 19:15. Α΄ Παραλ. 13:6. Ψαλμ. 79:2· 98:1. Ησ. 37:16. Ιεζ. 10:1, 18:22. Δαν. Ύμνος:31.
[75] Ησ. 6:2.
[76] Πρβλ. Εφ. 1:23· 4:10.
[77] Πρβλ. Κολ. 1:15.
[78] Πράξ. 10:42. Β΄ Τιμ. 4:8. Εβρ. 12:23. Ιακ. 4:12· 5:9.
[79] Ματθ. 27:27. Ιω. 18;28.
[80] Ιω. 1:4· 11:25· 14:6. Κολ. 3:4. Α΄ Ιω. 1:2· 5:12.
[81] Πρβλ. Εβρ. 2:9.
[82] Πρβλ. Ιω. 1:18.
[83] Πρβλ. Γ΄ Μακ. 6:18.
[84] Σοφ. Σολ. 16:13. Ησ. 38:10. Ματθ. 16:18.
[85] Πρβλ. Ψαλμ. 106:16.
[86] Ιω. 20:26.
[87] Πρβλ. Ματθ. 27:66.
[88] Πρβλ. Ψαλμ. 87:5.
[89] Πρβλ. Πράξ. 2:24.
[90] Α΄ Πέτρ. 3;19· 4:16.
[91] Πρβλ. Ματθ. 18:11. Λουκ. 15:4· 19:10.
[92] Πρβλ. Ησ. 9;2· 42:7. Ματθ. 4:16. Λουκ. 1:79.
[93] Πρβλ. Ησ. 61:1. Λουκ. 4:19.
[94] Πρβλ. Πράξ. 2:24.
[95] Πρβλ. Ρωμ. 5:10-11. Β΄ Κορ. 5:18-19.
[96] Πρβλ. Ψαλμ. 67:7.
[97] Πρβλ. Ησ. 25:8.
[98] Γεν. 1:26-27· 2:7, 16· 5:1.
[99] Γεν. 4:8.
[100] Γεν. 4:2.
[101] Γεν. 6:9 κ.ε.
[102] Πρβλ. Γεν. 8:8-12.
[103] Πρβλ. Γεν. 8:6-7.
[104] Γεν. 22:1-19.
[105] Ο.π.
[106] Γεν. 37:34-35.
[107] Γεν. 39:20.
[108] Γεν. 41:39-46.
[109] Εξ. 2:3-6.
[110] Δαν. 6:16· Βήλ.:31.
[111] Ιερ. 45:6.
[112] Ιων. 2:1.
[113] Ματθ. 12:38-40· 16:4. Λουκ. 11:29-30.
[114] Β΄ Βασ. 7:12-16. Ησ. 9:6-7. Ψαλμ. 131:11. Ματθ. 1:1. Λουκ. 1:32-33, 69. Πράξ. 2:29-30· 13:22-23. Ρωμ. 1:3-4. Β΄ Τιμ. 2:8. Αποκ. 22:16.
[115] Πρβλ. Λουκ. 1:24, 41.
[116] Πρβλ. Ματθ. 11:9-11. Λουκ. 7:26-28.
[117] Ματθ. 14:3-11. Μάρκ. 6:17-28. Λουκ. 3:19-20· 9:9.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.