συνέχεια από το Β μέρος
Λόγος στη Θεόσωμη Ταφή του Κυρίου και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού,
και στον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, και στην κατάβαση του Κυρίου στον άδη που έγινε με τρόπο θαυμαστό μετά το σωτήριο πάθος Του.
και στον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, και στην κατάβαση του Κυρίου στον άδη που έγινε με τρόπο θαυμαστό μετά το σωτήριο πάθος Του.
Κ΄.
Από τον άδη, πάλι, όλοι οι προφήτες και οι δίκαιοι ικέτευαν μυστικά το
Θεό με προσευχές ακατάπαυστες, ζητώντας λύτρωση απ’ την ατέλειωτη εκείνη
νύχτα, την πολυώδυνη, την καταθλιπτική, την εχθροκρατούμενη, τη ζοφερή
και κατασκότεινη.[118] Και ο ένας έλεγε στο Θεό: “«Απ’ την κοιλιά του άδη άκου την κραυγή της φωνής μου![119]»”. Ο άλλος: “«Απ’ τα βάθη της καρδιάς μου έκραξα σ’ Εσένα, Κύριε! Κύριε, άκου τη φωνή μου![120]»” Και άλλος: “«Φανέρωσε το πρόσωπό Σου και θα σωθούμε![121]»”. Και άλλος: “«Εσύ που κάθεσαι πάνω στον χερουβικό θρόνο, φανερώσου![122]»”. Και άλλος: “«Κίνησε την ακαταμάχητη δύναμή σου κι έλα να μας σώσεις![123]»”. Και άλλος: “«Ας μας προφτάσει γρήγορα η ευσπλαχνία Σου, Κύριε![124]»”. Και άλλος: “«Γλύτωσε την ψυχή μου απ’ τα τρίσβαθα του άδη![125]»”. Και άλλος: “«Κύριε, βγάλε απ’ τον άδη την ψυχή μου![126]»”. Και άλλος: “«Μην εγκαταλείψεις την ψυχή μου στον άδη![127]»”. Και άλλος: “«Ας ανέβει η ζωή μου απ’ τη φθορά σ’ Εσένα, Κύριε και Θεέ μου![128]»”.
ΚΑ΄.
Ακούγοντας, λοιπόν, όλους αυτούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός, ο Χριστός,
έκρινε πως δεν ήταν δίκαιο να προσφέρει τη φιλανθρωπία Του μόνο σ’ όσους
έζησαν στην εποχή Του ή μετά απ’ αυτήν, αλλά και σ’ εκείνους που πριν
από την ενανθρώπησή Του βρίσκονταν αιχμάλωτοι στον άδη κι έμεναν στο
σκοτάδι και τη σκιά του θανάτου.[129] Γι’ αυτό ο Θεός Λόγος επισκέφτηκε με έμψυχο σώμα τους ανθρώπους[130]
που ζούσαν στη γη, ενώ φανερώθηκε με την ένθεη και άχραντη ψυχή Του, τη
χωρισμένη από το σώμα όχι όμως κι απ’ τη θεότητά Του, στις ψυχές που
είχαν χωριστεί κι αυτές από το σώμα και βρίσκονταν στον άδη.
ΚΒ΄.
Ας τρέξουμε, λοιπόν, νοερά κι ας πάμε ως τον άδη, για να δούμε πώς εκεί
κάτω τότε με πανίσχυρη δύναμη νικάει ολοκληρωτικά τον τύραννο των
σκλαβωμένων ψυχών και πώς με τη λάμψη Του αιχμαλωτίζει δίχως χέρια όλο
του το στράτευμα, τις αθάνατες εκείνες φάλαγγες (των δαιμόνων),
σηκώνοντας απ’ τη μέση άυλες θύρες και τσακίζοντας με του Σταυρού το
ξύλο άξυλες πύλες ο Χριστός, η θύρα,[131] και κομματιάζοντας με τα θεϊκά καρφιά τις αιώνιες αμπάρες[132]
και λιώνοντας σαν το κερί με τα δεσμά των θεϊκών Του χεριών τις άλυτες
αλυσίδες και τρυπώντας με τη λόγχη, που είχε τρυπήσει τη θεϊκή Του
πλευρά, την άσαρκη καρδιά του τυράννου. Συντρίβει τη δύναμη των τόξων[133]
του την ώρα που πάνω στο Σταυρό, σαν σε τόξο, τεντώνει τα θεϊκά Του
χέρια. Γι’ αυτό, αν σιωπηλά ακολουθήσεις το Χριστό, θα δεις τώρα που
έδεσε τον τύραννο και που κρέμασε το κεφάλι του· πώς ξεθεμέλιωσε τη
φυλακή και πώς έβγαλε τους φυλακισμένους· πώς ελευθέρωσε τον Αδάμ και
πώς ανέστησε την Εύα· πώς γκρέμισε το μεσότοιχο[134]
και πώς καταδίκασε τον φαρμακερό δράκοντα· πώς θανάτωσε το θάνατο και
πώς έστησε τ’ ανίκητα τρόπαια· πώς ολότελα έφθειρε τη φθορά και πώς
αποκατέστησε τον άνθρωπο στο αρχικό του αξίωμα.
ΚΓ΄.
Αυτός, λοιπόν, που χθες από συγκατάβαση δεν καλούσε τις λεγεώνες των
αγγέλων να Τον βοηθήσουν και έλεγε στον Πέτρο, «Είναι στο χέρι μου να
παρατάξω τώρα δα πάνω από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων»,[135]
σήμερα κατεβαίνει, όπως ταιριάζει σε Θεό και Κυρίαρχο, ενάντια στον άδη
και στο θάνατο, για να πολεμήσει με το θάνατό Του τον τύραννο, έχοντας
μαζί Του όχι δώδεκα μόνο λεγεώνες των αθανάτων και ασωμάτων στρατευμάτων
και των αοράτων ταγμάτων, αλλά μύριες μυριάδες και χίλιες χιλιάδες[136] Αγγέλων, Αρχαγγέλων, Εξουσιών, Θρόνων,[137]
εξαπτερύγων (Σεραφείμ) και πολυομμάτων (Χερουβείμ), που σαν Δεσπότη και
Βασιλιά τους ακολουθούν και περιβάλλουν και τιμούν το Χριστό. Όχι σαν
σύμμαχοι, όχι, ποτέ -γιατί ο παντοδύναμος Χριστός από ποια συμμαχία έχει
ανάγκη;-, αλλά γιατί χρωστούν και ποθούν συνάμα να βρίσκονται πάντα
κοντά στον Κύριό τους. Και, σαν έμπιστοι δορυφόροι οπλίτες και λαμπροί
σκηπτροφόροι της θείας και βασιλικής εξουσίας του Κυρίου, μόνο στο θείο
νεύμα Του τρέχουν γοργά να προλάβουν ο ένας τον άλλο και να εκτελέσουν
τη διαταγή Του, καταστόλιστοι με τα στεφάνια της νίκης ενάντια στις
παρατάξεις των εχθρών και των τυράννων. Γι’ αυτό, βέβαια, και
κατεβαίνουν τότε, συντροφεύοντας το Θεό και Δεσπότη, στα υπόγεια και απ’
όλη τη γη βαθύτερα μέρη του άδη, τα υποχθόνια κατοικητήρια των
πανάρχαιων νεκρών, για να βγάλουν με εξουσία τους αιώνες τώρα
αλυσοδεμένους.
ΚΔ΄.
Μόλις, λοιπόν, ο Κύριος με τη θεϊκή Του συνοδεία παρουσιάστηκε
λαμπροφόρος στα κατάκλειστα, στ’ ανήλια, στα κατασκότεινα δεσμωτήρια και
κατοικητήρια και υπόγεια και σπήλαια του άδη, ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ,
όντας από παράδοση εκείνος που φέρνει στους ανθρώπους τις καλές και
χαρμόσυνες αγγελίες, τους προφταίνει όλους και, με φωνή δυνατή,
αρχαγγελικότατη και στρατηγικότατη, επιβλητική και λιονταρίσια, λέει
στις εχθρικές δυνάμεις: “«Σηκώστε, άρχοντες, τις πύλες!»”. Μετά απ’
αυτόν φωνάζει και ο Μιχαήλ: “«Και γκρεμιστείτε, πύλες αιώνιες!»[138]”.
Ύστερα και οι Δυνάμεις λένε: “Παραμερίστε, παράνομοι πορτάρηδες!”. Μετά
και οι Εξουσίες με εξουσία: “Σπάστε, αλυσίδες άλυτες!”. Κι ένας άλλος
άγγελος: “Ντροπή σας, αντίθεοι εχθροί!”. Και άλλος: “Φοβηθείτε,
ανελέητοι τύραννοι!”.
ΚΕ΄.
Και όπως ακριβώς όταν εμφανιστεί μια φοβερή, μια ανίκητη, μια
παντοδύναμη, μια νικηφόρα βασιλική στρατιωτική παράταξη, φρίκη και
τρόμος και ταραχή και οδυνηρός φόβος κυριεύει τους εχθρούς του
ακαταγώνιστου στρατηλάτη, έτσι δα έγινε ξαφνικά και στον άδη μ’ εκείνη
την παράδοξη παρουσία του Χριστού στα καταχθόνια. Μια δυνατή λάμψη από
πάνω τύφλωνε και σκότιζε τα πρόσωπα των εχθρικών δυνάμεων του άδη, ενώ
ακούγονταν και κάποιες βροντερές φωνές, σαν από στρατιωτικούς, που
πρόσταζαν: “Σηκώστε, άρχοντες, τις πύλες! Σηκώστε τις πύλες – όχι δηλαδή
να τις ανοίξετε, αλλά να τις ξεθεμελιώσετε, να τις ξεριζώσετε, να τις
πετάξετε μακριά, έτσι που να μην ξανακλείσουν πια. Σηκώστε, άρχοντες,
τις πύλες, όχι γιατί δεν μπορεί ο Κύριος, που είν’ εδώ, να περάσει και
κλεισμένες πόρτες,[139]
όταν το ορίζει, αλλά γιατί διατάζει εσάς, τους δραπέτες δούλους, να
βγάλετε τις αιώνιες πύλες και να τις πετάξετε μακριά και να τις
συντρίψετε. Γι’ αυτό και δεν διατάζει τους όχλους σας, μα εσάς τους
ίδιους, που θεωρείστε αρχηγοί τους:[140] Σηκώστε τις πύλες, άρχοντες αυτών εδώ!
ΚΣΤ΄.
Αυτών εδώ, όχι άλλων άρχοντες. Μα κι αν μέχρι τώρα κακώς κυριαρχήσατε
πάνω σ’ όσους έχουν πεθάνει απ’ την αρχή των αιώνων, από δω κι εμπρός
δεν θα ορίζετε πια ούτε αυτούς, ούτε άλλους, ούτε και τους εαυτούς σας
ακόμα. Βγάλτε τις πύλες, γιατί παρουσιάστηκε ο Χριστός, η ουράνια θύρα.[141] Ανοίξτε δρόμο σ’ Αυτόν που πάτησε το πόδι Του στη φυλακή του άδη. Το όνομά Του είναι Κύριος,[142] και σαν Κύριος μπορεί να περάσει τις πύλες του θανάτου.[143]
Εσείς φτιάξατε τις πόρτες του θανάτου, Αυτός όμως ήρθε για να τις
διαβεί. Γι’ αυτό, βγάλτε τις πύλες, άρχοντες! Βγάλτε τις, μην αργείτε!
Βγάλτε τις γρήγορα! Βγάλτε τις χωρίς αναβολή! Κι αν νομίζετε πως θα σας
περιμένουμε, (κάνετε λάθος). Θα προστάξουμε τις ίδιες τις πύλες να
σηκωθούν αυτόματα, χωρίς να βάλουμε χέρι: Γκρεμιστείτε, πύλες αιώνιες!”.
ΚΖ΄.
Και μόλις οι αγγελικές δυνάμεις κραύγασαν (αυτά τα λόγια), στη στιγμή
οι πύλες γκρεμίστηκαν, οι αλυσίδες έσπασαν, οι αμπάρες κομματιάστηκαν,
οι κλειδαριές ξεχαρβαλώθηκαν, τα θεμέλια της φυλακής σείστηκαν και οι
εχθρικές δυνάμεις τράπηκαν σε φυγή. Ο ένας έσπρωχνε τον άλλο. Ο ένας
μπερδευόταν στα πόδια του άλλου. Ο ένας φώναζε στον άλλο να φύγει.
Έφριξαν, αναστατώθηκαν, ξαφνιάστηκαν, ταράχτηκαν, άλλαξαν χρώμα,
συγκλονίστηκαν, στάθηκαν και συνάμα σάστισαν, απόρησαν και συνάμα
τρόμαξαν. Και ο ένας στεκόταν μ’ ανοιχτό το στόμα, ο άλλος έκρυβε το
πρόσωπο μέσα στα γόνατά του, άλλος έπεφτε μπρούμυτα ξερός, άλλος
κοκάλωνε σαν νεκρός, άλλος τα έχανε απ’ το θάμπος και άλλος έτρεχε (να
κρυφτεί) πιο βαθιά.
ΚΗ΄.
Εκεί, λοιπόν, τότε έκοψε ο Χριστός τα κεφάλια των σαστισμένων τυράννων,
που συγκλονίστηκαν από την παρουσία Του, άνοιξαν δειλά τα στόματά τους,
σαν να ’χαν χαλινάρια,[144] και τραύλιζαν: “«Ποιος είναι Τούτος ο δοξασμένος Βασιλιάς;[145]».
Ποιος είναι Τούτος, που ήρθε εδώ μαζί με τόσους και κάνει τέτοια
θαύματα; Ποιος είναι Τούτος, που στον άδη τώρα κάνει όσα στον άδη ποτέ
δεν έχουν γίνει; Ποιος είναι Τούτος, που βγάζει από δω τους
φυλακισμένους απ’ την αρχή των αιώνων;[146] Ποιος είναι Τούτος, που κατέβαλε και αχρήστεψε την ακατάβλητη δύναμη και αντρειοσύνη μας;”.
ΚΘ΄.
Σ’ αυτούς απαντούσαν οι αγγελικές δυνάμεις του Κυρίου κι έλεγαν:
“Θέλετε να μάθετε, παράνομοι τύραννοι, ποιος είναι Τούτος ο δοξασμένος
Βασιλιάς; Είναι ο Κύριος, ο κραταιός και δυνατός, ο Κύριος, ο δυνατός
και ισχυρός και αήττητος στον πόλεμο.[147]
Είν’ Εκείνος, άθλιοι και παράνομοι τύραννοι, που σας εξόρισε και σας
έριξε κάτω απ’ το ουράνιο στερέωμα. Είν’ Εκείνος που έσπασε τα κεφάλια
των (νοητών) δρακόντων σας στα νερά του Ιορδάνη. Είν’ Εκείνος που με το
Σταυρό σας ρεζίλεψε, σας διαπόμπεψε,[148]
σας παρέλυσε. Είν’ Εκείνος που σας έδεσε, σας τύλιξε στο σκοτάδι και
σας πέταξε στην άβυσσο. Είν’ Εκείνος που θα σας ρίξει μέσα στην αιώνια
φωτιά και τη γέεννα, Εκείνος που θα σας εξοντώσει.[149]
Μην αργείτε άλλο! Μη στέκεστε! Τρέξτε και βγάλτε τους φυλακισμένους,
αυτούς που μέχρι τώρα κακώς καταπίνατε. Γιατί το κράτος σας έχει πια
καταλυθεί, η τυραννία σας έχει πια καταργηθεί, η αλαζονεία σας έχει
οικτρά εκμηδενιστεί, η καύχησή σας έχει ολότελα χαθεί, η δύναμή σας έχει
πατηθεί και αφανιστεί”.
Λ΄.
Αυτά έλεγαν οι νικήτριες δυνάμεις του Κυρίου στις ενάντιες δυνάμεις και
συνάμα γοργοκινούνταν – άλλοι γκρέμιζαν συθέμελα τη φυλακή, άλλοι
καταδίωκαν τους εχθρούς που έφευγαν (να σωθούν) από τα εξωτερικά μέρη
(του άδη) στα βαθύτερα, άλλοι έτρεχαν κι έψαχναν στα υπόγεια και τα
φρούρια και τα σπήλαια, άλλοι έφερναν από διάφορα σημεία δεμένους (τους
εχθρούς) στον Κύριο, άλλοι έδεναν τον τύραννο με άλυτα δεσμά, άλλοι
ελευθέρωναν τους απ’ την αρχή των αιώνων φυλακισμένους, άλλοι έδιναν
διαταγές, άλλοι τις εκτελούσαν χωρίς καθυστέρηση, άλλοι έτρεχαν μπροστά
από τον Κύριο, καθώς προχωρούσε βαθύτερα, και άλλοι Τον ακολουθούσαν σαν
Θεό και Βασιλιά νικηφόρο.
ΛΑ΄.
Καθώς, λοιπόν, αυτά γίνονταν και λέγονταν στον άδη και όλα σείονταν και
ο Κύριος κόντευε να φτάσει πια στα έσχατα βάθη, ο Αδάμ εκείνος ο
πρωτοδημιούργητος και πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος, που βρισκόταν
σφιχτοδεμένος πιο βαθιά απ’ όλους, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, που
πλησίαζε τους φυλακισμένους, και αναγνώρισε τη φωνή Του, καθώς
περπατούσε[150]
μέσα στη φυλακή. Στράφηκε τότε σ’ όλους, όσοι ήταν μαζί του δέσμιοι για
αιώνες, και τους είπε: “Κρότο βημάτων ακούω Κάποιου που μας ζυγώνει. Κι
αν πραγματικά αξιωθήκαμε να φτάσει Εκείνος εδώ, τότε είμαστε ελεύθεροι!
Αν στ’ αλήθεια Τον δούμε ανάμεσά μας, τότε σωθήκαμε απ’ τον άδη!”.
ΛΒ΄.
Και καθώς αυτά και άλλα τέτοια έλεγε ο Αδάμ σ’ όλους τους συγκαταδίκους
του, μπήκε ο Κύριος κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Μόλις Τον
αντίκρυσε ο πρωτόπλαστος Αδάμ, χτύπησε το στήθος του από την έκπληξη και
φώναξε: “Ο Κύριός μου ας είναι μαζί με όλους![151]”. Και αποκρίθηκε ο Χριστός στον Αδάμ: “Και μαζί με το δικό σου πνεύμα”. Ύστερα τον έπιασε απ’ το χέρι, τον σήκωσε[152] και του είπε: “«Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου απ’ τους νεκρούς, και ο Χριστός θα σε φωτίσει![153]». Εγώ, ο Θεός σου, που για χάρη σου έγινα γιός σου,[154]
για χάρη σου και για χάρη των απογόνων σου, τώρα, με την εξουσία που
έχω, λέω και προστάζω τους φυλακισμένους: Βγείτε έξω! Κι αυτούς που
βρίσκονται στο σκοτάδι:[155]
Ελάτε στο φως! Κι εκείνους που έχουν πεθάνει: Αναστηθείτε! Κι εσένα,
(Αδάμ), σε διατάζω: Σήκω απ’ τον (αιώνιο) ύπνο σου! Δεν σ’ έπλασα γι’
αυτό, για να μένεις φυλακισμένος στον άδη. Αναστήσου απ’ τους νεκρούς!
Εγώ είμαι η ζωή[156] των ανθρώπων. Σήκω, πλάσμα δικό μου! Σήκω, μορφή δική μου, φτιαγμένη σύμφωνα με την εικόνα μου![157] Σήκω να φύγουμε από δω.[158] Γιατί εσύ είσαι ενωμένος μ’ εμένα κι εγώ μ’ εσένα.[159] Για σένα έγινα γιος σου εγώ, ο Θεός σου, Για σένα πήρα τη δική σου μορφή του δούλου εγώ, ο Κύριος.[160] Για σένα κατέβηκα στη γη και πιο κάτω απ’ τη γη εγώ, που βρίσκομαι πιο πάνω απ’ τους ουρανούς.[161] Για σένα, τον άνθρωπο, έγινα σαν άνθρωπος αβοήθητος, αφημένος ανάμεσα στους νεκρούς[162]. Για σένα, που βγήκες μέσ’ από τον κήπο[163] (του παραδείσου), παραδόθηκα στους Ιουδαίους μέσα σε κήπο[164] και σταυρώθηκα μέσα σε κήπο.[165]
ΛΓ΄. Κοίτα στο πρόσωπό μου τα φτυσίματα·[166] τα καταδέχτηκα για χάρη σου, για να σε αποκαταστήσω όπως ήσουνα τότε, που σου είχα δώσει το φύσημά μου.[167] Κοίτα στα μάγουλά μου τα ραπίσματα·[168] τα καταδέχτηκα, για να ξαναδώσω στη διεστραμμένη μορφή σου την όψη που είχε σαν εικόνα μου. Κοίτα στη ράχη μου το μαστίγωμα·[169]
το καταδέχτηκα, για να σκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Κοίτα τα
τρυπημένα χέρια μου· καλά καρφώθηκαν πάνω στο ξύλο (του Σταυρού)[170] για σένα, που όχι καλά άπλωσε το χέρι σου στο (απαγορευμένο) δέντρο.[171]
Κοίτα τα τρυπημένα πόδια μου· καλά καρφώθηκαν στο ξύλο (του Σταυρού)
εξαιτίας των δικών σου ποδιών, που όχι καλά έτρεξαν στο δέντρο της
παρακοής. Την έκτη μέρα βγήκε η (καταδικαστική) απόφαση (για σένα)·[172] την έκτη μέρα πάλι πραγματοποιώ την ανάπλασή σου και σου ανοίγω τον παράδεισο.[173]
ΛΔ΄. Γεύτηκα χολή για χάρη σου,[174] για να γιατρέψω την πικρή ηδονή που γεύτηκες απ’ τον γλυκό εκείνο καρπό. Γεύτηκα ξύδι,[175] για να βγάλω οριστικά απ’ τη ζωή σου το καυστικό και αφύσικο ποτήρι του θανάτου. Δέχτηκα σφουγγάρι,[176] για να σβήσω το χρεόγραφο των αμαρτιών σου.[177] Δέχτηκα καλάμι,[178] για να υπογράψω την απελευθέρωση του ανθρώπινου γένους.[179] Κοιμήθηκα πάνω στο Σταυρό και τρυπήθηκα με λόγχη στην πλευρά[180] για σένα, που σε κοίμισα στον παράδεισο και από την πλευρά σου έβγαλα την Εύα.[181]
Η πλευρά μου γιάτρεψε τον πόνο της πλευράς σου. Ο ύπνος μου θα σε
βγάλει απ’ τον ύπνο σου στον άδη. Η λόγχη, που με τρύπησε, σταμάτησε τη
ρομφαία που στρεφόταν εναντίον σου (και σου απαγόρευε την είσοδο στον
παράδεισο).[182]
ΛΕ΄. Σήκω, λοιπόν, να φύγουμε από δω.[183] Κάποτε σ’ έδιωξα απ’ τον γήινο παράδεισο·[184] τώρα σε αποκαθιστώ όχι στον παράδεισο (εκείνο), αλλά σε θρόνο ουράνιο. Σ’ εμπόδισα να φας από το δέντρο της ζωής·[185] να που τώρα ενώθηκα μαζί σου εγώ, η Ζωή.[186]
Έταξα τα Χερουβείμ να σε φρουρούν σαν δούλο· τώρα κάνω τα Χερουβείμ να
σε προσκυνήσουν σαν Θεό. Κρύφτηκες απ’ το Θεό γιατί ήσουνα γυμνός (στο
σώμα)·[187] να που έκρυψες μέσα σου γυμνό το Θεό. Ντύθηκες τον δερμάτινο χιτώνα της ντροπής·[188]
να που ντύθηκα εγώ, μολονότι Θεός, τον αιμάτινο χιτώνα της σάρκας σου.
Γι’ αυτό, σηκωθείτε! Ας φύγουμε από δω. (Ας πάμε) απ’ το θάνατο στη ζωή,[189] απ’ τη φθορά στην αφθαρσία,[190] απ’ το σκοτάδι στο αιώνιο φως.[191] Σηκωθείτε! Ας φύγουμε από δω. (Ας πάμε) απ’ την οδύνη στην ευφροσύνη,[192] απ’ τη δουλεία στην ελευθερία,[193] απ’ τη φυλακή (του άδη) στην επουράνια Ιερουσαλήμ,[194] απ’ τα δεσμά στην άνεση,[195] απ’ τη σκλαβιά στην τρυφή του παραδείσου,[196] απ’ τη γη στον ουρανό.
ΛΣΤ΄. Γι’ αυτό, άλλωστε, πέθανα και αναστήθηκα, για να γίνω Κύριος και νεκρών και ζωντανών.[197] Σηκωθείτε, λοιπόν! Ας φύγουμε από δω. Ο ουράνιος Πατέρας μου περιμένει το χαμένο πρόβατο. Τα ενενήντα εννέα πρόβατα[198]
των αγγέλων περιμένουν τον συνδούλο τους Αδάμ – πότε θ’ αναστηθεί, πότε
θ’ ανέβει και πότε θα επιστρέψει στο Θεό. Ο χερουβικός θρόνος έχει
ευτρεπιστεί. Αυτοί που θα σας ανεβάσουν είναι γρήγοροι και πρόθυμοι. Το
νυφικό δωμάτιο έχει ετοιμαστεί.[199] Το τραπέζι του δείπνου είναι στρωμένο.[200] Οι αιώνιες κατοικίες και διαμονές είναι έτοιμες.[201] Οι θησαυροί των αγαθών έχουν ανοιχτεί.[202] Η βασιλεία των ουρανών έχει ετοιμαστεί προαιώνια.[203] Μάτι δεν έχει δει κι αυτί δεν έχει ακούσει κι ανθρώπου λογισμός δεν έχει βάλει[204] τ’ αγαθά που περιμένουν τον άνθρωπο”.
ΛΖ΄.
Αυτά και άλλα τέτοια καθώς έλεγε ο Κύριος, αναστήθηκε. Την ίδια στιγμή
αναστήθηκαν και ο ενωμένος μαζί Του Αδάμ και η Εύα. Μα κι άλλα πολλά
σώματα αγίων, που είχαν πεθάνει απ’ την αρχή των αιώνων, αναστήθηκαν κι
αυτά,[205]
κηρύσσοντας την τριήμερη ανάσταση του Κυρίου. Ας την υποδεχτούμε κι
εμείς, οι πιστοί, κι ας την αγκαλιάσουμε με χαρά, χορεύοντας μαζί με
τους αγγέλους, γιορτάζοντας μαζί με τους αρχαγγέλους και συνάμα
δοξάζοντας το Χριστό, που μας ανέστησε από τη φθορά και μας χάρισε τη
ζωή.[206] Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη,[207] μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα Του στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν.
Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, Λόγος εις την Θεόσωμον Ταφήν του Κυρίου, Γ΄ έκδ., Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός, 2007
Παραπομπές (Γ μέρους)
[121] Ψαλμ. 79:4.
[122] Ψαλμ. 79:2.
[123] Ψαλμ. 79:3.
[124] Ψαλμ. 78:8.
[125] Πρβλ. Ψαλμ. 85:13.
[126] Πρβλ. Ψαλμ. 29:4.
[127] Πρβλ. Ψαλμ. 15:10. Πράξ. 2:27.
[128] Ιων. 2:7. Πρβλ. Ψαλμ. 102:4.
[129] Πρβλ. Ησ. 9:2· 42:7. Ματθ. 4:16. Λουκ. 1:79.
[130] Α΄ Πετρ. 3:19-20· 4:6.
[131] Ιω. 10:7, 9.
[132] Πρβλ. Ψαλμ. 106:16. Θρ. Ιερ. 2:9.
[133] Πρβλ. Γεν. 49:24. Ψαλμ. 75:4.
[134] Εφ. 2:14.
[122] Ψαλμ. 79:2.
[123] Ψαλμ. 79:3.
[124] Ψαλμ. 78:8.
[125] Πρβλ. Ψαλμ. 85:13.
[126] Πρβλ. Ψαλμ. 29:4.
[127] Πρβλ. Ψαλμ. 15:10. Πράξ. 2:27.
[128] Ιων. 2:7. Πρβλ. Ψαλμ. 102:4.
[129] Πρβλ. Ησ. 9:2· 42:7. Ματθ. 4:16. Λουκ. 1:79.
[130] Α΄ Πετρ. 3:19-20· 4:6.
[131] Ιω. 10:7, 9.
[132] Πρβλ. Ψαλμ. 106:16. Θρ. Ιερ. 2:9.
[133] Πρβλ. Γεν. 49:24. Ψαλμ. 75:4.
[134] Εφ. 2:14.
[135] Πρβλ. Ματθ. 26:53.
[136] Δαν. 7:10.
[137] Πρβλ. Κολ. 1;16.
[138] Ψαλμ. 23:7, 9.
[139] Ιω. 20:19.
[140] Πρβλ. Μάρκ. 10:42.
[141] Πρβλ. Ιω. 10:7, 9.
[142] Πρβλ. Ψαλμ. 67;5.
[143] Πρβλ. Ψαλμ. 67:21.
[144] Πρβλ. Αββακ. 3:14.
[145] Ψαλμ. 23:8, 10.
[146] Πρβλ. Ψαλμ. 67:7.
[147] Πρβλ. Ψαλμ. 23:8.
[148] Πρβλ. Κολ. 2:15.
[149] Πρβλ. Ματθ. 10:28.
[150] Πρβλ. Γεν. 3:8.
[151] Πρβλ. Β΄ Θεσ. 3:16.
[152] Πρβλ. Ματθ. 9:26. Μάρκ. 1:31· 5:41· 9:27. Λουκ. 8:54.
[153] Εφ. 5;14.
[154] Δαν. 7:13-14. Ματθ. 1:18-25. Ματθ. 8:20 κ.α. Μάρκ. 8:31 κ.α. Λουκ. 1:26-56· 2:1-7· 5;24 κ.α. Ιω. 1:14, 52 κ.α. Πράξ. 7:56. Α΄ Κορ. 15:47-49. Γαλ. 4:4. Α΄ Τιμ. 2:5. Εβρ. 4:15.
[155] Πρβλ. Ησ. 49:9.
[156] Ιω. 1:4· 11:25· 14:6. Κολ. 3:4. Α΄ Ιω. 5;12.
[157] Γεν. 1:26-27· 5:1· 9:6. Σοφ Σολ. 2:23. Σοφ. Σειρ. 17:3. Κολ. 3:10.
[158] Ιω. 14:31.
[159] Πρβλ. Ιω. 17:21.
[160] Πρβλ. Φιλιπ. 2:7.
[161] Πρβλ. Εφ. 4:3.
[162] Ψαλμ. 87;5.
[163] Γεν. 3:23-24.
[164] Ιω. 18:1.
[165] Ιω. 19:41.
[166] Ησ. 50:6. Ματθ. 26:67· 27:30. Μάρκ. 14:65· 15:19.
[167] Γεν. 2:7.
[168] Ησ. 50:6. Ματθ. 26:67. Μάρκ. 14:65. Ιω. 18:22· 19:3.
[169] Ματθ. 27:26. Μάρκ. 15:15. Πρβλ. Ησ. 50:6.
[170] Πρβλ. Ιω. 20:27.
[171] Γεν. 3:6.
[172] Γεν. 1:31· 2:2.
[173] Ματθ. 28:1-8. Μάρκ. 16:1-8. Λουκ. 24:1-12. Ιω. 20:1-10.
[174] Ματθ. 27:34.
[175] Ματθ. 27:34, 48. Μάρκ. 15:36. Λουκ. 23:36. Ιω. 19:29.
[176] Ματθ. 27:48. Μάρκ. 15:36. Ιω. 19:29
[177] Πρβλ. Κολ. 2:14.
[178] Ματθ. 27:29.
[179] Πρβλ. Γαλ. 5:1.
[180] Ιω. 19:34.
[181] Γεν. 2:21-22.
[182] Πρβλ. Γεν. 3:24.
[183] Πρβλ. Ιω. 14:31.
[184] Γεν. 3:23.
[185] Γεν. 3:22.
[186] Ιω. 1:4· 11:25· 14:6. Κολ. 3:4. Α΄ Ιω. 1:2· 5:12.
[187] Γεν. 3:8, 10.
[188] Γεν. 3:21.
[189] Πρβλ. Ιω. 5:24. Α΄ Ιω. 3:14.
[190] Πρβλ. Α΄ Κορ. 15:42, 53-54.
[191] Πρβλ. Ησ. 42:16. Πράξ. 26:18. Α΄ Πέτρ. 2:9.
[192] Πρβλ. Ησ. 35:10· 51:11.
[193] Πρβλ. Ρωμ. 8:21.
[194] Πρβλ. Γαλ. 4:26.
[195] Πρβλ. Β΄ Θεσ. 1:7.
[196] Πρβλ. Γεν. 2:15· 3:23,24. Ιωήλ 2:3. Ιεζ. 28:13· 31:9.
[197] Πρβλ. Ρωμ. 14:9.
[198] Πρβλ. Ματθ. 18:11-13.
[199] Πρβλ. Ματθ. 22:1-14. Ματθ. 25:1-13.
[200] Πρβλ. Λουκ. 14:16-24. Αποκ. 19:9.
[201] Πρβλ. Λουκ. 16:9. Ιω. 14:2.
[202] Πρβλ. Ματθ. 2:11.
[203] Πρβλ. Ματθ. 25:34.
[204] Α΄ Κορ. 2:9.
[205] Πρβλ. Ματθ. 27:52.
[206] Πρβλ. Ιω. 5:21. Α΄ Κορ. 15:22.
[207] Πρβλ. Α΄ Πέτρ. 4:11· 5:11. Αποκ. 1:6· 5:13.
[136] Δαν. 7:10.
[137] Πρβλ. Κολ. 1;16.
[138] Ψαλμ. 23:7, 9.
[139] Ιω. 20:19.
[140] Πρβλ. Μάρκ. 10:42.
[141] Πρβλ. Ιω. 10:7, 9.
[142] Πρβλ. Ψαλμ. 67;5.
[143] Πρβλ. Ψαλμ. 67:21.
[144] Πρβλ. Αββακ. 3:14.
[145] Ψαλμ. 23:8, 10.
[146] Πρβλ. Ψαλμ. 67:7.
[147] Πρβλ. Ψαλμ. 23:8.
[148] Πρβλ. Κολ. 2:15.
[149] Πρβλ. Ματθ. 10:28.
[150] Πρβλ. Γεν. 3:8.
[151] Πρβλ. Β΄ Θεσ. 3:16.
[152] Πρβλ. Ματθ. 9:26. Μάρκ. 1:31· 5:41· 9:27. Λουκ. 8:54.
[153] Εφ. 5;14.
[154] Δαν. 7:13-14. Ματθ. 1:18-25. Ματθ. 8:20 κ.α. Μάρκ. 8:31 κ.α. Λουκ. 1:26-56· 2:1-7· 5;24 κ.α. Ιω. 1:14, 52 κ.α. Πράξ. 7:56. Α΄ Κορ. 15:47-49. Γαλ. 4:4. Α΄ Τιμ. 2:5. Εβρ. 4:15.
[155] Πρβλ. Ησ. 49:9.
[156] Ιω. 1:4· 11:25· 14:6. Κολ. 3:4. Α΄ Ιω. 5;12.
[157] Γεν. 1:26-27· 5:1· 9:6. Σοφ Σολ. 2:23. Σοφ. Σειρ. 17:3. Κολ. 3:10.
[158] Ιω. 14:31.
[159] Πρβλ. Ιω. 17:21.
[160] Πρβλ. Φιλιπ. 2:7.
[161] Πρβλ. Εφ. 4:3.
[162] Ψαλμ. 87;5.
[163] Γεν. 3:23-24.
[164] Ιω. 18:1.
[165] Ιω. 19:41.
[166] Ησ. 50:6. Ματθ. 26:67· 27:30. Μάρκ. 14:65· 15:19.
[167] Γεν. 2:7.
[168] Ησ. 50:6. Ματθ. 26:67. Μάρκ. 14:65. Ιω. 18:22· 19:3.
[169] Ματθ. 27:26. Μάρκ. 15:15. Πρβλ. Ησ. 50:6.
[170] Πρβλ. Ιω. 20:27.
[171] Γεν. 3:6.
[172] Γεν. 1:31· 2:2.
[173] Ματθ. 28:1-8. Μάρκ. 16:1-8. Λουκ. 24:1-12. Ιω. 20:1-10.
[174] Ματθ. 27:34.
[175] Ματθ. 27:34, 48. Μάρκ. 15:36. Λουκ. 23:36. Ιω. 19:29.
[176] Ματθ. 27:48. Μάρκ. 15:36. Ιω. 19:29
[177] Πρβλ. Κολ. 2:14.
[178] Ματθ. 27:29.
[179] Πρβλ. Γαλ. 5:1.
[180] Ιω. 19:34.
[181] Γεν. 2:21-22.
[182] Πρβλ. Γεν. 3:24.
[183] Πρβλ. Ιω. 14:31.
[184] Γεν. 3:23.
[185] Γεν. 3:22.
[186] Ιω. 1:4· 11:25· 14:6. Κολ. 3:4. Α΄ Ιω. 1:2· 5:12.
[187] Γεν. 3:8, 10.
[188] Γεν. 3:21.
[189] Πρβλ. Ιω. 5:24. Α΄ Ιω. 3:14.
[190] Πρβλ. Α΄ Κορ. 15:42, 53-54.
[191] Πρβλ. Ησ. 42:16. Πράξ. 26:18. Α΄ Πέτρ. 2:9.
[192] Πρβλ. Ησ. 35:10· 51:11.
[193] Πρβλ. Ρωμ. 8:21.
[194] Πρβλ. Γαλ. 4:26.
[195] Πρβλ. Β΄ Θεσ. 1:7.
[196] Πρβλ. Γεν. 2:15· 3:23,24. Ιωήλ 2:3. Ιεζ. 28:13· 31:9.
[197] Πρβλ. Ρωμ. 14:9.
[198] Πρβλ. Ματθ. 18:11-13.
[199] Πρβλ. Ματθ. 22:1-14. Ματθ. 25:1-13.
[200] Πρβλ. Λουκ. 14:16-24. Αποκ. 19:9.
[201] Πρβλ. Λουκ. 16:9. Ιω. 14:2.
[202] Πρβλ. Ματθ. 2:11.
[203] Πρβλ. Ματθ. 25:34.
[204] Α΄ Κορ. 2:9.
[205] Πρβλ. Ματθ. 27:52.
[206] Πρβλ. Ιω. 5:21. Α΄ Κορ. 15:22.
[207] Πρβλ. Α΄ Πέτρ. 4:11· 5:11. Αποκ. 1:6· 5:13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.