συνέχεια από το 1ο μέρος
Η Ρωσία ως άμεση πηγή ανησυχίας
Ενώ
η Κίνα είναι οπωσδήποτε η σημαντικότερη μακροπρόθεσμη πρόκληση των ΗΠΑ,
η Ρωσία είναι η πιο άμεση πηγή ανησυχίας στον τομέα της ασφάλειας. Σε
αντίθεση με την Κίνα, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της Μόσχας ως
γεωπολιτικού ανταγωνιστή των ΗΠΑ δεν φαίνεται να είναι πολλά
υποσχόμενες. Η οικονομία της Ρωσίας έχει πληγεί από την έντονη
μεταβλητότητα του νομίσματός της, από την πτώση στις τιμές του
πετρελαίου και από τις κυρώσεις που επέβαλαν η ΕΕ και η ΗΠΑ ως απάντηση
στις ενέργειες της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας.
Το
2018 ήταν η πέμπτη συνεχόμενη χρονιά που σημειώθηκε μείωση των
διαθέσιμων ατομικών εισοδημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο, τα ποσοστά
δημοφιλίας του Βλαντίμιρ Πούτιν έχουν μειωθεί σημαντικά. Την ίδια ώρα, η
ρωσική κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει επιθετικά το περιορισμένο, αλλά
σημαντικό πλεονέκτημά της ως διασπαστικής δύναμης και σημείωσε μερικές
εντυπωσιακές βραχυπρόθεσμες νίκες τα τελευταία χρόνια, αιφνιδιάζοντας
τον υπόλοιπο κόσμο στην Ουκρανία και στη Συρία.
Άλλα πρόσφατα
παραδείγματα του αυξανόμενου δυναμισμού της Μόσχας υπό την ηγεσία του
Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος επανεξελέγη τον Μάιο του 2018 για μια τέταρτη
θητεία, είναι η υπόθεση Σκριπάλ, η κλιμάκωση των επιθετικών
δραστηριοτήτων στον κυβερνοχώρο, οι απόπειρες παρέμβασης στις
δημοκρατικές εκλογές σε διάφορες χώρες και η πιο πρόσφατη αντιπαράθεση
στα Στενά Κέρτς. Θα μπορούσε κάποιος να ερμηνεύσει τις ενέργειες της
Ρωσίας ως μια προσπάθεια να δείξει πως εξακολουθεί να είναι πιο ισχυρή
απ’ όσο θεωρεί η Δύση και πως θα παραμείνει μια απαραίτητη δύναμη τα
συμφέροντα της οποίας δεν μπορούν να αγνοηθούν.
Σε
αυτή την προσπάθεια, ο σύμβουλος του Πούτιν, Βλάντισλαβ Σουρκόφ,
σχολίασε πρόσφατα πως «ο πόλεμος είναι ένα μέσο επικοινωνίας». Όπως
σημειώνει ο ειδήμονας στο θέμα της Ρωσίας, Μπόμπο Λο, «οι υπεύθυνοι
χάραξης πολιτικής στη Μόσχα καταδικάζουν την ‘δαιμονοποίηση’ της Ρωσίας,
ωστόσο χαίρονται που γνωρίζουν πως η χώρα έχει επανέλθει στο παγκόσμιο
σκηνικό, με ορισμένους να την αντιπαθούν, αλλά να μην την αγνοεί
κανένας».
Ως
απάντηση στη ρωσική συμπεριφορά, η κυβέρνηση Τραμπ και το Κογκρέσο των
ΗΠΑ έχουν αυξήσει τις πιέσεις στη Μόσχα. Όπως το έθεσε ο τότε βοηθός
υπουργός Εξωτερικών Γουές Μίτσελ, οι ΗΠΑ «θα αυξάνουν το κόστος της
Ρωσικής επιθετικότητας μέχρι ο πρόεδρος Πούτιν να επιλέξει διαφορετικό
δρόμο».
Ωστόσο,
όπως έχουν τα πράγματα, ούτε το Κρεμλίνο δεν στέλνει σήματα χαλάρωσης
της στάσης της επιθετικότητάς του. Η ρωσική ηγεσία έχει εγκαταλείψει την
προσπάθεια επαναπροσέγγισης της Δύσης και φαίνεται πως «αγκαλιάζει» τον
ρόλο της ως παρία. Σύμφωνα με τον Σουρκόφ, «η επική δυτικόστροφη
αναζήτηση της Ρωσίας επιτέλους τελείωσε». Αντί των «επαναλαμβανόμενων
και αποτυχημένων προσπαθειών να γίνει μέρος του Δυτικού πολιτισμού», η
Ρωσία πλέον «προορίζεται για εκατό χρόνια (ή πιθανόν διακόσια χρόνια ή
τριακόσια χρόνια) γεωπολιτικής μοναξιάς».
Δεδομένης
της επιδείνωσης των σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης, οι
επόμενοι μήνες μπορεί να είναι αποφασιστικοί για την τύχη των κρίσιμης
σημασίας Συνθηκών για τον έλεγχο των εξοπλισμών. Οι ειδήμονες σε θέματα
πυρηνικών προειδοποιούν πως «μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες σταθερής
μείωσης εξοπλισμών μεταξύ των δυο μεγαλύτερων πυρηνικών δυνάμεων, και οι
δυο χώρες μπορεί να αλλάξουν κατεύθυνση το 2019 και να βρεθούν σε μια
νέα κούρσα εξοπλισμών».
Εδώ
και κάποια χρόνια η ρωσική κυβέρνηση επενδύει σε νέες στρατιωτικές
δυνατότητες, περιλαμβανομένων πυραύλων που σύμφωνα με τις ΗΠΑ και τους
συμμάχους του στο ΝΑΤΟ παραβιάζουν τη συνθήκη INF. Ως απάντηση, ο
πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αποσυρθεί από τη Συνθήκη,
κάτι που σημαίνει πως τόσο η ΗΠΑ όσο και η Ρωσία θα μπορούν και πάλι να
προχωρήσουν στην παραγωγή και ανάπτυξη πυρηνικών πυραύλων μέσου
βεληνεκούς, αναζωπυρώνοντας τους φόβους για μια νέα πυραυλική κρίση στην
Ευρώπη.
Για
το Κρεμλίνο, αυτή είναι μια άνετη κατάσταση: ενώ η κυβέρνηση Τραμπ
κατηγορείται για αθέτηση της Συνθήκης, η Μόσχα φαίνεται να εικάζει πως
το ΝΑΤΟ δεν θα μπορέσει να καταλήξει σε συναίνεση για την ανάπτυξη νέων
αμερικανικών πυραύλων (που ακόμα δεν έχουν κατασκευαστεί) στην Ευρώπη,
φέρνοντας τη Ρωσία σε πλεονεκτική θέση: «(…) μια κούρσα εξοπλισμών στους
πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς μπορεί να ξεκινήσει στην Ευρώπη, όμως θα
είναι μονόπλευρη: μόνο η Ρωσία θα αγωνίζεται».
Ένα
άλλο στοιχείο που περιόρισε τον επικίνδυνο ανταγωνισμό μεταξύ της
Ρωσίας και της ΗΠΑ επίσης βρίσκεται σε κίνδυνο: φαίνεται απίθανο οι δυο
χώρες να μπορέσουν να παρατείνουν τη Νέα Συνθήκη START που καλύπτει τα
στρατηγικά πυρηνικά όπλα, πέραν του 2021, όταν και λήγει η Συνθήκη.
Όπως
έχουν υποστηρίξει ορισμένοι παρατηρητές, οι υπόλοιπες Συνθήκες για τον
έλεγχο των εξοπλισμών, που εξακολουθούν να ακολουθούν τη λογική του
διπόλου, αρχίζουν να «ξηλώνονται» ενώ δεν υπάρχει ακόμα κάποιο νέο
πολυμερές πλαίσιο για τον έλεγχο των όπλων που θα μπορούσε να ταιριάξει
στο αναδυόμενο διεθνές σύστημα, που είναι «πιο περίπλοκο, λιγότερο
προβλέψιμο, και δυνητικά πιο επικίνδυνο».
Αν
και ο πρόεδρος Τραμπ έχει αφήσει να εννοηθεί πως υπάρχει πιθανότητα «ο
πρόεδρος Σι κι εγώ, μαζί με τον πρόεδρο Πούτιν της Ρωσίας, να
ξεκινήσουμε να συζητάμε για μια ουσιαστική παύση αυτού που έχει γίνει
μια μεγάλη και άβολη κούρσα εξοπλισμών», ο ίδιος και οι ομόλογοί του
αυξάνουν τα οπλοστάσιά τους. Όπως σημείωσε ο Πούτιν στην ετήσια
συνέντευξη Τύπου του, «όλοι μας τώρα βλέπουμε την αποσύνθεση του
διεθνούς συστήματος για τον έλεγχο των όπλων και για την αποτροπή της
κούρσας εξοπλισμών».
Σύμφωνα
με τον ίδιο, η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, όπως οι υπερηχητικοί
πύραυλοι, είναι η απαραίτητη απάντηση στην απόφαση των ΗΠΑ να αποσυρθούν
από τη Συνθήκη Αντιβαλλιστικών Πυραύλων (ABM) και την ανάπτυξη ενός
συστήματος πυραυλικής άμυνας: «είναι απλώς η διατήρηση της ισότητας και
τίποτα περισσότερο». Η αναθεώρηση της αμερικανικής πυραυλικής άμυνας, η
οποία δημοσιοποιήθηκε στα μέσα Ιανουαρίου 2019, πιθανότατα θα
τροφοδοτήσει τον διαδεδομένο φόβο στη Μόσχα πως η Ρωσία μια μέρα δεν θα
μπορεί να αναχαιτίσει τα αμερικανικά πυραυλικά συστήματα και έτσι δεχθεί
ένα πρώτο πλήγμα από τις ΗΠΑ χωρίς να μπορεί να διασφαλίσει πως θα έχει
τη ικανότητα να ανταποδώσει. Όπως στην περίπτωση των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας,
τόσο η Ρωσία όσο και οι ΗΠΑ, που ισχυρίζονται πως απλώς αντιδρούν στις
ενέργειες η μία της άλλης και ζητούν από την αντίπαλη πλευρά να αλλάξει
τακτική, φαίνεται να πιστεύουν πως μπορούν να ελέγξουν τον κίνδυνο των
αυξανόμενων εντάσεων.
Το τέλος της «ευγενούς» ηγεμονίας των ΗΠΑ
Παρά
την πρόκληση που συνιστούν Κίνα και Ρωσία, θα μπορούσε να υποστηριχθεί
πως η θέση των ΗΠΑ στον κόσμο -και μαζί με αυτήν η παγκόσμια τάξη που
έχουν διαμορφώσει οι ΗΠΑ- «μπορεί να απειλείται περισσότερο από την
άνοδο των λαϊκιστικών πολιτικών στο εσωτερικό απ’ ότι η άνοδος άλλων
δυνάμεων στο εξωτερικό».
Ουσιαστικά,
οι ΗΠΑ συνεχίζουν να είναι μια κατηγορία από μόνες τους. Ο αμερικανικός
αμυντικός προϋπολογισμός εξακολουθεί να είναι πολλαπλάσιος των
στρατιωτικών δαπανών των περισσότερων άλλων δυνάμεων. Επιπλέον, μέτρα
όπως το ΑΕΠ ή οι στρατιωτικές δαπάνες, στρεβλώνουν την πραγματική
ισορροπία δυνάμεων καθώς συστηματικά υπερβάλλουν σε ό,τι αφορά τον
πλούτο και τις στρατιωτικές δυνατότητες πολυπληθών αλλά φτωχών χωρών που
πρέπει να δαπανούν μεγάλο μέρος των πόρων τους για την αστυνόμευση, την
προστασία και την εξυπηρέτηση των πολιτών τους και ως εκ τούτου έχουν
λιγότερη δυνατότητα να προβάλλουν την ισχύ τους στο εξωτερικό.
Ενώ
η Κίνα και η Ρωσία μπορεί να έχουν σημειώσει πρόοδο ή ακόμα και να
έχουν αριστεύσει σε ορισμένα σημεία, ωστόσο ο αμερικανικός στρατός θα
συνεχίσει για πολύ καιρό να είναι ασυναγώνιστος. Το σημαντικότερο,
ωστόσο, είναι πως οι ΗΠΑ μπορούν να βασιστούν σε πηγές που δεν έχουν
Κίνα και Ρωσία. Κατ’ αρχήν, οι ΗΠΑ έχουν ένα ευρύ δίκτυο συμμάχων σε
όλον τον κόσμο. Αν και Κίνα και Ρωσία έχουν αναπτύξει διάφορα μέτρα για
να επηρεάσουν άλλα κράτη ή έχουν προσπαθήσει να υπονομεύσουν τη συνοχή
της Δύσης, ωστόσο δεν έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν μεγάλους και
υποστηρικτικούς συνασπισμούς και είναι απίθανο να το πράξουν στο μέλλον.
Επιπλέον,
η ιδεολογική ισορροπία δυνάμεων μπορεί να είναι ακόμα πιο επωφελής για
τις ΗΠΑ και τους δυτικούς συμμάχους. Μια πιο προσεκτική ματιά στην
«κατανομή ιδεών και ταυτοτήτων» σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο
υποδηλώνει πως η Δυτική ηγεμονική τάξη πραγμάτων της οποίας ηγούνται οι
ΗΠΑ μπορεί να αποδειχθεί πιο σταθερή απ’ όσο αναμένονταν. Τουλάχιστον,
ομάδα ακαδημαϊκών συμπεραίνει πως «τα κυρίαρχα στοιχεία της κινεζικής
ταυτότητας δεν είναι πιθανό να αποτελέσουν τη βάση ενός ελκυστικού
εναλλακτικού διεθνούς οράματος ή μιας ηγεμονικής τάξης που θα είναι
ελκυστική για άλλες μεγάλες δυνάμεις» - μια απαραίτητη προϋπόθεση για
μια επιτυχή αντι-ηγεμονική συμμαχία που θα προωθεί μια διαφορετική τάξη.
Ενώ
οι ΗΠΑ θεωρητικά χαίρουν μιας ευνοϊκής υλικής και ιδεολογικής
ισορροπίας δυνάμεων και λογικά είναι καλά προετοιμασμένες για μια εποχή
αυξανόμενου ανταγωνισμού, το πρόβλημα είναι πως η Ουάσινγκτον φαίνεται
να κινδυνεύει να σπαταλήσει τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα.
Οι
Ευρωπαίοι σίγουρα εκτιμούν μηνύματα της αμερικανικής κυβέρνησης που
μιλούν για τις παραδοσιακές αξίες της διατλαντικής συνεργασίας και την
υπόσχεση για ανανέωση της προσήλωσης των ΗΠΑ στη «Δύση ως μια κοινωνία
δημοκρατικών χωρών ενωμένων μέσω της ιστορίας, του πολιτισμού και των
αμοιβαίων θυσιών», μια «κοινωνία που πρέπει να κινητοποιηθεί και να
ενισχυθεί για την εποχή του γεωπολιτικού ανταγωνισμού». Θα ήθελαν επίσης
να πιστέψουν πως οι ΗΠΑ δεν αποσύρονται από τον κόσμο.
Ωστόσο,
αυτή οπωσδήποτε δεν είναι η επικρατούσα αντίληψη στα περισσότερα μέρη
του κόσμου. Σύμφωνα με έρευνα του Pew για τις Παγκόσμιες Συμπεριφορές,
μόνο το 14% από αυτούς που απάντησαν θεωρούν πως οι ΗΠΑ κάνουν τώρα
περισσότερα για να συμβάλουν στη διευθέτηση των σημαντικών παγκόσμιων
προβλημάτων σε σχέση με πριν από λίγα χρόνια. Η άποψη πως οι ΗΠΑ κάνουν
λιγότερα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στους στενότερους συμμάχους τη
Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη.
Οι
ανησυχίες τους συνέχισαν να εντείνονται μετά την ταραχώδη Σύνοδο του
ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες τον Ιούλιο του 2018, όταν ο Τραμπ φέρεται να
απείλησε να «προχωρήσει μόνος» αν η υπόλοιπη συμμαχία δεν αύξανε
δραματικά τις αμυντικές της δαπάνες.
Η
αβεβαιότητα για τον ρόλο των ΗΠΑ είναι αισθητή και σε άλλες περιοχές.
Τον Δεκέμβριο ο Τραμπ ανακοίνωσε την απόσυρση των αμερικανών στρατιωτών
από τη Συρία, αγνοώντας τις συμβουλές που του έδωσαν σύμβουλοι-κλειδιά
όπως ο Μάτις. Ενώ οι επικριτές φοβούνται πως η απόφαση αυτή θα αφήσει
ένα κενό που πιθανόν θα καλύψουν το Ιράν, η Ρωσία η Τουρκία και άλλοι,
και θα εγκαταλείψει τους συμμάχους που έχουν πολεμήσει μαζί με τις
δυνάμεις των ΗΠΑ, ο Τραμπ σχολίασε απλώς πως οι Ιρανοί ηγέτες «μπορούν
να κάνουν ό,τι θέλουν» στη Συρία. Διέταξε επίσης τους στρατιωτικούς
ηγέτες του να σχεδιάσουν την απόσυρση περίπου των μισών αμερικανών
στρατιωτών από το Αφγανιστάν.
Οι
σύμμαχοι των ΗΠΑ στην Ασία επίσης ανησυχούν: μετά τη συνάντησή του με
τον Κιμ Γιονγκ-Ουν στη Σιγκαπούρη, ο Τραμπ διακήρυξε την παύση των
κοινών στρατιωτικών ασκήσεων ΗΠΑ-Νότιας Κορέας και εξέφρασε την προθυμία
του να αποσύρει τους αμερικανούς στρατιώτες από τη Νότια Κορέα. Δεν
αποτελεί έκπληξη που οι σύμμαχοι σε όλον τον κόσμο, οι οποίοι εξαρτώνται
από τις εγγυήσεις ασφάλειας των ΗΠΑ, νοιώθουν νευρικότητα.
Επιπλέον,
οι προσπάθειες των ΗΠΑ να ενθαρρύνουν «τα ευγενή έθνη του κόσμου να
χτίσουν μια νέα φιλελεύθερη τάξη» και να αντιταχθούν στις απολυταρχικές
μεγάλες δυνάμεις θα ήταν πολύ πιο αξιόπιστες αν ο πρόεδρος Τραμπ και η
κυβέρνησή του δεν επιδείκνυαν έναν ενοχλητικό ενθουσιασμό για ισχυρούς
άνδρες ανά τον κόσμο, υποδηλώνοντας πως η κυβέρνηση Τραμπ ζει σε έναν
«μετα-ανθρωπίνων δικαιωμάτων κόσμο». Οι μακραίωνοι σύμμαχοι στην άλλη
πλευρά του Ατλαντικού δύσκολα μπορούν να «χωνέψουν» τα εύσημα που δίνει ο
Τραμπ σε ανελεύθερους ηγέτες από τη Βραζιλία μέχρι τις Φιλιππίνες και
το γεγονός πως αψηφά τις ίδιες του τις υπηρεσίες πληροφοριών στηρίζοντας
τη Σαουδική Αραβία μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι,
ενώ ταυτόχρονα κάνει την σκληρότερη κριτική του στον Καναδά, τη Γερμανία
ή την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η
απαξίωση των διεθνών θεσμών και συμφωνιών έχει επανειλημμένως φέρει τις
ΗΠΑ αντιμέτωπες με τους μεγάλους συμμάχους τους τα τελευταία χρόνια.
Αυτό που οι σύμμαχοι αυτοί θεωρούν ως τον μόνον τρόπο για να
αντιμετωπιστούν παγκόσμια προβλήματα ο Τραμπ το απορρίπτει ως «την
ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης». Σε πολλά ζητήματα μεγάλης σημασίας για
τις χώρες αυτές -από τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή
μέχρι την πυρηνική συμφωνία του Ιράν και τη συνθήκη INF- πολλοί από τους
παραδοσιακούς σύμμαχους της Ουάσινγκτον έχουν προσπαθήσει να υπάρξουν
νέες δεσμεύσεις από τις ΗΠΑ. Στην καλύτερη περίπτωση, έχουν αισθανθεί
πως τις αγνοούν. Στη χειρότερη, αισθάνονται πως απειλούνται σαν να ήταν
ανταγωνιστές ή αντίπαλοι, αντί για σύμμαχοι και εταίροι με νόμιμες
ανησυχίες και συμφέροντα.
Η επανεξέταση
Έτσι,
μετά από δυο χρόνια θητείας, η κυβέρνηση Τραμπ έχει προκαλέσει μια
επανεξέταση των διατλαντικών σχέσεων στην Ευρώπη: «Η εποχή της ευγενούς
ηγεμονίας των ΗΠΑ μπορεί να έχει λήξει, με την Ευρώπη να είναι
εξαιρετικά απροετοίμαστη». Ελπίζοντας αρχικά πως ο επωνομαζόμενος
«άξονας των ενηλίκων» της αμερικανικής κυβέρνησης θα χαλιναγωγούσε
κάποιες από τις ενέργειες του Τραμπ, πολλοί Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης
πολιτικής έχουν τώρα δυσαρεστηθεί, καθώς πολλοί αξιωματούχοι της
κυβέρνησης τους είχαν καλέσει να επικεντρωθούν στην πολιτική και να
αγνοήσουν τα tweets. Πολλά στελέχη-κλειδιά έχουν αποχωρήσει και η
αμερικανική πολιτική μοιάζει όλο και περισσότερο με τα tweets του Τραμπ.
Τα
τελευταία χρόνια, ο Τραμπ άλλαξε ολόκληρο το συμβούλιο εθνικής
ασφάλειας: ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας ΜακΜάστερ, ο υπουργός
Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον, η πρέσβης των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Νίκι Χάλεϊ και ο
υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις είτε παραιτήθηκαν ή αναγκάστηκαν να φύγουν.
Τη αποχώρηση του Μάτις προκάλεσε ανησυχία στους συμμάχους. Για
ορισμένους, αυτό «δείχνει ξεκάθαρα στους συμμάχους της Αμερικής πως θα
πρέπει όλο και περισσότερο να βασίζονται στον εαυτόν τους». Σε κάθε
περίπτωση, καθώς ο πρόεδρος Τραμπ δέχεται όλο και περισσότερες πιέσεις
στο εσωτερικό και καθώς η ομάδα εθνικής ασφάλειάς του συμβαδίζει
περισσότερο με τις δικές του απόψεις, μπορούμε να αναμένουμε ακόμα
περισσότερες αναταράξεις στο δεύτερο μισό της θητείας του.
συνεχίζεται στο 3ο μέρος
Μετάφραση-Επιμέλεια: Άννα Φαλτάϊτς
Euro2day
το είδαμε ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.