συνέχεια από το 2ο μέρος
Θα σώσει την κατάσταση η υπόλοιπη Δύση;
Σ’
αυτό το πλαίσιο, τόσο οι αναλυτές όσο και οι υπεύθυνοι χάραξης
πολιτικής έχουν ζητήσει από τους σημαντικούς φιλελεύθερους δημοκρατικούς
συμμάχους των ΗΠΑ να «αντισταθμίσουν» την έλλειψη μιας σταθερής
αμερικανικής ηγεσίας. Οι χώρες που συνήθως αναφέρονται είναι τα άλλα
μέλη των G7 –ο Καναδάς, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία και το
Ηνωμένο Βασίλειο – καθώς και η Αυστραλία, η Νότια Κορέα και η Ευρωπαϊκή
Ένωση ως σύνολο.
Οι
παράγοντες αυτοί έχουν επωφεληθεί σε τεράστιο βαθμό από αυτό που είναι
γνωστό ως φιλελεύθερη διεθνής τάξη, την οποία υποστήριζε η δύναμη των
ΗΠΑ. Κάποιοι εξ αυτών είναι τόσο προσαρμοσμένοι σε αυτή την τάξη –όχι
μόνο σε όρους ασφάλειας, πολιτικής και οικονομίας, αλλά και πνευματικά-
που τους είναι δύσκολο να αντιμετωπίσουν και να συμβιβαστούν με έναν
κόσμο που αλλάζει. Εν τούτοις, όπως σημειώνουν οι Ιβο Ντααλντερ και
Τζέιμς Λίντσεϊ, «αν αρκεστούν στα παράπονα και τους θρήνους, δεν θα
μπορούν να κατηγορούν μόνο τον Τραμπ για το τέλος της τάξης πραγμάτων
που βασίζονταν στους κανόνες».
Σε
διάφορους βαθμούς, πάντως, οι ηγέτες των χωρών αυτών φαίνεται πως έχουν
καταλάβει πως πρέπει να κάνουν περισσότερα, τόσο στη γειτονιά τους όσο
και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ενώ λίγοι συμφωνούν με το πώς μεταφέρεται αυτό
το μήνυμα, οι περισσότεροι ειδήμονες σε θέματα εξωτερικής πολιτικής
στις χώρες αυτές συμφωνούν πως η νυν αμερικανική κυβέρνηση (και οι
προκάτοχοί της) έχουν ένα δίκιο όταν ζητούν να υπάρξει ένας πιο ίσος
καταμερισμός του βάρους. Όμως πολλοί διερωτούνται πώς μπορούν να το
κάνουν αυτό αν δεν υπάρχει πλέον συμφωνία με τις ΗΠΑ ως προς το ποιο
είναι το βάρος που πρέπει να μοιράσουν. Μήπως απλώς μαζεύουν τα κομμάτια
απ’ ότι απέμεινε από τη Δυτική ηγεσία;
Διάφοροι
ηγέτες από μεσαίες φιλελεύθερες-δημοκρατικές δυνάμεις έχουν ζητήσει να
υπάρξει μια ισχυρότερη μεταξύ τους συνεργασία για να διατηρηθούν τα
βασικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας τάξης. Ο Χάϊκο Μάας έχει
επανειλημμένως μιλήσει για μια «συμμαχία υπέρμαχων της πολυμέρειας», την
οποία ορίζει ως «ένα δίκτυο εταίρων που στέκονται μαζί για τη διατήρηση
και περαιτέρω ανάπτυξη της τάξης που βασίζεται στους κανόνες, που
υπερασπίζονται την πολυμέρεια και που είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν
για τον σκοπό αυτό πολιτικό κεφάλαιο διότι κατανοούν τι πραγματικά
σημαίνει η πολυμέρεια».
Υπάρχουν
και άλλοι που συμφωνούν: ενώ ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέρεμι
Χαντ υποστήριξε πως «ο μετά το Brexit ρόλος της Βρετανίας θα πρέπει να
είναι να ενεργεί ως ένας αόρατος κρίκος που συνδέει τις δημοκρατίες του
κόσμου, τις χώρες αυτές που μοιράζονται τις αξίες μας και στηρίζουν την
πίστη μας στο ελεύθερο εμπόριο, το κράτος δικαίου και τις ανοικτές
κοινωνίες», η υπουργός Εξωτερικών του Καναδά Κρίστια Φρίλαντ, υποστήριξε
πως «πρέπει είμαστε ενεργητικοί, φιλόδοξοι και δημιουργικοί στην εύρεση
περισσότερων τρόπων συνεργασίας, στην εύρεση τρόπων ώστε οι
φιλελεύθερες δημοκρατίες που σκέφτονται παρόμοια να δράσουμε για τις
αξίες μας και να πολεμήσουμε υπέρ της πολυμερούς τάξης».
Αν
και πιθανότατα ποτέ δεν υπήρξε μια καλή στιγμή για να δοκιμαστεί αυτή η
πολιτική και στρατιωτική ωριμότητα, ωστόσο τώρα οπωσδήποτε βρισκόμαστε
σε μια από τις χειρότερες στιγμές στην ιστορία: κάποιοι από τους
υποψήφιους για ενίσχυση του ρόλου τους ως φυλάκων της φιλελεύθερης τάξης
είναι πρόθυμοι αλλά δεν έχουν τις δυνατότητες, άλλοι έχουν τουλάχιστον
μέτριες δυνατότητες αλλά είναι απρόθυμοι ή ανίκανοι να φέρουν τις
δυνατότητές τους στο προσκήνιο.
Ευρώπη: Στρατηγική αυτονομία ή μη στρατηγική εξάρτηση;
Η
Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ιδιαίτερα απροετοίμαστη για μια νέα εποχή
ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Ωστόσο, η αυξανόμενη αβεβαιότητα ως
προς τον μελλοντικό ρόλο των ΗΠΑ έχει οδηγήσει σε νέες συζητήσεις για
την «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης.
Ωστόσο,
ο όρος αυτός προκαλεί παρεξηγήσεις. Ενώ κάποιοι αναφέρονται στη
«στρατηγική αυτονομία» ως μια μορφή αντιστάθμισης ή ακόμα και
χειραφέτησης από τις ΗΠΑ, για πολλούς απλώς σημαίνει μεγαλύτερη
Ευρωπαϊκή ευθύνη. Κατά κάποιον τρόπο οι Ευρωπαίοι μόλις άκουσαν αυτό που
επανειλημμένως τονίζει ο πρόεδρος Τραμπ: «(…) οι ΗΠΑ δεν μπορούν να
συνεχίσουν να είναι ο αστυνόμος του κόσμου. Δεν θέλουμε να το κάνουμε
αυτό». Όμως στην τεταμένη ατμόσφαιρα των διατλαντικών συζητήσεων του
2018, ακόμα και οι Ευρωπαϊκές προσπάθειες να υπάρξουν σχεδιασμοί για τα
σενάρια που οι ΗΠΑ είναι απρόθυμες να ηγηθούν, θεωρήθηκαν ως τα πρώτα
βήματα προς τον διαχωρισμό.
Το
ίδιο πρέπει να λεχθεί και για τις προτάσεις για έναν «Ευρωπαϊκό
στρατό». Τόσο ο Εμμανουέλ Μακρόν όσο και η Άνγκελα Μέρκελ μίλησαν
πρόσφατα και πάλι για αυτό το μακροπρόθεσμο όραμα και προκάλεσαν ακόμα
έναν γύρο γνώριμων επιχειρημάτων υπέρ και κατά της χρήσης του όρου. Η
κοινή γνώμη, ωστόσο, γενικά στηρίζει την ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, πάνω από τα τρία
τέταρτα των Ευρωπαίων στηρίζουν μια κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας.
Δημοσκόπηση που διενεργήθηκε τον Νοέμβριο του 2017 σε έξι μεγάλες
ευρωπαϊκές χώρες βρήκε πως ενώ ένας μέσος όρος μόλις 20% των
συμμετεχόντων στη δημοσκόπηση είπε πως οι Ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις θα
πρέπει να ενοποιηθούν πλήρως και να επιχειρούν υπό μία ενιαία Ευρωπαϊκή
διοίκηση μέχρι το 2040, το 75% του συνόλου τάσσονταν υπέρ της
σημαντικής συνεργασίας μεταξύ των εθνικών στρατών.
Η
δεύτερη ιδέα πλησιάζει περισσότερο σε αυτό που η υπουργός Άμυνας της
Γερμανίας, Ούρσουλα φον ντερ Λάϊεν έχει χαρακτηρίσει ως έναν «στρατό
Ευρωπαίων», που κατά την ίδια «ήδη παίρνει μορφή». Η φον ντερ Λάϊεν και
άλλοι παραπέμπουν στις πολυάριθμες αποφάσεις που έχουν λάβει κράτη-μέλη
της ΕΕ για την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας,
περιλαμβανομένης της εισαγωγής του Ευρωπαϊκού Αμυντικού Ταμείου (EDF),
της Μόνιμης Δομημένης Συνεργασίας (PESCO) και της Συντονισμένης Ετήσιας
Επιθεώρησης για την Άμυνα (CARD), καθώς και για ευρείες διμερείς
συμφωνίες συνεργασίας, όπως στην περίπτωση των χερσαίων δυνάμεων της
Ολλανδίας και της Γερμανίας.
Ενώ
όλα αυτά είναι καλοδεχούμενα βήματα που θα μπορούσαν να ανοίξουν τον
δρόμο για μια πιο ικανή Ευρωπαϊκή Ένωση μακροπρόθεσμα, ωστόσο
βραχυπρόθεσμα οι προκλήσεις είναι πολλές. Όπως έδειξε πρόσφατη μελέτη
που διενεργήθηκε από το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών και το
Γερμανικό Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, τα μέλη της ΕΕ αντιμετωπίζουν
σημαντικά κενά στις ικανότητες που θα απαιτούνταν για να ανταποκριθούν
στο επίπεδο φιλοδοξίας της ΕΕ και γρήγορα θα εξαντλούνταν αν έπρεπε να
συμμετέχουν σε ταυτόχρονες επιχειρήσεις.
Ενώ
οι Ευρωπαίοι συνεχίζουν να ζητούν «στρατηγική αυτονομία» ή μια
πραγματικά ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική στο δημόσιο λόγο τους,
συλλογικά, μέχρι στιγμής, παραμένουν πιο κοντά σε αυτό που θα μπορούσαμε
να ονομάσουμε μη στρατηγική εξάρτηση, τουλάχιστον σε στρατιωτικό
επίπεδο. Εξακολουθεί να υπάρχει πολύς δρόμος ακόμα που πρέπει να
διανυθεί μέχρι να φτάσουμε σε αυτό που ο Ζαν Κλωντ Γιούνκερ αποκάλεσε
«Weltpolitikfähigkeit» στο περυσινό Συνέδριο του Μονάχου για την
Ασφάλεια. Και αυτό που είναι απαραίτητο είναι η «Weltpolitikfähigkeit»,
δηλαδή η ικανότητα να παίξει η Ευρώπη έναν ουσιαστικό ρόλο στην
παγκόσμια πολιτική.
Αν
και οι περισσότεροι στρατηγικοί στοχαστές στην Ευρώπη συμφωνούν πως η
καλύτερη εγγύηση ασφάλειας για την Ευρώπη είναι μια ισχυρή διατλαντική
συνεργασία, ωστόσο αυτή η επιλογή μπορεί να μην είναι διαθέσιμη στο
μέλλον.
Εν
των μεταξύ, δεν υπάρχει ακόμα μια ρεαλιστική δεύτερη επιλογή. Ως
αποτέλεσμα, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις σχοινοβατούν, προσπαθώντας να
διατηρήσουν την πρώτη επιλογή, αντισταθμίζοντας και ερευνώντας παράλληλα
την δεύτερη επιλογή, χωρίς να κάνουν λιγότερο πιθανή την πρώτη επιλογή.
Ή, όπως το έθεσε η φον ντερ Λάϊεν στο Συνέδριο του Μονάχου για την
Ασφάλεια το 2018: «Θέλουμε να παραμείνουμε διατλαντικοί –αλλά να γίνουμε
και πιο Ευρωπαίοι». Δεδομένου του ταχύτατου ρυθμού αλλαγών, οι
Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει αν βρουν μακροπρόθεσμες
στρατηγικές προσεγγίσεις και να διαθέσουν τους απαραίτητους πόρους αν
είναι η Ευρώπη να γίνει κάτι παραπάνω από ένα από «θέατρο σοβαρού
στρατηγικού ανταγωνισμού» άλλων παραγόντων.
Η διαχείριση της νέας «μεσοβασιλείας»
Ο
Ιταλός φιλόσοφος Αντόνιο Γκράμσι έγραψε πως «η κρίση έχει να κάνει
ακριβώς με το γεγονός ότι το παλιό πεθαίνει, αλλά το καινούριο δεν
μπορεί να γεννηθεί· σε αυτή τη μεσοβασιλεία εμφανίζεται μια μεγάλη
ποικιλία νοσηρών συμπτωμάτων». Κατά κάποιον τρόπο, αυτή είναι μια
αρμόζουσα περιγραφή της παγκόσμιας τάξης σήμερα. Η μεταψυχροπολεμική
περίοδος -και η γενική αισιοδοξία που σχετίζεται με αυτήν- έχει έρθει
στο τέλος της. Πολλές από τις βεβαιότητες που οι περισσότεροι άνθρωποι
της Δύσης θεωρούσαν δεδομένες, έχουν αμφισβητηθεί ή ακόμα και
υπονομευθεί. Όμως είναι ασαφές το είδος της νέας τάξης που θα προκύψει,
αν μπορούν να διατηρηθούν οι παλαιές βασικές αρχές, αν θα δούμε έναν
κόσμο με ανταγωνιστικές τάξεις πραγμάτων και αν η μεταβατική περίοδος θα
είναι ειρηνική. Αντιθέτως, αυτό που φαίνεται πως είναι ξεκάθαρο, είναι
πως η μεσοβασιλεία θα είναι μια φάση παρατεταμένης αστάθειας και
αβεβαιότητας.
Δεδομένων
των στρατηγικών outlooks που επικρατούν σε Ουάσινγκτον, Πεκίνο και
Μόσχα, οι προσδοκίες για μια νέα εποχή ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων
φαίνεται πως θα γίνουν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αν όλοι
προετοιμάζονται για έναν εχθρικό κόσμο, η άφιξή του έχει σχεδόν
προκαθοριστεί. Όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο το πώς θα είναι ένας
ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων στον 21ο αιώνα και πού θα είναι ιδιαίτερα
έντονος και επικίνδυνος. Η έλευση νέων τεχνολογιών και εργαλείων
πολιτικής, οι νέες αλληλεξαρτήσεις και οι αδυναμίες θα επηρεάσουν το πώς
θα ανταγωνιστούν οι μεγάλες δυνάμεις. Αυτό σημαίνει επίσης πως
πιθανότατα θα χρειαστούμε νέα εργαλεία για να το χειριστούμε.
Το
σημαντικότερο είναι πως αυτή η νέα αβεβαιότητα σημαίνει ότι οι
παγκόσμιοι ηγέτες φέρουν τεράστια ευθύνη. Τους τελευταίους μήνες η
καγκελάριος Μέρκελ επανειλημμένως αναφέρθηκε σε προηγούμενες περιόδους,
στις οποίες οι πολιτικοί, πιστεύοντας στη σταθερότητα της επικρατούσας
τάξης και μη έχοντας βιώσει τον προηγούμενο πόλεμο, θεωρούσαν πως θα
μπορούσαν απλώς να έχουν λίγες περισσότερες απαιτήσεις και να
συμπεριφερθούν λίγο πιο επιθετικά – «(…) και, ξαφνικά, χάλασε ολόκληρη η
τάξη και ξέσπασε πόλεμος».
Όπως
τόνισε η Μέρκελ, «το μάθημά μου από αυτό είναι πως στους καιρούς που
ζούμε πρέπει να σκεφτόμαστε προσεκτικά τα επόμενα βήματά μας, να
ενεργούμε με σύνεση και να είμαστε ξεκάθαροι με τη γλώσσα που
χρησιμοποιούμε».
Δυστυχώς, επί του παρόντος, αυτά τα ποιοτικά στοιχεία φαίνεται πως βρίσκονται σε έλλειψη.
Μετάφραση-Επιμέλεια: Άννα Φαλτάϊτς
Euro2day
το είδαμε ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.