Τις τελευταίες ημέρες εφρύαξαν τα απανταχού τηλεσκύβαλα, μόλις αντελήφθησαν – κάπως αργά βέβαια – ότι υπάρχουν Έλληνες στον Βοτανικό οι οποίοι εδώ και μήνες αγωνίζονται να δημιουργήσουν έναν καταυλισμό για άστεγους Έλληνες. Έλληνες αλτρουϊστές αγωνιστές που αντί να τύχουν της στήριξης του Δήμου των Αθηναίων, και της πολιτείας γενικότερα, γεύονται σήμερα την χολή και το όξος των ελληνοφοβικών και των ξενόδουλων τηλεπαπαγάλων και αντιμετωπίζουν τις υστερικές κατακραυγές των τηλεοπτικών ορνίθων οι οποίες χύνουν μαύρο δάκρυ στο άκουσμα ότι μια τέτοια «κατάληψη» μπορεί και να καθυστερήσει την ανέγερση του μουσουλμανικού τεμένους.
(Θα χαρώ πάντως να τις δω με μπούργκα).
Η ιστορία δεν είναι τωρινή, απλά τα ανακλαστικά των βοοειδών, λόγω της δομικής συγκρότησης του εγκεφάλου τους, καθυστερούν να καταγράψουν τα σημαίνοντα ερεθίσματα, με τον ίδιο τρόπο που αδυνατούν να προσλάβουν το οθωμανικό που τους έρχεται (εξαιρούνται οι τοιούτοι παντός φύλου, τόπου, τρόπου και χρόνου που το προσμένουν πώς και πώς). Για να πιάσουμε την ιστορία από την αρχή, σας θυμίζω το τι έγραφα το καλοκαίρι που μας πέρασε, όταν πρωτοεκδηλώθηκε – επιτέλους – ο φιλελληνισμός των Ελλήνων:
“Υπάρχουν ακόμη Έλληνες που «κλείνουν μέσα στη ψυχή τους την Ελλάδα» όχι πλέον «για να νιώσουν κάθε είδους μεγαλείο», σύμφωνα με το σολωμικό πρόταγμα, αλλά για να περισώσουν ότι μπορεί να περισωθεί. Και αντιδρούν για να σώσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των Ελλήνων αστέγων τους οποίους τόσο η ελληνική πολιτεία όσο και τα εκφυλιστικά και εκφυλισμένα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν εγκαταλείψει ως μη υπάρχοντες, επιδεικνύοντας αντιθέτως και κατά προκλητικό τρόπο τα δουλικά τους αισθήματα απέναντι στους πάσης φύσεως λαθροεισβολείς που εποικίζουν ανενόχλητοι την πατρίδα μας.
Απέναντι στα συμπτώματα της καλπάζουσας πολιτικής μογγολοειδούς ιδιωτίας που προσέβαλε την χώρα μας, Έλληνες πατριώτες με προεξάρχοντες τους έφεδρους καταδρομείς αλεξιπτωτιστές, κατέλαβαν χθες, 11 Ιουλίου 2016, στην Ιερά Οδό, στον Βοτανικό, τον χώρο μιας εγκαταλελειμμένης ναυτικής βάσης με σκοπό να την μετατρέψουν σε τόπο αξιοπρεπούς διαμονής Ελλήνων αναξιοπαθούντων και όχι σε ισλαμικό τέμενος, όπως «οραματίζεται» η (ανθ)ελληνική πολιτική νομενκλατούρα της μάσας, της ευτέλειας και της υποταγής.
Είθε οι σύγχρονοι αυτοί Έλληνες Δονκιχώτες να αποτελέσουν τον καταλύτη μιας αυθεντικής λαϊκής εθνικής αντίστασης, η οποία μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν έχει εκδηλωθεί, ίσως διότι εκτονώνεται μέσα από κατάλληλα μασκαρεμένους κομματικούς φορείς που με τον τρόπο τους (και κυρίως με την απραξία τους) δημιουργούν τελικά την υποψία ότι στηρίζουν και στηρίζονται από το «καθεστώς», εγκλωβίζοντας τις προσδοκίες του χειμαζόμενου ελληνικού έθνους στις δικές τους ιδιοτελείς ποντικοπαγίδες”.
Σήμερα το σκηνικό είναι σαφέστερο. Μια δράκα Ελλήνων μακράν των ξενοδουλικών κομμάτων και των «λόγω αλλά όχι έργω» αυτοαποκαλούμενων εθνικιστικών κομματιδίων, σήκωσαν την σημαία της αντίστασης σε μια χώρα που οι αυθεντικοί Έλληνες αποτελούν πλέον μειονότητα. Ένα είδος Custer’s Last Stand στην επίθεση των πολυάριθμων και αλαλαζόντων ερυθροδέρμων. Το τι θα γίνει, δεν είναι δύσκολο να το μαντέψουμε. Θα πέσουν κατά την επίθεση που θα διαταχθούν να εξαπολύσουν οι δυνάμεις ασφαλείας, κάτι που δεν διατάσσονται να το κάνουν εναντίον των πάσης φύσεως ταραξιών, ποινικών και πολιτικών, λαθραίων και παράτυπων, και άτυπων και ανάτυπων κινούμενων, υποκινούμενων και χρηματοδοτούμενων (;) από τίς οίδε ποιούς φιλάνθρωπους της παγκοσμιοποίησης, για να καλλιεργούν, με την ανοχή των κυβερνώντων, την ανασφάλεια στον λαό μας, με τελικό αποτέλεσμα την αποδοχή της φυλετικής και πολιτισμικής του νόθευσης.
Το έργο έχει ξαναπαιχτεί πολλές φορές στην μακραίωνα ιστορία της Ελλάδος. Και πάντα αυτή η μειονότητα των Ελλήνων, των οποίων τη χώρα βεβηλώνουν με την παρουσία τους οι υπερχειλίζοντες ελληνόφωνοι και ξενόφωνοι καταπατητές της, υψώνει το ανάστημά της στο Σούλι, στα Σφακιά, στον Πόντο και στη Μάνη. Οι Έλληνες αναγκασμένοι να συρρικνωθούν γεωγραφικά, αμύνονται περί πάτρης. Και μην ξεχνάτε. Η Μάνη δεν έπεσε ποτέ στους Τούρκους. Σήκωσε, αμέσως μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης την σημαία της αυτονομίας της, μαύρη κατάμαυρη με τον λευκό σταυρό καβάλα στο σπαθί της, κι έγινε το εφαλτήριο της παλιγγενεσίας.
Εδώ και μήνες τώρα, αυτήν την σημαία έχω υψώσει κι εγώ στο ταπεινό πυργόσπιτο των προγόνων μου. Και περιμένω «ώσπου να ’ρθεί η Άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες… να φέρει το σεφέρι»…
Χρίστος Γούδης
Δημοτικός Σύμβουλος
Δήμου Αθηναίων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου