Από τις αρχές του εικοστού αιώνα η αμερικανική αίθουσα διδασκαλίας έχει μετατραπεί σταθερά σε ένα εργαστήριο εισαγωγής και ανάπτυξης ψυχολογικών μεθόδων. Ο θεσμός της εκπαίδευσης έχει μεταβληθεί σε μέσο χαρτογράφησης της παιδικής ηλικίας από εμπειρογνώμονες και επιβολής προτωκόλλων «σωστής» συμπεριφοράς (καλός πολίτης).
Αυτές είναι οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός ιδιαίτερου κοινωνικο-βιολογικού συστατικoύ για ένα επερχόμενο παγκόσμιο σχέδιο το οποίο θα επιβλέπεται από μια πολυπρόσωπη και διεισδυτική επιστημονική ελίτ, υπεύθυνη για έναν επιμελώς μετρημένο και υπολογισμένο έλεγχο των μαζών.
«Πριν μπορέσουμε να μιλήσουμε για πολιτική, οικονομία, επιχειρήσεις ή ηθική, θα πρέπει να δούμε ότι έχουμε τις σωστές διανοητικές συνήθειες και ότι τα συνειδητοποιημένα γεγονότα βρίσκονται στη σωστή βάση», έγραψε ο Βρετανός δοκιμιογράφος και κοινωνικός μηχανικός HG Wells στα τέλη της δεκαετίας του 1920.
«Ο νέος κόσμος απαιτεί νέα σχολεία, να δώσει σε όλους μια υγιή και πλήρη διανοητική εκπαίδευση, να τους εξοπλίσει με ξάστερες ιδέες για την ιστορία, τη ζωή, καθώς και για τις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις, αντί των σημερινών διαδεδομένων σκουπιδιών. Οι εκπαιδευτικοί και τα σχολεία του παλιού κόσμου θα πρέπει να μεταρρυθμιστούν ή να αντικατασταθούν». [6]
Με μια τέτοια μεταμόρφωση στην εκπαίδευση, ο Wells οραματίστηκε τον παγκόσμιο πληθυσμό να εποπτεύεται από μια καλά εκπαιδευμένη και εξειδικευμένη επιστημονική ελίτ, συνυφασμένη με σχεδόν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. «Αυτός ο μικρός στρατός, αυτός ο επιστημονικός κόσμος του σήμερα», πρόβλεψε ο Wells, «που αριθμεί…. όχι παραπάνω από καμιά διακοσαριά χιλιάδες άνδρες, σίγουρα θα εκπροσωπείται στη νέα παγκόσμια τάξη από μια δύναμη εκατομμυρίων, καλύτερα εξοπλισμένων και πλήρως συντονισμένων ανθρώπων, ελεύθερων να αμφισβητήσουν, ικανών να απαιτήσουν ευκαιρίες». [7]
Το σχέδιο του Wells για το θεμελιώδη ρόλο της εκπαίδευσης σε έναν διεθνή, επιστημονικά ενσταλλαγμένο σοσιαλισμό, προσαρμόζεται στις απόψεις της αμερικανικής ελίτ δεκαετίες νωρίτερα, στην οποία εντάχθηκε η παλιά σχολή και το απόκρυφο τελετουργικό.
Βλέποντας την ολοκληρωτική αποτυχία της δημόσιας εκπαίδευσης στα μυαλά των νέων ανθρώπων οι οποίοι έχουν υποβληθεί στην περίτεχνα σχεδιασμένη ομοιομορφία της –για την οποία εκπαίδευση εμείς καλούμαστε να συμπεράνουμε ότι είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς λαθών και παραλείψεων–, ο αείμνηστος οικονομικός ιστορικός Anthony Sutton υιοθετεί μια συναρπαστική (αν και παράτυπη) θέση.
Σύμφωνα με την κλασσική μελέτη του Sutton, το σύνολο του εκπαιδευτικού εγχειρήματος του εικοστού αιώνα υπονομεύθηκε από μια μικρή κλίκα φοιτητών του Πανεπιστημίου Γέιλ, οι οποίοι συνδέονταν μεταξύ τους μέσω της συμμετοχής τους στο αποκλειστικό Τάγμα του Γέιλ, το Order of Death (Τάγμα του Θανάτου), γνωστό στο ευρύτερο κοινό ως «Skull and Bones» (Κρανίο και Οστά). Η φιλοδοξία αυτών των ατόμων είναι να έχουν ευρύ κοινωνικό έλεγχο και η εκπαίδευση βρίσκεται μέσα σε εκείνες τις δραστηριότητες που φέρουν ιδιαίτερο βάρος σε οποιοδήποτε σύστημα ελέγχου, δεδομένου ότι καθορίζει το «πώς ο πληθυσμός του μέλλοντος θα συμπεριφερθεί», υποστηρίζει ο Sutton.
Φυσικά, το να προτείνεις ότι μια μικρή ομάδα πλούσιων λευκών αρσενικών νεκρομαντών έχουν το πάνω χέρι στο να επηρεάζουν παρασκηνιακά τα γεγονότα, έρχεται σε αντίθεση με την κοινά αποδεκτή αντίληψη που λέει ότι μια τέτοια ελίτ παίζει με τους κανόνες· είναι εκλεγμένοι και ως εκ τούτου ενεργούν για το καλύτερο συμφέρον των ανθρώπων. Ωστόσο, ο Sutton παρέχει πειστικές αποδείξεις για το αντίθετο. Στην αρχή ο Sutton γνώριζε λίγα για το Τάγμα μέχρι που η συγγραφέας και συνήγορος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Charlotte Iserbyt Thompson τον προμήθευσε με τις μυστικές λίστες των μελών του τάγματος στο οποίο ο πατέρας της ήταν μυημένος. «Οι δραστηριότητες του τάγματος κατευθύνονται προς την αλλαγή της κοινωνίας μας», γράφει ο Sutton, «αλλάζοντας τον κόσμο για να επιφέρει μια Νέα Παγκόσμια Τάξη. Αυτή θα είναι μια προγραμματισμένη τάξη με σημαντικό περιορισμό της ατομικής ελευθερίας, χωρίς Συνταγματική προστασία, χωρίς εθνικά σύνορα ή πολιτιστική διάκριση». [8]
Ένα σημαντικό τμήμα των μελών του τάγματος παραμένει ενεργά αφιερωμένο στο να φέρει εις πέρας αυτό το επίδοξο σχέδιο. Αν και θα ήταν ανόητο να θεωρηθεί μια τέτοια ομάδα ως ο μοναδικός καθοριστικός παράγοντας των εθνικών και των παγκόσμιων γεγονότων, τα μέλη της είναι αναμφισβήτητα άτομα που έχουν καταλάβει τις πιο ισχυρές θέσεις στον ακαδημαϊκό, χρηματοδοτικό, κυβερνητικό, στρατιωτικό και εταιρικό τομέα.
Το 1873 ο Daniel Coit Gilman, μέλος του τάγματος και πρώτος* πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας τον οποίο ο Sutton περιγράφει ως «ο ακτιβιστής κλειδί του τάγματος στην επανάσταση της εκπαίδευσης», διορίστηκε πρόεδρος του νεοσύστατου Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς [Johns Hopkins]. Στη δεκαετία του 1850, και ενώ σπούδαζε στη Γερμανία, ο Gilman και ο συμμαθητής του Andrew Dickson White από το Γέιλ, επίσης μέλος του τάγματος (ο οποίος θα γινόταν αργότερα πρέσβης των ΗΠΑ στη Γερμανία και πρώτος πρόεδρος τόσο του Πανεπιστημίου Κορνέλ [Cornell] όσο και του American Historical Association), εξοικειώθηκαν με τη νέα «πειραματική ψυχολογία» η οποία διδασκόταν στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας από τον Πρώσσο Βίλχελμ Βουντ [Wilhelm Wundt].
Ο Gilman στη συνέχεια επιτάχυνε την εισαγωγή της «πειραματικής ψυχολογίας» στα αμερικανικά πανεπιστήμια και ακαδημαϊκά σχολεία το 1881 φέρνοντας τον G. Stanley Hall, πρώτο βοηθό του Βουντ, στη σχολή Χόπκινς ως καθηγητή της Ψυχολογίας και της Παιδαγωγικής. Μέσα στην πρώτη δωδεκάδα των καθηγητών του Χόπκινς ο Hall πήρε, ένα εργαστήριο ψυχολογίας, χίλια δολάρια ετήσιο μισθό για τον εξοπλισμό και ενθαρρύνθηκε από τον Gilman να ιδρύσει το περιοδικό American Journal of Psychology.
Ο μόλις φρέσκος πτυχιούχος και νεαρός ακαδημαϊκός εξέφρασε την έκπληξή του όταν επιλέχθηκε για αυτήν την περίοπτη θέση, πάνω από μεγαλύτερους και πιο έμπειρους καθηγητές στον τομέα. «Η ψυχολογία που δίδαξα ήταν σχεδόν αποκλειστικά πειραματική», υπενθυμίζει ο Hall, η οποία περιείχε «στο μεγαλύτερο μέρος της το υλικό που είχε ορίσει ο Βουντ στη νεώτερη μεγαλύτερη έκδοση της Φυσιολογίας της Ψυχολογίας.»
Καθώς οι μαθητές του Βουντ και και του Hall άρχισαν να εγκαθίστανται απ’ άκρη σ’ άκρη στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μέθοδοι της «νέας ψυχολογίας» ενσωματώθηκαν στην πανεπιστημιακή έρευνα και στη διδασκαλία των σπουδαστικών προγραμμάτων αλλά και στις στοιχειώδεις αίθουσες διδασκαλίας. «Εκπαιδευτικά εργαστήρια» εγκαταστάθηκαν στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, δημιουργώντας:
«100s διδακτορικά για να διδαχθεί το νέο εκπαιδευτικό σύστημα διαμόρφωσης. Ένα από τα πρώτα από αυτά τα διδακτορικά του πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς ήταν αυτό του John Dewey [καθοδηγούμενος του Hall]. Το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά. Το εκπαιδευτικό τέλμα της δεκαετίας του ’80, όπου τα περισσότερα παιδιά – αν όχι όλα – δεν μπορούν να συλλαβίσουν, να διαβάσουν ή να γράψουν, αλλά μπορούν να διοχετευθούν σε κανάλια μαζικής συμπεριφοράς». [9]
Ενισχύοντας την ψευδαίσθηση περί πνευματικής ελευθερίας και θεμιτού ακαδημαϊκού διαλόγου και εξασφαλίζοντας την άκριτη αποδοχή της νέας πλασαρισμένης ψυχολογίας στα παιδιά της αμερικής, ο Gilman προήδρευσε στην ίδρυση του Ιδρύματος Russell Sage και του Ινστιτούτου Κάρνεγκι [Carnegie Institution], τα οποία βοήθησαν σημαντικά στην εδραίωση του κύρους της ψυχολογίας και άλλων τότε νεοσύστατων κλάδων – οικονομία, ιστορία, πολιτικές επιστήμες, κοινωνιολογία – βοηθώντας στη διαμόρφωση των αντίστοιχων επαγγελματικών οργανώσεών τους για να είναι σε θέση μετά να καθοδηγεί τη συλλογική πορεία των πνευματικών επιδιώξεων των μελών τους.
Για τη διευκόλυνση της σταδιοδρομίας των επιστημόνων που προσηλυτίστηκαν στο δόγμα του Βουντ, πρόσωπα με επιρροή όπως ο Gilman σκαρφάλωσαν στην κορυφή ισχυρών ακαδημαϊκών και φιλανθρωπικών οργανισμών και άσκησαν αποφασιστική, μακράς διαρκείας, αλλά κυρίως κρυφή επιρροή στο αμερικανικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Εκτός από τον πνευματικό τους γόνο τον Dewey, ο Hall προώθησε την ιδέα αυτού που σήμερα ονομάζεται «ανάπτυξη του παιδιού», εισάγοντας τη λέξη «εφηβεία» στο αμερικανικό λεξικό το 1904. [10] Οπλισμένοι με το βασικό δόγμα του Βουντ ότι ο μαθητής στερούνταν ψυχής – μια εσωτερική υπόσταση και κατανόηση απεριορίστων προθέσεων – ο Hall, ο Dewey και πολλοί άλλοι επαγγελματίες της πειραματικής ψυχολογίας με επιρροή, συμπεριλαμβανομένων των Edward Lee Thorndike, James McKeen Cattell, HH Goddard και James Earl Russell, «έθεσαν ως στόχο να αλλάξουν την αντίληψη του τι συνιστά εκπαίδευση», εξηγεί ο John Taylor Gatto.
Βασικό κέντρο για τέτοιες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις ήταν το Columbia Teachers College, χρηματοδοτούμενο από τον Ροκφέλερ, το οποίο διοικούσε ο Russell που ήταν και πρόεδρος του τμήματος ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Κολούμπια. Ο Harold Rugg, ένας καθηγητής του Teachers College και ισχυρός συνήγορος υπέρ της ‘ψυχολόγησης’ της σχολικής αίθουσας, περιέγραψε τη διακρατική ώθηση του σχεδίου. Εκφράζοντας τον HG Wells, ο Rugg διακήρυξε ότι «Μέσα από τα σχολεία του κόσμου θα διασπείρουμε μια νέα αντίληψη της κυβέρνησης – μια που θα αγκαλιάσει όλες τις συλλογικές δραστηριότητες των ανθρώπων, μια που θα απαιτήσει την ανάγκη για επιστημονικό έλεγχο και διαχείριση των οικονομικών δραστηριοτήτων» [ 11]
Επιπρόσθετα, εκτός από τη διαδικασία προετοιμασίας της μάζας μέσω της ζωτικής επιρροής του τάγματος στη δημόσια εκπαίδευση, ο σχηματισμός και η επέκταση ενός διεθνούς εργαλείου υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, περιλαμβάνοντας τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας, για την επίβλεψη και την επιβολή υποστηρίξιμων κοσμοθεωριών, – ας μην αναφέρουμε την προτεινόμενη πρακτική της υποχρεωτικής ανιχνευτικής νοητικής εξέτασης «screening» στα παιδιά και στους βετεράνους και την αναγκαστική φαρμακευτική αγωγή των μαθητών βάσει του αδύναμου επιχειρήματος ότι τα ψυχοτρόπα φάρμακα αυξάνουν τις ακαδημαϊκές επιδόσεις, – επιβεβαιώνει με πολλούς τρόπους την σχεδόν πλήρη εκπλήρωση του οράματος που εξέφρασαν πριν ογδόντα χρόνια ο Wells και ο Rugg. [12]
συνεχίζεται
Παραπομπές.
7. H. G. Wells, The New World Order, 1940, http://gutenberg.net.au/ebooks04/0400671h.html
8. Anthony Sutton, America’s Secret Establishment: An Introduction to Skull and Bones, 1983/2002, Trine Day, http://ebookbrowse.com/antony-sutton-americas-secret-establishment-an-introduction-to-skull-and-bones-pdf-d266099093.
9. Sutton, America’s Secret Establishment.
10. G. Stanley Hall, Adolescence: Its Psychology and Its Relation to Physiology, Anthropology, Sociology, Sex, Crime, Religion and Education, D. New York: Appleton and Company 1904. http://archive.org/details/adolescenceitsps002hall
11. John Taylor Gatto, The Underground History of Education: An Intimate Investigation Into the Problem of Modern Schooling, New York: Oxford Village Press, 281-182. http://www.johntaylorgatto.com/chapters/index.htm
12. Dave Hodges, “Government Sponsored Mind Control in America: The Teen Screen Scam,” thecommonsenseshow.com, October 6, 2012, http://www.thecommonsenseshow.com/2012/10/06/government-sponsored-mind-control-in-america-the-teen-screen-scam/. See also Jon Rappoport, Psychiatrists Drugging Children for “Social Justice,” October 11, 2012, http://jonrappoport.wordpress.com/2012/10/11/psychiatrists-drugging-children-for-social-justice/
Πηγή Memory Hole
Αρχική δημοσίευση.
Η φωτογραφία είναι έργο του Juha Arvid Helminen. Όλη η συλλογή του υπάρχει εδώ: http://immanuel.deviantart.com/gallery/
https://averoph.wordpress.com/
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου