Σελίδες

23 Απριλίου 2024

Επάνοδος στην Ειδωλολατρική Αυτοκρατορική Ρώμη; (Α μέρος)

Γράφει ο Εὐάγγελος Στ. Πονηρός Δρ Θ., Μ.Φ.
 
“τά ῥήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ΄ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ·” 
Ἰω. 14,10  
 
Α. Πρόλογος 
 
Σέ κοινωνικό προβληματισμό ἐπί ἑνός φλέγοντος ζητήματος, τό ὁποῖο μάλιστα ἀπειλεῖ νά ἐπηρεάσει τή χριστιανική πίστη καί ζωή, ὀφείλει ὁ χριστιανός, καί μάλιστα ὅποιος ἔχει μελετήσει τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση, νά ἀποσαφηνίσει ποιά εἶναι ἡ ἐπί τοῦ θέματος χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά καί πῶς ὀφείλει νά τό ἀντιμετωπίζει ἡ Ἑλληνική Δημοκρατία – κράτος δημιουργημένο ἀπό ὀρθοδόξους χριστιανούς μέ ἐπανάσταση[1] (1821) ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀρχή της τό “μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρῖδος”. Θά ἀναφερθοῦμε ἐδῶ σέ ἕνα πρόβλημα, τό ὁποῖο οἱ ἱεροί κανόνες τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τό ὀνομάζουν “ἀρσενοκοιτία”, στό ἄν ἡ πράξη αὐτή θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά θεωρηθεῖ ταυτόσημη καί ἰσόκυρη μέ τήν ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός, ἀλλά καί στό πῶς εἶναι δυνατόν νά δοθεῖ ἄφεση ἁμαρτιῶν γιά πράξεις ὅπως αὐτή. 
 
Β΄. Παλαιά Διαθήκη 
 
α΄. Γένεσις 
 
Στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία ἀποτυπώνει τήν πρό τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου διά σώματος ἐπιφανείας ἐν τῷ κόσμῳ θεία ἀποκάλυψη, ἡ ἐπί τοῦ θέματος διδασκαλία εἶναι σαφέστατη, ὅσο καί αὐστηρότατη. 
 
Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως, στό 18ο κεφάλαιο, τό ὁποῖο μᾶς εἶναι εὑρύτερα γνωστό ὡς “ἡ φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ”, ὁ Θεός, ἀφοῦ φανερώνει στόν Ἀβραάμ τίς τρεῖς του θεϊκές ὑποστάσεις, Πατέρα, Υἱό καί Ἅγιον Πνεῦμα, τοῦ ἀποκαλύπτει πώς, ἐντός ἑνός ἔτους θά ἀποκτήσει υἱό[2]. Ἐπειδή ἀπό τόν Ἀβραάμ θά προκύψει μέγα ἔθνος, ὁ Θεός τοῦ ἀποκαλύπτει τήν τιμωρητική ἐνέργεια στήν ὁποία πρόκειται νά προβεῖ. Ἡ αἰτιολόγηση τῆς ἀποκαλύψεως αὐτῆς εἶναι ἄκρως διδακτική. Ἔχει δέ ὡς ἑξῆς σέ μετάφραση στήν νέα ἑλληνική ἀπό τό διορθωμένο ἑβραϊκό πρωτότυπο: 
 
“Θά γνωρίσω ταῦτα εἰς αὐτόν, ὥστε νά καθοδηγήσῃ τούς υἱούς του καί τούς ἀπογόνους του νά μείνουν εἰς τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου, πράττοντες τό ὀρθόν καί τό δίκαιον· καί οὕτω ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ διά τόν Ἀβραάμ ὅ,τι ὑπεσχέθη εἰς αὐτόν”[3].
 
Ἡ θεία τιμωρία ἐσκόπευε νά ἐξαλείψει τούς Σοδομίτες καί τούς Γομορρίτες. Κατά τούς ἀνωτέρω στίχους ὄφειλε ὁ Ἀβραάμ νά λάβει γνώση τῶν μελλόντων νά συμβοῦν, ὥστε νά καθοδηγήσει τούς ἀπογόνους του στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δρόμος τοῦ ὀρθοῦ καί τοῦ δικαίου. Συνεπῶς, ὅσα οἱ Σοδομίτες καί οἱ Γομορρίτες ἔπρατταν, ἦταν ἔξω ἀπό τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ καί οὐδόλως ὀρθά καί δίκαια. Παρ΄ ὅλα αὐτά ὁ Θεός ἐπανεξετάζει, ἐάν ἡ κατακραυγή ἐναντίον τῶν ἐν λόγῳ πόλεων δικαιολογεῖται ἀπό τόν ἁμαρτωλό τρόπο ζωῆς τους[4]
 
Ἕνας, ἀρκετά συγκινητικός, διάλογος μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἀβραάμ ἀκολουθεῖ. Ὁ Ἀβραάμ, ὡς δίκαιος καί φιλάνθρωπος, παρακαλεῖ τόν Θεό νά μή ἀφανίσει τίς δύο πόλεις, ἐάν βρεῖ ἐκεῖ ἔστω πενήντα[5] ἤ σαρανταπέντε[6] ἤ σαράντα[7], τριάντα[8], εἴκοσι[9], ἀκόμη καί δέκα[10] δικαίους ἀνθρώπους, ὥστε νά μή καταστρέψει “τόν δίκαιον μετά τοῦ ἀσεβοῦς.[11]” Πράγματι, ὁ Θεός, μή ὤν ἄδικος καί αἱμοχαρής, ἀλλά φιλεύσπλαγχνος, ὑπόσχεται ὅτι ἀκόμη καί δέκα δίκαιοι ἐάν εὑρεθοῦν στά πολίσματα αὐτά, δέν θά τά καταστρέψει[12]. Ὅμως, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τή συνέχεια τῆς ἱστορίας, οἱ δέκα δίκαιοι δέν βρέθηκαν – ἡ δέ ἀπόπειρα τοῦ Ἀβραάμ νά σώσει τά πολίσματα τόν ἀναδεικνύει ἀντάξιο τῆς ἐκλογῆς του ἀπό Κύριο τόν Θεό. 
 
Δύο ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ φθάνουν στά Σόδομα. Ὁ Λώτ, ἀνεψιός τοῦ Ἀβραάμ, τoύς ὑποδέχεται μέ ἐδαφιαία προσκύνηση, τούς καλεῖ ἐπιμόνως στόν οἶκο του καί τούς προσφέρει τή φιλοξενία του[13]
 
Ὅμως, μετά τό φαγητό, καί πρίν προλάβουν οἱ ἄγγελοι Κυρίου νά ἀναπαυθοῦν, ὅλοι οἱ ἄνδρες τῶν Σοδόμων, “ἀπό τοῦ νεωτέρου μέχρι τοῦ γηραιοτέρου, ὅλος ὁ λαός ἀπό ὅλα τά τμήματα τῆς πόλεως περιεκύκλωσαν τήν οἰκίαν.[14]” Καί ἀπαιτοῦσαν ἀπό τόν Λώτ πιεστικά καί βίαια: “ποῦ εἶναι οἱ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἦλθον εἰς τήν οἰκίαν σου ἀπόψε; ὁδήγησέ τους ἔξω πρός ἡμᾶς διά νά τούς γνωρίσωμεν.[15]” Ἡ “γνωριμία” τήν ὁποίαν ἐπιζητοῦσαν οἱ Σοδομίτες, δέν ἦταν ἁπλές κοινωνικές συστάσεις καί φιλοφρονήσεις[16], πολλῷ δέ μᾶλλον δέν ἐπρόκειτο νά εἶναι εἰλικρινής καί ἀνυστερόβουλη φιλία, ἀλλά σαρκική συνάφεια, καί μάλιστα βίαιη καί καταναγκαστική ὅπως συνάγεται ἀπό τήν προσφορά τήν ὁποία ἀναγκάζεται ὁ Λώτ νά τούς προτείνει, ὥστε νά σώσει τούς φιλοξενουμένους του: “Παρακαλῶ, φίλοι μου, μή πράττετε τό κακόν. Ἰδού, ἔχω δύο θυγατέρας, αἱ ὁποῖαι οὐδέποτε ἦλθον εἰς ἐπαφήν μέ ἄνδρα· ἄς φέρω αὐτάς ἔξω πρός σᾶς καί κάμετε εἰς αὐτάς ὅ,τι σᾶς φανῇ ἀρεστόν· μόνον μή κάμετε τίποτε εἰς τούς ἄνδρας αὐτούς, ἐφ΄ ὅσον ἦλθον ὑπό τήν στέγην τῆς οἰκίας μου.[17]“ 
 
Κατόπιν τούτου οἱ Σοδομίτες ἐπιχειροῦν νά κακοποιήσουν τόν Λώτ, καί μάλιστα τόν ἀπειλοῦν ὅτι θά διαπράξουν εἰς βάρος του χειρότερα ἀπό ὅσα ἐπρόκειτο νά πράξουν εἰς βάρος τῶν ξένων. Ὅμως οἱ ξένοι σώζουν τόν Λώτ, κλείνουν τήν θύρα, τυφλώνουν τούς πολιορκοῦντες τόν οἶκο καί φυγαδεύουν ὅλη τήν οἰκογένεια ἔξω τοῦ πολίσματος[18]. Δηλώνουν δέ, ὅτι “πρόκειται νά καταστρέψωμεν τόν τόπον αὐτόν, ἐπειδή ἡ ἐναντίον των κατακραυγή, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τοῦ Κυρίου, εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε ὁ Κύριος ἔστειλεν ἡμᾶς διά νά καταστρέψωμεν αὐτόν.[19]“ 
 
Ἡ ἀνήθικη πράξη, τήν ὁποίαν ἐπιχείρησαν εἰς βάρος τοῦ Λώτ καί τῶν ἀγγέλων φιλοξενουμένων του, ἦταν καί ἡ τελευταία τους. Ἐφ΄ ὅσον δέ οἱ ξένοι ἦσαν ἄγγελοι Κυρίου, ἡ πράξη τῶν Σοδομιτῶν στρέφεται καί εἰς βάρος τοῦ Θεοῦ. Κι ἐπειδή ἡ φιλοξενία περιγράφεται στό ἀμέσως προηγούμενο κεφάλαιο ὡς θεάρεστη, παραβιάζοντάς την καί ἐπιχειρώντας νά κακοποιήσουν φιλοξενουμένους, ἐπιτελοῦν μία ἀκόμη ἀνόσια πράξη. Ἡ Ἁγία Γραφή τούς παρουσιάζει ὡς κυριαρχούμενους ἀπό τό πάθος τους, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου δέν ὑπολογίζουν τίποτε, δέν σέβονται τίποτε καί δέν ὀρρωδοῦν πρό οὐδενός προκειμένου νά τό ὑπηρετήσουν καί νά τό ἰκανοποιήσουν. 
 
Ὁ Λώτ σώζεται, ἀλλ΄ ἐκεῖνοι δέν σώζονται ἀπό τήν θεία τιμωρία, καταστρέφονται ὁλοσχερῶς, τόσο αὐτοί, ὅσο καί οἱ κάτοικοι τῆς Γομόρρας καί τῆς γύρῳ περιοχῆς[20]. Πλήν ὅμως, πρέπει νά τονίσουμε ὅτι, ὅπως συνάγεται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, αὐτή τήν πράξη, τῆς ὁλοσχεροῦς καταστροφῆς τῶν πολισμάτων λόγῳ τῆς ἀδικίας, τῆς συγκεκριμένης καί οἰασδήποτε ἄλλης, τήν ὁποίαν εἶχαν ἐπιτελέσει, τήν ἐπιβάλλει καί τήν ἐκτελεῖ, ἀφοῦ πρῶτα ἔχει ἐξαντλήσει κάθε ὅριο ἐπιείκειας, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὄχι ὁ ἀνθρωπος. 
 
β΄. Λευιτικόν 
 
Στό βιβλίο τοῦ Λευιτικοῦ δέν χωρεῖ προβληματισμός, οὔτε ἀμφιβολία ὡς πρός τό ἄν ἡ ἐν λόγῳ πράξη εἶναι κατ΄ ἀρχήν ἀπορριπτέα καί ἐν τέλει τιμωρητέα. 
 
Στό κεφάλαιο 18 τονίζεται μέ ἔμφαση τό θέλημα Κυρίου τοῦ Θεοῦ[21]: “Νά μή συνευρεθῇς μέ ἄρρενα, ὅπως μέ γυναῖκα· διότι τοῦτο εἶναι ἀσέλγεια.[22]” Στήν δέ μετάφραση τῶν Ο΄ μεταφράζεται ὁ αὐτός στίχος ὡς ἑξῆς: “καί μετά ἄρσενος οὐ κοιμηθήσῃ κοίτην γυναικός· βδέλυγμα γάρ ἐστιν.” Εἴτε ὡς “ἀσέλγεια”, εἴτε ὡς “βδέλυγμα”, ἡ πράξη εἶναι σαφῶς ἀπορριπτέα. Καί μάλιστα τοποθετεῖται στήν κατάταξη τοῦ ἐν λόγῳ κεφαλαίου ἀμέσως κατόπιν τῆς ἀπαγορεύσεως ἀφιερώσεως τέκνων στήν ὑπηρεσία τοῦ Μολόχ, ἡ ὁποία εἶναι πράξη καθαρά εἰδωλολατρική[23], καί ἀμέσως πρό τῆς ἀπαγορεύσεως συνουσίας μέ κτήνη[24]. Τό γεγονός αὐτό φανερώνει, ὅτι δέν ὑφίσταται ποιοτική διαφορά μεταξύ ὅλων αὐτῶν. Κι ἐκτός αὐτοῦ ὅλες οἱ ἀπαγορευμένες συνευρέσεις, οἱ ὁποῖες ἀπαριθμοῦνται στό ἐν λόγῳ κεφάλαιο, χαρακτηρίζονται “μολύνσεις”[25], “μιάνσεις” κατά τούς Ο΄, ἀπό τίς ὁποῖες πάσχουν ὅλα τά ἔθνη, καί βδελυρές πράξεις[26], ἀπό τίς ὁποῖες ὀφείλουν νά φυλαχθοῦν καί νά μή τίς μιμηθοῦν οἱ υἱοί Ἰσραήλ, αὐτοί οἱ ἴδιοι ἀλλά καί οἱ προσήλυτοί τους. Οἱ πράξεις αὐτές ἦταν ἰδίωμα τῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας πρίν αὐτή δοθεῖ στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ[27]. Ἀπό τίς πράξεις αὐτές μολύνεται καί αὐτή ἡ ἴδια ἡ γῆ, ἡ ὁποία ἀπειλεῖ νά ἐξεμέσει ὅσους τίς διαπράττουν[28]. Ὁ δέ λαός θά ἀποβάλει, κατά τούς Ο΄ “ἐξολοθρεύσει”, ὁποιοδήποτε μέλος του διαπράττει τά ἀνωτέρω[29]. Εἶναι λοιπόν εἰδωλολατρικά τά ἤθη αὐτά καί υἱοθεσία τους ἀπό τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ οὐδόλως συγχωρεῖται. 
 
Στό μεθεπόμενο (20ο) κεφάλαιο τοῦ Λευτικοῦ ἡ διατύπωση εἶναι ἀκόμη περισσότερο αὐστηρή: “Ὅταν δέ ἀνήρ κοιμηθῇ μέ ἄνδρα, ὡσάν μέ γυναίκα, ἐφ΄ ὅσον καί οἱ δύο οὗτοι διέπραξαν πρᾶξιν ἀσελγῆ, πρέπει νά θανατωθοῦν· τό αἷμα των θά πέσῃ ἐπί τῆς κεφαλῆς των.[30]” Ἡ πράξη, λοιπόν, αὐτή χαρακτηρίζεται “ἀσελγής”, ἀπό δέ τούς Ο’ “βδέλυγμα”, δηλαδή κάτι ἀποτροπιαστικό καί ἀηδιαστικό. 
 
Ὀφείλουμε νά τονίσουμε, ὅτι τό κεφάλαιο αὐτό ξεκινᾶ τίς ἀπαγορευτικές ἅμα καί τιμωρητικές διατάξεις του ἀπό τά καθαυτό εἰδωλολατρικά ἔθιμα, τ.ἔ. ἀφιέρωση τέκνων στόν Μολόχ, νεκρομαντεία, μαγεία[31], καί περατώνεται ἀναφερόμενο καί πάλι σέ αὐτά, ὁρίζοντας ὡς τιμωρία τῆς νεκρομαντείας καί τῆς μαγείας τόν διά λιθοβολισμοῦ θάνατο[32]. Τά ἐνδιάμεσα, ὅπως ἡ περί ἀρσενοκοιτίας διάταξη, ἀφοροῦν πολλά καί διάφορα παραπτώματα, τά ὁποία στρεβλώνουν καί καταστρέφουν τήν ὑγιή οἰκογένεια. Εἶναι δέ ἔντονη ἡ μέριμνα τοῦ βιβλίου τοῦ Λευιτικοῦ, ὥστε νά διατηρηθεῖ ἡ οἰκογένεια, βασικό κύτταρο τοῦ λαοῦ, ὑγιῆς, καί νά μή ἐπέλθει διά τῶν εἰδωλολατρικῶν ἠθῶν καί ἐθίμων ἡ βαθμιαία σήψη της, τήν ὁποία ὡς ἀναπόφευκτη συνέπεια θά ἀκολουθήσει ἡ σήψη συνόλου τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ. 
 
γ΄. Κριταί 
 
Ἀτυχῶς ἡ σήψη προσέβαλε σφόδρα ἕνα τμῆμα τοῦ λαοῦ: Στό βιβλίο τῶν Κριτῶν[33] περιγράφεται πράξη ἡ ὁποία ἔχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά μέ τήν ἱστορία τῶν Σοδόμων. Ὅμως στήν περίπτωση αὐτή ἔνοχοι δέν εἶναι εἰδωλολάτρες, ἀλλά μία ἀπό τίς δώδεκα φυλές τοῦ Ἰσραήλ, ἡ φυλή τοῦ Βενιαμίν. 
 
Ἡ ἀποτρόπαιη πράξη συνέβη εἰς βάρος τῆς οἰκογενείας ἑνός Λευίτη, ἡ ὁποία ὁδοιποροῦσε μέσῳ τῆς περιοχῆς τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμίν. Ἡ οἰκογένεια ὁδοιπορεῖ καί ἀφικνεῖται στήν Γαβαά, πόλη τῶν Βενιαμινιτῶν. Ἐπειδή οὐδείς τούς προσφέρει φιλοξενία, ἐπιχειροῦν νά διανυκτερεύσουν στήν πλατεία τῆς πόλεως, ὅμως παρουσιάζεται γέρων συμπατριώτης τοῦ Λευΐτου ἀπό τό ὄρος Ἐφραίμ, καί τούς προσφέρει φιλοξενία στόν οἶκο του[34]
 
Κι ἐδῶ, ὅπως καί στά Σόδομα, παρουσιάζονται οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως, τούς ὁποίους ἡ Ἁγία Γραφή χαρακτηρίζει “διεστραμμένους”, πολιορκοῦν τήν οἰκία καί ἀπαιτοῦν ἀθέμιτη μείξη μέ τόν φιλοξενούμενο: 
“Καί ἐνῷ οὗτοι ηὐφραίνοντο, οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως, ἄνθρωποι διεστραμμένοι, περιεκύκλωσαν τήν οἰκίαν, ἐκτύπων τήν θύραν καί ἔλεγον εἰς τόν κύριον τοῦ οἴκου, τόν γέροντα· “φέρε ἔξω τόν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἦλθεν εἰς τήν οἰκίαν σου, διά νά γνωρίσωμεν αὐτόν[35]“. 
 
Ἡ ἀθέμιτη ἀπαίτηση δέν ἰκανοποιεῖται αὐτή καθ΄ αὐτή. Ὅμως ὁ φιλοξενούμενος, μᾶλλον ἐπειδή δέν ἤθελε νά ξεσπάσει τό μένος τῶν πολιορκητῶν ἐπί τῆς οἰκίας καί τοῦ γέροντος οἰκοδεσπότου, τούς παραδίδει τήν γυναίκα του. Ἡ γυναίκα, ἐξ αἰτίας τῶν ἀλλεπαλλήλων βιασμῶν, τούς ὁποίους ὑφίσταται καθ΄ ὅλη τήν διάρκεια τῆς νύκτας, ξεψυχᾶ τό πρωί πρό τῆς οἰκίας[36]
 
Ὁ Λευίτης σύζυγός της διαμελίζει τήν ἀτυχή γυναίκα, τήν κόβει σέ δώδεκα μέρη καί τά ἀποστέλλει σέ ὅλες τίς φυλές τοῦ Ἰσραήλ γνωρίζοντάς τους τήν ἀποτρόπαιη πράξη. Τά γεγονότα αὐτά πυροδοτοῦν ἐμφύλιο πόλεμο στρεφόμενο ἐναντίον τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμίν[37], ἡ ὁποία σχεδόν ἐξοντώνεται, ἀλλά παρ΄ ὅλα αὐτά ἐπιβιώνει, ἐπειδή οἱ λοιπές φυλές μεταμελοῦνται γιά τήν ὑπερβολικά αὐστηρή ἀντιμετώπιση, τήν ὁποία τῆς ἐπεφύλαξαν, καί ἀποφασίζουν νά ἐπιτρέψουν στούς Βενιαμινίτες νά ἀπαγάγουν ἄγαμες κόρες, ὥστε νά τίς νυμφευθοῦν[38]. Διά τοῦ ἐπεισοδίου αὐτοῦ περατοῦται τό βιβλίο τῶν Κριτῶν. 
 
Κι ἐδῶ ἡ ἐν λόγῳ πράξη καί συνήθεια περιγράφεται σαφῶς ὡς πάθος, τό ὁποῖο κινεῖ, ἀνεξέλεγκτα ὅσο καί ἐγκληματικά, τόν διακατεχόμενο ἀπό αὐτό ἄνθρωπο. Προξενεῖ φόνο, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς συνέπεια καί πολλούς ἄλλους ἀκόμη. 
 
Γ΄. Καινή Διαθήκη: Παῦλος ἅγιος ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν 
 
Γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί γιά τά μέλη της, τούς βεβαπτισμένους εἰς τό ὄνομα Αὐτοῦ χριστιανούς, δέν ὑφίστανται διλήμματα ἐγκρίσεως ἤ, ἔστω, ἀνοχῆς τέτοιου εἴδους πράξεων, ἀλλιῶς θά ἀποστεῖ τῆς ὑγιοῦς ἀποστολικῆς παραδόσεως.
 
Ἡ ἀποστολική παράδοση ἐκφράζεται σαφῶς διά τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου. Τίς ἀναφορές του θά παραθέσουμε ἐδῶ καί θά τίς ἀναλύσουμε βάσει τῆς σειρᾶς συγγραφῆς τους. 
 
Καί ξεκινοῦμε ἀπό τό 6ο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς, ὅπου ὁ ἀπόστολος ἀναφέρει γιά τό ὑπό ἐξέταση ζήτημα τά ἑξῆς: 
“9 ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι; μή πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοί οὔτε μαλακοί οὔτε ἀρσενοκοῖται 10 οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι. 11 καί ταῦτα τινές ἦτε· ἀλλά ἀπελούσασθε, ἀλλά ἠγιάσθητε, ἀλλά ἐδικαιώθητε ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.” 
 
Τά ἀνωτέρω ἔχουν σέ ἀπόδοση στή νέα ἑλληνική ἀπό τούς Γ. Γαλίτη, Ἰω. Καραβιδόπουλο, Π. Βασιλειάδη, Ἰω. Γαλάνη ὡς ἑξῆς: 
“9 Ἤ μήπως δέν ξέρετε ὅτι ἄνθρωποι ἄδικοι δέ θά ἔχουν θέση στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Μήν ἔχετε αὐταπάτες· στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέ θά ἔχουν θέση οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτρες οὔτε μοιχοί οὔτε θηλυπρεπεῖς οὔτε ἀρσενοκοίτες 10 οὔτε κλέφτες οὔτε πλεονέκτες οὔτε μέθυσοι οὔτε ὑβριστές οὔτε ἅρπαγες. 11 Καί τέτοιοι ἤσασταν κάποτε μερικοί· ἀλλά μέ τή δύναμη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ καί μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καθαριστήκατε ἀπό τήν ἁμαρτία, γίνατε λαός τοῦ Θεοῦ καί σωθήκατε ἀπό τήν ἐπερχόμενη ὀργή τοῦ Θεοῦ.” 
 
Κατά τά ἀνωτέρω, ὅσοι διαπράττουν τά περιγραφόμενα εἶναι “ἄδικοι” καί ἀποκλείονται ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέκα κατηγορίες ἀνθρώπων παρατίθενται ἐδῶ. Προφανῶς ὅσοι διαπράττουν τίς ἀποτρόπαιες αὐτές πράξεις, καί ἐμμένουν σέ αὐτές, δέν εἶναι οἱ μόνοι οἱ ὁποῖοι ἀποκλείονται ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὅπως θά δοῦμε παρακάτω καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος προσθέτει καί ἄλλες ἀκόμη κατηγορίες σέ μεταγενέστερες ἐπιστολές του. Τό θέμα μας ἀφοροῦν δύο κατηγορίες ἀνθρώπων, οἱ “μαλακοί” καί οἱ “ἀρσενοκοῖται”, οἱ ὁποῖοι δέν κατηγοριοποιοῦνται κάπου ἰδιαιτέρως, ἀλλά τίθενται μεταξύ τῶν μοιχῶν καί τῶν κλεπτῶν, εἶναι δηλαδή, κατά τόν ἀπόστολο, κοινοί παραβάτες τοῦ αἰωνίου νόμου τοῦ Θεοῦ.
 
Ὅλες οἱ περιγραφόμενες πράξεις εἶναι, ἑπομένως, ρύπος γιά τόν ἄνθρωπο, ἀπό τόν ὁποῖο ὁ χριστιανός “ἀπελούσατο” – τόν ἔχει ἀποβάλει διά τοῦ λουτροῦ. Ποίου λουτροῦ; Τοῦ λουτροῦ τοῦ βαπτίσματος εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι καί ἀσθένεια, ἀπό τήν ὁποία ἔχει κατά τόν αὐτό τρόπο ὁ ἄνθρωπος θεραπευθεῖ. Συνιστοῦν καί ἀδικία, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἐπίσης διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος δικαιωθεῖ. 
 
Κατ΄ αὐτόν, λοιπόν τόν τρόπο ἐπιδρᾶ ἡ σταυρική θυσία καί ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δίνει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα νά σωθεῖ καί νά καθαρισθεῖ ἀπό τήν ἀδικία διά τῆς μετανοίας καί τοῦ βαπτίσματος εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ διάταξη, ἑπομένως, τοῦ βιβλίου τοῦ Λευιτικοῦ, ἡ ὁποία ἐπιβάλλει θανατική ποινή σέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τούς παραβάτες, παύει νά ἰσχύει, μολονότι ἡ ὑπό τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀξιολόγηση τῶν ἐν λόγῳ πράξεων παραμένει ἐξ ἴσου αὐστηρή καί ἀρνητική. 
 
Στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ἤδη ἀπό τό πρῶτο κεφάλαιο, ὁμιλεῖ μέ τή δέουσα αὐστηρότητα γιά τήν εἰδωλολατρία καί τά εἰδωλολατρικά ἔθιμα. Δηλώνει λοιπόν: 
“21 διότι γνόντες τόν Θεόν οὐχ ὡς Θεόν ἐδόξασαν ἤ εὐχαρίστησαν, ἀλλ΄ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καί ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος καρδία· 22 φάσκοντες εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν, 23 καί ἤλλαξαν τήν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καί πετεινῶν καί τετραπόδων καί ἑρπετῶν.” 
 
Ὀφείλεται λοιπόν ἡ εἰδωλολατρία σέ σκοτισμένη καί ἀσύνετη καρδιά. Ἐπειδή ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό τῆς εἰδωλολατρίας, ἐπανέρχεται εἰδικά στό θέμα τό ὁποῖο ἐδῶ ἀναλύουμε. Ἀναφέρεται λοιπόν σέ παρά φύσιν καταστάσεις τῶν πρό Χριστοῦ εἰδωλολατρικῶν κοινωνιῶν. Ἀναφέρει, λοιπόν, ὁ ἀπόστολος ἀρκετά αὐστηρά, τά ἑξῆς: 
“26 Διά τοῦτο παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γάρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρῆσιν εἰς τήν παρά φύσιν, 27 ὁμοίως τε καί οἱ ἄρσενες ἀφέντες τήν φυσικήν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τήν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καί τήν ἀντιμισθίαν ἥν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες.”[39] 
 
Οἱ στίχοι αὐτοί ἔχουν ὡς ἑξῆς σέ ἀπόδοση στή νέα ἑλληνική ἀπό τήν αὐτή ὁμάδα καθηγητῶν: 
“26 Γι΄ αὐτό τό λόγο, λοιπόν, τούς παρέδωσε ὁ Θεός σέ ἐπαίσχυντα πάθη: ἔτσι οἱ γυναῖκες ἀντικατέστησαν τίς φυσικές σχέσεις μέ ἀφύσικες· 27 τό ἴδιο καί οἱ ἄντρες· ἄφησαν τή φυσική σχέση μέ τή γυναίκα καί φλογίστηκαν μέ σφοδρό πάθος ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, διαπράττοντας ἀσχημίες ἀρσενικοί μ΄ ἀρσενικούς, καί πληρώνοντας ἔτσι μέ τό ἴδιο τους τό σῶμα τό τίμημα πού ταίριαζε στήν πλάνη τους.” 
 
Τίς πράξεις, λοιπόν, αὐτές χαρακτηρίζει ὁ ἀπόστολος σαφῶς “παρά φύσιν”, “ἀσχημοσύνην” καί “πλάνην”, ἡ ὁποία ἐπίσης ὀφείλεται στή σκοτισμένη καί ἀσύνετη καρδία τῶν εἰδωλολατρούντων. Τό πάθος τούς καίει, συνεπῶς δέν τό ἐλέγχουν. Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν ἀποτυπώνει καταστάσεις καί γεγονότα ὅμοια μέ ὅσα εἴδαμε στίς περιπτώσεις τῶν Σοδομιτῶν καί τῶν Βενιαμινιτῶν, τῶν ὁποίων τά πάθη ὁδηγοῦσαν ἕως καί στή βία καί στόν φόνο. 
 
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν διστάζει, δέν φοβᾶται, μολονότι ζῆ στήν ἐπικράτεια τῆς παντοδύναμης εἰδωλολατρικῆς αὐτοκρατορικῆς Ρώμης, νά ἀντιταχθεῖ σέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς ροπές, οἱ ὁποῖες, ὅπως θά δοῦμε κατωτέρω, κατέληξαν στό κράτος αὐτό νά θεωροῦνται ὡς ταυτόσημες μέ τήν φυσική ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός. Καί πράττει τοιουτοτρόπως, διότι οἱ ἅγιοι, ἀπόστολοι, μάρτυρες, ὁμολογητές, ἀσκητές, συγγραφεῖς ἤ μή, οὐδέποτε φοβήθηκαν τούς κραταιούς, δίδαξαν καί ὑπηρέτησαν μόνο τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. 
 
Πλήν ὅμως, καί αὐτό ὀφείλουμε νά τό προσέξουμε καί νά τό τονίσουμε ἰδιαίτερα, δέν εἶναι καί ἄδικος ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, οὔτε ὑπέρ τό δέον αὐστηρός, ἀποδίδει, κατά τό κέλευσμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ “τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ”[40]. Διότι στήν αὐτή ἐπιστολή, στό ἀμέσως ἑπόμενο κεφάλαιο, ἀναγνωρίζει ὅτι “ἔθνη τά μή νόμον ἔχοντα φύσει τά τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μή ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος[41]” Δέν διαπράττουν, ἄρα, ὅλα τά ἔθνη ἐγκλήματα ὅπως τά ὡς ἄνω περιγραφόμενα, ἀλλά εἶναι νόμος γι΄ αὐτά ἡ φύση, αὐτοί οἱ ἴδιοι εἶναι νόμος γιά τούς ἑαυτούς τους. Ὁ νόμος, ὅπως λέγει παρακάτω, εἶναι γραμμένος στίς καρδιές τους καί σέ αὐτό συμφωνεῖ καί ἡ συνείδησή τους.[42]“ 
 
Ἡ τρίτη ἀναφορά τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν στό ἐν λόγῳ θέμα εὑρίσκεται στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς ἐπιστολῆς του Α΄ πρός Τιμόθεον[43]
“8 Οἴδαμεν δέ ὅτι καλός ὁ νόμος, ἐάν τις αὐτῷ νομίμως χρῆται, 9 εἰδώς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δέ καί ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσει καί ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καί βεβήλοις, πατραλῴαις καί μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις, 10 πόρνοις, ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς, ψεύσταις, ἐπιόρκοις, καί εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται, 11 κατά τό εὐαγγέλιον τῆς δόξης τοῦ μακαρίου Θεοῦ, ὅ ἐπιστεύθην ἐγώ.” 
 
Οἱ στίχοι ἔχουν, σέ ἀπόδοση στή νέα ἑλληνική, καί πάλι σύμφωνα μέ τήν αὐτή ὁμάδα ὡς ἑξῆς: 
“8 Ἐμεῖς ὅμως ξέρουμε ὅτι ὁ νόμος εἶναι καλός, ἄν τόν χρησιμοποιεῖ κανείς ὅπως πρέπει, 9 γνωρίζοντας καί τοῦτο: Ὅτι ὁ νόμος δέν ὁρίστηκε γιά ἐκεῖνον πού κάνει ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, ἀλλά γιά κείνους πού δέ λογαριάζουν τό σωστό καί τό δίκαιο οὔτε ὑποτάσσονται σ΄ αὐτό. Ὁρίστηκε γιά τούς ἀσεβεῖς καί τούς ἁμαρτωλούς, γιά ὅσους δέν ἔχουν ὅσιο καί ἱερό, γιά τούς πατροκτόνους καί τούς μητροκτόνους, γιά τούς φονιάδες, 10 τούς πόρνους, τούς ἀρσενοκοίτες, γιά τούς δουλεμπόρους, τούς ψεύτες, τούς ἐπίορκους καί γενικά γι΄ αὐτούς πού κάνουν ὁτιδήποτε εἶναι ἀντίθετο στή διδασκαλία τή σωστή. 11 Αὐτή εἶναι σύμφωνη μέ τό χαρμόσυνο μήνυμα γιά τή μέλλουσα δόξα πού θά μᾶς δώσει ὁ μακάριος Θεός, πού τό ἐμπιστεύθηκε σ΄ ἐμένα νά τό κηρύξω.” 
 
Ἀναφέρει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος πολλά καί διάφορα εἴδη ἀδικίας, καί μάλιστα μή περιοριστικῶς, ἀφοῦ λέγει, καί “εἴ τι ἕτερον”, δηλαδή “καί ὁτιδήποτε ἄλλο”. Εἶναι ἀρρωστημένες, τ.ἔ. μή ὑγιεῖς συμπεριφορές, ὅπως σαφῶς, ὅσο καί κατηγορηματικῶς, δηλώνει ἡ φράση τῇ “ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται”. Μεταξύ αὐτῶν ἀναφέρει καί τήν ἀρσενοκοιτία, καί μάλιστα ἡ θέση, στήν ὁποία τήν παραθέτει, ἀμέσως μετά τήν πορνεία καί ἀμέσως πρίν τήν δουλεμπορία, μαρτυρεῖ ὅτι δέν τήν διακρίνει ἀπό τήν ὁποιαδήποτε ἀνέντιμη συμπεριφορά. 
 
Ὅπως εἴδαμε, κατά τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου, τόν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ὡς “φωστῆρα τρισμέγιστον”, ἡ πράξη αὐτή συνιστᾶ ἐφάμαρτη συμπεριφορά. Εἶναι, μαζί μέ ἄλλες πράξεις, τίς ὁποῖες ἤδη εἴδαμε, κατά τίς ἀκριβεῖς ἐκφράσεις τοῦ ἀποστόλου “ρύπος”, “ἀσθένεια”, “ἀδικία”, εἶναι “πάθος ἀτιμίας” καί “πλάνη” χαρακτηρίζοντα εἰδωλολάτρες, ἀντίκειται στήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅμως δέν συνιστᾶ καί δρόμο δίχως ἐπιστροφή, διότι δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτήν διά τῆς μετανοίας καί τοῦ εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος βαπτίσματος, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ λουτρό ἀπονίψεως τῶν ἁμαρτημάτων. 
 
Δ΄. Ἀπό τήν εἰδωλολατρική αὐτοκρατορική Ρώμη στή χριστιανική Κωνσταντινούπολη 
 
Στήν ἱστορία ποτέ δέν ἐμφανίζεται κάτι τό τελείως καινούργιο – τό ὅλως ἄλλο στήν ἱστορία ἦταν μόνον ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γεγονότα, συνήθειες, ἤθη, ἔθιμα, προσωπικότητες ὁμοιάζουν μέ παλαιά, καί εἶναι χιλιομελετημένα ἀπό τούς εἰδήμονες, ἀλλά ἄγνωστα ἀπό τούς τυχόν ἀδαεῖς. Γι΄ αὐτό, ἄλλωστε, ἐρευνοῦμε καί μελετοῦμε τήν ἱστορία, ὥστε ἡ γνώση τήν ὁποία αὐτή μᾶς προσφέρει, νά μᾶς εἶναι ἐφόδιο γιά τό μέλλον μας ὡς πολιτειῶν καί ὡς πολιτῶν. Ἀλλιῶς τέτοια γνώση θά μᾶς ἦταν ἄχρηστη. Τόν κανόνα αὐτόν μᾶς θύμισε ἕνα, κλασικό πλέον, βιβλίο, τό ὁποῖο εἴχαμε προμηθευθεῖ πρό τεσσαρακονταετίας, κατά τή διάρκεια τῶν φοιτητικῶν μας χρόνων. 
 
Πρόκειται γιά τή διδακτορική διατριβή τοῦ μακαρίτη καθηγητῆ μας Π. Ε. Χριστινάκη, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί δικηγόρου. Ἔχει τίτλο “Ἡ ἀπόπειρα ἐκκλησιαστικοῦ ἐγκλήματος, Μελέτη νομοκανονική καί ἱστορικοσυγκριτική, Ἀθῆναι 1978”. Εἶχε μέν συγγραφεῖ καί ἐγκριθεῖ ὡς διδακτορική διατριβή, ὅμως εἶναι ὁλόκληρο σύγγραμμα ἀποτελούμενο ἀπό ἑπτακόσιες τριανταπέντε (735) σελίδες[44]. Διαβάζουμε ἐκεῖ τά ἑξῆς: 
 
“Ἡ ἀναγνώρισις τῶν ὁμοφυλοφιλικῶν “γάμων” ἀποτελεῖ σήμερον, ὡς γνωστόν, ἕν τῶν “αἰτημάτων” τῶν ὁμοφυλοφίλων ἐπί παγκοσμίου κλίμακος. Ὁμοφυλόφιλοι συζῶντες πολλάκις ὡς σύζυγοι, ἰδίᾳ εἰς ὅσα κράτη ἡ νομοθεσία εἶναι ἀνεκτική πρός αὐτούς, προβάλλουν κατά καιρούς τό αἴτημα τῆς νομιμοποιήσεως τῶν τοιούτων “συμβιώσεων” μέ ὅλας τάς νομικάς, κοινωνικάς κ.λπ. συνεπείας.[45]“ 
 
Δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε, ὅτι τό “σήμερον” τοῦ ἀείμνηστου Π. Ε. Χριστινάκη εἶναι τό 1978, δηλαδή σαρανταέξι (46) ἔτη πρίν ἀπό τό δικό μας (δηλ. 2024). Ἐπίσης, πρέπει νά προσέξουμε ἐδῶ, τό γεγονός ὅτι ὁ ἔμπειρος δικηγόρος, ἐρευνητής καί καθηγητής διακρίνει ὅτι τέτοια πράξη “ἀναγνωρίσεως” μέλλει νά ἔχει πολλῶν εἰδῶν συνέπειες. Τό εἶδος, ὅμως, τῆς ἔρευνάς του, καί ὁ χρόνος κατά τόν ὁποῖον αὐτή διεξήγετο, δέν καθιστοῦσαν ἀπαραίτητη τήν ἀνάλυση τῶν συνεπειῶν αὐτῶν. 
 
Καί συνεχίζει ὁ αὐτός συγγραφέας: 
“Τό φαινόμενον δέν εἶναι νέον. Ἀνάλογος κίνησις καί “πράξις” ἦτο λίαν διαδεδομένη καί παρά τοῖς Ρωμαίοις. Ὅθεν καί πρός ἀντιμετώπισιν τοῦ κακοῦ τούτου οἱ υἱοί τοῦ Μ. Κωνσταντίνου Κωνστάντιος καί Κώνστας ἐξέδωκαν ἐν Ρώμῃ τό ἑξῆς ἀνεπανάληπτον καί μοναδικόν, καθ΄ ὅσον γνωρίζομεν, διάταγμα πρός τόν λαόν (ad populum): “[46]Impp. Constantius et Constans AA ad populum: C u m v i r n u b i t i n f e m i n a m, f e m i n a v i r o s p r o i e c t u r a, q u i d c u p i a t? U b i s e x u s p e r d i d i t l o c u m, ubi scelus est id quod non proficit scire, ubi v e n u s m u t a t u r i n a l t e r a m f o r m a m, ubi amor quaeritur nec videtur: iudemus insurgere leges, armari jura gladio ultore, ut exquisitis poenis subdantur infames qui sunt vel qui futuri sunt rei[47]“. 
 
Ὥστε δέν ὑπῆρχε ἁπλῶς, ἀλλά ἦταν καί διαδεδομένη ἡ πράξη αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὁ γάμος μεταξύ ἀνδρῶν. Διαδεδομένη στήν εἰδωλολατρική Ρώμη, ὅπου ὄχι ἁπλῶς συνέβαιναν, ἀλλά καί καθιερώνονταν, πολλά καί διάφορα παράδοξα. Ἐθεωροῦντο φυσικά πράγματα τά ὁποῖα ποτέ δέν θά γίνονταν ἀποδεκτά στόν κλασικό ἐλεύθερο ἑλληνικό κόσμο: Ἐθεωρεῖτο φυσικό, τό νά στρεβλώνονται οἱ ἀθλητικοί ἀγῶνες, οἱ ὁποῖοι ἦταν καθαρά ἑλληνική ἐπινόηση, καί νά μετατρέπονται στή γνωστή αἱματηρότατη ἅμα καί φονικότατη arena. Ἐθεωρεῖτο φυσικό, τό νά μετατρέπεται ἡ ἱερή ἑλληνική νῆσος Δῆλος σέ κέντρο δουλεμπορίου καί νά πωλοῦνται δέκα χιλιάδες ἄνθρωποι, μία ὁλόκληρη πόλη, σέ μία καί μόνη ἡμέρα ἐπί τοῦ ἐδάφους της. Ἐθεωρεῖτο φυσικό, τό νά στρεβλώνεται ἄλλο ἕνα καθαρά ἑλληνικό πολιτισμικό ἐπίτευγμα, τό θέατρο, καί νά παρουσιάζονται στή λήξη τῶν παραστάσεων τῶν “μίμων” γυμνές οἱ γυναῖκες ἡθοποιοί στή σκηνή, ὥστε νά χαιρετήσουν τούς θεατές. Ἡ τακτική ὅμως αὐτή, ἀνοχῆς τῆς πάλαι ποτέ εἰδωλολατρικῆς Ρώμης σέ ἄτυπους γάμους μεταξύ ἀνδρῶν προκάλεσε τήν ἀντίδραση τῶν χριστιανῶν συναυτοκρατόρων, Κωνσταντίου[48] καί Κώνσταντος[49], υἱῶν καί διαδόχων τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου. 
 
Καί συνεχίζει ὁ αὐτός μελετητής ἐξηγώντας τήν κοινωνική κατάσταση τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτοκρατορικῆς Ρώμης κατά τόν Δ΄ αἰώνα: 
“Ὡς συνάγεται ἐκ τοῦ διατάγματος τούτου, φαίνεται ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία, καθ΄ ἥς τόσον δρυμέως καταφέρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶχε φθάσει κατά τό πρῶτον ἥμισυ τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνος μέχρι σημείου, ὥστε οἱ ὁμοφυλόφιλοι δέν ἐδίσταζαν νά συνάπτουν καί “γάμους” μεταξύ των. Καί ναί μέν οἱ γάμοι οὗτοι δέν ἦσαν νόμιμοι, ὡς μή ὑπό τοῦ νόμου ἀναγνωριζόμενοι, ὅμως “φάκτῳ καί προαιρέσει” οἱ ὁμοφυλόφιλοι συνέζων ὡς σύζυγοι, ἀφοῦ προηγουμένως “ἐτέλουν” τήν “τελετήν” τοῦ “γάμου” των. Τοῦτο, ὡς ἦτο φυσικόν, δέν ἠδύναντο νά ἀνεχθοῦν οἱ πρῶτοι χριστιανοί αὐτοκράτορες μέ ἀποτέλεσμα τήν ἔκδοσιν τοῦ ἀνωτέρω διατάγματος ὀλίγα ἔτη μετά τόν θάνατον τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἀπό τούς υἱούς αὐτοῦ Κωνστάντιον καί Κώνσταντα.[50]“ 
 
Αὐτό, ἑπομένως, συνέβη τότε: Οἱ πιστοί χριστιανοί, οἱ ἐνστερνιζόμενοι πίστη, ἡ ὁποία ἐπί τρεῖς αἰῶνες ἐθεωρεῖτο ἔγκλημα καί συχνά ἐτιμωρεῖτο ἀπό τήν εἰδωλολατρική ρωμαϊκή αὐτοκρατορία διά τῆς ἐσχάτης τῶν ποινῶν, κατέκτησαν τήν ἐξουσία, αὐτή τήν ἴδια ἐξουσία ἀπό τήν ὁποία κατεδιώκοντο, τή μετέτρεψαν σέ χριστιανική καί ὁδήγησαν τά ἤθη πρός τή φυσική τους πορεία καί κατάσταση. Τό δέ ἀφύσικο τῆς πορείας τῶν εἰδωλολατρικῶν ρωμαϊκῶν ἠθῶν προβλημάτισε σφόδρα τούς δύο χριστιανούς συναυτοκράτορες: 
 
“Τό βασικόν ἐρώτημα τῶν δύο τούτων αὐτοκρατόρων καί τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ὁλοκλήρου μένει ἀναπάντητον εἰς τούς αἰώνας: “Ὅταν νυμφεύηται” λέγει τό διάταγμα, “ὁ ἀνήρ ὡς γυνή, ὡς γυνή ὑποβαλλομένη εἰς ἄνδρας, τί ποθεῖ; Ἔνθα τό φύλον (ἡ φύσις) ἀπώλεσε τήν θέσιν (τόν τόπον) του, ἔνθα ὑπάρχει (πρόκειται) τό ἔγκλημα τοῦτο, ὅπερ οὐδέ νά γνωρίζῃ τις ὠφελεῖ (ἀκατονόμαστον), ἔνθα ἡ συνουσία παραμορφοῦται (μεταβάλλεται εἰς ἄλλην μορφήν). Ἔνθα ἡ ἀγάπη ἐπιζητεῖται ἀλλά δέν εὐρίσκεται (δέν φαίνεται)…[51]“ 
 
Τήν πράξη, ἑπομένως, τοῦ “γάμου” μεταξύ ἀνθρώπων τοῦ αὐτοῦ φύλου σαφῶς χαρακτηρίζει τό χριστιανικό ρωμαϊκό δίκαιο “ἔγκλημα”, ἡ ὁποία, ὅπως εἴδαμε ἀνωτέρω στό σχετικό παράθεμα, ὁρίζεται στό πρωτότυπο λατινικό κείμενο διά τοῦ λατινικοῦ ὅρου “scelus”. Ὅμως, ἡ πορεία τῆς ὅλης ὑποθέσεως δέν σταμάτησε ἐκεῖ. Τό χριστιανικό αὐτοκρατορικό δίκαιο προχώρησε καί παρακάτω: 
 
“Διά τούς χριστιανούς αὐτοκράτορας οὐδεμία δικαιολογία χωρεῖ διά τήν ἀνόσιον ταύτην συμπεριφοράν. Ὅθεν καί “ὁπλίζουν” τούς νόμους, δι΄ ἐκδικητικοῦ ξίφους πρός τιμωρίαν τῶν τε συμβιούντων ἐν ὁμοφυλοφιλικῷ “γάμῳ” καί τῶν μελλόντων νά ἐπιχειρήσουν τοιαύτην συμβίωσιν. Ὀλίγον δέ κατ΄ ὀλίγον ἀνήχθη εἰς ἔγκλημα καί αὐτή ἀκόμη ἡ ἄνευ συμβιώσεως ὁμοφυλοφιλική γενετήσιος σχέσις.[52]“ 
 
Ἴσως, λοιπόν, σήμερα, σέ ὀρθόδοξη χριστιανική πατρίδα, ἐπιχειρεῖται, ὄχι ἁπλῶς νά ἐπιστρέψουμε στά ἤθη καί στά ἔθιμα τῆς εἰδωλολατρικῆς αὐτοκρατορικῆς Ρώμης, ἀλλά καί νά τά ἐφαρμόσουμε μετ΄ ἐπιτάσεως, δηλαδή νά τούς δώσουμε καί πλήρη νομική ἰσχύ. Θά πρέπει ὅμως νά ἀναλογισθεῖ ὅποιος ἐπιχειρεῖ κάτι τέτοιο, μήπως εἶναι τό ἐγχείρημά του αὐτό ἐνάντιο στή θεία βούληση, ἐνάντιο στή φύση, ἀλλά καί ἐνάντιο στήν ἱστορία καί τή θέληση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. 
 
Κατά τή ροή τοῦ χρόνου ἐμφανίζονται πλεῖστα ὅσα μή χριστιανικά ἤ καί ἀντιχριστιανικά ρεύματα καί κινήματα, ἰδεολογίες ἤ ἀκόμη καί βίαιοι συρμοί ἤ ἐσμοί καί, ἄλλα διά τοῦ λόγου, συχνά ψευδοῦς καί στρεβλωτικοῦ δηλαδή διά τῆς προπαγάνδας[53], ἄλλα διά τοῦ νόμου, συχνά ἄδικου καί αὐθαίρετου νόμου, ὁ ὁποῖος ἀντί νά ἀποδίδει δίκαιο ἀφαιρεῖ καί ἀποδίδει ἀδικία, καί ἄλλα διά τῆς βίας, συχνά ὠμῆς καί ἀπροκάλυπτης, ἀπαιτοῦν νά ὑποχωροῦμε ἀπό τίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί ζωῆς. 
 
Ἐάν, λοιπόν, ἐπιχειροῦμε νά ἰκανοποιοῦμε τίς ἀπαιτήσεις ὁποιουδήποτε νεοεμφανιζόμενου μή χριστιανικοῦ ἤ ἀντιχριστιανικοῦ κινήματος, τό ὁποῖο κατά κανόνα ἀναμασᾶ, ὄχι ἁπλῶς παλαιές ἀλλά, πανάρχαιες ἀπαιτήσεις ἐντός τῆς ροῆς τῆς ἱστορίας, τότε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τήν ἀληθή ἐν Χριστῷ πίστη καί ζωή. Ἔχει, μέ ἀρκετά ὀξυδερκῆ τρόπο, παρατηρηθεῖ ἀπό ὀρθόδοξο χριστιανό ἱερομόναχο ἡγούμενο ὅτι: 
“Ἡ θλιβερή κατάσταση τοῦ ἀμερικανικοῦ Χριστιανισμοῦ ὀφείλεται στή διαρκή προσπάθεια προσαρμογῆς πρός μία κοινωνία πού διαρκῶς ἀλλάζει. Σέ κάθε προσαρμογή, ὅλο καί λιγότερος αὐθεντικός Χριστιανισμός ἀπομένει. Αὐτό θυμίζει τήν παλιά οἰκογενειακή συνταγή γιά ἕνα γλυκό, ὅπου ὅμως κάθε γενιά ἀπορρίπτει ἕνα συστατικό καί τό ἀντικαθιστᾶ μέ κάποιο ἄλλο. Στό τέλος, τό γλυκό θά εἶναι αὐτό πού ἔφτιαχνε ἡ προ-προγιαγιά ἤ κάτι ἄλλο;[54]“ 
 
Ἀρκετά παραστατική ἡ παραβολή μέ τό γλυκό. Ὅμως ἡ συνταγή τοῦ γλυκοῦ εἶναι δυνατόν καί νά χαθεῖ γιά πάντα ἀπό τήν οἰκογένεια. Ἀλλά ἡ ἐν Χριστῷ θεία ἀποκάλυψη, ἡ θεία χάρις καί ἡ ἐν Χριστῷ ἀπολύτρωση καί σωτηρία, οὐδέποτε ἀπόλλυται. Ἐμεῖς ἀπομακρυνόμαστε ἀπό αὐτήν ἐπιχειρώντας νά τή νοθεύσουμε, “συσχηματιζόμεθα τῷ αἰώνι τοῦτῳ[55]“, ἀποποιούμενοι τήν σώζουσα θεία χάρη καί ἀπειλοῦντες νά παρασύρουμε καί ἄλλους. Καί ἄν ἡ ἔπαρση μᾶς ὁδηγήσει στό ἐγχείρημα ἀλλαγῆς τῆς φύσεως, τό ὁποῖο ἐγχείρημα θά εἶναι κατ΄ οὐσίαν ἀπόπειρα στρεβλώσεως τῆς φύσεως, ὀφείλουμε νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ φύση δέν στρεβλώνεται, κι ἄν ἐπιχειρήσουμε στρέβλωσή της, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θά ζημιωθοῦμε ἀπομακρυνόμενοι ἀπό αὐτήν. 
 
συνεχίζεται στο Β μέρος
 
Παραπομπές (Α μέρους)
 
[1] Ὁλόκληρη ἡ ζοφερή περίοδος τῆς τουρκοκρατίας εἶναι γιά τόν ἑλληνισμό μία ἐπανάσταση. Ἡ Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη ἁλώθηκε τό 1453, καί ἡ Τραπεζούντα παραδόθηκε τό 1461, ἡ δέ τελευταία ἑστία ἀντιστάσεως στήν Πελοπόννησο, τό κάστρο τοῦ Σαλμενίκου ὑπό τόν φρούραρχο Κωνσταντῖνο Γραίτζα Παλαιολόγο ἄντεξε ἕως καί τό 1461, ὁπότε ὁ φρούραρχος, τοῦ ὁποίου τήν ἀνδρεία ἐξῆρε ἀκόμη καί ὁ ἴδιος ὁ Μωάμεθ Β΄, διέφυγε μέ τούς γενναίους του στίς ἑνετοκρατούμενες περιοχές. Ὅμως οἱ ἐπαναστάσεις ξεκινοῦν μόλις δύο χρόνια ἀργότερα, τό 1463, ὁπότε ξεσηκώνεται ὁ Μοριάς ὑπό τούς Μιχαήλ Ράλλη καί Πέτρο Μπούα. Τελευταῖες ἐπαναστατικές ἀπόπειρες πρίν τό 1821 ἦταν: α) Τά Μαῦρα Καράβια τό 1807, ὑπό τούς Νικοτσάρα καί Σταθά, στά ὁποῖα μετέχει καί πολεμᾶ ὡς ναυτικός καί ὁ μετέπειτα ἀρχιστράτηγος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, καί β) ἡ ἐπανάσταση τῶν Βλαχαβαίων τό 1808, ἡ ὁποία εἶχε ἐπί κεφαλῆς τόν π. Εὐθύμιο Βλαχάβα καί τούς ἀδελφούς του Θεόδωρο καί Δημήτριο. Λήγουν οἱ ἑλληνικές ἐπαναστάσεις τό 1897 μέ τήν τελευταία καί νικηφόρα ἐπανάσταση τῆς Κρήτης. Δέν λήγουν ὅμως καί τά ἑλληνικά ἀνταρτικά κινήματα κατά τῶν Τούρκων – τό ἀντάρτικο τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου ἄντεξε ἕως καί τήν ἀνταλλαγή πληθυσμῶν καί προστάτευσε τούς ἀμάχους Ἕλληνες τοῦ Πόντου ἀπό τήν ὁλοκληρωτική ἐξόντωση. Τίποτε ἀπ΄ ὅλα αὐτά δέν θά συνέβαινε, ἄν εἶχαν οἱ Ἕλληνες ἐξισλαμισθεῖ. Ἡ ἑλληνική γλώσσα δέν θά ἀνῆκε σήμερα στίς γραφόμενες ἐπίσημες γλῶσσες, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τῶν ὑποδούλων καί ἐξισλαμισμένων θά ὁμιλοῦσαν τήν τουρκική γλώσσα. Δέν θά ὑπῆρχαν, δέ θά εἶχαν ποτέ γεννηθεῖ, οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες κλασικοί, πεζογράφοι καί ποιητές, δέν θά εἶχαν ὑπάρξει ποτέ οἱ δύο ποιητές μας οἱ ὁποῖοι βραβεύθηκαν μέ τό γνωστό βραβεῖο Νόμπελ. Ὡς ἄτομα ἴσως εἶχαν ὑπάρξει, ὄχι ὅμως ὡς Ἕλληνες δημιουργοί. Τίποτε ἀπ΄ ὅλα αὐτά δέν θά εἶχε συμβεῖ, δίχως τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη, καί παρ΄ ὅλα αὐτά ἀγωνίζονται κάποιοι ὥστε νά ἐπιβάλουν τό σύνθημά τους “χωρισμός τῆς Ἑκκλησίας ἀπό τήν πολιτεία”. Στήν πραγματικότητα ἡ ἀπαίτηση αὐτή, ἐάν ποτέ γίνει πραγματικότητα, θά ἔχει ὡς συνέπεια, ἀφοῦ παύσει τό ἑλληνικό κράτος νά εἶναι χριστιανικό, νά παύσει ταυτοχρόνως νά εἶναι ἑλληνικό.
 
[2] Γεν. 18,10. Γιά τή μετάφραση τοῦ διορθωμένου ἑβραϊκοῦ, ὅσο καί γιά τή μετάφραση τῶν Ο΄, τόσο γιά τόν παρόντα στίχο, ὅσο καί γιά τούς ἑπόμενους στίχους τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ κειμένου, στούς ὁποίους παραπέμπουμε, βλ. τήν ἑξῆς ἔκδοση: Ἡ Ἁγία Γραφή, Παλαιά Διαθήκη, Γενική ἐπιστασίᾳ Ἀθανασίου Π. Χαστούπη, τόμ. Α΄, ἐκδ. Π. & Σ. Δημητράκου, ἀνατύπωση ἐκδ. Γιοβάνη, Ἀθῆναι 1955. 
[3] Γεν. 18,19. 
[4] Γεν. 18,20-21. 
[5] Γεν. 18,24-26. 
[6] Γεν. 18,28. 
[7] Γεν. 18,29. 
[8] Γεν. 18,30. 
[9] Γεν. 18,31. 
[10] Γεν. 18,32. 
[11] Γεν. 18,23. 
[12] Γεν. 18,32. 
[13] Γεν. 19,1-3. 
[14] Γεν. 19,4. 
[15] Γεν. 19,5. 
[16] Πρβλ. μετάφραση Ο΄ στίχ. Γεν. 4,1: “Ἀδάμ δέ ἔγνω Εὔαν τήν γυναίκα αὐτοῦ, καί συλλαβοῦσα ἔτεκεν τόν Κάϊν καί εἶπεν Ἐκτησάμην ἄνθρωπον διά τοῦ Θεοῦ.” 
[17] Γεν. 19,7-8. 
[18] Γεν. 19,9-12. 
[19] Γεν. 19,13. 
[20] Γεν. 19,24-25. 
[21] Λευ. 18,30. 
[22] Λευ. 18, 22. 
[23] Λευ. 18,21. 
[24] Λευ. 18,23. 
[25] Λευ. 18,24. 
[26] Λευ. 18,26. 
[27] Λευ. 18,27. 
[28] Λευ. 18,27. 
[29] Λευ. 18,29. 
[30] Λευ. 20,12. 
[31] Λευ. 20,1-6. 
[32] Λευ. 20,27. 
[33] Κεφάλαιο 19. 
[34] Κρ. 19,14-21. 
[35] Κρ. 19,22. 
[36] Κρ. 19,25-28. 
[37] Κρ. κεφ. 20. 
[38] Κρ. κεφ. 21. 
 
[39] Παραδίδουμε ἐδῶ γιά πρώτη φορά στη δημοσιότητα τό γεγονός ὅτι ἡ διατύπωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου στό ἀπόσπασμα αὐτό εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένη ἀπό τούς Νόμους τοῦ Πλάτωνος (636c), ὅπου διαβάζουμε τά ἑξῆς: “ἐννοητέον ὅτι τῇ θηλείᾳ καί τήν τῶν ἀρρένων φύσει εἰς κοινωνίαν ἰούσῃ τῆς γεννήσεως ἡ περί ταῦτα ἡδονή κατά φύσιν ἀποδεδόσθαι δοκεῖ, ἀρρένων δέ πρός ἄρρενας ἤ θηλειῶν πρός θηλείας παρά φύσιν καί τῶν πρώτων τό τόλμημ΄ εἶναι δι΄ ἀκράτειαν ἡδονῆς.” Οἱ ὅροι, τούς ὁποίους χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὥστε νά δηλώσει τούς ἄνδρες καί τίς γυναῖκες, ἀνήκουν καθαρά στό ὡς ἄνω πλατωνικό ἀπόσπασμα. Ὁ ἴδιος δέν τούς χρησιμοποιεῖ ἀλλοῦ. Ὁμοίως καί ὁ ὅρος “παρά φύσιν” προέρχεται ἀπό τό πλατωνικό ἀπόσπασμα. Τό ἀντίθετό του ὅρο “κατά φύσιν” ἀντικαθιστᾶ διά τοῦ ὅρου “φυσική χρήσις”. Ὅπως καί ὁ Πλάτων, ἀναφέρεται καί ὁ Παῦλος ἐπίσης στίς παρά φύσιν σχέσεις μεταξύ γυναικῶν ὡς ἀθέμιτες. Τό ἐν λόγῳ ἀπόσπασμα εἶναι τό μοναδικό, ὅπου ὁ Παῦλος ἀναφέρεται εἰδικά στό ἐν λόγῳ ἁμάρτημα καί, ὅπως ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποδεικνύεται, εἶναι ἀπ΄ εὐθείας ἐμπνευσμένο ἀπό τόν Πλάτωνα. Στά λοιπά δύο, τά ὁποῖα παραθέτουμε στήν παρούσα μελέτη, ἀναφέρεται καί σέ σωρεία ἄλλων ἁμαρτημάτων. 
[40] Μτ 22,21.
[41] Ρω. 2,14. 
[42] Ρω. 2,15. 
[43] Α΄ Τιμ. 1,8-11. 
 
[44] Ὑπῆρξαν διδακτορικές διατριβές, οἱ ὁποῖες ποτέ δέν θά ἔπρεπε νά εἶχαν ἐγκριθεῖ, ἀφοῦ δέν προσέφεραν τό παραμικρό στήν ἔρευνα καί ποτέ δέν ἀντέχουν, ἀκόμη καί στήν πλέον ἐπιεική κριτική, ὅπως δέν ἀντέχουν καί στό πέρασμα τοῦ χρόνου. Ὑπῆρξαν διδακτορικές διατριβές, οἱ ὁποῖες πράγματι προσέφεραν στήν ἔρευνα, ἄντεξαν στήν κριτική τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητος καί στή φθορά τοῦ χρόνου. Ὑπῆρξαν καί διατριβές οἱ ὁποῖες ὑπερέβησαν τό μέτρο τοῦ εἴδους τους, διότι ἦταν ἀληθινά συγγράμματα, οἱ δέ συγγραφεῖς τους ἔκαμαν πολύ περισσότερο κόπο ἀπό ὅσο θά δικαιολογοῦσε τή χορήγηση διδακτορικοῦ σέ αὐτούς. Σέ αὐτή τήν κατηγορία ἀνήκει ἡ διατριβή τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ. 
 
[45] Π. Ε. Χριστινάκης, Ἡ ἀπόπειρα ἐκκλησιαστικοῦ ἐγκλήματος, Μελέτη νομοκανονική καί ἱστορικοσυγκριτική, Ἀθῆναι 1978, σ. 689. 
[46] Codex Iustinianus 9. 9. 30 (31). 
[47] ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 689-90. 
[48] Βασίλευσε κατά τά ἔτη 337-350. 
[49] Βασίλευσε κατά τά ἔτη 337-361. 
[50] Π. Χριστινάκης, ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 690. 
[51] ἔνθ΄ ἀνωτέρω. 
[52] ἔνθ΄ ἀνωτέρω. 
 
[53] Ἡ λέξη propaganda εἶναι ἐπίσης λατινική, προερχόμενη ὅμως ἀπό τήν παπική μετασχισματική Ρώμη. Δηλώνει τό συστηματικό ψεῦδος, συχνά βαρύτατα δυσφημιστικό ἕως καί συκοφαντικό, προερχόμενο ἀπό ὁμάδα εἰς βάρος ὁμάδας. Ὡς λέξη δέ καί τεχνικός ὅρος δέν ὑπάρχει στήν ἑλληνική γλώσσα, διότι ἀντίκειται στήν ἀπό τήν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα ἑλληνική φιλοσοφία. 
 
[54] Γέροντας Τρύφωνας τοῦ Βάσον, Μικρά ἑωθινά, Καθημερινά ἀναγνώσματα πνευματικῆς ἐγρήγορσης, Μετάφρ. Πολυξένη Τσαλίκη – Κιοσόγλου, ἐκδ. ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2017, σ. 83. 
[55] Ρω. 12,2. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.