Όταν πριν λίγο καιρό επισκέφτηκα την Θεούπολη, ήρθε σε μένα κάποιος νέος και μου είπε: «Για το Θεό, δέξου με γιατί θέλω να μετανοήσω» και το έλεγε με πολλά δάκρυα. Εγώ λοιπόν μόλις τον είδα συντετριμμένο και ευρισκόμενο σε πολύ θλίψη, του λέω: «Πες μου πως έφθασες σε τόσο μεγάλη κατάνυξη». Αυτός μου λέει. «Αναμφισβήτητα, κύριε αββά, είμαι πολύ αμαρτωλός». Εγώ τότε του ξαναλέω: «Πίστεψέ με, παιδί μου, όπως ακριβώς είναι πολλά και διάφορα τα αμαρτήματα, έτσι είναι πολλά και τα γιατρικά. Αλλά, αν θέλεις να γιατρευτείς, πες μου με ειλικρίνεια τις πράξεις σου, για να προσφέρω κι εγώ τα ανάλογα επιτίμια».
Αυτός τότε βαριαναστέναξε, χτύπησε το στήθος του και παραδόθηκε στα δάκρυα και στους στεναγμούς, κι από την πολλή ταραχή που είχε στην καρδιά του, ούτε λέξη μπορούσε να προφέρει. Εγώ, μόλις τον είδα να έχει περιπέσει σε τέτοια αμηχανία κι εσωτερική λύπη και να αδυνατεί τελείως να ανακοινώσει την συμφορά του, του λέω: «Παιδί μου, άκουσε με και ζόρισε λίγο τον λογισμό σου και πες μου το γεγονός κι ο Χριστός, ο Θεός μας, είναι σε θέση να σου δώσει την βοήθειά Του. Γιατί αυτός ο οποίος για την ανείπωτη φιλανθρωπία και την άμετρη ευσπλαχνία Του, όλα τα έπαθε για την δική μας σωτηρία και με τους τελώνες έφαγε στο ίδιο τραπέζι, τη δε πόρνη δεν αποστράφηκε και το ληστή προσδέχτηκε και διετέλεσε φίλος των αμαρτωλών κι ύστερα καταδέχτηκε να σταυρωθεί, θα δεχτεί και σένα με τα ίδια Του τα χέρια γεμάτος αγαλλίαση αν μετανοήσεις και επιστρέψεις. « Ου γάρ βούλεται τον θάνατο του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν ».
Τότε, αφού πίεσε τον εαυτό του και σταμάτησε για λίγο τα δάκρυα, μου λέει. «Εγώ αββά, ο γεμάτος από κάθε αμαρτία, ο ανάξιος του ουρανού και της γης, πριν δύο μέρες ακούω ότι η θυγατέρα κάποιου από τους πρώτους αυτής πόλεως, η οποία ζούσε εν παρθενία, πέθανε και θάφτηκε με πολλά ενδύματα σ’ ένα μνήμα έξω από την πόλη. Όταν άκουσα αυτό, επειδή είχα συνηθίσει σ’ αυτήν την αθέμιτη πράξη, πηγαίνω νύχτα στο μνήμα κι άρχισα να την ξεντύνω, κι έβγαλα όλα όσα φορούσε, χωρίς να σεβαστώ ούτε τον πιο εσωτερικό της χιτώνα, αλλά την στέρησα κι απ’ αυτόν και την άφησα γυμνή, όπως γεννήθηκε. Ενώ λοιπόν ήμουν έτοιμος να βγω από τον τάφο, ανακάθεται εκείνη μπροστά μου και, απλώνοντας το αριστερό της χέρι, κράτησε το δεξί μου και μου λέει: «Χωρίς αιτία, άνθρωπε, έπρεπε να με γυμνώσεις έτσι; Δεν φοβήθηκες το Θεό; Άραγε δεν φοβήθηκες την ποινή της μελλοντικής ανταποδόσεως; Τουλάχιστον ούτε σαν νεκρή δεν όφειλες να με σπλαχνιστείς; Άραγε δεν ντράπηκες ούτε την κοινή μας φύση; Αλλά, αν είσαι χριστιανός, έτσι γυμνή με καταδίκασες να παρουσιαστώ στο Χριστό χωρίς ούτε την γυναικεία φύση μου να ντραπείς; Μήπως δε σε γέννησε γυναίκα; Μήπως τη δική σου μητέρα δεν πρόσβαλες μαζί μου; Ποια απολογία έχεις να δώσεις για μένα, αθλιότερε των ανθρώπων, στο φοβερό βήμα του Χριστού; Γιατί, όσο ζούσα, ξένος άνθρωπος δεν είδε το πρόσωπό μου και συ, μετά το θάνατο και την ταφή μου, με γύμνωσες και είδες γυμνό το σώμα μου. Αλίμονο στην ανθρωπότητα, σε ποια ταλαιπωρία κατάντησε! Με ποια καρδιά ή ποια χέρια προσέρχεσαι και μεταλαμβάνεις το πανάγιο σώμα και το αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού;»
Εγώ μόλις άκουσα και είδα αυτά, τρομαγμένος και γεμάτος φόβο, τρέμοντας της λέω μόλις και μετά βίας: «Άφησε με να φύγω και δεν το ξανακάνω». Αυτή τότε λέει: «Βέβαια ήθελες και ήλθες, όμως δε θα φύγεις από εδώ, καθώς θέλεις, αλλά ο τάφος θα γίνει κοινός και για τους δυο μας. Και μη νομίσεις ότι θα πεθάνεις αμέσως, αλλά, θα βασανιστείς για πολλές μέρες και θα παραδώσεις την ψυχή σου κακήν κακώς».
Εγώ τότε την παρακαλούσα με δάκρυα να μου δώσει την άδεια να φύγω, κάνοντας πολλούς όρκους στον Παντοκράτορα Θεό ότι δεν θα κάμω πια αυτή την παράνομη και αθέμιτη πράξη. Τότε, μετά τα πολλά παρακάλια και τα δάκρυα που έχυσα, μου αποκρίνεται και μου λέει: «Αν θέλεις να ζήσεις και να απαλλαγής απ’ αυτήν τη συμφορά, δώσε μου λόγω ότι, αν σε αφήσω, όχι μόνο θα απέχεις από τις μυσαρές και βέβηλες πράξεις, αλλά, αμέσως πηγαίνεις και απαρνείσαι τον κόσμο και μετανοείς για όσα έπραξες και υπηρετείς το Χριστό». Εγώ τότε της ορκίστηκα και είπα ότι όχι μόνο όσα μου είπες θα πράξω, αλλά από σήμερα δεν γυρίζω στο σπίτι μου, αλλά από εδώ πηγαίνω γραμμή σε μοναστήρι». Τότε μου λέει η κόρη: «Ντύσε με όπως με βρήκες». Κι όταν την κήδεψα, ανακλήθηκε πάλι και πέθανε. Ευθύς λοιπόν εγώ, ο άθλιος και αμαρτωλός, βγήκα από μνήμα, ήρθα κατ’ ευθεία εδώ».
Όταν άκουσα αυτά εγώ από τον νέο, τον ενίσχυσα με λόγους περί μετανοίας και εγκράτειας, και σε λίγο καιρό τον κούρεψα μοναχό. Τον έντυσα λοιπόν το μοναχικό σχήμα και τον έκλεισα σ’ ένα σπήλαιο, όπου ευχαριστούσε πολύ καθημερινά τον Θεό και αγωνιζόταν για την ψυχή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.