Η ανάσταση του Λαζάρου είναι ένα από τα πλέον αμφισβητούμενα επεισόδια των ευαγγελικών διηγήσεων. Φυσικά, όλα τα σημεία των ευαγγελίων που περιέχουν υπερφυσικό στοιχείο απορρίπτονται από εκείνους που θεωρούν τον εαυτό τους αντίθετο προς τον Χριστιανισμό. Όμως η ανάσταση του Λαζάρου γίνεται αφορμή να χλευάζονται οι χριστιανοί ως αφελείς, επειδή δεν βλέπουν κάτι «εξόφθαλμα φανερό»: ότι το επεισόδιο αυτό το επινόησε εξ ολοκλήρου ο ευαγγελιστής Ιωάννης, αφού δεν μνημονεύεται καθόλου στα τρία πρώτα ευαγγέλια.
Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε αν διήγηση για την ανάσταση του Λαζάρου μπορεί να τεκμηριωθεί από ιστορική και φιλολογική άποψη.
1. Η αξιοπιστία του κατά Ιωάννην ευαγγελίου
Από φιλολογική άποψη, είναι εύλογο να δεχτούμε ότι το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο γράφτηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. Η αρχαιότερη γνώση του περιεχομένου του (όπως και άλλων βιβλίων της Καινής Διαθήκης) φαίνεται ήδη στις επιστολές του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, ο οποίος μαρτύρησε στη Ρώμη, κατασπαρασσόμενος από θηρία, γύρω στο 110 μ.Χ. [1].
Επιπλέον, το παλαιότερο τεμάχιο παπύρου που έχει βρεθεί με απόσπασμα της Καινής Διαθήκης, ο λεγόμενος «πάπυρος 52» (που χρονολογείται στο α΄ μισό του 2ου αιώνα μ.Χ. με πιθανότητα να προέρχεται μόλις από το 125 μ.Χ.), περιέχει απόσπασμα του κατά Ιωάννην και συγκεκριμένα τους στίχους 31–33 και 37–38 του κεφαλαίου 18. Αλλά και οι επίσης του 2ου αιώνα «πάπυρος 90» και «πάπυρος 75» (175-225 μ.Χ.) περιέχουν αποσπάσματα του κατά Ιωάννην ευαγγελίου [2].
Ο συγγραφέας του κατά Ιωάννην ήταν σημαντική προσωπικότητα της πρώτης Εκκλησίας, πρόσωπο πολύ γνωστό και με μεγάλο κύρος, όπως φαίνεται από τις τρεις επιστολές του, στις οποίες διδάσκει ως αυτόπτης μάρτυρας του Χριστού (Α΄ Ιωάννου 1, 1-3: «ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν … και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν … ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν») και συστήνεται απλώς ως «ο πρεσβύτερος» (Β΄ και Γ΄ Ιωάννου, στίχ. 1), χωρίς να χρειάζεται να αναφέρει το όνομά του, καθότι γνωστός και επιβεβαιωμένος στους χριστιανούς («και οίδατε ότι η μαρτυρία ημών αληθής εστί», Γ΄ Ιωάννου, στίχ. 12).
Το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο επιβεβαιώνει ότι ο συγγραφέας ήταν γνωστός στους χριστιανούς, αφού καταγράφει ο ίδιος τη φήμη που είχε απλωθεί γι’ αυτόν ότι «δεν θα πεθάνει μέχρι να επιστρέψει ο Κύριος», λόγω μιας απάντησης του Ιησού στον απόστολο Πέτρο για την τύχη του: «εξήλθεν ουν ο λόγος ούτος εις τους αδελφούς ότι ο μαθητής εκείνος ουκ αποθνήσκει» (Ιω. 21, 23, βλ. στίχ. 20-23). Τη φήμη αυτή ο ίδιος δεν την αποδέχεται.
Στον επίλογο του ευαγγελίου οι χριστιανοί του τόπου, στον οποίο γράφτηκε (της Εφέσου, κατά την παράδοση που διασώζουν οι συγγραφείς των επόμενων αιώνων, αρχίζοντας από τον άγιο Ειρηναίο τον 2ο αιώνα), επιβεβαιώνουν: «Ούτος εστίν ο μαθητής ο μαρτυρών περί τούτων και γράψας ταύτα, και οίδαμεν ότι αληθής εστίν η μαρτυρία αυτού» (στίχ. 24). Την επιβεβαίωση αυτή αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα η πρώτη Εκκλησία, πράγμα φανερό από την ιδιαίτερα σημαντική θέση που έχει το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο στη χριστιανική γραμματεία ήδη του 2ου αιώνα μ.Χ.
Έτσι, βλέπουμε κατ’ αρχάς να συμπεριλαμβάνεται στις αναφορές των ευαγγελίων που γίνονται από τον άγιο Ειρηναίο της Λυών (170 μ.Χ.) και τον λεγόμενο «κανόνα του Μουρατόρι» περί το 180 μ.Χ. (εδώ). Μάλιστα ο «κανόνας του Μουρατόρι» διασώζει, από την παράδοση, την πληροφορία ότι ο Ιωάννης παρακινήθηκε από τους υπόλοιπους αποστόλους να γράψει το ευαγγέλιό του και το έκανε, αφού έλαβε επιβεβαίωση από το Θεό (μέσω του αποστόλου Ανδρέα) μετά από νηστεία τριών ημερών.
Το κατά Ιωάννην εξάλλου κατείχε βασική θέση στο λεγόμενο «διατεσσάρων ευαγγέλιο» (μια ενοποιητική σύνθεση των τεσσάρων ευαγγελίων), που συνέταξε γύρω στο 170 μ.Χ. ο Τατιανός ο Σύρος.
Στους χριστιανούς συγγραφείς του 2ου αιώνα μ.Χ. το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο όχι απλώς λαμβάνεται υπόψιν, αλλά διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, όπως φαίνεται από την ανάπτυξη και ερμηνεία της διδασκαλίας περί του «Λόγου του Θεού», δηλ. του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας, στα συγγράμματα των απολογητών (λεπτομέρειες εδώ). Ο Υιός του Θεού χαρακτηρίζεται «Λόγος» στην αρχή του κατά Ιωάννην ευαγγελίου, όπως και σε δύο ακόμη από τα κείμενα της υπόλοιπης «ιωάννειας γραμματείας» (δηλ. τα έργα του ευαγγελιστή Ιωάννη) και συγκεκριμένα στα: κατά Ιωάννην 1, στίχοι 1 και 14, Α΄ επιστολή Ιωάννου 1, 1 και στο πολυσυζητημένο 5, 7, και Αποκάλυψις 19, 13.
Για τους συγγραφείς που αγγίζουν τον 3ο αιώνα, όπως ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, ο Τερτυλλιανός, ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Ωριγένης, είναι προφανές ότι η κανονικότητα και η εγκυρότητα του κατά Ιωάννην ευαγγελίου θεωρείται αυτονόητη.
Να σημειώσουμε ότι ο απόστολος Ιωάννης εθεωρείτο «στύλος» της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, μαζί με τον απόστολο Πέτρο και τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, σύμφωνα με την πληροφορία του αποστόλου Παύλου στην προς Γαλάτας, 2, 9.
Αυτό σημαίνει ότι το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο δεν είναι κάποιο περιθωριακό ή αμφιβαλλόμενο κείμενο, αλλά βασικό ιερό κείμενο των χριστιανών από την αρχαία εποχή. Σημειωτέον δε ότι οι χριστιανοί δεν αποδέχτηκαν άκριτα όλα τα θρησκευτικά κείμενα που συνάντησαν, ούτε όλα όσα γράφτηκαν με μορφή ευαγγελίου, αλλά τα διέκριναν με μεγάλη προσοχή και φροντίδα, ώστε να κρατήσουν μόνον εκείνα που ήταν γραμμένα από τα χέρια των αποστόλων. Γι’ αυτό και απέρριψαν πλήθος πρωτοχριστιανικά κείμενα, ακόμη και κάποια που θεωρήθηκαν αρκετά αξιόπιστα από ιστορική άποψη και διαβάστηκαν πολύ στην αρχαία Εκκλησία (όπως το περίφημο «Πρωτευαγγέλιο τον Ιακώβου») αλλά δεν περιελήφθησαν στην Καινή Διαθήκη [3]. Αν το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο ήταν έργο που περιείχε φανταστικές διηγήσεις, γραμμένες επί σκοπόν να νοηματοδοτήσουν με κάποιο διαφορετικό τρόπο την ταυτότητα και την αποστολή του Ιησού Χριστού, είναι βέβαιο ότι θα είχε απορριφθεί αμέσως, έχοντας την τύχη άλλων παρόμοιων: «Τινές εκ των αρνουμένων την αποστολικότητα του συγγραφέως του Δ΄ Ευαγγελίου ισχυρίζονται ότι τούτο εγράφη εν γνώσει της συνοπτικής γραπτής παραδόσεως» (δηλ. των τριών πρώτων ευαγγελίων) «και προς τον σκοπόν να υποκαταστήση αυτήν. Αλλ’ η άποψις αύτη είναι εσφαλμένη, διότι η αποδοχή του Ευαγγελίου υπό της Εκκλησίας ουδεμίαν αναταραχήν προεκάλεσεν, ως θα συνέβαινεν, αν ηλήθευεν η υπόθεσις αυτή» (Σάββας Αγουρίδης, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, σελ. 155).
Για τη ζωή του ευαγγελιστή Ιωάννη επίσης διασώζονται πληροφορίες από την αρχαία εποχή, καθώς επίσης και ο τάφος του στην Έφεσο, μεγάλο προσκύνημα των χριστιανών των καιρών εκείνων, με χάρισμα ιαμάτων μέσω μιας ιδιαίτερης σκόνης, που ανέβλυζε απ’ αυτόν στις 8 Μαΐου και οι χριστιανοί την αποκαλούσαν «μάννα» («ο ροδισμός και η τρύγησις του μάννα» κατά τις πληροφορίες των συναξαριστών για την ημέρα εκείνη). Ο συγγραφέας του κατά Ιωάννην λοιπόν δεν είναι κάποιο πρόσωπο χαμένο στην αχλή του μύθου, νεφελώδες ή ασήμαντο και άγνωστο, αλλά – επαναλαμβάνω – γνωστό και έγκυρο. Συνεπώς οι χριστιανοί δεν ανακάλυψαν το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο σε χρόνους πολύ μεταγενέστερους της εποχής του, ούτε εξαπατήθηκαν απ’ αυτό [4].
2. Ο άγιος Λάζαρος
Και ο Λάζαρος όμως δεν είναι πρόσωπο άγνωστο στην αρχαία Εκκλησία ή πιθανώς μυθικό, αναφερόμενο μόνο στη γνωστή διήγηση του θανάτου και της ανάστασής του, αλλά προσωπικότητα με γνωστή πορεία, που δεν έπαψε να αναγνωρίζεται και να τιμάται ως άγιος από τους χριστιανούς ανεξάρτητα από την ευαγγελική διήγηση.
Για την ακρίβεια, η αγιολογική παράδοση της Εκκλησίας παρέχει την πληροφορία ότι ο άγιος Λάζαρος, επειδή στοχοποιήθηκε από τους αρχιερείς των Ιουδαίων λόγω της ανάστασής του, η οποία ενίσχυσε την πίστη πολλών στο Χριστό (Ιω. 12, 9-11), αναχώρησε από την Παλαιστίνη και μετοίκησε στην Κύπρο και συγκεκριμένα στο Κίτιο. Εκεί τον συνάντησαν οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας κατά την πρώτη τους αποστολική περιοδεία και τον χειροτόνησαν επίσκοπο Κιτίου. Παρέμεινε στη θέση αυτή 18 χρόνια και εκοιμήθη περί το 63 μ.Χ. σε ηλικία 60 ετών.
Οι Πράξεις των αποστόλων δεν αναφέρουν συνάντηση του Λαζάρου με τους αποστόλους κατά την επίσκεψή τους στην Κύπρο. Φυσικά το ταξίδι στην Κύπρο συνοψίζεται σε λίγους στίχους (Πράξεις 13, 1-13) με αφήγηση ενός μόνον επεισοδίου, εκείνου που αφορά στον Ελύμα το μάγο. Πάντως αναφέρουν ότι ταξίδεψαν από τη Σαλαμίνα στην Πάφο και η διαδρομή αυτή διέρχεται από το Κίτιο. Επίσης καταθέτουν ότι αργότερα ο Βαρνάβας, μαζί με τον ανιψιό του και μετέπειτα ευαγγελιστή Μάρκο, επέστρεψε στην Κύπρο (Πράξεις 15, 39), χωρίς να μας λένε τον ακριβή προορισμό τους, ούτε ποιον είδαν ή τι έπραξαν εκεί. Και πολύ νωρίτερα, αμέσως μετά το λιθοβολισμό του αγίου Στεφάνου, βλέπουμε να μετοικίζουν χριστιανοί από την Παλαιστίνη στην Κύπρο, τη Φοινίκη και την Αντιόχεια της Συρίας, για να διαφύγουν από τους Ιουδαίους, εξαπλώνοντας όμως παράλληλα το μήνυμά τους (Πράξεις 11, 19)· έχει γραφεί ότι η αναχώρηση του αγίου Λαζάρου ίσως έγινε τότε, αν και κατά τη γνώμη μου το πιθανότερο είναι να έφυγε μόνος, αμέσως μετά το θείο πάθος ή λίγο μετά την ίδρυση της Εκκλησίας, αν ειδικά ο ίδιος συνέχιζε να αποτελεί στόχο.
Αν και οι βυζαντινές πηγές των πρώτων αιώνων επίσης δεν μας πληροφορούν ρητά για το γεγονός, όμως τα αρχαιολογικά τεκμήρια είναι ισχυρότερα.
Την παράδοση για τη ζωή και τον δεύτερο θάνατο (κοίμηση) του αγίου Λαζάρου γνωρίζει και αναφέρει τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο άγιος Επιφάνιος, επίσκοπος Κωνσταντίας (Σαλαμίνος) της Κύπρου: «αλλά και εν παραδόσεσιν εύρομεν ότι τριάκοντα ετών ην τότε ο Λάζαρος, ότε εγήγερται. μετά δε το αναστήσαι αυτόν τον κύριον άλλα τριάκοντα έτη έζησε, και ούτω προς κύριον εξεδήμησε. κοιμηθείς δε εκλίθη μετά σεμνού ονόματος» (Πανάριον, 3.76 – βλ. εδώ, σελ. 368). Ο άγιος Επιφάνιος, όπως είπαμε, ήταν επίσκοπος Σαλαμίνος της Κύπρου, πλησίον του Κιτίου, άρα το πιθανότερο είναι ότι μεταφέρει την πληροφορία από την κυπριακή παράδοση, στην εποχή του δε ο τάφος του αγίου Λαζάρου προφανώς ήταν γνωστός, με την παλαιοχριστιανική βασιλική επάνω του (το ναό δηλαδή) σε λειτουργία. «Ο άγιος Επιφάνιος χρημάτισε Επίσκοπος στη Σαλαμίνα της Κύπρου για τριάντα έξι χρόνια (367 - 403). Το ότι γνωρίζει από την παράδοση (“εν παραδόσεσιν εύρομεν”) πόσα χρόνια έζησε ο άγιος Λάζαρος, τούτο σημαίνει ότι ήταν έντονη μεταξύ του χριστιανικού λαού της Κύπρου για τρεις και πλέον αιώνες η πίστη περί εγκατάστασης και διαβίωσης του Λαζάρου στη νήσο» (Παρασκευά Αγάθωνος, Ο άγιος Λάζαρος ο Τετραήμερος, Λευκωσία 1997, σελ. 27).
Μια έμμεση μαρτυρία, πάλι από τον 4ο αι., μας δίνει η λεγόμενη Κλήμεντος των Πέτρου επιδημιών κηρυγμάτων επιτομή, κεφ. ΧΧ, όπου, κατονομαζόμενος ανάμεσα σε διάφορους μαθητές του Κυρίου, ο άγιος Λάζαρος χαρακτηρίζεται «ιερεύς»: «Ακόμη, περί τούτου, ομιλούν θερμότατα και αι Κλημέντιοι Επιτομαί, αι οποίαι μας παραδίδουν και την εξής περίεργον είδησιν: “Λάζαρος ο ιερεύς, ον ανέστησεν εκ νεκρών τετραήμερον ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός”, αναφερομένην, προφανώς, εις την μετά την ανάστασιν του Λαζάρου αποστολικήν του διακονίαν, ως πρώτου Επισκόπου της Χριστ. Εκκλησίας της Κύπρου» (αρχιμανδρίτου Ευθυμίου Ελ. Ελευθεριάδου, Λάζαρος ο Φίλος του Χριστού, εκδ. Ευσέβεια, σελ. 255 – σχετικώς βλ. εδώ).
Από τους Έλληνες και ξένους ιστορικούς, που συνέγραψαν Ιστορία της Εκκλησίας της Κύπρου, «ο John Hackett είναι εκείνος που μας παρέχει τις περισσότερο αξιόλογες πληροφορίες, οι οποίες φθάνουν μέχρι και τους αποστολικούς χρόνους. Στο κεφάλαιο “Αρχαίαι ειδήσεις περί των Επισκόπων”, αναφέρεται στον Πλίνιο, ο οποίος έγραψε ιστορία δεκαπέντε χρόνια μετά την εισαγωγή του χριστιανισμού στην Κύπρο (γύρω στο 61). Ο Πλίνιος μνημονεύει τα ονόματα δεκαέξι πόλεων που υπήρχαν τότε στο νησί. Η περίοπτη θέση των πόλεων τούτων και το γεγονός ότι οι εκκλησιαστικές υποδιαιρέσεις ακολουθούσαν την πολιτική διοίκηση δίνουν το δικαίωμα, γράφει ο ιστορικός, να συμπεράνουμε πως των χριστιανικών κοινοτήτων των πόλεων αυτών προήδρευαν Επίσκοποι. Το Κίτιο συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των δεκαέξι πόλεων. Στο κεφάλαιο για την Επισκοπή Κιτίου γράφει ότι η εκλογή της πόλεως για έδρα Επισκόπου “ήτο αναμφιβόλως σχεδόν σύγχρονος προς αυτήν την εισαγωγήν του χριστιανισμού εις την νήσον”. Στη συνέχεια ο άγιος Λάζαρος αριθμείται ως ο πρώτος Επίσκοπος Κιτίου» (Παρ. Αγάθωνος, ό.π., σελ. 33, με παραπομπή στο J. HACKETT, Ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρον κατά μετάφρασιν και συμπλήρωσιν Χ. Παπαϊωάννου, τόμ. Β΄, Πειραιάς 1927, σ. 12).
***
Τι έδειξε η αρχαιολογική σκαπάνη;
Στο σημείο του τάφου του αγίου Λαζάρου υπήρχε χώρος λατρείας της εποχής των διωγμών, αλλά αργότερα ιδρύθηκε μια βασιλική. Το 649 μ.Χ. οι Άραβες κατέλαβαν την Κύπρο και, κατά τα φαινόμενα, η βασιλική καταστράφηκε και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με έναν μικρό ναό [5]. Ο τάφος ανακαλύφθηκε ξανά τον 9ο αιώνα και αποκαλύφθηκε η λάρνακα, στην οποία είχε τοποθετηθεί το σώμα του, από την οποία η περιοχή έλαβε το όνομα Λάρνακα, με το οποίο είναι γνωστή σήμερα. Στη λάρνακα υπήρχε η επιγραφή «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος του Χριστού». Η γλώσσα της επιγραφής ήταν η εβραϊκή[6]. Αυτό σημαίνει ότι επρόκειτο για την αρχική λάρνακα του αγίου, υπόθεση που ενισχύεται και από την εβραϊκού τύπου (όπως χαρακτηρίστηκε) ταφή που ανακαλύφθηκε το 1972.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η επιγραφή συμφωνεί με τη διήγηση του ευαγγελίου περί αναστάσεως. Αν επρόκειτο για την αρχική λάρνακα, είναι παλαιότερη από τη συγγραφή του κατά Ιωάννην και συνιστά μαρτυρία ανεκτίμητη. Και αν όμως έγινε ανακομιδή των λειψάνων σε μεταγενέστερο χρόνο και τοποθετήθηκαν σε δεύτερη λάρνακα (όμως όσο περνούν τα χρόνια, τόσο μειώνεται η πιθανότητα μη ελληνικής επιγραφής), είναι σημαντικό ότι η επιγραφή ετέθη στον ίδιο τον τόπο όπου έζησε και κοιμήθηκε ο άγιος, ήταν ο επίσκοπος της τοπικής Εκκλησίας και γνωστός σε όλους τους χριστιανούς.
Τον 9ο αι. μ.Χ. έγινε ανακομιδή των λειψάνων του, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 899 ή το 900 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ το Σοφό, το δε γεγονός αυτό εορτάζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία στις 17 Οκτωβρίου. Ο αυτοκράτορας οικοδόμησε στον ίδιο χώρο τον μεγαλοπρεπή ναό που σώζεται σήμερα αφιερωμένος στη μνήμη του, ενώ στην Κωνσταντινούπολη έφερε τα ιερά λείψανα σε μια ιδιαίτερη ιερά μονή αφιερωμένη στον άγιο Λάζαρο και στη συνέχεια τα τοποθέτησε σε έναν δεύτερο ναό, τα εγκαίνια του οποίου εορτάζονται στις 4 Μαΐου. Η μεταφορά περιγράφεται σε δύο πανηγυρικούς λόγους που εκφώνησε μπροστά στο ιερό λείψανο ο μητροπολίτης Καισαρείας Αρέθας (Επιβατήριος επί τοις τιμίοις λειψάνοις Λαζάρου, ά Λέων ο φιλόχριστος βασιλεύς εϰ Κύπρου μετήνεγϰεν και Έϰφρασις πομπης ιεράς ην Λέων ο ευσεβής βασιλεύς επί τοις τιμίοις λειψάνοις πεποίηται Λαζάρου του Χριστού φίλου, ότε πρώτως αυτά εϰ Κύπρου μετήνεγϰεν).
Για την πορεία των ιερών λειψάνων μετά την άλωση της ΚΠολης από τους Σταυροφόρους το 1204 και στη συνέχεια από τους Τούρκους το 1453, βλ. στο άρθρο του γράφοντος «Η παρουσία του αγίου Λαζάρου στον Ευαγγελισμό Λαγκαδά», εδώ. Σήμερα, σύμφωνα με ενδείξεις, τα λείψανα του αγίου βρίσκονται στην περιοχή του χωριού Ευαγγελισμός Λαγκαδά, όπου μεταφέρθηκαν από τη Μικρά Ασία και για την εύρεσή τους διεξάγονται σχετικές έρευνες[7].
Στις 23 Νοεμβρίου 1972, κατά τις εργασίες για την αναπαλαίωση του ναού της Λάρνακας από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, ανακαλύφθηκε κάτω από την αγία τράπεζα μία σαρκοφάγος, στην οποία φυλασσόταν ένα κασελάκι με οστά (μέρος της κάρας και των κνημών) και έφερε την επιγραφή «Φιλίου». Η επιγραφή αυτή φαίνεται να παραπέμπει στον άγιο Λάζαρο, ως φίλο του Χριστού (φιλίου = φιλικού, αγαπημένου), πράγμα που επιβεβαιώνεται από τη θέση της κάτω από την αγία τράπεζα, που αρμόζει στον άγιο του ναού και ιστορικό ηγέτη της τοπικής Εκκλησίας, ιδίως αν ολοκλήρωσε την επίγεια ζωή του με μαρτυρικό θάνατο.
Βεβαίως υπάρχει και η άποψη ότι δεν πρόκειται για τον άγιο Λάζαρο, αλλά για πρόσωπο άγνωστο σ’ εμάς, του οποίου το όνομα ήταν Φίλιος, όνομα που απαντάται στον αιγαιακό χώρο, αλλά και στην Κύπρο, από την αρχαιότητα [8]. Αν και για το θέμα του άρθρου μας δεν αλλάζει κάτι (η πρώτη σαρκοφάγος, η ανακομιδή επί Λέοντος και η συνεχής λατρευτική παρουσία στο σημείο είναι αρκετά τεκμήρια), πρέπει να συμφωνήσουμε με τους Κυπρίους αδελφούς μας ότι η αυθεντικότητα των λειψάνων ενισχύεται, τόσο από τη θέση όπου φυλάσσονταν εντός του ναού (και μάλιστα σαν να επείχαν θέση εγκαινίων της αγίας τράπεζας, στην οποία δεν είχαν τοποθετηθεί άλλα λείψανα), όσο και από το συλλογισμό ότι ο αυτοκράτορας Λέων είναι απίθανο να ίδρυσε έναν τόσο μεγαλοπρεπή ναό – προορισμένο εμφανώς να αναδείξει την τιμή του φερώνυμου αγίου στον τόπο της ταφής του – και όμως να αφαίρεσε εξ ολοκλήρου τα ιερά του λείψανα και να τα πήρε μαζί του εκτός Κύπρου, χωρίς ν’ αφήσει έστω ένα μικρό μέρος τους σ’ αυτόν.
Για τα λείψανα εντός της σαρκοφάγου η εφημερίδα Ταχυδρόμος της ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, στο φύλο της Τετάρτης 29 Νοεμβρίου 1972, έγραψε: «Τα οστά ήταν τυλιγμένα με ταινίες από φλούδες δένδρων. … Λόγω αντιδράσεων όμως είχαν μεταφερθή [στην Κωνσταντινούπολη επί Λέοντος] μερικά οστά, ενώ τα υπόλοιπα μαζί με τα άγια σάβανα, είχαν τοποθετηθή σε σαρκοφάγο και είχε κτισθή ναός. Η ανακάλυψις θεωρείται μεγάλης επιστημονικής αξίας, δεδομένου ότι τα λείψανα ήσαν τυλιγμένα με λωρίδες κορμού δένδρου, δεμένες “χιαστί”, όπως συνηθίζετο από τους Εβραίους και τους Αιγυπτίους. Δεδομένου ότι ο Λάζαρος ήταν εβραϊκής καταγωγής συμπεραίνεται ότι τα λείψανα ανήκουν σ’ αυτόν, βάσει και των ιστορικών στοιχείων που υπάρχουν».
Η πληροφορία για ταινίες από φλοιούς δέντρων επαληθεύτηκε μετά από επικοινωνία μας με τον π. Σπυρίδωνα Σταυρή, εφημέριο του ναού του αγίου Λαζάρου της Λάρνακας, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά[9].
Στην κρύπτη που βρίσκεται κάτω από το χώρο του ιερού οι ανασκαφές αποκάλυψαν μαρμάρινες σαρκοφάγους και κιβωτιόσχημους τάφους ελληνιστικής και ρωμαϊκής προελεύσεως, που επαναχρησιμοποιήθηκαν στα χριστιανικά χρόνια (βλ. παραπάνω, σημ. 9). Η κρύπτη αυτή, κατά τους αρχαιολόγους, λειτουργούσε ως χώρος λατρείας κατά την περίοδο των διωγμών (ένα είδος κατακόμβης προφανώς) [10].
Συνεπώς στο χώρο ταφής του αγίου Λαζάρου υπάρχει αδιάσπαστη συνέχεια χριστιανικής λατρείας, από την εποχή των διωγμών (με την κατακόμβη της κρύπτης) ως τα πρώτα βυζαντινά χρόνια (με την παλαιοχριστιανική βασιλική), την εποχή της αραβοκρατίας και κατόπιν στους μέσους χρόνους, με τον περικαλή ναό του αυτοκράτορα Λέοντα, ο δε Λάζαρος είναι πρόσωπο ιστορικά επιβεβαιωμένο με ισχυρά τεκμήρια.
3. Η πατρίδα και η οικογένεια του αγίου Λαζάρου
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας πληροφορεί ότι η ανάσταση του Λαζάρου συνέβη στη Βηθανία. Γράφει επίσης ότι έγινε ευρέως γνωστή και προκάλεσε τεράστια εντύπωση, έτσι πολλοί άνθρωποι ήρθαν στο χωριό για να δουν το Λάζαρο και πίστευαν στο Χριστό εξαιτίας του, ώστε οι εχθροί του Ιησού – όπως προείπαμε – άρχισαν να σκέφτονται να δολοφονήσουν κι εκείνον (Ιω. 12, 9-11).
Η Βηθανία (αραμαϊκά ביתעניא) είναι γνωστό χωριό, που συνέχισε να κατοικείται και τα επόμενα χρόνια, εκατοικείτο βεβαίως και την εποχή της συγγραφής του ευαγγελίου, καθώς και μετά από αυτήν, ενώ συνεχίζει να κατοικείται και σήμερα. Στα αραβικά ονομάζεται Αλ Εϊζαριγιά ή Αλ Αζαρίγια (Al-Eizariya ή al-Azariya, العيزرية), που σημαίνει «τόπος του Λάζαρου», και στην περιοχή σώζεται ταφικό μνημείο, χαρακτηριστικό της περιοχής, που κατά την παράδοση είναι ο τάφος του. Η παράδοση αυτή έρχεται από τα αρχαία χρόνια, αφού η αγία Ελένη, τον 4ο αιώνα μ.Χ., ήδη τη βρήκε και οικοδόμησε πάνω από τον τάφο χριστιανικό ναό (βασιλική). Τον 11ο αιώνα οι σταυροφόροι κατακτητές, που τον οικισμό τον βρήκαν με το αραβικό όνομα, τον μετονόμασαν ξανά σε Βηθανία. Απέχει περίπου 3 χιλιόμετρα από την Ιερουσαλήμ [11]. Κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη «ήν εγγύς των Ιεροσολύμων ως από σταδίων δεκαπέντε» (Ιω. 11, 18), δηλαδή περίπου 2.700 – 2.800 μέτρα [12].
Στην Καινή Διαθήκη συναντούμε τη Βηθανία αρκετές φορές: στα κατά Ματθαίον 21, 17 και 26, 6-16, και Μάρκον 11, 11-12, και 14, 3-9, αναφέρεται ως τόπος φιλοξενίας του Ιησού κατά το ιστορικό ταξίδι του στα Ιεροσόλυμα προ του Πάθους· κατά τη συγκεκριμένη άφιξή του εκεί, αν συνεξετάσουμε και το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, έγινε η ανάσταση του Λαζάρου, για την οποία όμως από τους υπόλοιπους ευαγγελιστές δεν γίνεται λόγος. Στο κατά Λουκάν 24, 50-51, η περιοχή της Βηθανίας προσδιορίζεται ως ο τόπος της αναλήψεως.
Ως απλό τοπωνύμιο αναφέρεται στα Μάρκ. 11, 1, και Λουκ. 19, 29, ενώ στο Ιω. 1, 28, ως τόπος «πέραν του Ιορδάνου, όπου ην Ιωάννης βαπτίζων». Αναφέρεται επίσης στα Ιω. 11, 1 και 18, και 12, 1, στην εξιστόρηση της ανάστασης του Λαζάρου και των μετά από αυτήν. Προφανώς η Βηθανία υπονοείται στο Λουκ. 10, 38-42, όπου ο Ιησούς γίνεται δεκτός στο σπίτι των αδελφών Μάρθας και Μαρίας, αν και το όνομα του χωριού δεν αναφέρεται.
***
***
Ο Ιωάννης κατονομάζει εξάλλου ως αδελφές του Λαζάρου δύο γυναίκες με τα ονόματα Μάρθα και Μαρία. Την πραγματική ύπαρξή τους την πιστοποιεί η διήγηση του κατά Λουκάν ευαγγελίου 10, 38-42, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς πέρασε από το χωριό τους και φιλοξενήθηκε στο σπίτι τους, αν και εκεί το χωριό δεν κατονομάζεται, ούτε γίνεται αναφορά στο Λάζαρο.
Ο χαρακτήρας των δυο γυναικών, όπως σκιαγραφείται στις δυο ευαγγελικές διηγήσεις, ταιριάζει.
Η Μαρία είναι πιο εξωστρεφής, παρορμητική και εκδηλωτική, αμελεί τα καθήκοντα του νοικοκυριού και την περιποίηση των ξένων, προκειμένου ν’ ακούσει τα λόγια του Ιησού καθισμένη στο πάτωμα, κάπου κοντά του (Λουκ. 10, 39). Συντρίβεται από το θάνατο του αδελφού της, μένει στο σπίτι και φεύγει μόνο για να θρηνήσει στον τάφο. Μόλις όμως την προσκαλεί ο Ιησούς, σπεύδει να τον συναντήσει· πέφτει κλαίγοντας στα πόδια του, ώστε εκείνος από το θρήνο της συγκινείται. Του εκφράζει το παράπονό της («Κύριε, ει ης ώδε, ουκ αν απέθανέ μου ο αδελφός»), αλλά δεν τολμάει να του ζητήσει το θαύμα (Ιω. 11, 28-33). Στην επόμενη επίσκεψή του, λίγο καιρό μετά την ανάσταση του Λαζάρου, παίρνει ένα σκεύος με πολύτιμο μύρο και του μυρώνει τα πόδια, σκουπίζοντάς τα με τα μαλλιά της, προφανώς από ευγνωμοσύνη (Ιω. 12, 3).
Η Μάρθα είναι πιο εσωστρεφής, με κυρίαρχο το αίσθημα του καθήκοντος, φροντίζει για όλα («μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά», Λουκ. 10, 41) και αναμφίβολα είναι η αρχηγός του νοικοκυριού («υπεδέξατο αυτόν εις τον οίκον αυτής», στίχ. 38). Είναι αυστηρή και μιλάει στον Ιησού με παρρησία («Κύριε, ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν; ειπέ ουν αυτή ίνα μοι συναντιλάβηται», Λουκ. 10, 40· «είπεν ουν η Μάρθα προς τον Ιησούν· Κύριε, ει ης ώδε, ο αδελφός μου ουκ αν ετεθνήκει. αλλά και νυν οίδα ότι όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι ο Θεός. λέγει αυτή ο Ιησούς· αναστήσεται ο αδελφός σου. λέγει αυτώ Μάρθα· οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει εν τη εσχάτη ημέρα», Ιω. 11, 21-24). Εξίσου δυναμικά βεβαιώνει και το Χριστό για την πίστη της, σαν άντρας: «ναι, Κύριε, εγώ πεπίστευκα ότι συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού ο εις τον κόσμον ερχόμενος» (στίχ. 27). Στην επόμενη επίσκεψή του, και πάλι είναι εκείνη που φροντίζει για την περιποίηση των ξένων («και η Μάρθα διηκόνει», Ιω. 12, 2).
Και στις δύο ευαγγελικές διηγήσεις πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα. Ο Ιωάννης μάλιστα τις εισάγει στη διήγηση γράφοντας: «Ην δε τις ασθενών Λάζαρος από Βηθανίας, εκ της κώμης Μαρίας και Μάρθας της αδελφής αυτής. ην δε Μαρία η αλείψασα τον Κύριον μύρω και εκμάξασα τους πόδας αυτού ταις θριξίν αυτής, ης ο αδελφός Λάζαρος ησθένει» (Ιω. 11, 1-2). Αυτός ο τρόπος φαίνεται να προϋποθέτει ότι οι δύο γυναίκες ήταν γνωστές στους χριστιανούς, πιθανώς εννοώντας την προηγούμενη αναφορά τους, στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο. Τη σύνδεση του επεισοδίου με το μύρο θα την κάνουμε αργότερα.
Αν λοιπόν ο Ιωάννης επινόησε μια ψευδή διήγηση, πώς τόλμησε να την τοποθετήσει σ’ ένα συγκεκριμένο χωριό, ακριβώς δίπλα στην Ιερουσαλήμ, και να εμπλέξει σ’ αυτήν επώνυμα μια γνωστή οικογένεια υποστηρικτών του Ιησού; Ακόμη κι αν είχαν περάσει εξήντα ή και εβδομήντα χρόνια από τα συμβάντα μέχρι τη συγγραφή του ευαγγελίου ή μέχρι το περιεχόμενό του να γίνει γνωστό στην περιοχή, όλοι οι κάτοικοι θα μπορούσαν να το διαψεύσουν, γιατί ένα τέτοιο γεγονός δεν το ξεχνούν οι επόμενες γενιές, αν συνέβη, ενώ, αν δεν συνέβη, η απάτη θα γίνει αμέσως αντιληπτή. Ακόμη και οι ίδιοι οι χριστιανοί θα είχαν κάθε λόγο να το διαψεύσουν, γιατί εμπλέκει μια γνωστή οικογένεια πιστών του Χριστού σ’ ένα ψέμα – και οι πλέον κακοπροαίρετοι αντιλαμβάνονται ότι έτσι τους εκθέτει όλους.
Σημειώσεις (Α μέρους)
1. Ιγνατίου, προς Μαγνησιείς επιστολή, 6, 1: «Ιησού Χριστού, ος προ αιώνων παρά πατρί ην και εν τέλει εφάνη», πρβ. Ιω. 1, 1-5.
Στο ίδιο, 8, 2: «ότι είς θεός εστίν, ο φανερώσας εαυτόν διά Ιησού Χριστού του υιού αυτού ός έστιν αυτού λόγος από σιγής προελθών». Εδώ έχουμε ευθεία αναφορά στην περί Λόγου ιωάννεια διδασκαλία από τον άγιο Ιγνάτιο.
Στο ίδιο, 13, 2: «ως Ιησούς Χριστός τω πατρί και οι απόστολοι τω Χριστώ και τω πατρί ίνα ένωσις ή σαρκική τε και πνευματική»· Ιγνατίου προς Εφεσίους, 5, 1: «πόσω μάλλον υμάς μακαρίζω τους εγκεκραμένους ούτως, ως η εκκλησία Ιησού Χριστώ, και ως Ιησούς Χριστός τω πατρί, ίνα πάντα εν ενότητι σύμφωνα ή». Πρβ. κατά Ιωάννην 17, 21 και 23, «ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας» και «εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν».
Στο ίδιο, 8, 2: «ότι είς θεός εστίν, ο φανερώσας εαυτόν διά Ιησού Χριστού του υιού αυτού ός έστιν αυτού λόγος από σιγής προελθών». Εδώ έχουμε ευθεία αναφορά στην περί Λόγου ιωάννεια διδασκαλία από τον άγιο Ιγνάτιο.
Στο ίδιο, 13, 2: «ως Ιησούς Χριστός τω πατρί και οι απόστολοι τω Χριστώ και τω πατρί ίνα ένωσις ή σαρκική τε και πνευματική»· Ιγνατίου προς Εφεσίους, 5, 1: «πόσω μάλλον υμάς μακαρίζω τους εγκεκραμένους ούτως, ως η εκκλησία Ιησού Χριστώ, και ως Ιησούς Χριστός τω πατρί, ίνα πάντα εν ενότητι σύμφωνα ή». Πρβ. κατά Ιωάννην 17, 21 και 23, «ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας» και «εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν».
Στην προς Εφεσίους 19, 1, αλλά και προς Ρωμαίους 7, 1, ο άγιος Ιγνάτιος χαρακτηρίζει το διάβολο «άρχοντα του αιώνος τούτου», όπως στο κατά Ιωάννην 12, 31, και 16, 11, χαρακτηρίζεται «άρχων του κόσμου τούτου».
Προς Φιλαδελφείς 7, 1: «το πνεύμα ου πλανάται από θεού ον. οίδεν γάρ, πόθεν έρχεται και πού υπάγει, και τα κρυπτά ελέγχει». Πρβ. Ιω. 3, 8: «το πνεύμα όπου θέλει πνει, και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ' ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει».
Παραπομπή στα πλήρη κείμενα των επιστολών του αγίου Ιγνατίου θα βρείτε εδώ.
2. Βλ. σχετικά στα:
«Τα δέκα αρχαιότερα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης», εδώ,
«Ευρετήριο των αρχαιοτέρων χειρογράφων της Καινής Διαθήκης σε κανονική διάταξη (εδώ),
«Τα αρχαία Ελληνικά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης: Ο πάπυρος P52 (RylandsGreekPapyrus 457)», εδώ.
3. Δε γράφω εδώ ότι απέρριψαν και τα απόκρυφα κείμενα, γιατί τα απόκρυφα ουσιαστικά ποτέ δεν ήταν χριστιανικά βιβλία, αλλά βιβλία των αποκρυφιστών γνωστικών, συνεπώς ήταν αυτονόητο για τους χριστιανούς ότι δεν είναι δικά τους. Σχετικά άρθρα εδώ.
4. Για την όλη συζήτηση σχετικά με το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, την ταυτότητα του συγγραφέα του, την οπτική του και τη σχέση του με τους τρεις άλλους ευαγγελιστές, βλ. αναλυτικά στο βιβλίο του καθηγητή Σάββα Αγουρίδη Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρη 1971, σελ. 142-188.
5. Για την καταστροφή του τόπου (με την πληροφορία ότι ο τάφος «χάθηκε») εδώ. «Ο ναός, που σώζεται μέχρι σήμερα, κτίστηκε πάνω στα ερείπια προϋπάρχουσας παλαιοχριστιανικής βασιλικής η οποία κάλυπτε τον τάφο του Αγίου Λαζάρου», από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου (βλ. παρακάτω, παραπομπή 10). Ο Λέοντας όμως βρήκε μικρό ναό: «Λέγεται πως τα λείψανά του πρωτοανακαλύφθηκαν το 890 μ.Χ. μέσα στο μικρό ναό που υπήρχε τότε» (άρθρο «Οι τάφοι του αγίου Λαζάρου σε Βηθανία και Λάρνακα»). Συνεπώς ο χώρος ακολούθησε μια πορεία γνωστή στον τόπο μας: ο μεγάλος ναός καταστράφηκε και οι χριστιανοί, υπό την αραβική κατοχή, οικοδόμησαν στη θέση του – μάλλον με πέτρες από τα ερείπια – έναν μικρό.
6. Ανδρέα Μιτσίδη, «Ο τάφος και ο ναός του Λαζάρου εν Λάρνακι Κύπρου», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 8, Αθήναι 1966, στήλη 61.
7. Με κέντρο τον Ευαγγελισμό Λαγκαδά έχει συσταθεί η «Ομάδα Έρευνας της Αγίας Ζωής και Πορείας του Αγίου & Δικαίου Λαζάρου, Τετραημέρου και Φίλου του Χριστού», μέλη της οποίας έχουν αφιερωθεί σε πολύμοχθη και εμπεριστατωμένη έρευνα για τη ζωή του και την πορεία των ιερών λειψάνων του. Ευχαριστούμε ιδιαίτερα τον ερευνητή κ. Ιωάννη Λένο, μέλος της ομάδας, που με συγκινητική προθυμία μας πρόσφερε εξαιρετική βιβλιογραφική βοήθεια για τη σύνταξη του παρόντος άρθρου.
8. Όπως ο «Φίλιος Κύπριος γένος εκ Σαλαμίνος, υιός Αρίστωνος», που αναφέρεται σε αναθηματικό επίγραμμα από την Πριήνη της Καρίας της Μ. Ασίας, χρονολογούμενο στον 4ο αι. π.Χ.«Το όνομα Φίλιος απαντά συχνά στο Αιγαίο ήδη από τον 4ον αι. π.Χ. (…), αναγράφεται δε και πάνω σε σαρκοφάγο που βρέθηκε στη Λάρνακα, στην περιοχή του αρχαίου Κιτίου, χρονολογούμενη στον 3ον αι. π.Χ.». Αναλυτικά εδώ.
9. Ευχαριστούμε επίσης τη συνάδελφο και φίλη κυρία Σόνια Χριστοδούλου και τον αδελφό της κ. Χριστόδουλο Πουργουρίδη (με την προσπάθεια των οποίων κατέστη δυνατή η επικοινωνία μας με τον π. Σπυρίδωνα), καθώς και την αρχαιολόγο κυρία Άννα Σατράκη, που, με την προθυμία της και το χρόνο που διέθεσε για μας, αποκτήσαμε πρόσβαση στη συνοπτική ανακοίνωση του αρχαιολόγου Βάσσου Καραγεώργη για την ανασκαφή, που δημοσιεύθηκε στο Bulletin de corresp on dance hellénique,volume 97, livraison 2, 1973, σελ. 624 (Vassos Karageorghis, «Chronique des fouilleset dé couvertes archéologiques à Chypreen 1972»). Εκεί αναφέρεται η ανακάλυψη «σαρκοφάγων ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, που είχαν πιθανότατα ξαναχρησιμοποιηθεί κατά την βυζαντινή και μεσαιωνική περίοδο», καθώς και της σαρκοφάγου με την επιγραφή «Φιλίου», με πληροφορίες για το σχήμα και την κατασκευή τους.
10. Πηγές για την ιστορία του ναού του αγίου Λαζάρου και για την ανακομιδή των λειψάνων του επί Λέοντος αποτέλεσαν τα άρθρα, όπου μπορείτε να διαβάσετε και περισσότερα:
«Τα λείψανα του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα της Κύπρου», εδώ (όπου και φωτογραφίες),
«Οι τάφοι του αγίου Λαζάρου σε Βηθανία και Λάρνακα. Ο μοναδικός άνθρωπος με δύο τάφους», εδώ (με παραπομπές σε πηγές από το διαδίκτυο, τις οποίες συμβουλευτήκαμε),
«Σάββατο του Λαζάρου – Το θαύμα και η σχέση του αναστημένου Λαζάρου με την Κύπρο», εδώ,
«Ο τάφος του Λαζάρου στη Βηθανία», εδώ (εκεί αναφέρεται ότι στον τάφο του αγίου στη Λάρνακα «βρέθηκαν παλαιοχριστιανικές σαρκοφάγοι, 1ος – 3ος αιώνας μ.Χ.»),
«Ιερός Ναός Αγίου Λαζάρου», στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου, εδώ.
11. Λεπτομέρειες εδώ. Για το ναό του 4ου αιώνα μ.Χ. λεπτομέρειες (με πηγές) εδώ. Ευχαριστούμε τους αδελφούς μας και συνεργάτες στην ΟΟΔΕ Κ.Ν. (αγγλόφωνη ΟΟΔΕ) & Papyrus 52 για τη σημαντική βοήθειά τους στη γενικότερη διερεύνηση των πηγών.
12. Με βάση το ελληνικό στάδιο (182,18 μέτρα) συμπεραίνουμε περίπου 2.732 μέτρα, ενώ με βάση το ρωμαϊκό (το ένα όγδοο του ρωμαϊκού μιλίου, δηλ. 1480:8 = 185 μέτρα), που είναι και πιθανότερο, 2.775 μέτρα. Λεπτομέρειες εδώ) και εδώ.
Παραπομπή στα πλήρη κείμενα των επιστολών του αγίου Ιγνατίου θα βρείτε εδώ.
2. Βλ. σχετικά στα:
«Τα δέκα αρχαιότερα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης», εδώ,
«Ευρετήριο των αρχαιοτέρων χειρογράφων της Καινής Διαθήκης σε κανονική διάταξη (εδώ),
«Τα αρχαία Ελληνικά χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης: Ο πάπυρος P52 (RylandsGreekPapyrus 457)», εδώ.
3. Δε γράφω εδώ ότι απέρριψαν και τα απόκρυφα κείμενα, γιατί τα απόκρυφα ουσιαστικά ποτέ δεν ήταν χριστιανικά βιβλία, αλλά βιβλία των αποκρυφιστών γνωστικών, συνεπώς ήταν αυτονόητο για τους χριστιανούς ότι δεν είναι δικά τους. Σχετικά άρθρα εδώ.
4. Για την όλη συζήτηση σχετικά με το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, την ταυτότητα του συγγραφέα του, την οπτική του και τη σχέση του με τους τρεις άλλους ευαγγελιστές, βλ. αναλυτικά στο βιβλίο του καθηγητή Σάββα Αγουρίδη Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρη 1971, σελ. 142-188.
5. Για την καταστροφή του τόπου (με την πληροφορία ότι ο τάφος «χάθηκε») εδώ. «Ο ναός, που σώζεται μέχρι σήμερα, κτίστηκε πάνω στα ερείπια προϋπάρχουσας παλαιοχριστιανικής βασιλικής η οποία κάλυπτε τον τάφο του Αγίου Λαζάρου», από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου (βλ. παρακάτω, παραπομπή 10). Ο Λέοντας όμως βρήκε μικρό ναό: «Λέγεται πως τα λείψανά του πρωτοανακαλύφθηκαν το 890 μ.Χ. μέσα στο μικρό ναό που υπήρχε τότε» (άρθρο «Οι τάφοι του αγίου Λαζάρου σε Βηθανία και Λάρνακα»). Συνεπώς ο χώρος ακολούθησε μια πορεία γνωστή στον τόπο μας: ο μεγάλος ναός καταστράφηκε και οι χριστιανοί, υπό την αραβική κατοχή, οικοδόμησαν στη θέση του – μάλλον με πέτρες από τα ερείπια – έναν μικρό.
6. Ανδρέα Μιτσίδη, «Ο τάφος και ο ναός του Λαζάρου εν Λάρνακι Κύπρου», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ. 8, Αθήναι 1966, στήλη 61.
7. Με κέντρο τον Ευαγγελισμό Λαγκαδά έχει συσταθεί η «Ομάδα Έρευνας της Αγίας Ζωής και Πορείας του Αγίου & Δικαίου Λαζάρου, Τετραημέρου και Φίλου του Χριστού», μέλη της οποίας έχουν αφιερωθεί σε πολύμοχθη και εμπεριστατωμένη έρευνα για τη ζωή του και την πορεία των ιερών λειψάνων του. Ευχαριστούμε ιδιαίτερα τον ερευνητή κ. Ιωάννη Λένο, μέλος της ομάδας, που με συγκινητική προθυμία μας πρόσφερε εξαιρετική βιβλιογραφική βοήθεια για τη σύνταξη του παρόντος άρθρου.
8. Όπως ο «Φίλιος Κύπριος γένος εκ Σαλαμίνος, υιός Αρίστωνος», που αναφέρεται σε αναθηματικό επίγραμμα από την Πριήνη της Καρίας της Μ. Ασίας, χρονολογούμενο στον 4ο αι. π.Χ.«Το όνομα Φίλιος απαντά συχνά στο Αιγαίο ήδη από τον 4ον αι. π.Χ. (…), αναγράφεται δε και πάνω σε σαρκοφάγο που βρέθηκε στη Λάρνακα, στην περιοχή του αρχαίου Κιτίου, χρονολογούμενη στον 3ον αι. π.Χ.». Αναλυτικά εδώ.
9. Ευχαριστούμε επίσης τη συνάδελφο και φίλη κυρία Σόνια Χριστοδούλου και τον αδελφό της κ. Χριστόδουλο Πουργουρίδη (με την προσπάθεια των οποίων κατέστη δυνατή η επικοινωνία μας με τον π. Σπυρίδωνα), καθώς και την αρχαιολόγο κυρία Άννα Σατράκη, που, με την προθυμία της και το χρόνο που διέθεσε για μας, αποκτήσαμε πρόσβαση στη συνοπτική ανακοίνωση του αρχαιολόγου Βάσσου Καραγεώργη για την ανασκαφή, που δημοσιεύθηκε στο Bulletin de corresp on dance hellénique,volume 97, livraison 2, 1973, σελ. 624 (Vassos Karageorghis, «Chronique des fouilleset dé couvertes archéologiques à Chypreen 1972»). Εκεί αναφέρεται η ανακάλυψη «σαρκοφάγων ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, που είχαν πιθανότατα ξαναχρησιμοποιηθεί κατά την βυζαντινή και μεσαιωνική περίοδο», καθώς και της σαρκοφάγου με την επιγραφή «Φιλίου», με πληροφορίες για το σχήμα και την κατασκευή τους.
10. Πηγές για την ιστορία του ναού του αγίου Λαζάρου και για την ανακομιδή των λειψάνων του επί Λέοντος αποτέλεσαν τα άρθρα, όπου μπορείτε να διαβάσετε και περισσότερα:
«Τα λείψανα του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα της Κύπρου», εδώ (όπου και φωτογραφίες),
«Οι τάφοι του αγίου Λαζάρου σε Βηθανία και Λάρνακα. Ο μοναδικός άνθρωπος με δύο τάφους», εδώ (με παραπομπές σε πηγές από το διαδίκτυο, τις οποίες συμβουλευτήκαμε),
«Σάββατο του Λαζάρου – Το θαύμα και η σχέση του αναστημένου Λαζάρου με την Κύπρο», εδώ,
«Ο τάφος του Λαζάρου στη Βηθανία», εδώ (εκεί αναφέρεται ότι στον τάφο του αγίου στη Λάρνακα «βρέθηκαν παλαιοχριστιανικές σαρκοφάγοι, 1ος – 3ος αιώνας μ.Χ.»),
«Ιερός Ναός Αγίου Λαζάρου», στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου, εδώ.
11. Λεπτομέρειες εδώ. Για το ναό του 4ου αιώνα μ.Χ. λεπτομέρειες (με πηγές) εδώ. Ευχαριστούμε τους αδελφούς μας και συνεργάτες στην ΟΟΔΕ Κ.Ν. (αγγλόφωνη ΟΟΔΕ) & Papyrus 52 για τη σημαντική βοήθειά τους στη γενικότερη διερεύνηση των πηγών.
12. Με βάση το ελληνικό στάδιο (182,18 μέτρα) συμπεραίνουμε περίπου 2.732 μέτρα, ενώ με βάση το ρωμαϊκό (το ένα όγδοο του ρωμαϊκού μιλίου, δηλ. 1480:8 = 185 μέτρα), που είναι και πιθανότερο, 2.775 μέτρα. Λεπτομέρειες εδώ) και εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.