συνέχεια από το Α μέρος
Γράφει ο Θεόδωρος Ρηγινιώτης
4. Οι γυναίκες που άλειψαν τον Κύριο με μύρο
Εδώ
νομίζω ότι είναι σωστό – επειδή έχει σχέση – να προσεγγίσουμε τις
ευαγγελικές διηγήσεις, που αναφέρονται σε μια γυναίκα που άλειψε το σώμα
του Χριστού με μύρο (άρωμα), είτε στην κεφαλή, είτε στα πόδια.
Στα
ευαγγέλια βλέπουμε τρεις τέτοιες διηγήσεις. Μία κοινή στα κατά Ματθαίον
και κατά Μάρκον, μία στο κατά Λουκάν και μία στο κατά Ιωάννην, σύμφωνα
με το οποίο η γυναίκα αυτή ήταν η αγία Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου.
Η πρώτη διήγηση:
Κατά Ματθαίον, 26, 6-16:
Του
δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος του λεπρού, προσήλθεν
αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου, και κατέχεεν επί την
κεφαλήν αυτού ανακειμένου. ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού ηγανάκτησαν
λέγοντες· εις τι η απώλεια αύτη; ηδύνατο γαρ τούτο το μύρον πραθήναι
πολλού και δοθήναι τοις πτωχοίς. γνους δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· τι
κόπους παρέχετε τη γυναικί; έργον γαρ καλόν ειργάσατο εις εμέ. τους
πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε. βαλούσα
γαρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, προς το ενταφιάσαι με
εποίησεν. αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τω
κόσμω, λαληθήσεται και ό εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής. Τότε
πορευθείς είς των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, προς τους
αρχιερείς είπε· τι θέλετέ μοι δούναι, και εγώ υμίν παραδώσω αυτόν; οι δε
έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια. και από τότε εζήτει ευκαιρίαν ίνα αυτόν
παραδώ.
Κατά Μάρκον 14, 3-11:
Και
όντος αυτού εν Βηθανία εν τη οικία Σίμωνος του λεπρού, κατακειμένου
αυτού ήλθε γυνή έχουσα αλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικής πολυτελούς, και
συντρίψασα το αλάβαστρον κατέχεεν αυτού κατά της κεφαλής. ήσαν δε τινες
αγανακτούντες προς εαυτούς λέγοντες· εις τι η απώλεια αύτη του μύρου
γέγονεν; ηδύνατο γαρ τούτο το μύρον πραθήναι επάνω τριακοσίων δηναρίων
και δοθήναι τοις πτωχοίς· και ενεβριμώντο αυτή. ο δε Ιησούς είπεν· άφετε
αυτήν· τι αυτή κόπους παρέχετε; καλόν έργον ειργάσατο εν εμοί. πάντοτε
γαρ τους πτωχούς έχετε μεθ’ εαυτών, και όταν θέλητε δύνασθε αυτούς εύ
ποιήσαι· εμέ δε ου πάντοτε έχετε. ό έσχεν αύτη εποίησε· προέλαβε μυρίσαι
μου το σώμα εις τον ενταφιασμόν. αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το
ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον, και ό εποίησεν αύτη λαληθήσεται
εις μνημόσυνον αυτής. Και Ιούδας ο Ισκαριώτης, είς των δώδεκα, απήλθε
προς τους αρχιερείς ίνα παραδώ αυτόν αυτοίς. οι δε ακούσαντες εχάρησαν,
και επηγγείλαντο αυτώ αργύρια δούναι· και εζήτει πώς ευκαίρως αυτόν
παραδώ.
Η δεύτερη διήγηση (κατά Λουκάν 7, 36-50):
Ηρώτα δε τις αυτόν των Φαρισαίων ίνα φάγη μετ’ αυτού· και εισελθών εις την οικίαν του Φαρισαίου ανεκλίθη. και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός, και επιγνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του Φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου και στάσα οπίσω παρά τους πόδας αυτού κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε, και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω.
Ηρώτα δε τις αυτόν των Φαρισαίων ίνα φάγη μετ’ αυτού· και εισελθών εις την οικίαν του Φαρισαίου ανεκλίθη. και ιδού γυνή εν τη πόλει ήτις ην αμαρτωλός, και επιγνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του Φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου και στάσα οπίσω παρά τους πόδας αυτού κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού τοις δάκρυσι και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμασσε, και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω.
Ιδών
δε ο Φαρισαίος ο καλέσας αυτόν είπεν εν εαυτώ λέγων· ούτος ει ην
προφήτης, εγίνωσκεν αν τις και ποταπή η γυνή ήτις άπτεται αυτού, ότι
αμαρτωλός εστι. και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς αυτόν· Σίμων, έχω σοί
τι ειπείν, ο δε φησι· διδάσκαλε, ειπέ. δύο χρεωφειλέται ήσαν δανειστή
τινι. ο είς ώφειλε δηνάρια πεντακόσια, ο δε έτερος πεντήκοντα. μη
εχόντων δε αυτών αποδούναι, αμφοτέροις εχαρίσατο· τις ουν αυτών, ειπέ,
πλείον αυτόν αγαπήσει;
Αποκριθείς
δε ο Σίμων είπεν· υπολαμβάνω ότι ώ το πλείον εχαρίσατο. ο δε είπεν
αυτώ· ορθώς έκρινας. και στραφείς προς την γυναίκα τω Σίμωνι έφη·
βλέπεις ταύτην την γυναίκα; εισήλθόν σου εις την οικίαν, ύδωρ επί τους
πόδας μου ουκ έδωκας· αύτη δε τοις δάκρυσιν έβρεξέ μου τους πόδας και
ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμαξε. φίλημά μοι ουκ έδωκας· αύτη δε αφ’
ης εισήλθεν ου διέλιπε καταφιλούσά μου τους πόδας. ελαίω την κεφαλήν
μου ουκ ήλειψας· αύτη δε μύρω ήλειψέ μου τους πόδας. ου χάριν λέγω σοι,
αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησε πολύ· ώ δε ολίγον
αφίεται, ολίγον αγαπά. είπε δε αυτή· αφέωνταί σου αι αμαρτίαι. και
ήρξαντο οι συνανακείμενοι λέγειν εν εαυτοίς· τις ούτός εστιν ός και
αμαρτίας αφίησιν; είπε δε προς την γυναίκα· η πίστις σου σέσωκέ σε·
πορεύου εις ειρήνην.
Και η τρίτη διήγηση (κατά Ιωάννην 12, 1-11):
Ο ουν Ιησούς προ εξ ημερών του πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ην Λάζαρος ο τεθνηκώς, ον ήγειρεν εκ νεκρών. εποίησαν ουν αυτώ δείπνον εκεί, και η Μάρθα διηκόνει· ο δε Λάζαρος είς ην των ανακειμένων συν αυτώ. η ουν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού· η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου. λέγει ουν είς εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι· διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ' ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν. είπεν ουν ο Ιησούς· άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε.
Ο ουν Ιησούς προ εξ ημερών του πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ην Λάζαρος ο τεθνηκώς, ον ήγειρεν εκ νεκρών. εποίησαν ουν αυτώ δείπνον εκεί, και η Μάρθα διηκόνει· ο δε Λάζαρος είς ην των ανακειμένων συν αυτώ. η ουν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξε ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού· η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου. λέγει ουν είς εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι· διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, αλλ' ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν. είπεν ουν ο Ιησούς· άφες αυτήν, εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό. τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ' εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε.
Έγνω
ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εστι, και ήλθον ου δια τον
Ιησούν μόνον, αλλ' ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν ον ήγειρεν εκ νεκρών.
εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι
πολλοί δι' αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν.
Αν
διαβάσουμε μαζί την πρώτη και την τρίτη διήγηση, νομίζω ότι θα
διαπιστώσουμε ότι ταυτίζονται. Ιδού τα κοινά σημεία και οι διαφορές
τους:
Κοινά
σημεία: (α) τα επεισόδια συμβαίνουν στη Βηθανία, (β) σχετίζονται
χρονικά με την άφιξη του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, που κατέληξε στη σταύρωσή
του, (γ) από πλευράς των μαθητών του προκαλείται «γογγυσμός» (γκρίνια)
για την άσκοπη δαπάνη, με το ίδιο επιχείρημα, (δ) η τιμή του μύρου στο
κατά Μάρκον και το κατά Ιωάννην εκτιμάται σε τριακόσια δηνάρια, το δε
μύρο προσδιορίζεται με τον ίδιο τρόπο ως μύρο «νάρδου πιστικής
πολυτελούς» ή «πολυτίμου», (ε) η απάντηση του Ιησού είναι στην ουσία η
ίδια και στις δύο περιπτώσεις.
Διαφορές:
(α) στην πρώτη διήγηση το συμβάν γίνεται μετά τη θριαμβευτική είσοδο
του Ιησού στα Ιεροσόλυμα (βαϊοφόρο), ενώ στη δεύτερη αμέσως πριν, (β)
στην πρώτη διήγηση η γυναίκα άδειασε το μύρο στην κεφαλή του Χριστού,
ενώ στη δεύτερη άλειψε τα πόδια του και τα σκούπισε με τα μαλλιά της,
(γ) στην πρώτη διήγηση ο γογγυσμός φαίνεται να προέρχεται γενικά από
τους μαθητές (ή από «τινάς» των παρευρισκομένων κατά το Μάρκο), ενώ ο
Ιωάννης τον καταλογίζει συγκεκριμένα στον Ιούδα τον Ισκαριώτη.
Κατά
τη γνώμη μου, τα κοινά στοιχεία είναι πολύ ισχυρότερα από τις διαφορές
και μας επιτρέπουν να ταυτίσουμε τις δύο διηγήσεις. Οι διαφορές είναι
τέτοιες, που δεν αλλάζουν την ουσία· δεν είναι μάλιστα ασυνήθιστο στα
τέσσερα ευαγγέλια διηγήσεις των ίδιων γεγονότων να διαφέρουν στις
λεπτομέρειες (για το θέμα αυτό, παρακαλώ, δείτε εδώ).
Δεν αποκλείεται εξάλλου κάποιες να είναι συμπληρωματικές: η γυναίκα
ίσως έβαλε μύρο και στην κεφαλή και στα πόδια του Ιησού, ο δε γογγυσμός
πιθανόν έγινε και από τον Ιούδα και από άλλους, αλλά ο Ιωάννης
επισημαίνει τον Ιούδα επειδή αμέσως μετά επρόκειτο να προδώσει. Πιθανόν
όμως ο γογγυσμός να έγινε μόνο από τον Ιούδα ή κυρίως από αυτόν και οι
δύο πρώτοι ευαγγελιστές χρησιμοποιούν ως τρόπο του λέγειν μια γενικόλογη
έκφραση (έχει γραφτεί και ότι το έκαναν από λεπτότητα, για να μην
κατονομάσουν τον Ιούδα, ενώ εκείνος ήταν που διαμαρτυρήθηκε – ή, το
πιθανότερο, δυσανασχέτησε εσωτερικά).
Όπως
και να έχει, τα κοινά στοιχεία είναι τέτοια που μας επιτρέπουν να
θεωρήσουμε ότι οι δύο διηγήσεις ταυτίζονται και ότι η πρωταγωνίστρια του
επεισοδίου είναι η αγία Μαρία. Το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο γράφει ότι
«εποίησαν ουν αυτώ δείπνον εκεί» (στη Βηθανία) «και η Μάρθα διηκόνει· ο
δε Λάζαρος είς ην των ανακειμένων συν αυτώ» (στίχ. 3). Ο άγιος Λάζαρος
λοιπόν ήταν «ένας από τους καθισμένους στο δείπνο μαζί με τον Κύριο»,
πράγμα που μάλλον προϋποθέτει ότι δεν συνέβη στο σπίτι του. Η αγία Μάρθα
«διηκόνει» (φρόντιζε, «υπηρετούσε»), χωρίς απαραίτητα να ήταν το σπίτι
της. Γνωρίζουμε και από τα δικά μας χωριά ότι στις παραδοσιακές
κοινωνίες οι γυναίκες, καλεσμένες σε φιλικά σπίτια, δεν κάθονταν στο
τραπέζι, αλλά βοηθούσαν τη νοικοκυρά στην περιποίηση των (ανδρών)
συνδαιτυμόνων. Το σπίτι λοιπόν, στο οποίο συνέβη το επεισόδιο, ήταν
προφανώς του Σίμωνα του Λεπρού.
Η
δεύτερη διήγηση της γυναίκας με το μύρο (Λουκ. 7, 36-50) έχει κοινά
στοιχεία με τις άλλες δύο (α) το γενικό πλαίσιο: ο Χριστός είναι
καλεσμένος σε δείπνο και μια γυναίκα φέρνοντας ακριβό μύρο έρχεται να
τον τιμήσει μυρώνοντάς τον, και (β) το όνομα του οικοδεσπότη, Σίμων (που
είναι ωστόσο συνηθισμένο στους Ιουδαίους και πολλοί Σίμωνες ή –
ελληνιστί – Συμεώνες αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη, π.χ. ο Σίμων
Πέτρος, ο Σίμων ο Κανανίτης, ο Συμεών ο Θεοδόχος στην υπαπαντή του
Χριστού, ο Σίμων ο Κυρηναίος, ο Σίμων ο Μάγος, ο Συμεών Νίγερ, Πράξ. 13,
1). Έχει όμως διαφορές (α) ότι η γυναίκα ήταν αμαρτωλή και προσήλθε
κλαίουσα για τις αμαρτίες της, (β) ότι η αντίρρηση προήλθε από τον
οικοδεσπότη, όχι από τους αποστόλους, και είχε εντελώς διαφορετική
αιτιολόγηση, (γ) ότι εξίσου διαφορετική ήταν και η απάντηση του Κυρίου
προς αυτόν, (δ) ότι το συμβάν καταλήγει σε διάλογο του Κυρίου με τη
γυναίκα, στον οποίο συγχωρεί τις αμαρτίες της, επαινεί την πίστη της και
την απολύει εν ειρήνη, (ε) ότι το συμβάν φαίνεται να έγινε πολύ πριν το
Πάθος του Χριστού: περιγράφεται μόλις στο κεφάλαιο 7 του κατά Λουκάν
ευαγγελίου, ενώ η είσοδος στα Ιεροσόλυμα αναφέρεται στο κεφάλαιο 19.
Καταφανώς, όπως νομίζω, δεν είναι το ίδιο περιστατικό.
Η
διήγηση αυτή έχει κοινό σημείο με του κατά Ιωάννην ότι το μύρο
αλείφθηκε στα πόδια του Κυρίου και όχι στην κεφαλή του και η γυναίκα το
σκούπισε με τα μαλλιά της, αλλά οι διαφορές των δύο διηγήσεων είναι
αγεφύρωτες, ώστε δε νομίζω πως υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα ταύτισης.
Ο
ευαγγελιστής Ιωάννης μας δίνει και μια εσωτερική μαρτυρία για τη
συμμετοχή της Μαρίας στη διήγηση των προγενέστερων ευαγγελιστών.
Εισάγοντάς την στην ιστορία, ένα κεφάλαιο πριν, τη συστήνει λέγοντας:
«ην δε Μαρία η αλείψασα τον Κύριον μύρω και εκμάξασα τους πόδας αυτού
ταις θριξίν αυτής, ης ο αδελφός Λάζαρος ησθένει» (Ιω. 11, 2). Όμως το
συμβάν με το μύρο το αφηγείται αργότερα, στο επόμενο κεφάλαιο. Τι νόημα
έχει λοιπόν αυτή η επεξήγηση, που προϋποθέτει ότι οι αναγνώστες του
γνώριζαν το συμβάν; Έχει νόημα, αν θεωρήσουμε ότι εννοεί το επεισόδιο
που αφηγούνται οι προγενέστεροι ευαγγελιστές, διορθώνοντας όμως τη
λεπτομέρεια για το πώς μυρώθηκε ο Κύριος – επαναλαμβάνω, από την αφήγηση
του συμβάντος που ακολουθεί είναι φανερό ότι ταυτίζεται με τη διήγηση
των ευαγγελιστών Ματθαίου και Μάρκου, αλλά όχι με του Λουκά.
5. Ο πτωχός Λάζαρος του κατά Λουκάν και ο αναστάς Λάζαρος του κατά Ιωάννην
Μια
τελευταία αντίρρηση προς την αξιοπιστία της διήγησης για την ανάσταση
του Λαζάρου έρχεται από την παράλληλη εξέτασή της με την παραβολή του
πλούσιου και του φτωχού Λάζαρου, που βρίσκουμε στο κατά Λουκάν 16,
19-31. Στην υπόθεση αυτής της παραβολής, ένας φτωχός, καταπληγιασμένος
ζητιάνος, ονόματι Λάζαρος, προσπαθεί να χορτάσει την πείνα του με τα
ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι ενός ανάλγητου πλουσίου (ο οποίος
αφήνεται ανώνυμος, για να φανεί πως τα πλούτη και η μεγαλομανία του
είχαν στερήσει την ανθρωπιά του, όπως λένε οι ερμηνευτές). Όταν
πεθαίνουν, ο πλούσιος έρχεται στην κόλαση, ενώ ο Λάζαρος αναπαύεται στην
αγκαλιά του Αβραάμ.
Μετά
από μια συζήτηση για τη σωτηρία και την απώλεια και το μεταξύ τους
χάσμα, ο πλούσιος παρακαλεί τον Αβραάμ να στείλει το Λάζαρο πίσω στη γη,
για να προειδοποιήσει τους πέντε αδελφούς του πλουσίου, ώστε ν’
αλλάξουν τρόπο ζωής και να μην καταλήξουν κι εκείνοι στην ίδια μοίρα. Ο
Αβραάμ όμως αρνείται και απαντά πως, αν οι άνθρωποι δεν πείθονται από τα
λόγια του Μωυσή και των προφητών για να ζήσουν μια ηθική ζωή, ακόμη κι
ένας νεκρός αν αναστηθεί, δεν θα τον πιστέψουν.
Έχει
εκφραστεί λοιπόν η γνώμη πως η διήγηση της ανάστασης του Λαζάρου δεν
είναι τίποτε άλλο, παρά μια ανατροπή, από πλευράς του ευαγγελιστή
Ιωάννη, εκείνου που έχει γράψει νωρίτερα ο Λουκάς. Κατ’ αυτόν, θα ήταν
ανώφελη η ανάσταση του Λαζάρου για την πίστη και τη μετάνοια των
ανθρώπων, κι έτσι το ενδεχόμενο επιστροφής του στη ζωή ματαιώνεται. Κατά
τον Ιωάννη όμως, η ανάσταση του δικού του Λαζάρου πραγματοποιείται και
αποδεικνύεται αποτελεσματική, αφού οι «θεασάμενοι ά εποίησεν ο Ιησούς,
επίστευσαν εις αυτόν», «πολλοί δι' αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και
επίστευον εις τον Ιησούν» (Ιω. 11, 45 και 12, 11).
Η
απάντηση σ’ αυτόν τον προβληματισμό είναι η εξής: εκτός από το
προφανές, ότι το ιστορικό των δύο προσώπων είναι εντελώς διαφορετικό και
ότι ο πτωχός Λάζαρος δεν παρουσιάζεται ως πραγματικό πρόσωπο, αλλά
είναι χαρακτήρας παραβολής (φανταστικής ιστορίας, που αφηγήθηκε ο
Ιησούς, για να οδηγήσει τους ακροατές του σ’ ένα συμπέρασμα), ενώ ο
αναστάς Λάζαρος είναι πραγματικό πρόσωπο και μάλιστα ιστορικά
τεκμηριωμένο, υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο πολύ σημαντικό: ότι ποτέ οι
χριστιανοί δεν εξέλαβαν έτσι το νόημα των δύο αυτών διηγήσεων.
Αν
δηλαδή δεχτούμε αυτή την υπόθεση, πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι ίδιοι
οι χριστιανοί, απ’ αρχής μέχρι τέλους της ιστορίας τους, δεν κατάλαβαν
τι ήθελε να τους πει το ίδιο το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η πίστη τους
και το οποίο – πάντα κατά την ίδια υπόθεση – οι διδάσκαλοι της
κοινότητάς τους συνέταξαν κατά φαντασίαν για να τους διδάξουν. Αν ήταν
έτσι, θα υπήρχαν Πατέρες της Εκκλησίας ή έστω πρωτοχριστιανοί συγγραφείς
που, βλέποντας ότι κανείς δεν καταλαβαίνει, θα ξεκαθάριζαν τα πράγματα.
Ένα κωδικοποιημένο μήνυμα τοποθετείται σ’ ένα βιβλίο για να κατανοηθεί
από τους αποδέκτες του. Αν κανείς δεν το κατάλαβε και αν κανείς δεν
καθοδήγησε τους άλλους να το καταλάβουν (ούτε οι πιο «συστημικοί», ας το
θέσω έτσι, ηγέτες της Εκκλησίας), τότε ίσως πρέπει να υποπτευθούμε ότι
δεν υπάρχει μυστικό μήνυμα, αλλά απλή παράθεση γεγονότων. Τέλος, αν το
κατά Ιωάννην εξέφραζε μιαν απόκλιση ή μια εναντίωση προς τα άλλα και γι’
αυτό δεν καθοδήγησε κανείς τους πιστούς να το καταλάβουν, είναι βέβαιο
πως θα είχε εξοβελιστεί από τον κανόνα της Καινής Διαθήκης ή μάλλον δεν
θα είχε πλησιάσει καν στην αποδοχή. Είδαμε όμως πόσο σημαντικό θεωρήθηκε
και πόσο θερμά οι χριστιανοί συγγραφείς από τον 2ο κιόλας αιώνα
αξιοποίησαν τη διδασκαλία του στο διάλογό τους και με τα ίδια τα μέλη
της κοινότητάς τους και με τους έξω.
6. Η σιωπή των συνοπτικών ευαγγελίων
Το
κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, ως γνωστόν, παραδέχεται πως υπήρξαν πράξεις και
λόγια του Ιησού που δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτό (Ιω. 21, 25). Προφανώς
το ίδιο ισχύει και για συνοπτικά ευαγγέλια, δεδομένου μάλιστα ότι
περιέχουν και επεισόδια ή διδασκαλίες του Χριστού, που αναφέρονται μόνο
σε ένα ή σε δύο από αυτά. Ασφαλώς συνέβησαν κι άλλα που δεν αναφέρονται
καθόλου από τους συνοπτικούς ευαγγελιστές και ως τέτοια θεώρησαν οι
χριστιανοί από την αρχή όσα αφηγείται μόνο το κατά Ιωάννην.
Ας
σημειώσουμε ότι από τα επτά θαύματα του Χριστού, που αφηγείται ο
ευαγγελιστής Ιωάννης, δύο μόνον έχει κοινά με τους συνοπτικούς, τον
πολλαπλασιασμό των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων και το περπάτημα πάνω
στα νερά (Ιω. 6, 1-21). Τα άλλα πέντε αναφέρονται μόνο στο κατά Ιωάννην,
μεταξύ των οποίων και η ανάσταση του Λαζάρου [13],
ενώ ο Ιωάννης δεν αφηγείται κανένα από τα υπόλοιπα θαύματα που
διηγούνται οι συνοπτικοί, παρότι καταθέτει ότι ο Κύριος πραγματοποίησε
πολλά θαύματα, π.χ. Ιω. 2, 23 και 3, 1-2.
Όμως
η ανάσταση του Λαζάρου δεν ήταν γεγονός τέτοιας σημασία, που θα ήταν
εύλογο να το καταγράψουν και οι πρώτοι τρεις ευαγγελιστές; Να το
αγνοούσαν είναι απίθανο. Πώς είναι δυνατόν να το αποσιώπησαν, αφού
μάλιστα οι Ματθαίος και Μάρκος κατέγραψαν το συμβάν με το μύρο στη
Βηθανία, που κατά τη γνώμη μου, όπως είπα, συνδέεται άμεσα με αυτήν;
Η
αποσιώπηση της ανάστασής του από τα συνοπτικά ευαγγέλια ίσως
σχετίζεται, με τρόπο που σήμερα δεν υποπτευόμαστε, με την ιδιαίτερη
οπτική του έργου του Ιησού Χριστού, που ήθελε να φωτίσει ο καθένας
ευαγγελιστής, ή με το κοινό, στο οποίο απευθυνόταν:
«Διά
τους συγγραφείς των τεσσάρων Ευαγγελίων… έν θαύμα, εις το βάθος του,
δεν είναι περισσότερον μεγάλον από έν έτερον, που εξωτερικώς δεν είναι
εντυπωσιακόν! Καθ’ έκαστον, τα θαύματα του Χριστού, εις τους οφθαλμούς
των Ευαγγελιστών, ήσαν έργα μιας και της αυτής δημιουργού θείας
Δυνάμεως! Οιονδήποτε δε αυτών ανεξαιρέτως και απολύτως, έχει, δι’
αυτούς, την αυτήν αποδεικτικήν δύναμιν, ίνα κατάδειξη την θείαν του
Ιησού Χριστού προέλευσιν και αποστολήν.
Οι
Συνοπτικοί Ευαγγελισταί έχουν εκθέσει ιδίως τα θαύματα, τα οποία
ετέλεσεν ο Ιησούς εν Γαλιλαία. Η νεκρανάστασις του Λαζάρου δεν εθεωρήθη
ανώτερόν τι, των νεκραναστάσεων της θυγατρός του Ιαείρου και του υιού
της χήρας της Ναΐν, τα οποία ο Ιησούς ετέλεσεν εν Γαλιλαία, ώστε να
θεωρήσουν, ότι δεν έπρεπε να παραλείψουν… να μνημονεύσουν και έν θαύμα,
το οποίον ετέλεσεν προ των θυρών της Ιερουσαλήμ» (Ευθυμίου Ελ.
Ελευθεριάδου, ό.π., σελ. 255-256).
Ίσως
πάλι η εξήγηση να είναι πολύ απλή, όπως για παράδειγμα ότι, δεδομένου
ότι τα τρία ευαγγέλια γράφτηκαν ενώ ζούσε ακόμη ο άγιος Λάζαρος (πριν το
63 μ.Χ., όπως τεκμηριώνεται από το χρονικό σημείο, όπου διακόπτεται η
διήγηση των Πράξεων των αποστόλων), πιθανόν να ήταν επιθυμία του ίδιου
να μην περιληφθεί στην αφήγηση – ή από ταπείνωση ή από ανησυχία για τις
αδελφές του, που θα είχαν μείνει στην Παλαιστίνη και, αν επανερχόταν η
συζήτηση για την ανάστασή του, θα κινδύνευαν από το φανατισμό των
Ιουδαίων, όπως είχε κινδυνεύσει και ο ίδιος [14].
Ο φανατισμός αυτός δεν ήταν ακίνδυνος, διότι (εκτός από τα πρώιμα
θύματά του, όπως ο πρωτομάρτυρας Στέφανος και οι χριστιανοί που είχε
συλλάβει αρχικά ο Σαούλ) θύμα του έπεσε παρολίγον και ο ίδιος ο Σαούλ,
όταν ήταν πλέον ο απόστολος Παύλος (π.χ. Πράξεις 9, 23-25. 21, 31-32.
23, 12-14), αλλά και ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, που δολοφονήθηκε κατ’
εντολήν του Μεγάλου Συνεδρίου από μερίδα ιουδαϊκού όχλου το 62 μ.Χ. [15].
Γι’ αυτό ίσως, εξάλλου, στο επεισόδιο με το μύρο, στο σπίτι του Σίμωνα
του Λεπρού, δεν κατονομάστηκε η αγία Μαρία, αλλά αναφέρθηκε αόριστα ως
«μια γυναίκα».
Συνεπώς
η ανάσταση του Λαζάρου είναι μια διήγηση που περιλαμβάνεται σ’ ένα
βιβλίο αποδεκτό ως αξιόπιστο και θεμελιώδες από την αρχή του
χριστιανισμού, γραμμένο από έναν άνθρωπο εκτιμώμενο απ’ όλους ως έντιμο
και έγκυρο αυτόπτη μάρτυρα του Ιησού Χριστού. Πρωταγωνιστεί ένα πρόσωπο
ιστορικά τεκμηριωμένο (που η αρχαία επιγραφή στη λάρνακα του τάφου του
συμφωνεί με την ευαγγελική διήγηση), τοποθετείται συγκεκριμένα σ’ ένα
χωριό ακριβώς δίπλα στα Ιεροσόλυμα και εμπλέκεται σ’ αυτήν επώνυμα μια
γνωστή οικογένεια υποστηρικτών του Ιησού. Όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου,
δημιουργούν ένα υπόβαθρο αξιοπιστίας που υπερβαίνει κατά πολύ την άποψη
ότι πρέπει να απορρίψουμε την ιστορία ασυζητητί.
Αναρωτιόμουν
πώς να κλείσω το παρόν άρθρο… Μάλλον ο καλύτερος τρόπος είναι η
απάντηση του Ιησού Χριστού σε μια πονεμένη γυναίκα, αλλά και προς κάθε
γυναίκα – και άντρα – που έχει χάσει τον άνθρωπό του: «εγώ ειμί η
ανάστασις και η ζωή. ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και πας ο
ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιω. 11, 25-26).
Σημειώσεις (Β μέρους)
13.
Τα άλλα τέσσερα είναι η μεταβολή του νερού σε κρασί στο γάμο της Κανά
(Ιω. 2, 1-11) και οι θεραπείες του γιου του βασιλικού (4, 46-54), του
παραλύτου (5, 1-15) και του εκ γενετής τυφλού (κεφ. 9). Βλ. και Σ.
Αγουρίδη, ό.π., σελ. 151.
14. Βλ. και Ευθυμίου Ελ. Ελευθεριάδου, ό.π., σελ. 259-261: «Τα περί της εγέρσεως του Λαζάρου οι Συνοπτικοί Ευαγγελισταί αποσιωπούν, διότι πιθανόν, όταν αυτοί έγραφον, ο Λάζαρος έζη ακόμη, και ήτο γνωστός, επί πλέον δε και μισητός εις τους Αρχιερείς και λοιπούς Άρχοντας των Ιουδαίων, οίτινες “εβουλεύσαντο ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί, δι’ αυτόν, υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν” (Ίω. 12, 10 εξ.)... Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης έγραψε το Ευαγγέλιόν του, μετά τον θάνατον, εν Λάρνακι της Κύπρου, του Λαζάρου, τοποθετούμενον εις το 63 μ.Χ.».
15. «…Το θέμα διά την Ιουδαϊκήν ηγεσίαν είχεν, ως είπομεν, εθνικάς διαστάσεις, ουχί απλώς θρησκευτικάς. Διό και το 62 μ.Χ., μετά τον αιφνίδιον θάνατον του Ρωμαίου Επιτρόπου Πορκίου Φήστου και προ της αφίξεως του αντικαταστάτου του Αλβίνου, ο αρχιερεύς Άνανος, υιός του πρώην αρχιερέως Άννα, … συνεκάλεσε το Μ. Συνέδριον και επέτυχε την καταδίκην του Ιακώβου εις θάνατον. Η ποινή εξετελέσθη αμέσως με την δικαιολογίαν του επείγοντος, παρά την μη επικύρωσίν της υπό του Ρωμαίου Επιτρόπου, απουσιάζοντος. Βεβαίως, ο Αλβίνος, ελθών εις την Ιουδαίαν εξεδίωξε τον Άνανον από το αρχιερατικόν αξίωμα, αλλ' ήτο πλέον πολύ αργά. Τον Ιάκωβον διεδέχθη εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας ο αδελφός του Συμεών (πρβλ. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. Δ, 22,4, και Β, 23. Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχ. 20,1)», Χρήστου Βούλγαρη, «Η άνοδος Ιακώβου του Αδελφοθέου εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας», από το: Ιστορία της αρχεγόνου Αποστολικής Εκκλησίας 33-70 μ.Χ., Αθήναι 2012, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, σελ. 145-156. Αναδημοσίευση από εδώ.
14. Βλ. και Ευθυμίου Ελ. Ελευθεριάδου, ό.π., σελ. 259-261: «Τα περί της εγέρσεως του Λαζάρου οι Συνοπτικοί Ευαγγελισταί αποσιωπούν, διότι πιθανόν, όταν αυτοί έγραφον, ο Λάζαρος έζη ακόμη, και ήτο γνωστός, επί πλέον δε και μισητός εις τους Αρχιερείς και λοιπούς Άρχοντας των Ιουδαίων, οίτινες “εβουλεύσαντο ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί, δι’ αυτόν, υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν” (Ίω. 12, 10 εξ.)... Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης έγραψε το Ευαγγέλιόν του, μετά τον θάνατον, εν Λάρνακι της Κύπρου, του Λαζάρου, τοποθετούμενον εις το 63 μ.Χ.».
15. «…Το θέμα διά την Ιουδαϊκήν ηγεσίαν είχεν, ως είπομεν, εθνικάς διαστάσεις, ουχί απλώς θρησκευτικάς. Διό και το 62 μ.Χ., μετά τον αιφνίδιον θάνατον του Ρωμαίου Επιτρόπου Πορκίου Φήστου και προ της αφίξεως του αντικαταστάτου του Αλβίνου, ο αρχιερεύς Άνανος, υιός του πρώην αρχιερέως Άννα, … συνεκάλεσε το Μ. Συνέδριον και επέτυχε την καταδίκην του Ιακώβου εις θάνατον. Η ποινή εξετελέσθη αμέσως με την δικαιολογίαν του επείγοντος, παρά την μη επικύρωσίν της υπό του Ρωμαίου Επιτρόπου, απουσιάζοντος. Βεβαίως, ο Αλβίνος, ελθών εις την Ιουδαίαν εξεδίωξε τον Άνανον από το αρχιερατικόν αξίωμα, αλλ' ήτο πλέον πολύ αργά. Τον Ιάκωβον διεδέχθη εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας ο αδελφός του Συμεών (πρβλ. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. Δ, 22,4, και Β, 23. Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχ. 20,1)», Χρήστου Βούλγαρη, «Η άνοδος Ιακώβου του Αδελφοθέου εις την ηγεσίαν της Εκκλησίας», από το: Ιστορία της αρχεγόνου Αποστολικής Εκκλησίας 33-70 μ.Χ., Αθήναι 2012, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, σελ. 145-156. Αναδημοσίευση από εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.