Σελίδες

21 Νοεμβρίου 2021

Η «σπηλιά» του Μακρυγιάννη (Α μέρος)

Γράφει η Κατερίνα Σολακάκη, φιλόλογος.
 
Η αναγκαιότητα της ησυχίας, η οποία πάντα συνοδεύει την εξεταστική των παιδιών μου, ώθησε τα βήματά μου, ένα ζεστό μεσημέρι του Ιουλίου του 2019, για πολλοστή φορά, στον αγαπημένο τόπο κατά τα διαστήματα των τελευταίων χρόνων που παρεπιδημώ στην Αθήνα· στον κήπο και στη «σπηλιά» του οπλαρχηγού της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Ιωάννη Μακρυγιάννη (1797-1864), στο χώρο του αρχαίου Ολυμπιείου, ο οποίος συνόρευε με το σπίτι και το περιβόλι του. Ίσως, επειδή το σπίτι έχει πια κατεδαφιστεί και ο κήπος χαθεί, βορά στην αδηφάγο ανάπτυξη, το ενδιαφέρον μου ήταν πάντα επικεντρωμένο στον εντοπισμό της «σπηλιάς», η οποία είναι θαμμένη στη δυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες και τις διαμαρτυρίες των ανθρώπων που πρόλαβαν να τη δουν, πριν καλυφθεί από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, εδώ και 120 περίπου χρόνια. Το μεσημέρι αυτό, η μυστική μου ευχή να βγει ξανά στο φως, πραγματοποιήθηκε με ένα ιδιαίτερα θαυμαστό τρόπο, αφού η παρουσία μου εκεί συνέβαλε στην ταύτιση της θολωτής κατασκευής, την οποία είχε αποκαλύψει η σκαπάνη της κας Νίκης Σακκά, αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών, με τη «σπηλιά» του Μακρυγιάννη.
 
Η μελέτη αυτή, η οποία συντάχθηκε με την προτροπή της, ώστε να παρουσιαστεί τεκμηριωμένα η χρήση του χώρου αυτού από τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, βασίστηκε κυρίως στις πρωτογενείς πηγές, δηλαδή στα χειρόγραφα του Μακρυγιάννη και στα σχόλια των εκδοτών τους. Θα εκπληρώσει δε ουσιαστικότερα το σκοπό της, αν φανεί χρήσιμη στους σύγχρονους μελετητές, στους εκπαιδευτικούς όπως και στους μαθητές. Ως καθηγήτρια, ερχόμενη καθημερινά σε επαφή με τη νέα γενιά στις αίθουσες διδασκαλίας, διαπιστώνω, ολοένα και περισσότερο, πόσο αναγκαία είναι σήμερα η επαφή των νέων ανθρώπων με τις αξίες που βίωσαν οι πρόγονοί μας και οι οποίες τους ώθησαν να δημιουργήσουν αξιόλογο διαχρονικά πολιτισμό. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διατηρούνται και να αναδεικνύονται στη διαχρονικότητά τους οι χώροι και τα αντικείμενα που συνδέονται με αυτούς, στην προκειμένη περίπτωση «η σπηλιά» του Μακρυγιάννη, διότι έτσι παραμένουν διαχρονικά και τα πρότυπα που εκείνοι αποτελούν και προβάλλουν.  
 
Η κάρτα της ελευθέρας εισόδου μου, ως εκπαιδευτικού, μου επιτρέπει να μπαινοβγαίνω στον αρχαιολογικό χώρο σαν στο σπίτι μου. Έτσι νιώθω, καθώς περιδιαβάζοντας στο χώρο, αναπλάθω με τη φαντασία μου τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη δυτική πλευρά του ναού, η οποία συνόρευε με το περιβόλι του στρατηγού Μακρυγιάννη. Ο διορισμός του ως Πολιτάρχη των Αθηνών, τον Ιανουάριο του 1823, είναι η αρχή της σχέσης του, εικοσιεξάχρονου τότε, με την πολιτεία των Αθηναίων:  
 
Κοινῇ γνώμῃ διορίζονται οἱ Κύριοι Σπυρίδων Πατούσας καί Μακρυγιάννης μέ ἑξῆντα ἀνθρώπους ἀχωρίστως νά καθίσωσιν εἰς τήν κοινήν πόρταν ἐπιστάται κατά τήν συνήθειαν καί νά ἐπαγρυπνῶσιν εἰς τήν φύλαξιν τῶν νόμων καί εὐταξίαν τῆς πόλεως […] ἐσφραγισμένα τῇ κοινῇ σφραγίδι καί ὑπογεγραμμένα. Ἐν Ἀθήναις τῇ 1ῃ Ἰανουαρίου 1823. Οἱ Ἔφοροι Ἀθηνῶν. (Βλαχογιάννης, 1907: Α΄, 3-5)  
 
Η σχέση αυτή θα σφραγιστεί με τα σοβαρά τραύματα που θα λάβει κατά τη διάρκεια της υπεράσπισης του κάστρου των Αθηνών από την πολιορκία των δυνάμεων του Κιουταχή (1826-1827), θα γίνει δε καθολικότερη και μονιμότερη, όταν κατά το 1827, ενώ ο Κιουταχής έχει υπό την κατοχή του την Αθήνα, θα αγοράσει μια έκταση εκτός του τείχους των Αθηνών, δίπλα στο ναό του Ολυμπίου Διός. Βαθιά απογοητευμένος από την πολιτική και στρατιωτική κατάσταση, το 1833 θα εγκατασταθεί στην Αθήνα, την ιδιαίτερη πατρίδα της γυναίκας του Αικατερίνης Σκουζἐ, όπου θα χτίσει το σπίτι του και θα φυτέψει το περιβόλι του. 
 

Εικόνα 1: Το ιστορικό σπίτι και ο κήπος του Μακρυγιάννη διακρίνονται πίσω από τον πεσμένο κίονα του ναού του Ολυμπίου Διός. (Granges, 1869)  
 
Ο ανευρετής και πρώτος εκδότης των απομνημονευμάτων και των αρχείων του αγωνιστή, Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945), δεν αφήνει πολλά περιθώρια στη φαντασία, καθώς παρουσιάζει με γλαφυρότητα και ενάργεια τον ιστορικό αυτό τόπο, βάσει των μελετών του στα αρχεία του Μακρυγιάννη και άλλων αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης:  
 
Τότε ὁ Μακρυγιάννης ἐν μέσῳ τῆς βαθείας μελαγχολίας αὐτοῦ, ἀναλογιζομένου τά παρελθόντα καί ἀποβλέποντα πρός τήν παροῦσαν ἀθλιότητα, ἤρξατο νά φροντίζῃ τά περί ἑαυτοῦ καί τῆς οἰκογενείας, κτίζων οἰκίαν, τήν πρώτην ἥτις σώζεται ἔτι παραπλεύρως τῆς νεωτέρας. Συγχρόνως ἐπεδόθη εἰς τήν καλλιέργειαν τοῦ συνεχόμενου ἀγροῦ, φυτεύσας ἄμπελον καί ποικίλα δένδρα, περιφράξας δέ τόν καλλιεργούμενον τόπον. Ὁ ἱστορικός οὗτος κῆπος τοῦ Μακρυγιάννη διά τῆς φιλοπονίας καί φιλοκαλίας αὐτοῦ ἀνεπτύχθη θαυμασίως κατ᾿ ὀλίγον, ὑπῆρξε δέ διά τόν πολυπαθῆ ἀγωνιστήν ὄχι μόνον τερπνή ἐνασχόλησις, καί παρηγορίας καί ἀναψυχῆς καταφύγιον, ἀλλά καί ἐντευκτήριον […] τῶν ἐπισήμων ἀνδρῶν τῶν χρόνων ἐκείνων, πολιτικῶν καί στρατιωτικῶν, φίλων τοῦ Μακρυγιάννη. Πρός δυσμάς ὡρίζετο ὁ πολυανθής οὗτος καί πολύκαρπος παράδεισος ὑπό τῆς οἰκίας τοῦ Στρατηγοῦ, πρός βορρᾶν ὐπό τοῦ σωζομένου μέχρις ἐσχάτων τείχους τῆς πόλεως, κτισθέντος ὑπό τοῦ τυράννου Χασεκῆ, πρός ἀνατολάς ὑπό τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τοῦ ναοῦ τοῦ Ολυμπίου Διός, περιλαμβάνων καί τά κάτωθεν αὐτοῦ ὑπάρχοντα δύο θολωτά σπήλαια, σωζόμενα καί σήμερον, πρός μεσημβρίαν δέ ἀτραποῦ, ὅπου ἡ ὁδός Ἀθαν. Διάκου. Το πρῶτον τῶν δύο ἐκείνων σπηλαίων (ἐπί τῆς ἀρχῆς νῦν τῆς λεωφόρου Συγγροῦ) εἶχε διασκευάσῃ ὁ Μακρυγιάννης εἰς εὐάρεστον διαμονήν. (Βλαχογιάννης, 1907: Α΄, νθ’) […] οὐχί μόνον κατά τό θέρος ἀλλά καί τόν χειμῶνα. Το ἐσώτερον αυτῆς μέρος, κλειόμενον διά θύρας καί φωτιζόμενον ὑπό δύο μικρῶν παραθύρων, χρησιμεύει ὡς ἀποθήκη, τό δέ πρόσθιον μετά τοῦ ἔξω αὐτοῦ πεζουλίου, τῆς κληματαριᾶς καί τοῦ πέριξ ἀνθῶνος εἶναι τό καλογηρικόν τρόπον τινά κελλίον τοῦ γέροντος ἀγωνιστοῦ. (Βλαχογιάννης, 1907: Α΄, οε΄) 
 
Ἐν αὐτῷ δέ καθήμενος, έξηπλωμένος ἐπί σιντζαντέ, ἀνεπαύετο ἐκ τῶν κόπων καί τοῦ καύσωνος, ἐρρέμβαζεν ἀναπολῶν τάς παρελθούσας περιπετείας αὐτοῦ καί παρεδίδετο εἰς τήν ἐκ τῶν ανοιγομένων πληγῶν καί τῶν νόσων ἀπελπισίαν· ἐν ἡμέραις δέ ψυχικῆς γαλήνης συνέγραφε τά Ἀπομνημονεύματα αὐτοῦ. Ἑκάστην πρώτην τοῦ Μαῒου ὁ δροσερός κῆπος ἐπληροῦτο ἀνθρώπων, εἰς οὕς ὁ φιλόξενος ἄν καί πτωχός Μακρυγιάννης παρεῖχε πᾶσαν πρόθυμον θεραπείαν, παραθέτων ἄφθονον ἐπί ἀνθοστρώτου τραπέζης γεῦμα ἐξ ἀμνῶν ὀπτῶν καί ἄλλων ἑλληνικῶν ἐδεσμάτων. Καί τότε τῶν ἐθνικῶν ᾀσμάτων καί χορῶν ὁ πάταγος ἀπεδίωκε πρός καιρόν τήν ποιητικήν γαλήνην ἐκ τοῦ ἀναπαυτηρίου τούτου τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη καί διέκοπτε τήν κατά μόνας μελαγχολικήν διατριβήν αὐτοῦ. Ὁ Μακρυγιάννης ἔκλαιε ἐργαζόμενος, σκάπτων, μετακομίζων λίθους εἰς κατασκευήν του οἴκου αὐτοῦ. Ἔβλεπε πέριξ τούς τόπους τους ἱστορικούς, ὑπέρ ὧν ἀμυνόμενος ἔχυσε τό αἷμα αὐτοῦ, καί ᾤκτιρε τήν σημερινήν αὐτοῦ θέσιν […].(Βλαχογιάννης, 1907: Α΄, νθ΄-ξ΄) Τό παράπλευρον ἕτερον σπήλαιον ὁ Μακρυγιάννης κατ᾿ ὀλίγον διακοσμῶν προορίζει εἰς ναῒδριον ἐρημικόν, τό ὁποῖον θα φέρῃ τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου». (Βλαχογιάννης, 1907: Α΄, οε΄) 
 
Εικόνα 2: Ο κήπος του Μακρυγιάννη διακρίνεται στο αριστερό μέρος της φωτογραφίας. (Granges, 1869)  
 
Οι λεπτομέρειες της αφήγησης και της περιγραφής, ιδιαίτερα της σπηλιάς, η οποία προορίζεται για εκκλησάκι, υποδεικνύουν προφορικές πιθανόν παραδόσεις σε αυτόν, κυρίως από τις κόρες του στρατηγού, Βασιλική Παπαζήση (1839-1911), Ερασμία Δουζίνα (1835-1910) και το γιο του Κίτσο Μακρυγιάννη (1848-1948). Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι η λεπτομέρεια αυτή δε θα μπορούσε να είναι γνωστή στο Βλαχογιάννη μέσω του αρχείου του Μακρυγιάννη, το οποίο δημοσίευσε το 1907, αλλά μόνο μέσω του δεύτερου χειρογράφου του, των Οραμάτων και θαμάτων, στο οποίο αποκλειστικά γίνονται άμεσες αναφορές στη σπηλιά ως χώρο λατρείας. Το χειρόγραφο όμως αυτό, περιέρχεται στα χέρια του Βλαχογιάννη το 1936, 29 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση των αρχείων του αγωνιστή. Ο Κίτσος Μακρυγιάννης μάλιστα ήταν εκείνος ο οποίος, με τις προτροπές του Βλαχογιάννη, ερευνώντας στο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού, βρήκε τα χειρόγραφα των Απομνημονευμάτων του πατέρα του, το 1901:  
 
Ὕστερα ἀπό πολλές συστάσεις ὁ Κίτσος Μακρυγιάννης μέ δέχτηκε μιά μέρα μέ κραυγές χαρᾶς· εἶχε βρεῖ μέσα σ’ ἕνα τενεκέ μισοσαπισμένα τοῦ στρατηγοῦ τά πολύτιμα γραψίματα. Τά πῆρα στό σπίτι μου, ἀφιέρωσα γιά τήν ἀνἀγνωση καί τήν ἀντιγραφή των μῆνες πολλούς, κι’ ὕστερα τά ἔδωσα στό τυπογραφεῖο, ὅπου τυπώθηκαν μ’ ἔξοδα τοῦ Κίτσου Μακρυγιάννη καί τῆς ἀδερφῆς του κυρίας Παπαζήση, σέ δύο τόμους. (Μακρυγιάννης, 1947: Α΄, 97)  
 
Οι φωτογραφίες Ελλήνων και ξένων περιηγητών και φωτογράφων, τις οποίες έχω αποθηκεύσει στο κινητό μου, πιστοποιούν τις συμπληρωματικές για το χώρο αυτό πληροφορίες του Α. Ν. Παπακώστα (1903-1981), συνεργάτη του Βλαχογιάννη και εκδότη του δεύτερου χειρογράφου του Μακρυγιάννη με τον εύστοχο τίτλο Ὁράματα καί θάματα:  
 
Τό ἱστορικό σπίτι (ἡ σπηλιά καί τό περιβόλι) τοῦ στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, ἀπό τό οποῖο πῆρε τό ὄνομα ἡ ὁμὠνυμη συνοικία, εἶχε χτιστεῖ λίγο πιό πάνω ἀπό τό πρῶτο μικρό σπίτι του, στον παλιό δρόμο τοῦ Π. Φαλήρου. Τό νεότερο αυτό σπίτι, στό ὁποῖο εἶχε πολιορκηθεῖ ὁ στρατηγός τή νύχτα τῆς 2ας πρός 3η Σεπτεμβρἰου 1843, εἶχε χαγιάτι μέ ψηλές κολόνες, ἀπό κάτω καφενεῖο, καί στήν αὐλή του μωσαϊκό ἀπό θαλασσινά χαλίκια. Πίσω ἀπό τό σπίτι του, πρός τό ναό τοῦ Ὀλυμπίου Διός, τό περιβόλι του ἔφτανε καί περνοῦσε τή σημερινή γραμμή τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τοῦ ναοῦ. Κατά τη συνέχιση τῶν καλλιεργειῶν του ὁ Μακρυγιάννης ἀνακἀλυψε δύο βαθεῖς θολωτούς διαδρόμους. Ἀπό τούς διαδρόμους αὐτούς τόν ἕνα τόν χρησιμοποίησε ὡς ἀποθήκη τῶν κρασιῶν του καί τόν ἄλλο ὡς ἀναπαυτήριο, πνευματικό ἐργαστήρι καί προσκυνητάρι. Ἐκεῖ ἔγραψε τά απομνημονεύματά του, ἐκεῖ ἔκανε τίς πολύωρες προσευχές του καί γονυκλισίες, ἐκεῖ δεχόταν ἀνεπισήμους καί ἐπισήμους, στους οποίους ἐξηγούσε λεπτομέρειες εἰκόνων πατριωτικῆς φαντασίας του, ἐκεῖ φιλοξένησε καί ξένους, ἐπίσημους πρέσβεις τῶν τριῶν δυνάμεων, στους ὁποῖους χάρισε τίς περίφημες εἰκονογραφίες του. (Μακρυγιάννης, 1985: 244-245, σημ. 53.23) 
 
Εικόνα 3: Το σπίτι και ο κήπος του Μακρυγιάννη αριστερά της Πύλης του Αδριανού. Πίσω τους διακρίνεται το στρατιωτικό νοσοκομείο (Κτίριο Weiler). Σχέδιο με μολύβι. (Tarone, 1836-1840)  
 
Ο Μακρυγιάννης, σε δύσκολες ιστορικά συνθήκες, συνδυάζει την οικογενειακή και καλλιτεχνική ευαισθησία, με την ακατάβλητη μαχητικότητα για την υπεράσπιση της πατρίδας και της θρησκείας του. Η δύναμη της πολύπλευρης προσωπικότητάς του εκφράζεται με ιδιαίτερο τρόπο στον ευρύτερο χώρο του κήπου του:  
 
[…] καί ἐγὠ δουλεύω ὡς κηπουρός καί ὑποφέρνω ὅλα αὐτά τά ἔξοδα καί περνάγει τό σπίτι μας καλύτερα ἀπό καθενοῦ, ὅτι παίρνομεν πολλά λιγότερα ἀπ’ ὅλους αὐτούς, καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ τά ’χομεν ὅλα […]. (Μακρυγιάννης, 1985: 117)  
 
Μίαν ἡμέρα πέρναγε ὁ Ὑπουργός τοῦ πολέμου ὁ Σμάλτζης[1] […] Τοῦ λέγω· “Σκαλἰζω τόν κῆπο μου νά γένουν λάχανα νά φάγω μέ τά παιδιά μου καί μέ τόσες φαμελιές τῶν σκοτωμένων ὁποὖναι εἰς τό σπίτι μου”. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 335)  
 
Αφοῦ τελείωσε ο ζωγράφος τά κάδρα, τότε ἔστρωσα ἕνα μέρος τοῦ περιβολιοῦ μου μέ πετραδάκια τῆς θάλασσας ἄσπρα καί μαῦρα. Ζωγράφισα πρῶτα ἕναν κύκλο καί γύρα ἦταν οἱ λόνχες. Αὐτός ὁ κύκλος ἦταν ἡ πατρίδα, ὁποὖταν τρογυρισμένη μέ τής λόνχες τῆς τυραγνίας τόσους αἰῶνες […]. Παρακάτου εἶναι μια ἀλαφίνα, βυζαίνει τ’ ἀλαφάκι της· ὅταν ἔχομεν ὁμόνοια ἔτσι μᾶς βυζαίνει κι ἐμᾶς ἡ πατρίδα μας […]. Παρακάτου εἶναι οἱ κολῶνες τοῦ Ὀλυμπίου Διός καί ἡ Πόρτα […]. Παρακάτου εἶναι οἱ Ἕλληνες οἱ ἀγωνισταί, ὁποῦ πολεμοῦσαν διά τήν λευτεριά τῆς πατρίδας, καταπληγωμένοι. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 351)  
 
Εἰς τά 1843 ὁ Κωλέτης ἀπό τά Παρίσια μοῦ συσταίνει ἕναν σημαντικόν Γάλλον περιηγητή, μὄγραφε προκομμένον πολύ […] τόν ἔλεγαν Μαλέρμπη […] κατέβηκαν εἰς τόν κῆπον μου ὁποῦ ἐργαζόμουν· καί ἦμουν ἀποσταμένος καί καθόμουν νά ξεκουραστῶ […]. Μοῦ λέγει ὅτι “Δέν ἔλπιζα ναὐρῶ σέ τοιούτη κατάστασιν ἕναν ἀγωνιστή τῆς Ἑλλάδος […] νά εἶναι ’σ αὐτείνη τήν ἀχλιότη” […]. Μοῦ λέγει, ἕνα θά σᾶς βλάψῃ ἐσᾶς, τό κεφάλαιο τῆς θρησκείας, ὁποῦ εἶναι αὐτείνη ἡ ἰδέα ’σ ἐσᾶς πολύ τυπωμένη […]. Μοῦ γύρεψε νά τοῦ φκειάσω καί μιά ἔκθεσιν τοῦ ἀγῶνος μου […]. Ἤθελε κ’Ἑλληνικά τραγούδια. Τοῦ ἔφκεισα πεντέξι […]. Κι᾿ ἄν δέν σωφρονίζεταν καί ξαναμιλοῦσε διά θρησκεία, θἄμεναν τά κόκκαλά του εἰς τήν Ἑλλάδα καί τότε θἄλεγαν θηρία τούς Ἕλληνες − διατί δέν θέλουν ν᾿ αλλάξουν τήν θρησκείαν τους. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 366-368)  
 
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι στον ιστορικό αυτό χώρο διαδραματίστηκαν κρίσιμα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, τα οποία συνδέονται με την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 για τη διεκδίκηση του Συντάγματος, αλλά και με προσπάθειες απελευθέρωσης των εδαφών που είχαν μείνει έξω από τα στενά όρια του τότε ελληνικού κράτους, ένας από τους πρωταγωνιστές των οποίων υπήρξε ο Μακρυγιάννης. Η συνομωσία και οι κρίσιμες ώρες της επανάστασης ζωντανεύουν με την απαράμιλλη αφήγηση του στρατηγού:
 
Ἔρχονταν ἄνθρωποι ἐδῶ, τούς ἔπαιρνα στό σπίτι μου, μιλούσαμεν τήν δυστυχίαν τῆς πατρίδος καί τούς ἑτοίμαζα διά τά ἔξω. Καί κατηχοῦσα ὅλο τό κράτος ὅποτε εἶναι καιρός νά κινηθοῦμεν. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 351-352) Κατεβαίναμεν κάτου, βλέπαν καί τής πέτρες· καί ὕστερα ἄλλος κουβάλαγε χώματα, ἄλλος πέτρες, ἄλλος ἔκανε χωράφι. Ἄλλος ἀναστέναζε κι᾿ ἄλλος ἔκλαιγε. Τοῦ ἔλεγα τοῦ κάθε ἑνοῦ […]. Τόν ὅρκιζα, τοῦ ἔλεγα πῶς νά ἑνωθοῦμε[…] κι ἀλλουνοῦ τοῦ ἔλεγα πῶς φροντίζομεν διά τά ἔξω, κι’ ἀλλουνοῦ διά τά μέσα, νά γένουν νόμοι κ’ Ἐθνική Συνέλεψη […]. Τότε ὁρκιζόμαστε ὅτι νά κάμωμεν Ἐθνική Συνέλεψη καί Σύνταμα, νά διοικιώμαστε τοιούτως. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 361-364) Ἀφοῦ ἀνταμωθήκαμεν ὅλοι, ἐκρίθη […] νά εἶναι ὁ Μεταξάς, ὁ Καλλέργης κ’ ἐγώ νά σκεδιάσωμεν πότε θά γένῃ τό κίνημα· κ’ ἐκρίναμεν εὔλογον καί οἱ τρεῖς νά κινηθοῦμεν τής δύο Σεπτεβρίου. Νά συνάξω έγώ εἰς τό σπίτι μου τό βράδυ καί ν’ ἀρχίσω τόν ντουφεκισμόν· τότε νά βγῇ ὁ Καλλέργης μέ τό ἱππικό κι’ ὁ Σκαρβέλης μέ τό πεζικό πρός καταδίωξιν ἐμένα καί νά μπλοκάρωμεν συνχρόνως τό Παλάτι […]. Γιόμωσα τό περιβόλι μου ἀνθρώπους. Μετανογάει ὁ Καλλέργης κι᾿ ὅλο τό ταχτικό, οἱ ἀξιωματικοί, καί δέν βαροῦνε. Συνάζονταν ἄνθρωποι μέ τ’ἄρματά τους κι’ ἔρχονταν εἰς τό περιβόλι μου […]. Καί μπήκαν μέσα στό περιβόλι πεζούρα καί καβαλλαρία […] κυρίεψαν οἱ ἀναντίοι παντοῦ· κι’ ἄνοιξαν καί μασγάλια εἰς τόν τοῖχο τοῦ περιβολιοῦ ὡς τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου. (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 378-380)  
 
Με οδηγό τις φωτογραφίες υπολογίζω το χώρο που καταλάμβανε το περιβόλι του στρατηγού Μακρυγιάννη. Στο πολύβουο αυτό κομμάτι της λεωφόρου Συγγρού, τον Ιούνιο του 1845 έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, λόγω του ότι υπερασπίζεται το Σύνταγμα και ιδιαίτερα το άρθρο 40 στο οποίο ορίζεται: «Πᾶς διάδοχος τοῦ Ἐλληνικοῦ Θρόνου ἀπαιτεῖται νά πρεσβεύῃ τήν θρησκείαν τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας». (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 403, σημ.1) Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και στα δύο του χειρόγραφα ο Μακρυγιάννης αναφέρεται σε αυτό το θέμα: «Εἶδαν οἱ ξένοι καί οἱ φίλοι τους ὅτι ἀπέτυχαν κι΄ἀπό αὐτό, ὅτι τούς πείραξε πολύ τό σαράντα ἄρθρο διά τήν θρησκείαν καί ἡ βάφτιση τοῦ διαδόχου». (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 403) «Ἦταν θέληση ἐδῶ νά χαλάσουνε τό Σύνταμα διά τό σαράντα ἄλθρο τῆς θρησκείας, ὅτι αὐτό μόνον βλάβει ὅλους τούς δυτικούς». (Μακρυγιάννης, 1985: 169) Χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο απειλεί τον Ιωάννη Κωλέττη, πρωθυπουργό τότε:
 
Καί τί ἀγωνίζεται αὐτός;[2] Ν’ ἀλλάξῃ τήν θρησκεία ἑνοῦ ξεψυχησμένου καί μικρούτζικου ἔθνους […] μίαν χούφτα ἀνθρώπους, ὁποῦ ἦταν τόσους αἰῶνες χαμένοι καί σβυσμένοι ἀπό τήν κοινωνίαν. […] «θρησκείαν δέν ἀλλάζομεν ἐμεῖς, οὔτε τήν πουλοῦμεν! […] Τώρα θά γένῃς κομμάτια ἀπό αὐτά ὁποῦ ἐργάζεσαι ἐσύ μέ τούς ὁμοίους σου κι’ ἀφίνεις καί τούς ξένους κ’ ἐργάζονται διά τήν θρησκείαν μας». […] Τότε ἔστειλε στρατιῶτες, τήν νύχτα, μοῦ τρογύριζαν τό σπίτι. […] ἀπό μέσα τό περιβόλι μου, εἰς τ’ αγκωνάρι τοῦ σπιτιοῦ μου φύλαγαν ἄνθρωποι, μὄδωσαν ἕνα ντουφέκι─πέρασε άπό τό μπλέφάρό μου· δέν μέ πῆρε. Ρίχτηκα ἐγώ πῆρα τό ντουφέκι μου, ἔρριξα· ἔρριξαν κ’ ἐκεῖνοι πάλε. Φύγαν. Τότε βήκαμεν ἔξω ἀναντίον αὐτεινῶν. Πῆραν ποδάρι, νύχτα, φύγαν. Ἦταν καί τ’ Ἀλώνια[3]─ἀνακατεύτηκαν οἱ ἄνθρωποι». (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 430-432) 
 
Εικόνα 4: Ο κήπος του Μακρυγιάννη. (Sebah, 1874)  
 
Η δυσκολία του εντοπισμού της διπλής θολωτής σπηλιάς ανακαλεί στη μνήμη μου τις διαχρονικές διαμαρτυρίες των ανθρώπων που πρόλαβαν να τη δουν πριν την καλύψουν εδώ και 120 περίπου χρόνια. Στο περιοδικό της Νέας Εστίας, το 1937, ο Χρ. Αγγελομάτης, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διατηρηθεί τουλάχιστον η οικία του στρατηγού, τονίζει απογοητευμένος το γεγονός της κάλυψης της «σπηλιάς», παρά τις αντιδράσεις πολλών πνευματικών ανθρώπων της εποχής:  
 
Ο Καμπούρογλου μαζί μέ μερικούς ἄλλους, προσπάθησαν, κατά τή διαμόρφωση τοῦ χώρου τοῦ Ὀλυμπιείου, νά σώσουν τή σπηλιά ὡς ἔνα ἀξιοθέατο τῶν Ἀθηνῶν. Μάταιος κόπος! Ἡ πρόοδος καί ὁ πολιτισμός δέν μπορούσαν ν’ ἀνεχθοῦν τήν ὕπαρξη μιᾶς σπηλιᾶς πού ἴσως νά μήν εἶχε καμμιά γραφικότητα, θά γεννοῦσε ὅμως τόση περιέργεια, ὥστε καί τούς ἀνίδεους ἀκόμη θἀ τούς ἔκανε νά μάθουν μιά σελίδα τῆς ἱστορίας τοῦ τόπου πού δέν πρέπει ν’ ἀγνοοῦν. Πάει λοιπόν καί ἡ σπηλιά… (Αγγελομάτης, 1937: 276-278)  
 
συνέχεια στο Β μέρος 
 
Παραπομπές (Α μέρους)
 
[1] Γιόχαν Κρίστιαν Χάινριχ φον Σμαλτς (1787-1865): Βαυαρός στρατηγός, υπουργός Στρατιωτικών της Ελλάδας μεταξύ του 1833 και του 1841.  
[2] Ο Λουδοβίκος Φίλιππος της Γαλλίας (1773-1850)
 [3] «ἔκειντο ἐν τῷ περιβόλῳ τοῦ ναοῦ τοῦ Ὀλυμπίου Διός» (Βλαχογιάννης, 1907: Β΄, 432, σημ. 4)
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.