Σελίδες

24 Σεπτεμβρίου 2021

Ὁ ἀποδομητικός χαρακτήρας τοῦ οἰκουμενισμοῦ γιά τήν ἑνότητα καί τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. (μέρος 1ο)

Του Ἀθανασίου Ἀναστασίου 
Προηγουμένου Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
 
Εἰσαγωγή  
 
Τό παρόν συνέδριο δέν θά μποροῦσε παρά νά εἶναι ἀφιερωμένο στόν πολυσέβαστο καί πολυφίλητο παπα-Γιώργη Μεταλληνό, ἕνα σύγχρονο γίγαντα τῆς θεογνωσίας καί τῆς ὀρθοπραξίας.  
 
Γι’ αὐτό θ’ ἀρχίσουμε τήν εἰσήγησή μας μ’ ἕνα ἁπλό μέν, ἀλλά ἐγκάρδιο στιχούργημα:  
 
Ἀφιέρωμα στόν παπα-Γιώργη Μεταλληνό  
 
Μύστης πέφυκας σεπτῶν δογμάτων,  
στύλος πάμφωτος Ὀρθοδοξίας  
καὶ φοιτητῶν σου διδάκτωρ σοφώτατος.  
 
Τῆς σῆς Σχολῆς θεοσήμαντον μέταλλον  
τὸ ἀπηχοῦν τῶν Πατέρων τὸ φρόνημα.  
 
Ὀξυνούστατος ὢν καὶ πολύγραφος  
ἀφιλάργυρος πάνυ καὶ πρόσφορος,  
γεωργῶν τὸ δοθέν σοι γεώργιον  
σὺν Βαρβάρᾳ συμβίᾳ θεόφρονι  
πεφυτούργηκας ἄνθη μυρίπνοα.  
 
Τῶν οἰκείων σου πέλεις τὸ καύχημα  
πρότυπόν τε τῶν τέκνων ἐν πνεύματι.  
Παρεδρεύων, νῦν, Θρόνῳ τοῦ Κτίσαντος  
ὁμολογηταῖς σὺν ἁγίοις καὶ μάρτυσι,  
ὑπερεύχου ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε  
Ἐκκλησίας, Γεώργιε, κόσμημα.  
 
Τήν εὐχή του νά ’χουμε!!!  
 
Προσφιλέστατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,   
Ἡ ἐποχή μας ταλανίζεται ἀπό ποικίλες αἱρέσεις καί παραθρησκεῖες. Κυρίως, ὅμως, ἀπό τήν παναίρεση τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ καί ἐν γένει συγκρητιστικοῦ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο προβάλλεται καί προωθεῖται, ἀλλά καί ἐπιβάλλεται τελικά μέ τά μέσα καί τίς πρακτικές τῆς Νέας Ἐποχῆς.
 
Δέν εἶναι δύσκολο πλέον, μιά καί οἱ ‘‘μάσκες’’ ἔχουν πέσει ἐδῶ καί χρόνια ἡ μία μετά τήν ἄλλη, νά διαπιστώσει κανείς ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι μιά μεθοδευμένη καί συστηματική προσπάθεια, μέ ἰσχυρά πολιτικά καί οἰκονομικά ἐρείσματα καί διασυνδέσεις μέ παγκόσμια κέντρα ἐξουσίας, ἡ ὁποία στοχεύει:  
 
1) Στήν ἀμφισβήτηση καί σχετικοποίηση τῆς ἀληθείας τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί κυρίως τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ  
2) στήν ἀποδόμηση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας  
3) στή μετάλλαξη τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας  
4) στήν παροχή ἐκκλησιαστικότητας στίς αἱρέσεις  
5) στή νομιμοποίηση τοῦ ἀνύπαρκτου καί ἀνεπέρειστου «πρωτείου ἐξουσίας ἄνευ ἴσων» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου  
6) στήν «ἑνότητα» τῶν πάσης φύσεως «ἐκκλησιῶν» καί τελικῶς στήν πανθρησκεία τῆς Νέας Ἐποχῆς.  
 
Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔγραφε: «ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παπισμό. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά τους εἶναι ἡ παναίρεσις»[1]
 
Ἀπόψε, σέ δύο κυρίως στόχους αὐτῆς τῆς παναίρεσης θά ἐπικεντρώσουμε ἁδρομερῶς τήν προσοχή μας: στήν ἀποδόμηση τῆς Ἀληθείας καί στήν κατάλυση τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας μας. Παράλληλα, θά προσθέσουμε ἀκροθιγῶς καί ἄλλες ἄμεσα συνδεδεμένες μέ τό θέμα μας ἐκτροπές.  
 
1ον.  
Κατ’ ἀρχήν ὁ Οἰκουμενισμός πλαστογραφεῖ, μειώνει καί ἀλλοιώνει τήν Ἀλήθεια, δηλαδή τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας.  
 
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τήν σάρκωση καί τήν εἰκόνα τῆς Παν-αλήθειας ἤτοι τοῦ Θεοῦ Λόγου. ….Ὅ,τι ἀλλοιώνει, παραχαράσσει, σακατεύει αὐτήν τήν θεανθρώπινη πίστη εἶναι αἵρεση»[2]. Γράφει ὁ παπα-Γιώργης μας ὁ Μεταλληνός στά Δοκίμια Ὀρθόδοξης Μαρτυρίας: «Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεως καί παρουσίας μας μέσα στόν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ‘‘Χριστοκεντρικός’’. Σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ θέωση καί ἐν-Χρίστωσή μας ‘‘κατά χάριν’’. Ἕνωση μέ τόν Θεό ‘‘ἐν Χριστῷ’’ καί διά τοῦ Χριστοῦ»[3].  
 
Καί συμπληρώνει ὁ ἕτερος μακαριστός μεγάλος θεολόγος, ἐπίσκοπος πρώην Ἐρζεγοβίνης Ἀθανάσιος Γιέφτιτς: «Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν Χριστολογία. Ὅλη ἡ πίστη καί ἡ ζωή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅλο τό δόγμα καί τό ἦθος της, εἶναι μιά Χριστολογία. ‘‘Τό τῆς πίστεως δόγμα ἔχει θεμέλιον καί ἀρχήν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν’’, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὁ Χριστός, συνεχίζει ὁ Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος, ὡς Θεάνθρωπος εἶναι καί modus credendi καί modus vivendi καί modus cognoscendi καί modus faciendi τῆς Ὀρθοδοξίας. (Δηλ. ὁ Χριστός ὡς Θεάνθρωπος εἶναι καί τρόπος πίστεως καί τρόπος ζωῆς καί πορείας καί τρόπος γνώσεως τῆς Ἀληθείας καί τρόπος τοῦ ἐνεργεῖν ὀρθοδόξως.) Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία κατ’ οὐσίαν εἶναι μία ὀρθή Χριστολογία»[4]. Καί συνεχίζει ἀλλοῦ: «Ἡ ὀρθή Χριστολογία, καί συγκεκριμένα ἡ παράδοξος ἐκείνη θεανθρώπινη ‘‘ἰσορροπία’’ τοῦ χριστολογικοῦ ὅρου τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ἀπό τό ὁποῖο πηγάζει ὅλη ἡ Ὀρθοδοξία καί κάθε τι σέ αὐτή, ἔχει παραμορφωθεῖ καί στή ρωμαιοκαθολική καί στήν προτεσταντική θεολογία. Τό Χριστολογικό δόγμα, τό ὁποῖο περιλαμβάνει στόν ἑαυτό του καί τήν Τριαδολογία καί τή Σωτηριολογία καί τήν Ἐκκλησιολογία καί τήν Ἀνθρωπολογία καί τά λοιπά δόγματα, εἶναι ἤδη γιά πολλούς αἰῶνες ‘‘λίθος προσκόμματος καί πέτρα σκανδάλου’’ γιά τή δυτική θεολογική καί φιλοσοφική σκέψη, ἐνῶ γιά τήν Ὀρθοδοξία ἦταν καί εἶναι καί θά εἶναι πάντοτε ‘‘Θεοῦ δύναμις καί Θεοῦ σοφία’’ εἰς σωτηρία καί θέωση ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων»[5].  
 
Γιά τήν προσπάθεια ἀπομείωσης τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ μας ἐπισημαίνει καί πάλι ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Οὐδέποτε μειώθηκε τόσο τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ἀπειλήθηκε ὁ Χριστιανισμός, ὅσο στά ὅρια τῆς συγκροτούμενης ἀπό τήν ‘‘Νέα Ἐποχή’’ ‘‘Πανθρησκείας’’. Οἱ συναντήσεις τῆς πανθρησκειακῆς κινήσεως τῆς Ν. Ἐποχῆς (Ἀσσίζη, 1,2 καί 3) [καί ἄλλες πού ἀκολούθησαν] δέν ἀφήνουν πιά ἀμφιβολία. Μέ τή συμμετοχή καί ἐκπροσώπων τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου προωθεῖται ἡ ‘‘Πανθρησκεία’’, στήν ὁποία ἰσοπεδώνεται καί ἀναιρεῖται κυριολεκτικά τό Πανάγιο Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συμφυρόμενον μέ ὅλες τίς ‘’κατασκευασμένες’’ ‘’θεότητες’’ τοῦ κόσμου τῆς πτώσεως. Ποτέ δέν ἀμφισβητήθηκε τόσο ἄμεσα καί ἀπόλυτα ἡ μοναδικότητα καί ἀποκλειστικότητα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σωτήρα τοῦ κόσμου. Καί μόνο γι’ αὐτό εἶναι ἡ ‘’Νέα Ἐποχή’’ ἡ μεγαλύτερη πρόκληση ἱστορικά γιά τήν Ὀρθοδοξία. Αὐτό, πού δέν πέτυχε ὁ Διάβολος μέ τούς διωγμούς καί τίς αἱρέσεις, τό ἐπιδιώκει τώρα μέ τόν ἀνανεωμένο ‘’οἰκουμενισμό’’ τῆς Πανθρησκείας»[6].  
 
– Ἐνῶ, λοιπόν, τό τέρας τοῦ οἰκουμενισμοῦ βρυχᾶται·  
– Ἐνῶ αὐτός ὁ σύγχρονος «λέων ὠρυόμενος» (Α΄ Πέτρ. 5,8) κυνηγάει νά καταπιεῖ πιστούς ἀνά τήν ὑφήλιο·  
– Ἐνῶ αὐτή ἡ φρικώδης χοάνη, αὐτό τό δαιδαλῶδες σύστημα χωράει, συμφύρει καί ἐξισώνει τό «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6) μέ ὅποια ἄλλη διαστροφή της·  
– Ἐνῶ, μέ βάση τήν πατερική διδασκαλία, δέν ὑπάρχει σατανικώτερο σύστημα πλανῶν στήν Ἱστορία ἀπό τόν Οἰκουμενισμό·  
– Καί ἐνῶ ὁ παπα-Γιώργης βροντοφωνάζει ὅτι «ἡ Ὀρθοδοξία καλεῖται νά σώσει τήν ἀλήθειά της γιά τό Χριστό μένοντας πιστή στήν παράδοση τῶν Ἁγίων της»[7]·  
 
Παρ’ ὅλα αὐτά ἀκοῦμε διά στόματος τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρου, στίς 15 Ἰουλίου 2021, στή διεθνῆ διάσκεψη Κορυφῆς γιά τή θρησκευτική ἐλευθερία στή Νέα Ὑόρκη… ὅτι «ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι μυριάδες μονοπάτια πού ὁδηγοῦν σέ ἕνα Θεό!». «Εἶναι μυριάδες μονοπάτια πού ὁδηγοῦν στό ἴδιο μέρος». Ἐπίσης τόνισε ὅτι ὅταν [ἐσεῖς] ἀνυψώνετε μιά θρησκεία πάνω ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες, εἶναι σάν νά ἀποφασίζετε ὅτι ὑπάρχει μόνο ἕνα μονοπάτι πού ὁδηγεῖ στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ. Ἀλλά στήν πραγματικόπτητα, ἁπλά δέν βλέπετε μυριάδες μονοπάτια πού ὁδηγοῦν στό ἴδιο μέρος, γιατί περιβάλλεσθε ἀπό βουνά προκαταλήψεων πού σᾶς κρύβουν τή θέα»[8]. Μά αὐτή εἶναι μία ἀπό τίς βασικές διδασκαλίες τῆς Νέας Ἐποχῆς. Ἰσχυρίζονται, δηλαδή, ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι πολυεδρικό διαμάντι καί δέν μπορεῖς νά τήν ἀνακαλύψης ὁλόκληρη, παρά μόνο ἄν τήν πλησιάσης ἀπό κάθε ἕδρα της (ἀπό πολλά μονοπάτια). Γι’ αὐτό καί τονίζει: «Μήν εἶσαι μονόδρομος».  
 
Μένουμε ἄφωνοι, παρακολουθοῦμε ἐνεοί, αἰσθανόμεθα ἀπέραντη θλίψη καί ὀδύνη.  
 
Τό μόνο πού μένει νά ποῦμε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον, συγχώρησον καί σῶσον ἡμᾶς καί τόν κόσμον Σου ἅπαντα.  
 
2ον.  
- Ἐκκλησιολογική μετάλλαξη  
- Ἀποδόμηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας  
 
«Ἡ ε­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κατά τόν Καθηγητή κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, ὡς θε­με­λι­ώ­δης ἰδι­ό­τη­τά της, προ­κύ­πτει ἀ­πό τήν ἴδια τήν ὀν­το­λο­γί­α της καί ἐκ­φρά­ζει ἰδι­αι­τέ­ρως τήν αὐτο­συ­νει­δη­σί­α της, ἡ ὁποί­α δι­α­τυ­πώ­θη­κε ἱστο­ρι­κά κα­τά τόν πλέ­ον ἐπί­ση­μο καί ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­το τρό­πο στόν Ὅρο τῆς Β΄ Οἰκου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου (381), ὁ ὁποῖος ἀ­πε­τέ­λε­σε καί τό Σύμ­βο­λο Πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»[9].  
 
Ὁ δέ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς τονίζει: «Αὐτός ὡς Θεάνθρωπος συγκρατεῖ ὅλον τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἰς μίαν ἀδιαίρετον ἑνότητα χάριτος, ἀληθείας καί ζωῆς»[10].  
 
Τό οἰκουμενιστικό ἐγχείρημα, πού ὀργανώθηκε καί ξεκίνησε τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἡ μετάλλαξη, δηλαδή, τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, πού ἔκτοτε καλλιεργήθηκε καί ἑδραιώθηκε συστηματικά, ἀποζητοῦσε καί ἐπεδίωκε, ἐπί ἑκατό ὁλόκληρα χρόνια, τήν πανορθόδοξη θεσμική κατοχύρωσή της, ὥστε νά προβάλλεται καί νά χρησιμοποιεῖται ἀπό τούς οἰκουμενιστές ὡς πανορθόδοξη ἀπόφαση.  
 
Ὅλες αὐτές οἱ προσπάθειες τῆς ἀποδόμησης τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἐκβάλει θεσμικά καί κατά ἀποδεικτικό τρόπο στήν «Σύνοδο» τῆς Κρήτης.  
 
Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης α) προσέδωσε ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρέσεις, τίς ἀναγνώρισε, δηλαδή, ὡς Ἐκκλησίες καί β) ἀποπειράθηκε νά κατοχυρώσει τό πρωτεῖο ἐξουσίας «ἄνευ ἴσων» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μέ τήν βοήθεια τῶν ΗΠΑ καί τῶν ἄλλων Δυτικῶν Δυνάμεων.  
 
Πρόκειται οὐσιαστικά γιά τήν ἐκτέλεση ἑνός προσυμφωνημένου συμβολαίου, ἀφοῦ εἶναι γνωστό ὅτι ὅλα ὅσα διαδραματίστηκαν στήν διάρκεια τῶν ἑκατό αὐτῶν χρόνων ἦταν σέ ἀπόλυτη συμφωνία καί στενή συνεργασία μεταξύ Φαναρίου καί Βατικανοῦ καί ἐνταγμένα στά γενικά πλαίσια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν.  
 
Ἡ ἐκκλησιολογική μετάλλαξη μέ τήν θέσπιση μίας νέας ἐκκλησιολογίας, πού θά παρέχει ἐκκλησιαστικότητα στίς αἱρέσεις, θά τίς ἀναγνωρίζει δηλαδή ὡς «Ἐκκλησίες», ἦταν, ἤδη, προαποφασισμένη καί προσυμφωνημένη. Ἐξίσου προαποφασισμένη καί προσυμφωνημένη εἶναι καί ἡ τόσο προβαλλόμενη καί πολυδιαφημιζόμενη «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν». Παρουσιάζονται, ὅμως, καί κοινοποιοῦνται τμηματικά καί μέ προσεκτικά βήματα, ὥστε νά μήν ὑπάρχουν πολλές καί μεγάλες ἀντιδράσεις ἀπό τό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί νά ἀφομοιώνονται πιό εὔκολα ἀπό τούς ἀνυποψίαστους πιστούς.  
 
Εἶναι δεδομένο ὅτι ἡ Κανονική, Ἐκκλησιολογική καί, κατά συνέπεια, δογματική ἐκτροπή τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης δέν ἦταν μόνον μία ἐσφαλμένη δογματικά ἀπόφαση∙ δέν προέκυψε ξαφνικά καί ἀναπάντεχα κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν της. Ἀντίθετα, ἀποτελοῦσε συγκεκριμένη ἐπιλογή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν δορυφόρων του∙ ἦταν μία προμελετημένη, καλά ὀργανωμένη καί μεθοδικά στοχευμένη ἐκτροπή στά πλαίσια τοῦ συνολικοῦ ἐγχειρήματος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ γιά τήν ἀποδόμηση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.  
 
Ὑπάρχει μία ἰδιαιτερότητα πού διαφοροποιεῖ πλήρως τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης ἀπό κάθε ἄλλη Ὀρθόδοξη Σύνοδο:  
 
Ἡ συγκεκριμένη «Σύνοδος» πραγματοποιήθηκε ὄχι γιά νά καταδικάσει κάποια αἵρεση, ἀλλά γιά νά παράσχει ἐκκλησιαστικότητα σ’ ὅλες τίς αἱρέσεις -πρωτοφανές στά ἐκκλησιαστικά χρονικά-∙ ὄχι γιά νά ἐπιλύσει κανονικά ζητήματα, ἀλλά γιά νά παραβιάσει συνειδητά τούς κανόνες καί νά λάβει ἀντικανονικές ἀποφάσεις∙ ὄχι γιά νά ἐνισχύσει καί ἀναδείξει τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά γιά νά ἐπιβάλει τήν κατασκευασμένη «ἑνότητα» μέ τούς αἱρετικούς!!  
 
Τῆς «Συνόδου τῆς Κρήτης» εἶχαν προηγηθεῖ τά κείμενα τῆς Ραβέννας (10η Γενική Συνέλευση Μικτοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων-Παπικῶν, Ὀκτώβριος 2007) καί τῆς Θ΄ Συνελεύσεως τοῦ ΠΣΕ (Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν) στό Porto Alegre τῆς Βραζιλίας (Φεβρουάριος 2016).  
 
Μέ τά κείμενα αὐτά ἔχουμε τήν ἀποδοχή τῆς νέας ἐκκλησιολογίας, ἔχουμε τήν ἐπέκταση τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, μέ συνέπεια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά μήν ταυτίζεται ἀποκλειστικά μέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἡ ὀρθόδοξη δογματική συνείδηση ἀποδέχεται καί ἐκφράζει διαχρονικά τήν πάγια θέση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας «extra Ecclesiam nulla salus» (ἐκτός Ἐκκλησίας οὐδεμία σωτηρία). «Ὁ ἕνας Κύριος, ἡ μία πίστη, τό ἕνα βάπτισμα καί τά τρία αὐτά συνθέτουν τήν ἔννοια τῆς μίας Ἐκκλησίας καί διασφαλίζουν τήν ἀδιάσπαστη ἑνότητά της. Ἐκτός αὐτῆς ὅ,τι λέγεται Ἐκκλησία εἶναι συνάθροιση αἱρετικῶν πού ἔχουν ἀπολέσει τήν μία πίστη στόν ἕνα Κύριο καί κατά συνέπεια τό βάπτισμα, τό ὁποῖο τελεῖται ἀπό αὐτούς, δέν εἶναι Χριστιανικό Βάπτισμα»[11].  
 
Πο­τέ ἄλ­λο­τε στό πα­ρελ­θόν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν ἀ­πώ­λε­σε τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α Της ὡς τῆς «Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας» καί δέν τήν ὑ­πέ­βα­λε σέ συ­σχε­τι­σμούς καί σέ λο­γι­κές ἰ­σορ­ρο­πι­ῶν καί πλει­ο­ψη­φι­ῶν ἤ δέν τήν πε­ρι­ό­ρι­σε στά ψι­λά γράμ­μα­τα τῶν ὑ­πο­ση­μει­ώ­σε­ων, ὅ­πως στό τε­λευ­ταῖ­ο κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας ἤ τῆς Θ΄ Γε­νι­κῆς Συ­νε­λεύ­σε­ως τοῦ Π.Σ.Ε. στό P­o­r­to A­l­e­g­re τῆς Βραζιλίας, τόν Φεβρουάριο τοῦ 2006, ὅ­που συ­να­πο­δε­χθή­κα­με ὅ­τι «Ὁ­μο­λο­γοῦ­με Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κὴ καὶ Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­πως αὐ­τὴ ὁ­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ σύμ­βο­λο Νικαίας-Κων/πο­λης (381). Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α (σημ. πού συμ­με­τέ­χει στό Π.Σ.Ε., δηλαδή οἱ ἀναρίθμητες προτεσταντικές «ἐκκλησίες») εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κὴ καὶ ὄ­χι ἁ­πλὰ ἕ­να μέ­ρος της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κή, ἀλ­λὰ ὄ­χι στὴν ὁ­λό­τη­τά της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­πλη­ρώ­νει τὴν κα­θο­λι­κό­τη­τά της ὅ­ταν εἶ­ναι σὲ κοι­νω­νί­α μὲ τὶς ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες»­[12](­!­). Γι’ αὐ­τή τήν κα­τά­λυ­ση κά­θε ἔν­νοι­ας ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας στό P­o­r­to A­l­e­g­re ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τριά­ρχης ἐπιχαίρει, δύ­ο χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα στήν Γε­νεύ­η καί στήν ὁ­μι­λί­α του ἐ­π’ εὐ­και­ρί­ᾳ τοῦ ἑ­ορ­τα­σμοῦ τῶν 60 ἐ­τῶν ἀ­πό τῆς ἱ­δρύ­σε­ως τοῦ Π.Σ.Ε. Διαβάζω τμῆμα τῆς Συνεντεύξεώς του:  
 
«…Ἀ­πηλ­λαγ­μέ­νοι λοι­πόν τῶν ἀγ­κυ­λώ­σε­ων τοῦ πα­ρελ­θόν­τος καί ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νοι νά πα­ρα­μεί­νω­μεν ἡ­νω­μέ­νοι καί νά ἐρ­γα­σθῶ­μεν ἀ­πό κοι­νοῦ, ἐ­θέ­σα­μεν, πρό δύ­ο ἐ­τῶν, κα­τά τήν διά­ρκειαν τῆς Θ΄ Συ­νε­λεύ­σε­ως ἐν P­o­r­to A­l­e­g­re Βρα­ζι­λί­ας, τάς βά­σεις μιᾶς νέ­ας πε­ρι­ό­δου εἰς τήν ζω­ήν τοῦ Συμ­βου­λί­ου, λαμ­βά­νον­τες ὑ­π’ ὄ­ψιν τό ση­με­ρι­νόν πλαί­σιον τῶν δι­εκ­κλη­σι­α­στι­κῶν σχέ­σε­ων, ὡς καί τάς ση­μει­ω­θεί­σας εἰς τόν οἰ­κου­με­νι­κόν χῶ­ρον στα­δια­κάς ἀλ­λα­γάς. Χαί­ρο­μεν δι­ό­τι εἰς τό ἐ­πί­κεν­τρον τῶν δρα­στη­ρι­ο­τή­των τοῦ Συμ­βου­λί­ου εὑ­ρί­σκε­ται πάν­το­τε τό ὅ­ρα­μα τῶν ἐν αὐ­τῷ δρα­στη­ρι­ο­ποι­ου­μέ­νων Ἐκ­κλη­σι­ῶν διά τήν ἐ­πί­τευ­ξιν, τῇ χά­ρι­τι τοῦ Θε­οῦ, τῆς ἑ­νό­τη­τος ἐν τῇ αὐ­τῇ πί­στει καί πέ­ριξ τῆς αὐ­τῆς Εὐ­χα­ρι­στια­κῆς Τρα­πέ­ζης…»[13]. (περιοδικό Ἐπίσκεψις)  
 
Ὅπως εἶναι φανερό, ἡ νέα ἐκκλησιολογία περικλείει ταυτόχρονα ὅλες τίς δυτικογενεῖς ἀντορθόδοξες θεωρίες περί ἀοράτου ἐκκλησίας, περί διηρημένης ἐκκλησίας, τήν θεωρία τῶν κλάδων, τῶν δύο πνευμόνων, τῶν ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν καί τήν μεταπατερική θεολογία.  
 
Τελικά εἶχε ἀπόλυτο δίκαιο ὁ μακαριστός καί θεοφώτιστος π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ὅταν ἔγραφε: «Ὑπό τόν ἐπάρατον Οἰκουμενισμόν δέν κρύπτεται ἁπλῶς μία αἵρεσις. Κρύπτεται αὐτή αὕτη ἡ ἄρνησις τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ χαρακτῆρος τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως… Κατά τοῦτο ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι χείρων πάσης αἱρέσεως… Πᾶσαι αἱ χριστιανικαί αἱρέσεις, καί αἱ πλέον βλάσφημοι, οὐδέ διενοοῦντο κἄν νά ἀμφισβητήσωσι τήν μοναδικότητα καί ἀποκλειστικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἀληθείας ἐξ ἀποκαλύψεως… Ἐνῷ διά τόν Οἰκουμενισμόν πᾶσαι αἱ Θρησκεῖαι ἔχουσιν στοιχεῖα ἀληθείας καί στοιχεῖα πλάνης, ὁ δέ Χριστιανισμός δέν ἀποτελεῖ εἰμή μίαν Θρησκείαν μεταξύ τῶν λοιπῶν… Πολλά τέρατα ἐγέννησεν ἐν τοῖς καιροῖς ἡμῶν ὁ Ἅδης, ἀλλ’ ἰσομέγεθες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ οὐδέν!»[14].  
 
συνέχεια στο 2ο μέρος
 
Παραπομπές (1ου μέρους)
 
[1] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, Ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 224  
[2] ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική, ἐκδ. Ἱ.Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2019, σελ. 683  
[3] Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Δοκίμια Ὀρθόδοξης Μαρτυρίας, ἐκδ. Ἄθως, Ἀθήνα, σ. 1
[4] Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέφτιτς, Ὁ Πρῶτος Λόγος, Μελετήματα Θεολογίας, ἐκδ. Ἀθανασίου Ἀλτιντζῆ, σελ. 152-153  
[5] Ἐπισκόπου Ἀθανασίου Γιέφτιτς, ὅ.π., σελ. 154  
[6] Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ὅ.π., ἐκδ. Ἄθως, σ. 46  
[7] Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, ὅ.π., ἐκδ. Ἄθως, σ. 46-47  
[8] Γραφεῖο ἐπί τῶν αἱρέσεων καί τῶν παραθρησκειῶν, 26/7/2021. Ἀπό τό ἱστολόγιο: https://spzh.news/gr/news/81329-fanar-vse-religii–eto-miriady-tropinok-vedushhije-k-odnomu-bogu  
[9] Δημ. Τσελεγγίδη Τριλογία, 2η παρ. Βλ. καί ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική ὅ.π., σελ. 281: «Τά ἰδιώματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀναρίθμητα, ἐπειδή στήν οὐσία εἶναι τά ἰδιώματα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί δι’ Αὐτοῦ τά ἰδιώματα τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ὡστόσο, οἱ ἅγιοι καί θεόσοφοι Πατέρες τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καθοδηγούμενοι ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, στό ἔνατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τά συμπυκνώνουν σέ τέσσερα: «Πιστεύω εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Αὐτά τά ἰδιώματα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητα, ἡ ἁγιότητα, ἡ καθολικότητα καί ἡ ἀποστολικότητα, πηγάζουν ἀπό τήν ἴδια τήν φύση της καί τόν σκοπό της. Καθορίζουν, σαφῶς καί ἐπακριβῶς τόν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, διά τοῦ ὁποίου αὐτή ὡς Θεανθρώπινη κοινωνία διαφέρει ἀπό κάθε ἀνθρώπινο καθίδρυμα καί ἀνθρώπινη κοινωνία».  
[10] ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, ἐκδ. Ἀστήρ, σελ. 117  
[11] Χρ. Παπαθανασίου, Τό κατ’ ἀκρίβειαν Βάπτισμα καί οἱ ἐξ αὐτοῦ παρεκκλίσεις, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2001, σελ. 258, 293  
[12] Θ΄ Γε­νι­κή Συ­νέ­λευ­ση τοῦ Π.Σ.Ε., P­o­r­to A­l­e­g­re Βραζιλίας, Φε­βρουά­ριος 2006  
[13] Περιοδικό Ἐπίσκεψις, 685/2008, σελ. 22-29  
[14] Ἀρ­χιμ. Ἐ­πι­φα­νί­ου Θε­ο­δω­ρό­που­λου, Τά δύ­ο ἄ­κρα (Οἰ­κου­με­νι­σμός καί Ζη­λω­τι­σμός), ἐκδ. Ἱε­ροῦ Ἡ­συ­χα­στη­ρί­ου Κε­χα­ρι­τω­μέ­νης Θε­ο­τό­κου Τροι­ζῆ­νος, Ἀ­θή­να 1997, σελ. 26-27 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.