Οι Έλληνες στρατιώτες του σώματος των Μυρίων, έχοντας ξεφύγει, όπως πίστευαν από την εχθρική καταδίωξη, μετά την σφαγή των αξιωματικών τους, αντίκριζαν με αισιοδοξία το μέλλον. Είχαν στρατοπεδεύσει σε έναν τόπο όπου υπήρχε αφθονία τροφίμων. Εξάλλου άξιζαν λίγη ανάπαυση, καθώς είχαν περάσει τις τελευταίες επτά ημέρες βαδίζοντας σε κακοτράχαλα βουνά, πολεμώντας εναντίον πολύ σκληρών αντιπάλων, των Καρδούχων, φτάνοντας στα όρια της Αρμενίας.
Η ευδαιμονία τους όμως δεν έμελλε να διαρκέσει για πολύ. Την επομένη μέρα διέκριναν στην βόρεια όχθη του Κεντρίτη ποταμού, εντός του αρμενικού εδάφους, εχθρούς ιππείς, άνδρες του σατράπη της Αρμενίας Ορόντα. Επρόκειτο για άνδρες Αρμένιους, Χαλδαίους και Μάρδους, μισθοφόρους και υπηκόους του περσικού στρατού.
Με δεδομένη, λοιπόν, την παρουσία ισχυρών εχθρικών δυνάμεων στην βόρεια όχθη του ποταμού, η θέση των Ελλήνων κατέστη αυτομάτως εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι απελπιστική, καθώς ισχυρές δυνάμεις Καρδούχων, του λαού που κατοικούσε στην περιοχή από την οποία περνούσαν, ήταν συγκεντρωμένες πίσω τους. Οι Έλληνες ήταν κυκλωμένοι.
Οι Χαλδαίοι κράδαιναν απειλητικά τις λόγχες τους και φώναζαν λόγια ακατάληπτα στους Έλληνες. Μπροστά από τους πεζούς είχε λάβει θέσεις το πολυάριθμο και επίλεκτο αρμενικό ιππικό του Ορόντα. Δίπλα τους υπήρχαν Μάρδοι τοξότες, θεωρούμενοι από τους πλέον επίλεκτους της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Από εκεί έπρεπε να περάσουν οι Έλληνες τον ποταμό, το βάθος του οποίου ξεπερνούσε το 1 μέτρο, στο πιο βατό σημείο του. Πράγματι, έγινε μια πρώτη απόπειρα διάβασης, η οποία όμως απέτυχε. Όπως ήταν φυσικό μεγάλη δυσθυμία κατέλαβε τους Έλληνες. Όλα έμοιαζαν χαμένα. Όλοι πίστευαν ότι δεν θα ξαναέβλεπαν την πατρίδα και τις αγαπημένες τους οικογένειες.
Στον Κεντρίτη ποταμό, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την αγαπημένη Ελλάδα, έμελλε να βρουν το τέλος τους. Όλα έδειχναν ότι στις όχθες του Κεντρίτη θα έληγε η περιπέτειά τους. Αν οι άνδρες ήταν απογοητευμένοι, οι ηγέτες τους δεν ήταν. Φυσικά δεν έτρεφαν ψευδαισθήσεις. Γνώριζαν πως η κατάσταση ήταν απογοητευτική, αλλά όχι και τραγική. Και πάλι την πρωτοβουλία ανέλαβε ο Ξενοφών, βάσει πληροφοριών που του έφεραν δύο νέοι. Οι άνδρες αυτοί είχαν παρατηρήσει μία οικογένεια εντοπίων να διαβαίνουν τον ποταμό, από έναν πόρο.
Οι ίδιοι διάβηκαν τον ποταμό και το νερό έφτανε μόλις μέχρι τους μηρούς τους. Και δεν ήταν μόνο ευκολοδιάβατος στο σημείο εκείνο ο ποταμός, αλλά και στη βόρεια (αρμενική) όχθη του υπήρχαν μεγάλοι βράχοι, χαμηλά ως και δίπλα στην όχθη, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την κίνηση εχθρικού ιππικού στο σημείο αυτό. Όπως ήταν φυσικό η είδηση ηλέκτρισε τον Ξενοφώντα, ο οποίος τη μετέδωσε και στους λοιπούς στρατηγούς.
Όλοι μαζί τότε συνήλθαν για να αποφασίσουν τον καταλληλότερο τρόπο ενεργείας, ώστε και από τον περσικό στρατό να μην κινδυνεύσουν και τους Καρδούχους να αποκρούσουν. Τελικά οι στρατηγοί αποφάσισαν να διαβεί ο στρατός τον ποταμό με στρατήγημα. Σκοπός τους ήταν να εκδιώξουν πρώτα το εχθρικό ιππικό από τη βόρεια όχθη και στη συνέχεια να αντιμετωπίσουν, εφόσον ήταν απαραίτητο, τους Καρδούχους.
Το στρατήγημα
Ο στρατός χωρίστηκε σε δύο τμήματα. Το πρώτο, με επικεφαλής τον Σπαρτιάτη στρατηγό Χειρίσοφο, κινήθηκε παράλληλα με την νότια όχθη του ποταμού, σε απόσταση 800 περίπου μέτρων, ως τον πόρο που του υπέδειξαν οι δύο νέοι. Τις κινήσεις του τμήματος του Χειρισόφου παρακολουθούσε από την απέναντι όχθη το εχθρικό ιππικό. Το δεύτερο τμήμα, με επικεφαλής τον Ξενοφώντα, είχε ως αποστολή να εκτελέσει υπερκερωτικό τάχα ελιγμό κατά του αντιπάλου ιππικού. Είχε δε μαζί του τους ελαφρούς πεζούς.
Την ώρα που το τμήμα του Ξενοφώντα ελάμβανε θέσεις για τον υποτιθέμενο ελιγμό, το τμήμα του Χειρισόφου έμπαινε στον ποταμό. Οι άνδρες έψαλαν τον παιάνα και οι άμαχοι εξέβαλαν δυνατές κραυγές, για να τρομάξουν τους εχθρούς.
Οι Αρμένιοι ιππείς πάντως δεν χρειάστηκε να τρομάξουν από τις κραυγές των Ελλήνων. Φοβούμενοι ότι το τμήμα του Ξενοφώντα θα επιχειρούσε πράγματι να διαβεί δυτικότερα τον ποταμό και θα τους έθετε έτσι μεταξύ δύο πυρών – του Χειροσόφου ανατολικά και του Ξενοφώντα δυτικά – δεν στάθηκαν να αντιμετωπίσουν ούτε την έφοδο του τμήματος του Χειροσόφου, αλλά τράπηκαν σε φυγή.
Έτσι το τμήμα του Χειροσόφου πέρασε με ασφάλεια τον ποταμό. Υπήρχε όμως και το αντίπαλο πεζικό, το οποίο ήταν παραταγμένο σε κάποια απόσταση από την όχθη. Εναντίον αυτού επετέθη αμέσως ο Χειρίσοφος με τους οπλίτες του, την ώρα που οι λιγοστοί Έλληνες ιππείς καταδίωκαν το εχθρικό ιππικό με τη συνδρομή και του ελαφρού πεζικού.
Οι Χαλδαίοι λογχοφόροι όμως και οι Μάρδοι τοξότες, βλέποντας τους ιππείς τους να καταδιώκονται από τους 50 Έλληνες ιππείς και τη φάλαγγα να έρχεται εναντίον τους, σχηματισμένη σε μεγάλο βάθος και με τους άνδρες να ψάλουν τον παιάνα, προτίμησαν να αποχωρήσουν από το πεδίο και να μην δοκιμάσουν την τύχη τους απέναντι στα ελληνικά δόρατα.
Ήδη το ένα αντίπαλο στράτευμα είχε τραπεί σε φυγή. Οι πεισματάρηδες Καρδούχοι όμως έρχονταν τώρα καταπάνω στο τμήμα του Ξενοφώντα, το οποίο βρισκόταν ακόμα στη νότια όχθη του Κεντρίτη ποταμού. Βλέποντάς τους να εφορμούν ο Ξενοφών διέταξε τους άνδρες του να κινηθούν με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα προς τον πόρο του ποταμού, από εκεί που είχε περάσει και το τμήμα του Χειρισόφου και που τώρα από εκεί περνούσαν τον ποταμό τα υποζύγια. Την ίδια ώρα το ελληνικό ιππικό κυρίευε τα σκευοφόρα του στρατού του Ορόντα.
Όταν έφτασαν κοντά στον πόρο του ποταμού ο Ξενοφών διέταξε τους άνδρες του να σχηματίσουν γραμμή μάχης με μέτωπο προς τους Καρδούχους. Έπρεπε να κρατήσουν για όσο χρόνο είχαν ανάγκη τα ελληνικά σκευφόρα και οι άμαχοι για να περάσουν τον ποταμό. Στο μεταξύ οι Καρδούχοι, βλέποντας το άμαχο πλήθος να διασχίζει τον ποταμό, αντελήφθησαν τον μικρό αριθμό των ανδρών του Ξενοφώντα, πήραν θάρρος και επιτέθηκαν ψάλλοντας πολεμικά άσματα.
Ο Χειρίσοφος, στο μεταξύ, έχοντας εξασφαλίσει την βόρεια όχθη, έσπευσε να αποστείλει ενισχύσεις στον Ξενοφώντα. Έθεσε υπό τη διοίκηση του Αθηναίου ερασιτέχνη στρατηγού τους πελταστές, τους σφενδονήτες και τους Κρήτες τοξότες. Τους άνδρες αυτούς ο Ξενοφών τους διέταξε να σταθούν έτοιμοι στην βόρεια όχθη, με τα δάχτυλα στις θηλιές των ακοντίων και στις χορδές των τόξων και με τις τα μολύβδινα βλήματα στις θήκες των σφενδονών τους.
Τους χώρισε δε σε δύο τμήματα, τα οποία, όταν θα ερχόταν η ώρα θα έπαιρναν θέσεις εκατέρωθεν των οπλιτών του Ξενοφώντα, όταν οι τελευταίοι θα οπισθοβατούσαν διασχίζοντας αργά τον ποταμό. Τους δε οπλίτες του τους διέταξε, μόλις οι λίθοι από τις εχθρικές σφενδόνες αρχίσουν να κτυπούν τις ασπίδες τους, να ψάλλουν τον παιάνα και να εξορμήσουν κατά των Καρδούχων.
Μόλις όμως οι εχθροί έστρεφαν τα νώτα και άρχιζαν να φεύγουν, θα ηχούσε η σάλπιγγα και αμέσως οι οπλίτες θα άφηναν την επίθεση και θα έσπευδαν να περάσουν ταχέως τον ποταμό. Αν οι εχθροί επανέκαμπταν θα είχαν να αντιμετωπίσουν τα βλήματα του ελαφρού ελληνικού πεζικού. Και πράγματι όλα εξελίχθηκαν όπως ακριβώς τα είχε σχεδιάσει ο Ξενοφών.
Μόλις οι Καρδούχοι πλησίασαν σε απόσταση βολής και τα βλήματά τους άρχισαν να κτυπούν τις ελληνικές ασπίδες, οι οπλίτες έψαλαν τον παιάνα και εξόρμησαν εναντίον τους. Οι ελαφρά οπλισμένοι Καρδούχοι δεν άντεξαν φυσικά την έφοδο των οπλιτών και έστρεψαν τα νώτα και άρχισαν να φεύγουν. Την ίδια στιγμή ο Ξενοφών διέταξε τον σαλπιγκτή να δώσει το σήμα της οπισθοχώρησης.
Έτσι και έγινε και οι οπλίτες σταμάτησαν την επίθεση και αφού εκτέλεσαν μεταβολή έτρεξαν να περάσουν τον ποταμό. Οι περισσότεροι από τους Καρδούχους συνέχισαν τη φυγή και δεν αντελήφθησαν το τέχνασμα των Ελλήνων. Κάποιοι πάντως από αυτούς το κατάλαβαν, επέστρεψαν και άρχισαν να βάλουν κατά των Ελλήνων, πληγώνοντας λίγους. Λίγες στιγμές αργότερα όλοι οι Έλληνες βρισκόταν στην ασφάλεια της βόρειας όχθης του ποταμού.
Ο εφιάλτης είχε οριστικά τελειώσει. Οι Έλληνες είχαν ξεπεράσει το πλέον δύσκολο ως τότε εμπόδιο. Είχε απόλυτο δίκιο ο Ξενοφώντας όταν έλεγε στους άνδρες πως όποιος λάβει την απόφαση να πεθάνει πολεμώντας, τον έβρισκε ο θάνατος στο σπίτι του σε βαθιά γεράματα. Οι άνδρες αυτοί είχαν κατορθώσει πια να νικήσουν και αυτόν τον φόβο, να κυριαρχήσουν σε αυτόν, να τον εκμηδενίσουν.
Εξαιρετικό και διδακτικό. Εύγε στο koukfamily για τις σπάνιες ιστoρικές επιλογές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΑ