Επιμέλεια-μετάφραση: Κωνσταντίνος Βαθιώτης
συνέχεια από το Α μέρος
Δ. Ως προς τα τεστ
Σχετικά
με την αξιοπιστία του PCR-test, η γνωμοδοτούσα καθηγήτρια Kappstein
επισημαίνει ότι μέσω αυτού αποδεικνύεται μόνο η ύπαρξη γενετικού υλικού,
όχι όμως και η προέλευση του RNA από ιούς ικανούς να προκαλέσουν
λοίμωξη ή ικανούς να αναπαράγονται.
Αλλά
και από την έκθεση της καθηγήτριας Βιολογίας κ. Kämmerer επιβεβαιώνεται
ότι ένα PCR-test, ακόμη κι αν διενεργηθεί με ορθό τρόπο, δεν μπορεί να
αποτελέσει τεκμήριο περί του αν ένα πρόσωπο έχει μολυνθεί ή όχι με ένα
ενεργό παθογόνο. Τούτο, διότι ένα τεστ δεν μπορεί να διαφοροδιαγνώσει
μεταξύ ενός “νεκρού” υλικού, π.χ. ενός απολύτως ακίνδυνου θραύσματος
γονιδιώματος, το οποίο αποτελεί υπόλειμμα από την μάχη που διεξήγαγε το
ανοσοποιητικό σύστημα ενάντια σε ένα κοινό κρυολόγημα ή μια γριπώδη
συνδρομή (τέτοια θραύσματα μπορούν να εντοπισθούν ακόμη και μετά από
πολλούς μήνες αφότου το ανοσοποιητικό σύστημα εξουδετέρωσε το πρόβλημα),
και ενός “ζωντανού” υλικού, δηλ. ενός ενεργού και ως εκ τούτου
αναπαράξιμου ιού.
Έτσι,
η PCR χρησιμοποιείται επί παραδείγματι και στις εγκληματολογικές
έρευνες για να πολλαπλασιάζει υπαρκτά υπολείμματα DNA από ίχνη τριχών ή
από άλλο υλικό, ούτως ώστε να εντοπίζεται η γενετική προέλευση του
δράστη (“γενετικό δακτυλικό αποτύπωμα”).
Επομένως,
ακόμη κι αν για την εκτέλεση της PCR, συμπεριλαμβανομένων όλων των
προπαρασκευαστικών σταδίων (δηλ. του σχεδιασμού της PCR και της
καθιέρωσής της, της λήψης δείγματος, της προετοιμασίας και εκτέλεσης του
ελέγχου), γίνουν όλα σωστά και το αποτέλεσμα του τεστ είναι θετικό,
δηλ. αναγνωρίσει μιαν αλληλουχία γονιδιώματος που υπάρχει ενδεχομένως σε
έναν ή ακόμα και στον συγκεκριμένο κορωνοϊό (SARS-CoV-2), αυτό δεν
σημαίνει επ’ ουδενί ότι το πρόσωπο που διαπιστώθηκε θετικό έχει λοίμωξη
με αναπαράξιμο ιό SARS-CoV-2 και, ως εκ τούτου, ότι μπορεί να τον
μεταδώσει στους άλλους και άρα ότι είναι πρόσωπο επικίνδυνο γι’ αυτούς.
Πολύ
περισσότερο, για την διαπίστωση μιας ενεργής μόλυνσης με τον ιό
SARS-CoV-2 πρέπει να αξιοποιηθούν κι άλλες μέθοδοι, συγκεκριμένης
διαγνωστικής στόχευσης, όπως είναι η απομόνωση αναπαράξιμων ιών.
Πέρα,
όμως, από το κατ’ αρχήν ανέφικτο να διαπιστωθεί μέσω του PCR-test η
μόλυνση με τον ιό SARS-CoV-2, τα αποτελέσματα αυτού του τεστ εξαρτώνται
από μια σειρά παραμέτρων που παράγουν σοβαρή αβεβαιότητα και ενδέχεται
να εργαλειοποιηθούν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλισθούν πολλά ή
λίγα (φαινομενικώς) θετικά αποτελέσματα. Από αυτές τις πηγές σφάλματος η
προσοχή μας πρέπει να επικεντρωθεί στις εξής δύο αντιπροσωπευτικές:
Η
πρώτη πηγή σφάλματος σχετίζεται με τον αριθμό των γονιδίων-στόχων
[Zielgene] που υποβάλλονται σε έλεγχο. Σύμφωνα με τις οδηγίες του
Π.Ο.Υ., ενώ αρχικώς ελέγχονταν τρία διαδοχικά γονίδια-στόχοι, στην
συνέχεια εκρίθη ότι πρέπει να υποβάλλεται σε έλεγχο μόνο ένα γονίδιο.
Όπως επισημαίνεται στην σχετική γνωμοδότηση, με βάση το μέσο ποσοστό
σφάλματος που διαπιστώθηκε κατά τον ποιοτικό έλεγχο των τεστ, ο οποίος
πραγματοποιήθηκε από τον φορέα διασφάλισης ποιότητας των εργαστηριακών
εξετάσεων, προκύπτει ο εξής υπολογισμός: Αφ’ ης στιγμής χρησιμοποιείται
για έλεγχο ένα και μόνο γονίδιο-στόχος, στα 100.000 τεστ που
διενεργούνται σε μικτό πληθυσμό, στον οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε
ένα άτομο με πραγματική μόλυνση, αναλογούν 2.690 ψευδώς θετικά
αποτελέσματα. Αν, όμως, είχαν χρησιμοποιηθεί 3 γονίδια-στόχοι, τότε τα
ψευδώς θετικά αποτελέσματα θα ήταν μόλις 10!
Επί
διενεργείας λοιπόν 100.000 τεστ σε 100.000 πολίτες μιας πόλης ή ενός
κρατιδίου σε διάστημα 7 ημερών, η μείωση του αριθμού των
χρησιμοποιούμενων γονιδίων-στόχων από τρία σε ένα έχει ως αποτέλεσμα να
εκτοξεύεται αντιστοίχως η διαφορά των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων από
10 σε 2.690, γεγονός που επιδρά στην βαρύτητα των μέτρων τα οποία
περιορίζουν την ελευθερία των πολιτών με βάση την ημερήσια επίπτωση,
δηλ. το ημερήσιο ποσοστό νέων κρουσμάτων [Tagesinzidenz].
Επομένως,
αν για την εξέταση της PCR χρησιμοποιείτο ο σωστός αριθμός
γονιδίων-στόχων, δηλ. τρία ή ακόμη καλύτερα (όπως π.χ. στην Ταϋλάνδη) 6
γονίδια, τότε το ποσοστό των θετικών αποτελεσμάτων και συνακολούθως το
επταήμερο ποσοστό κρουσμάτων [7-Tagesinzidenz] θα είχε σχεδόν
μηδενιστεί.
Η
δεύτερη πηγή σφάλματος αφορά την αξία του δείκτη CT [Cycle Threshold],
δηλαδή του αριθμού των κύκλων ενίσχυσης του δείγματος που απαιτούνται,
προκειμένου το τεστ να αξιολογηθεί ως θετικό.
Η
γνωμοδοτούσα επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την ομόφωνη άποψη της
επιστήμης, όλα τα “θετικά” αποτελέσματα που εξάγονται μετά την
συμπλήρωση 35 κύκλων, στερούνται οιασδήποτε επιστημονικής βάσεως. Αν
έχουν συμπληρωθεί 26-35 κύκλοι, το αποτέλεσμα του τεστ αξιολογείται ως
θετικό, μόνο όταν συνεκτιμάται η καλλιέργεια του ιού [Virusanzucht].
Αντιθέτως, το RT-q-PCR-test που διαφημίσθηκε παγκοσμίως από τον Π.Ο.Υ.
για τον εντοπισμό του SARS-CoV-2 (καθώς και όλα τα άλλα τεστ που
αντέγραψαν τον μηχανισμό του) ήταν ρυθμισμένο να λειτουργεί με βάση τους
45 κύκλους, χωρίς να ορίζεται η αξία του CT για την αξιολόγηση του
θετικού αποτελέσματος.
Επιπροσθέτως,
κατά την εφαρμογή του RT-q-PCR-test οι χειριστές του πρέπει να
συμμορφώνονται προς μια ενημερωτική ανακοίνωση που έχει εκδώσει ο Π.Ο.Υ.
(WHO Information Notice for IVD Users 2020/05).
Σύμφωνα με αυτήν, όταν το αποτέλεσμα του τεστ δεν συμφωνεί με την
κλινική εικόνα του εξετασθέντος, τότε θα πρέπει να λαμβάνεται νέο δείγμα
και να γίνεται επανέλεγχος και διαφοροδιάγνωση· μόνο τότε μπορεί να
υπολογισθεί το αποτέλεσμα του τεστ ως θετικό.
Σε
ό,τι αφορά τα rapid-test αντιγόνου που χρησιμοποιούνται για μαζικούς
ελέγχους, κρίνεται ότι ούτε αυτά μπορούν να προσφέρουν κάποιο τεκμήριο
για την μεταδοτικότητα, διότι ανιχνεύουν πρωτεϊνικά στοιχεία χωρίς να
αποδεικνύεται η συσχέτιση αυτών με έναν ακέραιο, αναπαραγωγικά ικανό ιό.
Περαιτέρω,
για να διαπιστωθεί η τυχόν λοίμωξη των ελεγχόμενων προσώπων, θα έπρεπε
στο εκάστοτε θετικό τεστ (όπως ισχύει και για το RT-q-PCR) να
συνεκτιμάται η αντίστοιχη ιική καλλιέργεια που προκύπτει από το
ελεγχόμενο δείγμα, πράγμα όμως που, λόγω των εξαιρετικά μεταβλητών και
μη ελέγξιμων συνθηκών υπό τις οποίες διενεργείται το τεστ, είναι
ανέφικτο.
Τέλος,
η γνωμοδοτούσα διευκρινίζει ότι η χαμηλή ειδικότητα των τεστ οδηγεί σε
υψηλό ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, τα οποία, μέχρι να
αποδειχθεί ότι προκάλεσαν εσφαλμένο συναγερμό, έχουν ήδη παραγάγει μη
αναγκαίες δυσμενείς συνέπειες τόσο σε ατομικό επίπεδο (βλ. καραντίνα)
όσο και σε κοινωνικό (βλ. αναστολή λειτουργίας των σχολείων). Η επίδραση
του λάθους, δηλ. ο υψηλός αριθμός ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων, είναι
ιδιαιτέρως σοβαρή στις περιπτώσεις όπου σε έλεγχο υποβάλλονται οι
ασυμπτωματικοί.
Εκείνο
που πρέπει να τονισθεί μετ’ επιτάσεως είναι ότι το χρησιμοποιούμενο
PCR-test, όπως και τα rapid-test αντιγόνου, δεν είναι κατ’ αρχήν
πρόσφορα για να διαπιστωθεί τυχόν λοίμωξη με τον ιό SARS-CoV-2. Αν
συνεκτιμηθούν και οι υπόλοιπες πηγές πολύ σοβαρών σφαλμάτων που
αναφέρονται στην οικεία γνωμοδότηση, τότε δεν είναι ούτε κατά
προσέγγισιν εφικτό να γίνεται διακρίβωση της έκτασης των λοιμώξεων με
τον ιό SARS-CoV-2 στο κρατίδιο της Θουριγγίας (αλλά και σε ομοσπονδιακό
επίπεδο).
Ούτως
ή άλλως, ο όρος “επίπτωση” [Inzidenz· δηλ. το ποσοστό κρουσμάτων στο
εξεταζόμενο Χ χρονικό διάστημα] χρησιμοποιείται ατυχώς στην οικεία
νομοθεσία του κρατιδίου. Διότι υπό τον όρο αυτόν νοείται κανονικά η
εμφάνιση νέων ασθενειών σε μια καθορισμένη ομάδα ατόμων (που υποβάλλεται
σε συνεχή έλεγχο και, ενδεχομένως, σε κλινική εξέταση) σε μια
συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Εκείνο, όμως, που συμβαίνει στην
πραγματικότητα είναι ότι σε ακαθόριστα χρονικά διαστήματα υποβάλλονται
σε έλεγχο μη καθορισμένες ομάδες ατόμων, με αποτέλεσμα αμφότερα τα
δεδομένα αυτά, βάσει των οποίων θα έπρεπε να διαμορφώνεται η “επίπτωση”,
να μεταπίπτουν σε δεδομένα απλής αναφοράς.
Εν
πάση περιπτώσει, σύμφωνα με μια μετα-μελέτη (δημοσιευθείσα σε δελτίο
του Π.Ο.Υ. τον Οκτώβριο 2020) του ιατρικού επιστήμονος και
στατιστικολόγου Γιάννη Ιωαννίδη –ενός εκ των επιστημόνων με τις
περισσότερες αναφορές παγκοσμίως–, ο δείκτης θνητότητας από την μόλυνση
ανέρχεται σε ποσοστό 0,23%, το οποίο δεν υπερβαίνει το αντίστοιχο
ποσοστό θνητότητας σε περιπτώσεις επιδημιών γρίπης μετρίας σοβαρότητος.
Επίσης, ο Ιωαννίδης, σε μελέτη του δημοσιευθείσα τον Ιανουάριο 2021,
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα lockdown δεν αποφέρουν κάποιο σημαντικό
όφελος.
Ε. Ως προς την παραβίαση του δικαιώματος της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης εξαιτίας της χρήσης rapid–test στα σχολεία
Το
δικαίωμα της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης, ως έκφανση του γενικού
δικαιώματος της προσωπικότητας κατ’ άρ. 2 παρ. 1 του γερμανικού
Συντάγματος, αποτελεί το δικαίωμα κάθε πολίτη να καθορίζει κατά βάσιν ο
ίδιος την δημόσια έκθεση και χρήση των προσωπικών δεδομένων του. Στα
δεδομένα αυτά συγκαταλέγεται και το αποτέλεσμα ενός ιατρικού τεστ. Ένα
τέτοιο αποτέλεσμα συνιστά ειδικότερα ένα προσωπικό δεδομένο υγείας που
εμπίπτει στον οικείο κανονισμό για την προστασία των δεδομένων, το οποίο
κατ’ αρχήν δεν αφορά κανέναν.
Και
αυτή η επέμβαση στο εν λόγω ατομικό δικαίωμα αντίκειται στο Σύνταγμα.
Διότι, σύμφωνα με την συγκεκριμένη διαδικασία που ακολουθείται στα
σχολεία σε σχέση με την διενέργεια των τεστ, το να πληροφορηθούν πολλοί
άλλοι (συμμαθητές, δάσκαλοι, γονείς άλλων μαθητών) το π.χ. “θετικό”
αποτέλεσμα του τεστ δείχνει αναπόφευκτο.
Αυτό
ισχύει αντιστοίχως όταν η υποβολή στο τεστ θεσπίζεται ως προϋπόθεση για
την πρόσβαση σε καταστήματα ή σε πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Πέραν
τούτου, η υποχρεωτική υποβολή μαθητών σε τεστ που μπορεί να θεσπίζεται
από την νομοθεσία του κρατιδίου δεν καλύπτεται από τον νόμο για την
προστασία από λοιμώδη μεταδοτικά νοσήματα, ο οποίος ούτως ή άλλως είναι
εκτεθειμένος σε σοβαρές συνταγματικές ενστάσεις. Κατ’ εφαρμογήν του
άρθρου 28 του εν λόγω νόμου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λαμβάνουν τα
οριζόμενα σε αυτό αναγκαία προστατευτικά μέτρα, όταν εντοπίζονται
«άρρωστοι, άτομα για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι είναι άρρωστα ή
μολυσμένα ή άτομα που, παρότι δεν είναι άρρωστα, μπορούν να μεταδώσουν
τον ιό μέσω εκκρίσεων». Σύμφωνα με το άρθρο 29 του ως άνω νόμου, τα
πρόσωπα αυτά δύναται να τεθούν υπό παρακολούθηση και ακολούθως οφείλουν
να ανεχθούν τις απαραίτητες εξετάσεις.
Το
Διοικητικό Εφετείο της Βαυαρίας, με την από 2.3.2021 απόφασή του,
έκρινε ότι οι εργαζόμενοι σε οίκους ευγηρίας δεν επιτρέπεται να
θεωρούνται εκ προοιμίου άρρωστοι ή άτομα για τα οποία υπάρχει υπόνοια
ότι είναι άρρωστα ή ότι, καίτοι δεν είναι άρρωστοι, μπορούν να
μεταδώσουν τον ιό μέσω εκκρίσεων, ενώ το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και
για τους μαθητές. Αλλ’ ούτε για άτομα ως προς τα οποία υπάρχει υπόνοια
ότι είναι μολυσμένα μπορεί να γίνεται εδώ λόγος. Διότι, σύμφωνα με τη
νομολογία του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, για να θεμελιωθεί
κατά την έννοια του νόμου υπόνοια ότι κάποιος έχει μολυνθεί, θα πρέπει
να υφίσταται μια επαρκώς προσδιορισμένη και όχι απλώς απομακρυσμένη
πιθανότητα ότι ήλθε σε επαφή με μολυσμένο πρόσωπο. Είναι απαραίτητο να
θεωρείται πιο πιθανή η εκδοχή να έχει έρθει ο ελεγχόμενος σε επαφή με
παθογόνους μικροοργανισμούς παρά το αντίθετο. Καθοριστικής σημασίας για
την θεμελίωση υπόνοιας μολύνσεως είναι αποκλειστικώς η πιθανότητα να
έχει ξεκινήσει ήδη μια διαδικασία μόλυνσης στο παρελθόν.
ΣΤ. Ως προς το δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση και την σχολική φοίτηση
Σε
ό,τι αφορά το δικαίωμα των παιδιών στην εκπαίδευση, έγιναν δεκτά τα
ακόλουθα: Οι μαθητές δεν υπόκεινται μόνο στην υποχρεωτική σχολική
εκπαίδευση σύμφωνα με το νόμο του ομόσπονδου κρατιδίου, αλλά έχουν
δικαίωμα να αξιώνουν από το κράτος να τους παρέχει εκπαίδευση και
σχολική φοίτηση. Τούτο προκύπτει και από τα άρθρα 28 και 29 της Σύμβασης
των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού, η οποία αποτελεί
ισχύον δίκαιο στην Γερμανία.
Σύμφωνα
με τις διατάξεις αυτές, όλα τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν όχι μόνο να
καταστήσουν υποχρεωτική και δωρεάν την φοίτηση στο δημοτικό σχολείο για
όλους, αλλά και να προωθήσουν την ανάπτυξη διαφόρων μορφών
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης, να τις
καταστήσουν διαθέσιμες και προσιτές (!) σε όλα τα παιδιά και, τέλος, να
λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, όπως είναι η καθιέρωση δωρεάν εκπαίδευσης και
η παροχή οικονομικής στήριξης, όπου παρίσταται ανάγκη. Συνεπώς, εν
προκειμένω πρέπει να τύχουν σεβασμού οι εκπαιδευτικοί στόχοι που
απορρέουν από το άρθρου 29 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα
δικαιώματα του παιδιού.
Ζ. Τα συμπεράσματα της απόφασης
Ο
εξαναγκασμός των μαθητών να φορούν μάσκες και να τηρούν αποστάσεις
μεταξύ τους ή σε σχέση με τρίτους είναι επιβλαβής για τα παιδιά τόσο από
σωματική, ψυχική και παιδαγωγική άποψη όσο και υπό το πρίσμα της
ψυχοκοινωνικής τους εξέλιξης, χωρίς να μπορεί να αντιπαραταχθεί κάποιο
έστω δευτερευούσης σημασίας όφελος γι’ αυτά τα ίδια ή για τους τρίτους.
Τα σχολεία δεν διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην διαχείριση του
φαινομένου της “πανδημίας”.
Κατ’
αρχήν ούτε τα PCR-Test ούτε τα rapid-test είναι από μόνα τους πρόσφορα
για την έστω κατά προσέγγιση διαπίστωση ότι υπάρχει “μόλυνση” με τον ιό
SARS-CoV-2.
Η
μείωση του κινδύνου μολύνσεως που μπορεί να επιτευχθεί στα σχολεία χάρη
στην χρήση της μάσκας είναι πολύ περιορισμένης εκτάσεως, διότι, ακόμη
κι όταν οι μαθητές δεν φορούν μάσκα, μολύνονται εξαιρετικά σπάνια.
Συνεπώς, η απόλυτη μείωση του κινδύνου είναι τόσο μικρή, ώστε μια
πανδημία να μη μπορεί να καταπολεμηθεί σε σημαντικό βαθμό με αυτόν τον
τρόπο.
Όταν
δεν υπάρχει συγκεκριμένη αφορμή, δεν επιτρέπεται να εξαναγκάζονται οι
ασυμπτωματικοί, δηλ. υγιή άτομα για τα οποία δεν υφίσταται ιατρική
ένδειξη, σε μαζικά τεστ (διενεργούμενα ανά τακτά χρονικά διαστήματα),
διότι οι έλεγχοι αυτοί δεν βρίσκονται σε αναλογία προς το επιδιωκόμενο
αποτέλεσμα. Ταυτοχρόνως, ο εξαναγκασμός των παιδιών να υποβάλλονται σε
τακτικά τεστ τους προκαλεί ψυχική πίεση, καθ’ όσον με αυτόν τον τρόπο
δοκιμάζεται συνεχώς η ικανότητά τους να παρακολουθούν τα μαθήματα.
Από
έρευνες που έγιναν στην Αυστρία, όπου οι μαθητές του Δημοτικού δεν
φορούν μάσκα, αλλά διενεργούνται rapid-test τρεις φορές την εβδομάδα,
εξάγεται το εξής συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγει και ο γνωμοδοτών
καθηγητής Kuhbandner: 100.000 μαθητές του Δημοτικού θα πρέπει επί μία
εβδομάδα να ανέχονται τις παρενέργειες της μασκοφορίας, προκειμένου να
αποτραπεί μία και μόνο μόλυνση!
Ο
χαρακτηρισμός αυτού του αποτελέσματος ως απλώς δυσανάλογου δεν θα ήταν
καθόλου επαρκής. Πολύ περισσότερο, θα μπορούσε να οδηγήσει στην σκέψη
ότι τον νομοθέτη του συγκεκριμένου κρατιδίου που θέσπισε τις οικείες
διατάξεις χωρίζει από την πραγματικότητα μια τόσο μεγάλη απόσταση, η
οποία προσλαμβάνει ιστορικές διαστάσεις.
Με
την επιβολή τέτοιων μέτρων τίθεται σε κίνδυνο η υγεία των παιδιών,
σύμφωνα με το άρ. 1666 γερμ. ΑΚ. Συνεπώς, το εκπαιδευτικό προσωπικό δεν
επιτρέπεται να διατάσσει την εφαρμογή τους ούτε να επικαλεσθεί τις
οικείες διατάξεις που έχουν θεσπισθεί από το κρατίδιο της Βαϊμάρης,
διότι αυτές είναι αντισυνταγματικές και κατά τούτο άκυρες, δεδομένου ότι
είναι απρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και εν πάση
περιπτώσει δυσανάλογες προς αυτόν. Ως εκ τούτου, προσκρούουν στην αρχή
της αναλογικότητας.
Τα παιδιά έχουν νομική αξίωση στην διασφάλιση της πρόσβασης στα μαθήματα.
ΙΙΙ. Προοπτική
Δεν
χωρεί καμία αμφιβολία ότι η εδώ παρουσιασθείσα απόφαση είναι μείζονος
σημασίας και για την ελληνική πραγματικότητα, αφού, όπως στην Γερμανία,
έτσι και στην Ελλάδα ισχύουν ως επί το πλείστον τα ίδια υγειονομικά
μέτρα που θεσπίσθηκαν και εφαρμόσθηκαν με την μέθοδο του “καρμπόν”. Από
το σκεπτικό της αποφάσεως μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να αντλήσει όλα
εκείνα τα στέρεα επιχειρήματα που εκθέτουν με πάσα ενάργεια και απόλυτη
πειστικότητα τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα των δρακόντειων υγειονομικών
μέτρων, τα οποία πλήττουν πρωτίστως –και ίσως εν τινι μέτρω
ανεπανόρθωτα– τον πιο ευαίσθητο ιστό μιας κοινωνίας: τα παιδιά μας.
Το
μέγα ερώτημα είναι αν θα βρεθούν Έλληνες δικαστές οι οποίοι θα
τολμήσουν –βαίνοντας ενάντια στον παραλογισμό που χαρακτηρίζει την
διαχείριση της υγειονομικής κρίσης επί έναν περίπου χρόνο– να προτάξουν
την κοινή λογική, εφαρμόζοντας την νομική της αντανάκλαση, δηλ. την
θεμελιώδη αρχή που μέχρι πρότινος υπερηφανευόμασταν ότι μνημονεύει ρητώς
το ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. δ΄: την αρχή της
αναλογικότητας («Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του
κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό
την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να
διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα
δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες
προσιδιάζουν. Oι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να
επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας
από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού
και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας»).
Είναι
παρήγορο όχι μόνο ότι εξεδόθη η απόφαση του Πρωτοδικείου της Βαϊμάρης,
αλλά και ότι λίγες ημέρες αργότερα το σκεπτικό της ακολουθήθηκε και από
το Πρωτοδικείο της βαυαρικής πόλης Weilheim (ομοίως στο πλαίσιο της
διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων), το οποίο έκρινε ότι η διάταξη περί
υποχρεωτικής μασκοφορίας κατ’ εφαρμογήν του άρ. 18 παρ. 2 του
νομοθετικού διατάγματος για την προστασία των πολιτών από λοιμώδη
μεταδοτικά νοσήματα [Bayerische Infektionsschutzverordnung] είναι
αντισυνταγματική και κατά τούτο άκυρη. Όπως διαλαμβάνεται στο σκεπτικό
της αποφάσεως αυτής, «πρέπει να καταστεί προς όλους σαφές ότι όποιος
εξαναγκάζει ένα παιδί να φορά μάσκα επί μακρό χρονικό διάστημα θέτει σε
κίνδυνο την υγεία του και, ως εκ τούτου, παραβιάζει τα δικαιώματά του
χωρίς δικαιολογητική αιτία».
Αν
συνεκτιμήσει κανείς και μια άλλη πρόσφατη απόφαση διοικητικού
δικαστηρίου της γερμανικής πόλης Arnsberg (ανήκει στο κρατίδιο της
Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας), με την οποία εκρίθη παράνομη η νυχτερινή
απαγόρευση εξόδου, διότι δεν εξηγείται κατά ποίον τρόπο αυτή συμβάλλει
σημαντικά στον περιορισμό των μολύνσεων, τότε μετριάζεται η εντύπωση ότι
στην παρούσα εποχή της υγειονομικής τυραννίας όλες οι θύρες που οδηγούν
στην επαφή με την στοιχειώδη λογική, την αξία του ανθρώπου και τα
θεμελιώδη του δικαιώματα είναι ερμητικά κλειστές. Κάποιες χαραμάδες
υπάρχουν! Δυστυχώς, όμως, δεν είναι αρκετές για να γκρεμίσουν το νομικό
και κοινωνικό τερατούργημα της σύγχρονης μορφής κρατικού ολοκληρωτισμού
που υποσκάπτει τα θεμέλια του πολιτισμού μας και διαβρώνει το DNA της
κοινωνίας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.