Ι. Εισαγωγή
Στις 8 Απριλίου 2021 το Πρωτοδικείο της Βαϊμάρης και ειδικότερα το αρμόδιο τμήμα για την εκδίκαση οικογενειακών διαφορών, απεφάνθη στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων ότι πρέπει να απαγορευθεί άμεσα σε δύο τοπικά σχολεία η επιβολή σε μαθητές τής καθ’ οιονδήποτε τρόπο κάλυψης της μύτης και του στόματός τους (ιδίως με μάσκες τύπου FFP2), της τήρησης αποστάσεων και/ή της υποβολής τους σε rapid-test. Ταυτοχρόνως, το δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να συνεχισθούν τα μαθήματα με την φυσική παρουσία των μαθητών.
Πρόκειται για μια απόφαση-σταθμό, η οποία βαίνει ενάντια στην νομική παράνοια που επικρατεί σχεδόν επί έναν χρόνο παγκοσμίως λόγω της εξάπλωσης της επιδημίας του κορωνοϊού. Με γνώμονα την κοινή λογική αλλά και με την ανάδειξη της μέχρι σήμερα παντελώς παραμελημένης, αν όχι ποδοπατημένης αρχής της αναλογικότητας, το δικαστήριο της Βαϊμάρης προκαλεί ένα σημαντικό ρήγμα στην τάση άκριτης αποδοχής των κοινωνιοκτόνων μέτρων που αποφασίστηκαν από πολύ υψηλά κέντρα και εφαρμόσθηκαν με εντυπωσιακή (και καθόλου αθώα) ομοιομορφία από τους κυβερνητικούς και παρακυβερνητικούς διαχειριστές της κάθε χώρας.
Πέρα από το γεγονός ότι στο σκεπτικό της αποφάσεως αναδεικνύεται όχι απλώς η ακαταλληλότητα της μάσκας για την αναχαίτιση της πανδημίας, αλλά πολύ περισσότερο ο κίνδυνος να μετατραπεί σε εστία μολύνσεως, όταν εκείνος που την φορά την χειρίζεται πλημμελώς, π.χ. την πιάνει με τα χέρια του (εξαιτίας δε των παλινωδιών των πολιτικών που έλαβαν αντιφατικές αποφάσεις περί της μασκοφορίας, στην απόφαση αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτοί να απέβλεψαν στην συμβολική αξία της μάσκας!), επισημαίνονται όλες οι σημαντικές παράμετροι που εξηγούν την ανεπάρκεια τόσο των PCR-test όσο και των rapid-test για την διαπίστωση της τυχόν μόλυνσης (πόσω μάλλον της λοίμωξης) με κορωνοϊό.
Άραγε, πόσοι από εκείνους που τρομοκρατούνται καθημερινά λόγω της ανακοίνωσης του νέου “ρεκόρ κρουσμάτων” γνωρίζουν ότι, ενώ αρχικώς ο Π.Ο.Υ. ζητούσε να ελέγχονται μέσω του PCR-test τρία διαδοχικά γονίδια-στόχοι, στην συνέχεια έκρινε ότι πρέπει να υποβάλλεται σε έλεγχο μόνο ένα γονίδιο;
Όπως σημειώνεται στο σκεπτικό της αποφάσεως, η μεταβολή αυτή έχει την εξής σπουδαία συνέπεια: Στα 100.000 τεστ που διενεργούνται σε μικτό πληθυσμό, στον οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε ένα άτομο με πραγματική μόλυνση, αναλογούν 2.690 ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Αν, όμως, είχαν χρησιμοποιηθεί 3 γονίδια-στόχοι, τότε τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα θα ήσαν μόλις 10! Μήπως, λοιπόν, ήγγικεν η ώρα να απομυθοποιηθεί η δύναμη των αριθμών και να εκλογικευτεί η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης;
Η προδήλως καταφατική απάντηση ενισχύεται ακόμη περισσότερο, αν συνδυασθεί με ένα άλλο στοιχείο, το οποίο προβάλλεται στην απόφαση και αφορά την αξία του αριθμού των κύκλων ενίσχυσης του ληφθέντος δείγματος που απαιτείται να γίνουν, προκειμένου το τεστ να αξιολογηθεί ως θετικό:
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ομόφωνη άποψη της επιστήμης, όλα τα “θετικά” αποτελέσματα που εξάγονται μετά την συμπλήρωση 35 κύκλων στερούνται οιασδήποτε επιστημονικής βάσεως. Αν έχουν συμπληρωθεί 26-35 κύκλοι, το αποτέλεσμα του τεστ αξιολογείται ως θετικό μόνο όταν συνεκτιμάται η ιική καλλιέργεια. Ωστόσο, το PCR-test που διαφημίσθηκε παγκοσμίως από τον Π.Ο.Υ. για τον εντοπισμό του κορωνοϊού ήταν ρυθμισμένα να λειτουργούν με βάση τους 45 κύκλους!
Σε ό,τι αφορά τα rapid-test αντιγόνου που χρησιμοποιούνται για μαζικούς ελέγχους και έχουν πλέον την τιμητική τους στον “πόλεμο κατά του αόρατου εχθρού” (sic), στο σκεπτικό της αποφάσεως τονίζεται ότι αυτά είναι ακόμη πιο ακατάλληλα να προσφέρουν κάποιο τεκμήριο για την μεταδοτικότητα, διότι ανιχνεύουν απλώς πρωτεϊνικά στοιχεία χωρίς να αποδεικνύεται η συσχέτιση αυτών με έναν ακέραιο, αναπαραγωγικά ικανό ιό.
Είναι, λοιπόν, άξιον μεγίστης απορίας με ποια λογική δόθηκε αίφνης τόσο μεγάλη βαρύτητα σε αυτά τα ανεπαρκή τεστ, τα οποία, αφού μετονομάσθηκαν αυτοδιαγνωστικά (self-test), εισέβαλαν στην ζωή μας, προκειμένου να καθιερωθούν ως sine qua non όρος άσκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων μας, κατά πλήρη παράκαμψη της αρχής της ελεύθερης συναίνεσης των πολιτών που εκόντες-άκοντες υποχρεώνονται πλέον (με τρόπο προδήλως παράνομο και αντισυνταγματικό) να τελέσουν μόνοι τους μια ιατρική πράξη χωρίς να εποπτεύονται από κάποιον ειδικό και χωρίς καν να συντρέχει υπόνοια ασθενείας τους!
Ενώπιον του δικαστηρίου προσκομίσθηκαν αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν το ζήτημα κατά πόσον τα εφαρμοζόμενα μέτρα κατά του κορωνοϊού είναι χρήσιμα και πολύ περισσότερο αναγκαία από επιστημονική άποψη. Ειδικότερα, κατατέθηκαν οι γνωμοδοτήσεις της καθηγήτριας Ιατρικής Ines Kappstein, του καθηγητή Ψυχολογίας Christof Kuhbandner και της καθηγήτριας βιολογίας Ulrike Kämmerer.
Η διεξαχθείσα δίκη αφορούσε την προστασία της υγείας των παιδιών κατ’ άρθρο 1666 παρ. 1 και 4 γερμανικού Αστικού Κώδικα («Όταν τίθεται σε κίνδυνο η σωματική, η πνευματική ή η ψυχική υγεία του ή η περιουσία του παιδιού και οι γονείς δεν θέλουν ή δεν μπορούν να αποτρέψουν τον κίνδυνο, τότε το δικαστήριο οφείλει να λάβει τα μέτρα εκείνα που είναι απαραίτητα για την αποτροπή του κινδύνου») και πραγματοποιήθηκε μετά την προσφυγή μιας μητέρας δύο αγοριών ηλικίας 14 και 8 ετών. Σύμφωνα με τις αιτιάσεις της, τα τέκνα της υπέστησαν ψυχοσωματικές βλάβες και βίωσαν τις αρνητικές παιδαγωγικές συνέπειες των μέτρων, χωρίς να παραχθεί κάποιο όφελος για τα παιδιά ή για τρίτα πρόσωπα. Συνακολούθως, παραβιάσθηκε πλήθος δικαιωμάτων των εν λόγω τέκνων και των γονέων τους τα οποία πηγάζουν από τον νόμο, το Σύνταγμα και τις διεθνείς συνθήκες.
Το Πρωτοδικείο της Βαϊμάρης απεφάνθη ότι τα κριθέντα ως απαγορευτέα υγειονομικά μέτρα δεν καθιδρύουν απλώς έναν υψηλό κίνδυνο για την πνευματική, την σωματική και την ψυχική υγεία των παιδιών, αλλά πολύ περισσότερο έχουν ήδη προκαλέσει τέτοια βλάβη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά το χρονικό διάστημα από 8.3.2021 μέχρι 12.3.2021, τα παιδιά της προσφεύγουσας ήταν υποχρεωμένα να φορούν μάσκα ακόμη και στο μάθημα της γυμναστικής! Επιπλέον, από τότε που καθιερώθηκε η υποχρεωτική μασκοφορία κατά την διάρκεια του μαθήματος, τα παιδιά δεν πήγαιναν με ευχάριστη διάθεση στο σχολείο. Όταν φορούσαν μάσκα, είχαν ισχυρούς πονοκεφάλους, κοιλιακό άλγος και ναυτία περίπου μία με δύο φορές την εβδομάδα, ενώ συχνά παρουσίαζαν συμπτώματα συναχιού.
Περαιτέρω, εκρίθη ότι οι διευθυντές των σχολείων και οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούν να επικαλεσθούν τις οικείες διατάξεις που έχουν θεσπισθεί από το κρατίδιο της Βαϊμάρης, διότι αυτές είναι αντισυνταγματικές και κατά τούτο άκυρες, καθ’ ο μέτρο προσκρούουν στην αρχή της αναλογικότητας, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους Δικαίου.
ΙΙ. Το σκεπτικό της αποφάσεως
Παρατίθενται ευθύς αμέσως τα κυριότερα σημεία του σκεπτικού της αποφάσεως.
Α. Γενικά
Διακινδύνευση της υγείας του παιδιού υφίσταται, όταν υπάρχει παρών κίνδυνος τέτοιου βαθμού για την πνευματική, την σωματική και την ψυχική υγεία του, ώστε να αναμένεται σχεδόν με βεβαιότητα ότι θα προκληθεί βλάβη της, αν δεν ανακοπεί η εξέλιξη των πραγμάτων (Palandt–Götz, § 1666, Rn. 8).
Τέτοια διακινδύνευση συντρέχει στην εξεταζόμενη περίπτωση. Διότι τα παιδιά, όντας υποχρεωμένα κατά την διάρκεια της σχολικής εκπαίδευσης να φορούν μάσκες και να τηρούν αποστάσεις μεταξύ τους καθώς και προς τρίτα πρόσωπα, δεν κινδυνεύουν απλώς να υποστούν βλάβη στην υγεία τους, αλλά την έχουν ήδη υποστεί. Εξαιτίας της υποχρεωτικής χρήσης της μάσκας αλλά και της τήρησης των αποστάσεων παραβιάζεται πλήθος δικαιωμάτων των παιδιών και των γονέων τους, όπως αυτά κατοχυρώνονται στον νόμο, το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις. Ιδίως παραβιάζονται τα δικαιώματα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της σωματικής ακεραιότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 6 του Συντάγματος (για την εφαρμογή του δεύτερου άρθρου λαμβάνονται υπ’ όψιν τα μέτρα που αφορούν την υγειονομική πρόληψη και τα “αντικείμενα” που πρέπει να φέρουν τα παιδιά).
Τα παιδιά βλάπτονται από σωματική, ψυχική και παιδαγωγική άποψη και, αντιστοίχως, παραβιάζονται τα δικαιώματά τους, χωρίς από την άλλη πλευρά να υπάρχει κάποιο όφελος για τα ίδια ή για τους τρίτους. Διευθυντές, εκπαιδευτικό προσωπικό καθώς και άλλα πρόσωπα δεν μπορούν να επικαλεσθούν τις διατάξεις που έχουν θεσπισθεί από το συγκεκριμένο κρατίδιο, διότι αυτές είναι αντισυνταγματικές και κατά τούτο άκυρες. Πρόκειται δε για αντισυνταγματικές διατάξεις, διότι προσκρούουν στην, απορρέουσα από την αρχή του κράτους Δικαίου, αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 20 και 28 Συντ).
Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η οποία είναι γνωστή και ως αρχή απαγόρευσης του υπερμέτρου [Übermaßverbot], τα εκάστοτε λαμβανόμενα μέτρα που προβλέπονται για την επίτευξη ενός νόμιμου σκοπού, πρέπει να είναι πρόσφορα, αναγκαία και αναλογικά με την στενή έννοια του όρου (η τελευταία προϋπόθεση αφορά την στάθμιση των ευεργετικών και των δυσμενών συνεπειών που προκύπτουν από την λήψη των επίμαχων μέτρων).
Τα υπό κρίσιν μέτρα, τα οποία δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρ. 1 παρ. 2 του νόμου για την προστασία του πολίτη από λοιμώδη μεταδοτικά νοσήματα [Infektionsschutzgesetz], είναι απρόσφορα για την επίτευξη ενός κατ’ αρχήν νόμιμου σκοπού, δηλ. για την αποφυγή της επιβάρυνσης του συστήματος υγείας ή την μείωση των μολύνσεων με τον ιό SARS-CoV-2. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι μη αναλογικά με την στενή έννοια του όρου, διότι στις σοβαρές δυσμενείς συνέπειες, άλλως στις παράπλευρες απώλειες που συνεφέλκεται η εφαρμογή των υπό εξέτασιν μέτρων, δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί μια προφανής ωφέλεια για τα ίδια τα παιδιά ή για τρίτα πρόσωπα.
Η μη προσφορότητα και η μη αναλογικότητα των προβλεπόμενων μέτρων θα τεκμηριωθεί στην συνέχεια. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι οι προσφεύγοντες εκείνοι που όφειλαν να θεμελιώσουν την αντισυνταγματικότητα των κρατικών επεμβάσεων στα δικαιώματά τους, αλλ’ αντιστρόφως είναι το ανεξάρτητο κρατίδιο της Θουριγγίας εκείνο που όφειλε να αποδείξει με τον δέοντα επιστημονικό τρόπο ότι τα θεσπισθέντα μέτρα, διά των οποίων υπήρξε επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, ήσαν πρόσφορα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και ταυτοχρόνως αναλογικά· στην υποχρέωσή του αυτή, όμως, το κρατίδιο δεν ανταποκρίθηκε ούτε καν αδρομερώς.
Β. Ως προς τις μάσκες
Η γνωμοδοτούσα καθηγήτρια Ines Kappstein στην εμβριθή γνωμοδότησή της αξιολόγησε όλα τα διεθνή επιστημονικά δεδομένα που αφορούν την χρήση της μάσκας. Συνοψίζοντας την θέση της, επισημαίνει ότι η αποτελεσματικότητα της μάσκας που χρησιμοποιείται από υγιή πρόσωπα σε δημόσιους χώρους δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη. Ομοίως, ούτε η προστασία των τρίτων ούτε η μετάδοση που συντελείται χωρίς να καθίσταται αντιληπτή, επί τη βάσει των οποίων το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ προέβη σε επανεκτίμηση των θέσεών του, στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα. Η ευλογοφάνεια, οι μαθηματικές εκτιμήσεις και οι υποκειμενικές προβλέψεις που εμπεριέχονται σε άρθρα γνώμης δεν δύναται να αντικαταστήσουν κλινικές-επιδημιολογικές έρευνες επί του πληθυσμού.
Οι πειραματικές έρευνες σχετικά με το φιλτράρισμα που παρέχουν οι μάσκες, καθώς και οι μαθηματικές εκτιμήσεις, δεν είναι κατάλληλες να αποδείξουν την αποτελεσματικότητά τους στην καθημερινή ζωή. Οι διεθνείς υγειονομικές αρχές τάσσονται μεν υπέρ της μασκοφορίας στους δημόσιους χώρους, πλην όμως παραδέχονται ότι δεν υπάρχουν επιστημονικές αποδείξεις σχετικά με το ζήτημα αυτό. Αντιθέτως, όλα τα επί του παρόντος διαθέσιμα επιστημονικά πορίσματα συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι οι μάσκες δεν έχουν επίδραση στον περιορισμό των λοιμώξεων. Καμία από τις δημοσιεύσεις που αναφέρονται ως τεκμήρια για την αποτελεσματικότητα των μασκών σε δημόσιους χώρους δεν επιτρέπει την εξαγωγή αυτού του συμπεράσματος. Αυτό ισχύει ακόμη και για την μελέτη της Ιένας [Jena-Studie], όπως διεξοδικώς εκτίθεται στην σχετική γνωμοδότηση.
Τούτο, διότι η εν λόγω μελέτη –που, όπως και η μεγάλη πλειονότητα άλλων μελετών, αξιοποιεί θεωρητικής φύσεως μαθηματικές εκτιμήσεις και μοντελοποιήσεις χωρίς πραγματική παρακολούθηση των επαφών, έχει δε εκπονηθεί από συγγραφείς που ανήκουν στον χώρο της μακροοικονομίας και στερούνται γνώσεων επιδημιολογίας– δεν λαμβάνει υπ’ όψιν το γεγονός ότι ο αριθμός των μολύνσεων είχε μειωθεί αισθητά ήδη πριν από την θέσπιση της υποχρεωτικής μασκοφορίας στην Ιένα στις 6 Απριλίου 2020 (και μετά από περίπου τρεις εβδομάδες σε ολόκληρο το ομοσπονδιακό κράτος της Γερμανίας) και ότι ήδη στα τέλη Μαρτίου 2020 δεν υπήρχε πλέον κανένα σύμβαμα μολύνσεως στην ίδια πόλη.
Όπως τονίζεται στην οικεία γνωμοδότηση, κάθε μάσκα, για να μπορεί κατ’ αρχήν να έχει ευεργετικά αποτελέσματα, πρέπει να φοριέται σωστά. Οι μάσκες μπορεί να μετατραπούν σε εστία μολύνσεως, όταν εκείνος που την φορά την πιάνει με τα χέρια του. Αυτό ακριβώς το λάθος κάνει ο πολύς κόσμος, ο οποίος όχι μόνο αγγίζει συχνά την μάσκα, αλλά επιπλέον δεν την φορά σωστά. Το ίδιο παρατηρείται και με τους πολιτικούς, οι οποίοι μιλούν στην τηλεόραση. Ουδείς έμαθε στον κόσμο πώς να χρησιμοποιεί σωστά την μάσκα ούτε του εξήγησε με ποιον τρόπο θα πρέπει να πλένει τα χέρια του για να απολυμαίνονται αποτελεσματικά. Επίσης, κανείς δεν του εξήγησε πόσο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η υγιεινή των χεριών ούτε του διευκρίνισε ότι πρέπει να προσέχει να μην αγγίζει τα μάτια, την μύτη και το στόμα του. Έτσι, σε ό,τι αφορά την χρήση της μάσκας, ο κόσμος αφέθηκε στην τύχη του. Ο κίνδυνος μολύνσεως από την μασκοφορία όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλ’ αντιθέτως αυξάνεται εξαιτίας της πλημμελούς χρήσης της μάσκας. Τούτο καταδεικνύεται διεξοδικά από τα στοιχεία που παραθέτει η γνωμοδοτούσα καθηγήτρια, η οποία επιπροσθέτως εξηγεί για ποιους λόγους είναι εξωπραγματική η προσδοκία ότι μπορεί ο πληθυσμός να μάθει να χρησιμοποιεί την μάσκα πάντοτε με ορθό τρόπο.
Εξάλλου, η άποψη ότι η μετάδοση της νόσου SARS-CoV-2 γίνεται μέσω αερολυμάτων [ενν.: αιωρημάτων υπερμικροσκοπικών σωματιδίων], δηλ. μέσω του αέρος, από ιατρική άποψη στερείται ευλογοφάνειας και επιστημονικά είναι αναπόδεικτη. Αποτελεί απλώς μια εικασία που ανάγεται κυρίως σε φυσικούς με ειδίκευση στα αερολύματα, οι οποίοι όμως δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν ιατρικά δεδομένα που σχετίζονται με την ειδικότητα της γνωμοδοτούσας καθηγήτριας. Για την συμβίωση των ανθρώπων η θεωρία των αερολυμάτων [Aerosol-Theorie] είναι εξαιρετικά επιβλαβής και έχει ως συνέπεια να μη μπορούν οι άνθρωποι να νιώσουν ασφαλείς σε κανέναν εσωτερικό χώρο· ορισμένοι, μάλιστα, φοβούνται ότι μπορεί να μολυνθούν από αερομεταφερόμενα σωματίδια, ακόμη κι όταν βρίσκονται σε εξωτερικούς χώρους. Σε συνδυασμό με την μετάδοση από ασυμπτωματικούς η θεωρία των αερολυμάτων οδηγεί στην παραδοχή ότι κίνδυνος μολύνσεως υφίσταται για κάθε συνάνθρωπό μας.
Οι παλινωδίες των πολιτικών στο ζήτημα της χρήσης μάσκας, δηλ. στις αρχές του 2020 να θεωρούν αποδεκτές ακόμη και τις υφασμάτινες μάσκες, αλλά από τις αρχές του 2021 να απαιτούν χειρουργικές μάσκες ή μάσκες με φίλτρο τύπου FFP2, προκαλούν μεγάλη σύγχυση. Παρότι τόσο οι χειρουργικές όσο και οι τύπου FFP είναι μάσκες ιατρικές, έχουν διαφορετικό προορισμό και γι’ αυτό δεν πρέπει να εναλλάσσονται αδιακρίτως. Επομένως, δύο τινά συμβαίνουν: Ή οι πολιτικοί που έλαβαν τις σχετικές αποφάσεις δεν κατανόησαν ποιος είναι ο προορισμός του κάθε είδους μάσκας ή το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν η συμβολική αξία της. Εν κατακλείδι, η γνωμοδοτούσα δηλώνει ότι αδυνατεί να εξηγήσει από την επιστημονική της σκοπιά τις αποφάσεις που ελήφθησαν σχετικά με την χρήση της μάσκας και, θέλοντας να εκφρασθεί με μετριοπάθεια, τις χαρακτήρισε ως μη εύλογες.
Η γνωμοδοτούσα συνοψίζει τις θέσεις της στο πλαίσιο της απάντησής της επί των ερωτημάτων που της τέθηκαν ως εξής:
1. Δεν υπάρχουν αποδείξεις που να στηρίζουν την θέση ότι οι μάσκες προσώπου οιουδήποτε τύπου μπορούν να μειώσουν εν γένει ή σε σημαντικό βαθμό τον κίνδυνο μολύνσεως με τον ιό SARS-CoV-2. Τούτο ισχύει για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως ηλικίας, συνεπώς και για παιδιά και νέους καθώς και για ασυμπτωματικούς, προσυμπτωματικούς και συμπτωματικούς.
2. Αντιθέτως, όποιος φορά μάσκα αγγίζει συχνά με τα χέρια του το πρόσωπό του και έτσι είναι αυξημένος ο κίνδυνος να έρθει σε επαφή με το παθογόνο ή να φέρει τους συνανθρώπους του σε επαφή με αυτό. Για τους απλούς πολίτες, είτε βρίσκονται σε δημόσιους είτε σε ιδιωτικούς χώρους, η χρήση μάσκας προσώπου δεν μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο μολύνσεως. Ούτε υπάρχει κάποιο στοιχείο που να συνηγορεί υπέρ της μείωσης αυτού του κινδύνου όταν τηρούνται οι κανόνες απόστασης. Τούτο ισχύει μάλιστα ανεξαρτήτως ηλικιακής ομάδας, δηλ. τόσο για τα παιδιά όσο και για τους νέους.
Τα συμπεράσματα αυτά επιβεβαιώνονται και από τις αναλυτικές διαπιστώσεις του έτερου γνωμοδοτούντος καθηγητή, του κ. Kuhbandner. Όπως επισημαίνεται και από αυτόν, μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κανένα υψηλής αξίας επιστημονικό τεκμήριο περί του ότι η κάλυψη του προσώπου με μάσκα μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο μολύνσεως. Οι συστάσεις για χρήση μάσκας που προέρχονται από το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ και από την κατευθυντήρια γραμμή S3 των επαγγελματικών εταιρειών στηρίζονται σε μελέτες παρατήρησης, σε εργαστηριακές μελέτες για το αποτέλεσμα φιλτραρίσματος καθώς και σε μελέτες μοντελοποίησης, οι οποίες όμως έχουν πολύ μικρή αξία, διότι, λόγω της μεθόδου που ακολουθούν, δεν μπορούν να εξαχθούν έγκυρα συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα της μάσκας στην καθημερινότητα αλλά και στα σχολεία. Επιπλέον, τα πορίσματα στα οποία καταλήγουν οι επιμέρους μελέτες είναι ετερόκλιτα, ενώ βρίσκονται σε αντίθεση με άλλα πορίσματα στα οποία έχουν καταλήξει νεότερες μελέτες παρατήρησης. Εξετάζοντας τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της μασκοφορίας, ο γνωμοδοτών απεφάνθη ότι σε αυτές δεν περιέχονται στοιχεία που να την θεμελιώνουν.
Αντιθέτως, μάλιστα, στην μόνη διεξοδική μελέτη τέτοιου είδους που εξετάζει την χρήση της υφασμάτινης μάσκας επισημαίνεται ότι οι υφασμάτινες μάσκες δύναται να αυξάνουν τον κίνδυνο μολύνσεως· εν προκειμένω, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο κακός χειρισμός της μάσκας που μπορεί να επηρεάσει αυτόν τον κίνδυνο. Ειδικά στους μαθητές, ιδίως της μικρότερης ηλικίας, τα προβλήματα που συνδέονται με τον χειρισμό της μάσκας είναι αναπόφευκτα. Ήδη η γνωμοδοτούσα καθηγήτρια Kappstein τόνισε ότι το πρόβλημα του χειρισμού της μάσκας έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μην παράγεται καμία ωφέλεια από την χρήση της μάσκας σε ό,τι αφορά την αποφυγή της μόλυνσης, αλλά πολύ περισσότερο να είναι η μάσκα επιβλαβής.
Επιπροσθέτως, η μείωση του κινδύνου μολύνσεως μέσω της μασκοφορίας στα σχολεία μπορεί να επιτευχθεί σε πολύ περιορισμένη έκταση, διότι στους χώρους αυτούς οι μολύνσεις είναι πολύ σπάνιες. Συνεπώς, η απόλυτη μείωση του κινδύνου είναι τόσο μικρή, ώστε μια πανδημία να μη μπορεί να καταπολεμηθεί σε σημαντικό βαθμό με αυτόν τον τρόπο. Οι αριθμοί των μολύνσεων στα παιδιά, που υποτίθεται ότι στην παρούσα φάση έχουν αυξηθεί, στην πραγματικότητα είναι πολύ πιθανό να οφείλονται στο γεγονός ότι τις προηγούμενες εβδομάδες αυξήθηκε ο αριθμός των τεστ στα οποία υπεβλήθησαν τα παιδιά. Επειδή ο κίνδυνος μολύνσεως στα σχολεία είναι από μόνος του πολύ μικρός, ακόμη κι αν αυξηθούν τα ποσοστά των μολύνσεων εξαιτίας της νέας μετάλλαξης του ιού Β.1.1.7 –της τάξεως μεγέθους που εικάζεται ότι έχει σύμφωνα με τις σχετικές μελέτες–, εκτιμάται ότι η εξάπλωση του ιού στα σχολεία δεν θα αυξηθεί κατά τρόπον αξιοσημείωτο.
Στο προπεριγραφέν μικρό όφελος από την χρήση της μάσκας αντιπαρατίθεται πλήθος παρενεργειών που ενδέχεται να πλήξουν την υγεία των παιδιών στην σωματική, την ψυχική και την κοινωνική της έκφανση. Πολλά από τα παιδιά θα πρέπει να υποφέρουν από αυτές τις παρενέργειες, προκειμένου να αποφευχθεί μία και μόνη μόλυνση. Οι εν λόγω παρενέργειες καταγράφονται διεξοδικώς από τον γνωμοδοτούντα καθηγητή, ο οποίος, μεταξύ άλλων, επικαλείται το μητρώο παρενεργειών που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό “Monatsschrift Kinderheilkunde”.
Γ. Ως προς την τήρηση αποστάσεων
Εν συνεχεία, η γνωμοδοτούσα επισημαίνει ότι επιστημονικές μελέτες αναφορικά με την τήρηση αποστάσεων προέρχονται μόνο από το πεδίο της ιατρικής περίθαλψης των ασθενών. Κατά την άποψή της, κρίσιμοι προς αξιολόγησιν του ελεγχόμενου μέτρου είναι μόνοι οι ακόλουθοι κανόνες:
1. Το να τηρείται απόσταση 1,5 μ. (1-2 μ.) στις επαφές που γίνονται κατά πρόσωπο, όταν ο ένας από τους δύο εμφανίζει συμπτώματα κρυολογήματος, είναι ένα μέτρο που μπορεί να χαρακτηρισθεί χρήσιμο. Ωστόσο, για την χρησιμότητά του δεν υπάρχει κάποια επιστημονική διασφάλιση παρά μόνο ενδείξεις. Είναι δε εύλογο να θεωρηθεί ότι πρόκειται για αποτελεσματικό μέτρο που προστατεύει από την επαφή με το παθογόνο, το οποίο μπορεί να μεταδοθεί μέσω σταγονιδίων εκκρινόμενων από το αναπνευστικό σύστημα, όταν το πρόσωπο με το οποίο γίνεται η επαφή εμφανίζει συμπτώματα κρυολογήματος.
2. Όταν κανένας από αυτούς που είναι παρόντες δεν έχει συμπτώματα κρυολογήματος, η ανάγκη τήρηση απόστασης 1,5 μ. (1-2 μ.), ανεξάρτητα από το αν ο ένας βλέπει το πρόσωπο του άλλου ή απλώς γειτνιάζει σωματικά με αυτόν, δεν επιβεβαιώνεται από κανένα επιστημονικό στοιχείο. Από ένα τέτοιο μέτρο, όμως, παρεμποδίζεται πολύ σοβαρά η συμβίωση των ανθρώπων και ιδιαιτέρως η ανέμελη επαφή μεταξύ των παιδιών, χωρίς να μπορεί να εντοπισθεί κάποιο όφελος σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου για την προστασία του πολίτη από λοιμώδη μεταδοτικά νοσήματα.
3. Στενές επαφές, δηλ. σε απόσταση μικρότερη του 1,5 μ. (1-2 μ.), μεταξύ μαθητών ή δασκάλων και μαθητών ή μεταξύ συναδέλφων στον εργασιακό χώρο κ.λπ. δεν αποτελούν κίνδυνο, ακόμη κι όταν ο ένας από τους δύο έχει συμπτώματα κρυολογήματος, διότι η διάρκεια τέτοιων επαφών στο σχολείο ή μεταξύ ενηλίκων σε οποιοδήποτε δημόσιο χώρο είναι πολύ σύντομη για να καταστεί δυνατή η μετάδοση μέσω σταγονιδίων. Αυτό προκύπτει και από μελέτες οι οποίες αφορούσαν όσους κατοικούν στο ίδιο σπίτι, όπου, παρά την στενή συμβίωση με πληθώρα επαφών μέσω του δέρματος ή του βλεννογόνου, νόσησαν λίγα μόνο μέλη από την αναπνευστική λοίμωξη ενός εξ αυτών.
Η γνωμοδοτούσα καθηγήτρια Kappstein παρουσιάζει με πειστικό τρόπο το πρόβλημα των μαθηματικών μοντελοποιήσεων. Οι μοντελοποιήσεις αυτές (καλούνται και μαθηματικές εκτιμήσεις) είναι γνωστές από την αξιοποίησή τους για την πρόβλεψη του καιρού και την μελέτη του κλίματος· ωστόσο, τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούνται και για την πρόβλεψη της πορείας των επιδημιών καθώς και για την επίδραση διαφόρων προληπτικών μέτρων. Η αξιοποίησή τους γίνεται, οσάκις είναι πενιχρά τα στοιχεία που προκύπτουν από πρωτογενείς έρευνες. Σε έναν μεγάλο αριθμό μελετών που έχουν εκπονηθεί για τον SARS-CoV-2 (π.χ. ως προς την αποτελεσματικότητα της μάσκας) έχουν χρησιμοποιηθεί μαθηματικές μοντελοποιήσεις, οι οποίες διαθέτουν πολύ περιορισμένη αποδεικτική ισχύ, δεδομένου ότι τα αποτελέσματά τους δεν αντικατοπτρίζουν την “πραγματική” ζωή, αλλά εδράζονται σε υποθέσεις. Τούτες επιτελούν κεντρικό ρόλο στην παραγωγή των αποτελεσμάτων στα οποία κατ’ ακολουθίαν αποτυπώνεται μια απλουστευμένη εικόνα της πραγματικότητας.
Επομένως, τέτοιες μελέτες μπορούν να οδηγήσουν στην εξαγωγή συμπερασμάτων μόνο επί τη βάσει υποθετικών προτάσεων του τύπου “όταν συμβαίνει Χ, τότε ισχύει Ψ”. Στο πεδίο των μοντελοποιήσεων εντάσσονται αφ’ ενός εκείνες που έχουν αμιγώς θεωρητικό χαρακτήρα και αφ’ ετέρου εκείνες στις οποίες συνεκτιμώνται τα υπάρχοντα κλινικά-επιδημιολογικά δεδομένα. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, το αποτέλεσμά τους έχει πολύ περιορισμένη αποδεικτική δύναμη, ενώ η ποιότητά τους είναι στην καλύτερη περίπτωση μετρίου επιπέδου. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τον ιό SARS-CoV-2, τα αποτελέσματα αυτών των μοντελοποιήσεων συχνά υπερεκτιμώνται και, όταν είναι θετικά, προβάλλονται ως απόδειξη για την αποτελεσματικότητα των λαμβανόμενων μέτρων. Όπως επισημαίνεται στην ως άνω γνωμοδότηση, με τον τρόπο αυτόν λειτούργησαν στο πλαίσιο εξέλιξης της πανδημίας διάφοροι ιατροί που είναι επιστημονικά μάχιμοι αλλά και βιοεπιστήμονες.
Το δικαστήριο υιοθέτησε την εκτίμηση της καθηγήτριας Kappstein σε ό,τι αφορά και τα ποσοστά μεταδοτικότητας των συμπτωματικών, των προσυμπτωματικών και των ασυμπτωματικών. Ειδικότερα δέχθηκε ότι η μετάδοση του ιού από προσυμπτωματικούς είναι κάτι που απλώς ενδέχεται να συμβεί χωρίς όμως να είναι απαραίτητο ότι θα συμβεί. Αξιολογώντας τα σενάρια των πραγματικών επαφών, η γνωμοδοτούσα έκρινε περαιτέρω ότι το ενδεχόμενο της μετάδοσης από τα πρόσωπα αυτά είναι σαφώς μικρότερο απ’ ό,τι παρουσιάζεται με βάση τις μαθηματικές μοντελοποιήσεις.
Μέσα από μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση των μεταδόσεων του κορωνοϊού σε πρόσωπα που κατοικούν στο ίδιο σπίτι, η οποία δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο 2020, η γνωμοδοτούσα αντιπαρατάσσει στο υψηλό μεν, αλλά ακόμη όχι υπερδιογκωμένο ποσοστό μεταδοτικότητας του 18% εκ των συμπτωματικών, το εξαιρετικά χαμηλότερο ποσοστό μεταδοτικότητας του 0,7% εκ των ασυμπτωματικών. Επομένως, το ενδεχόμενο να μεταδίδουν οι ασυμπτωματικοί –δηλ. αυτοί που μέχρι πρότινος χαρακτηρίζονταν υγιείς– τον ιό, είναι άνευ σημασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.