Σελίδες

23 Απριλίου 2020

Η Μάχη της Αλαμάνας και ο μαρτυρικός θάνατος του Αθανάσιου Διάκου.

Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να ματαιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά. 

Ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν μεγάλος

Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στα στενά των Θερμοπυλών όπου οι Τούρκοι δεν θα είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν το ιππικό τους και την αριθμητική τους υπεροχή.
Μετά από σύσκεψη στο χωριό Κομποτάδες, στις 20 Απριλίου 1821, η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς το Μουσταφάμπεη με 500 άνδρες, και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες.



Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους, επιτιθέμενοι αιφνιδιαστικά το πρωί της 23ης Απριλίου, χωρίς να επιτρέψουν στους Έλληνες να οργανωθούν.

Η κύρια τούρκικη δύναμη υπό τον ικανότατο στρατηγό Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκε στον Διάκο.
Ένα άλλο τμήμα Τούρκων υπό τον Χασάν Τομαρίτσα επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση λόγω της αριθμητικής υπεροχής του αντιπάλου, ενώ έτερη δύναμη επιτέθηκε με σφοδρότητα στις θέσεις του Πανουργιά, οι άντρες του οποίου έδωσαν σκληρή μάχη αλλά υποχώρησαν όταν τραυματίστηκε σοβαρά ο αρχηγός τους που πολεμούσε στην πρώτη γραμμή. 


Στην μάχη αυτή βρήκε ηρωικό θάνατο ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαίας, καθώς και ο αδερφός του.
Μετά τις δύο αυτές πολύ σημαντικές νίκες που απογύμνωσαν τα άκρα της Ελληνικής αμυντικής διάταξης, ο Ομέρ Βρυώνης συγκέντρωσε όλη την επιθετική του ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. 

Ο Διάκος είχε τάξει 200 άνδρες υπό τους οπλαρχηγούς Μπακογιάννη και Καλύβα πάνω στη γέφυρα της Αλαμάνας, ενώ ο ίδιος με 300 άνδρες κατείχε την θέση Ποριά από όπου με αντεπιθέσεις ανακούφιζε τους συμπολεμιστές του στη γέφυρα. 

Όταν όμως οι δυνάμεις του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη κατέρρευσαν οι Τούρκοι ξεκίνησαν να σφίγγουν τον κλοιό γύρω από τους αμυνόμενους. Ενώ η κατάσταση γινόταν κρισιμότερη σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη, πρότειναν στον Διάκο να διαφύγει, ενώ ο ψυχογιός του, του έφερε το άλογο του προτρέποντας τον να σωθεί όσο ήταν καιρός. 
Αυτός όμως απάντησε “ο Διάκος δεν φεύγει” και δεν εγκατέλειψε την θέση του. 

Η άνιση μάχη συνεχίζεται κι απ’ τους πρώτους νεκρούς που πέφτουν μπροστά του, είναι ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μασαβέτας, τον οποίο ο Διάκος χρησιμοποιεί πλέον σαν ασπίδα στις επιθέσεις που δέχεται. 

Με μόνο 10 αγωνιστές που του έχουν απομείνει, μεταβαίνει στην εκ φύσεως οχυρή θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας, όπου οχυρώνεται και πολεμά εκεί για μια ώρα περίπου. 

Τα πυρομαχικά όμως είναι περιορισμένα, ο ένας μετά τον άλλο οι περισσότεροι σύντροφοί του σκοτώνονται και ο ίδιος ο Διάκος συλλαμβάνεται ζωντανός και οδηγείται ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη.

Ο τελικός απολογισμός της μάχης της ημέρας εκείνης, ήταν περίπου 300 Έλληνες και 500 Τούρκοι νεκροί, ενώ αρκετοί ήταν και οι τραυματίες.

Το μνημείο του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα (στην γέφυρα του Σπερχειού)
Πηγές:
-Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού
-Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως

Σελίδα Ελληνική Επανάσταση 1821

πηγή 

Το πραγματικό τέλος του Αθανάσιου Διάκου 

Του Ευθύμιου Χριστόπουλου, εκπ/κού-δημοσιογράφου 

Το καλοκαίρι του 1947 ως μαθητής της Β” τάξης της Εκκλησιαστικής Σχολής Λαμίας, δέχτηκα την παρακίνηση του αείμνηστου Διευθυντού της Δημητρίου Κρικέλα να συγκεντρώσω πληροφορίες από γέρους Λαμιώτες που τις είχαν από τους πατεράδες τους, για ποιο ήταν το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου. 

Ταξι­νομώντας αυτές που συγκέντρωσα, είδα ότι τέσσερες ήταν ακριβώς ίδιες, αν και προέρχονταν από γερόντια που ζού­σαν σε διαφορετικά σημεία της Λαμίας ο καθένας και μά­λιστα ένας παππούς ήταν απ” τη Ροδίτσα. Διασταυρώνοντας τες αργότερα, με όσα διάβαζα άλλα, καταλάβαινα ότι αυ­τές που είχα ήταν ασφαλώς οι σωστές.

Το κύριο σημείο τους και κοινό, όταν έπιασαν το Διάκο και τον έφεραν στη Λαμία, τον έκλεισαν σ” ένα πα­λιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδο­μηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα – Μπακογιάννη. Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω – δυ­τικά – στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη τη νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι, τα οποία και αναφέρω στη συνέχεια: 

Μετά τη σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξε­κομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφανοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα – πάλι καλά! – έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο. 

Το οίκημα που φυλακίστηκε ο Αθανάσιος Διάκος στην Λαμία. Σήμερα έχει κατεδαφιστεί και στην θέση του είναι το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας
Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ” ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρί­ου του. 

Εκτός από δύο – τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι – όχι όλοι – έμειναν απ” έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να δουν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πο­νάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.

Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ” ότι όμως εί­χαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγχο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι, κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν. 

Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται. 
Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε – το είδαν κα­θαρά αυτό – ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο. 

Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ' ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρ­νητικά το κεφάλι του. 

Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγ­μή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί. Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν το Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στο δήμιό του. 

Απ' τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς – έτσι τουλάχιστον δεί­χνει – και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις, κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποι­ημένος. 

Ο Διάκος – και οι άλλοι τρεις απ' έξω – μέσα στο μι­σοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ' ένα γκιούμι. 

Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ” ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται. 

Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολ­μήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διά­κο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επί­μονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτε­ρά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο. 

Η μυρωδιά του λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ' έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα. 

Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ” το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!… Τι­νάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κό­ψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.

Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πό­δια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την που­καμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μι­λάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι' αυτό συ­νεχίζουν!… 

Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να νεκρώνε­ται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργί­ζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του. 

Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέ­ους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δεί­χνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέ­πουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημι­ουργούνταν στο δέρμα απ” το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.

Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πε­τυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν. 

Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο. 
Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ' έξω, για να μη γί­νουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνό­μενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι. 

Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διά­κο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει. 

Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον ανα­γνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι τα κακοποιημένα ρούχα του. 

Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτι­κή Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών. 

Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανα­τολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικό­τερα ετοίμαζαν το στήσιμο της… ψησταριάς! 

Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση! 

Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξε­χωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μάνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι! 

Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γί­νει! 
Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σου­βλίζει. 
Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο. 

Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώ­νει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξε­κινώντας απ” τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρ­μα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ” το δεξιό του το αυτί. 

Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός. 
Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ” ένα δέντρο. 

Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.

Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκε­ται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνε­ται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια. 

Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει αυτό και αφρίζει απ' το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο! 

Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μέ­νει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποί­ητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νε­κρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στά­βλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο. Τη διαβεβαίωση αυτή είχα απ' όλα σχεδόν τα γερόντια που ρώτησα το 1947, τότε που φαίνονταν ακόμα οι κρίκοι στο βόρειο τοίχο της θερινής «ΤΙΤΑΝΙΑΣ». 

Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κα­τεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχε­δόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώ­ρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σή­μερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.

Το πιστόλι του Αθ. Διάκου
Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θά­ψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει. 

Ο παππούς μου που είχε στήσει την παράγκα – πρώ­το μαγαζί του πριν λίγο καιρό, απέναντι δυτικά, όπου μετά χτίστηκε η αποθήκη των αδελφών Κονταξή, είδε στρατιώτες να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας. Όταν ρώτησε τι ζητάνε, του είπαν ότι ψά­χνουν τον τάφο του Διάκου. Την πληροφορία αυτή είχα από τον πατέρα μου, όπως την είχε ακούσει από τον παπ­πού μου. Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό – σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρω­σαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.

Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διά­κο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυ­πτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α” και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρα­τιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903. 

πηγή: «Λαμιακή Φωνή»
το είδαμε ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.