συνέχεια από το 1ο μέρος
Του Πωλ Βέιν* από το Άρδην τ. 65
2. Συνεργασία και διαφοροποίηση
Ας
αφήσουμε όμως την εποχή της κατάκτησης. Στην αυτοκρατορική εποχή, δεν
θα υπάρχουν πλέον «δημαγωγοί» και δεν θα ακούγονται ανατρεπτικές
απόψεις. οι κοινωνικές συγκρούσεις θα περάσουν στο παρασκήνιο και θα
μετατραπούν σε πρόβλημα των προυχόντων, που θεωρούνταν από τον
αυτοκράτορα υπεύθυνοι για την πειθαρχία του πλήθους μέσα στην πόλη τους.
Παρόλα αυτά, οι Ρωμαίοι δεν θα γίνουν ποτέ αρεστοί. Οι δύο τάσεις,
ανάμεσα στις οποίες είχε διαιρεθεί η Ελλάδα, θα συνεχίσουν να υπάρχουν
μέχρι το τέλος: η «συνεργασία» θα μεταβληθεί σε νομιμοφροσύνη σε έναν
αυτοκράτορα που θεωρείται ότι υπερβαίνει τις εθνικές διαφοροποιήσεις,
και η ταυτοτική υπερηφάνεια θα μεταβληθεί σε αίσθημα διαφοράς και
νοσταλγία της αρχέγονης ανεξαρτησίας. Ο Δίων ο Προυσαεύς την
χρησιμοποίησε για να γράψει τον λόγο τους προς τους Ροδίους.
Πλέον,
δεν θα έχουμε την ευκαιρία, κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας, να
ξανακούσουμε τις λυσσαλέες επιθέσεις ενάντια στους φιλοσόφους
«δημαγωγούς». οι διανοούμενοι, εφεξής, συμμερίζονταν τις πολιτικές
θέσεις της ανώτερης τάξης απ’ όπου στρατολογούνταν το κοινό τους, και
στην οποία ανήκαν, όταν δεν χρηματοδοτούνταν από αυτή. Με μοναδική
εξαίρεση τη σχολή των κυνικών, των οποίων οι εξτρεμιστές λαϊκοί
προπαγανδιστές προκαλούσαν την αποστροφή (31). Και όμως, μεσούντος του
«χρυσού αιώνα», στο τέλος της βασιλείας του Αντωνίνου του Ευσεβούς,
συνέβη ένα εξαιρετικό γεγονός: ένας Έλληνας φιλόσοφος «προσπάθησε να
πείσει τους Έλληνες να πάρουν τα όπλα εναντίον των Ρωμαίων». Ονομαζόταν
Περεγρίνος Πρωτέας και ανήκε στην κυνική σχολή (32). [ ]
Όταν
πρόκειται για την ελληνική ανεξαρτησία, ο («φιλορωμαίος» σ.τ.μ.)
Πλούταρχος γίνεται άλλος άνθρωπος. Φθάνει μέχρι το σημείο να αλλάξει την
προφητεία που είχε εφεύρει για τον Νέρωνα προς το επιεικέστερο, αφού
εκείνος, ανανεώνοντας, επί των ημερών του, τη χειρονομία του Φλαμινίνου,
«ανακήρυξε την ελευθερία της Ελλάδας» (33), κερδίζοντας έτσι συγχώρεση
για πολλές από τις αμαρτίες του στο υπερπέραν, εκεί όπου τιμωρούνται οι
κακοί πριν τη μετεμψύχωση. Όπως αναφέρει ο μύθος του Πλουτάρχου (34), ο
Νέρων επρόκειτο να μετεμψυχωθεί σε έχιδνα (ζώο που καταβροχθίζει τη
μητέρα του στη γέννησή του), όταν «μια μεγάλη λάμψη φάνηκε ξαφνικά και
ακούστηκε μια φωνή, η οποία πρόσταξε να ενσαρκωθεί αυτή η ψυχή σε ένα
πιο ήπιο είδος. επειδή, πρόσθεσε η φωνή, ο Νέρων ξεπλήρωσε τα εγκλήματά
του και οι ίδιοι Θεοί τού όφειλαν κάποιες χάρες, εφόσον είχε αποδώσει
την ελευθερία του στον λαό που ήταν ο καλύτερος και ο αγαπημένος των
θεών μέσα στην αυτοκρατορία» (35).
Ο
βιογράφος του Πλουτάρχου δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι ο ηθογράφος της
Χαιρώνειας μόλις έκλεινε τα είκοσι χρόνια του στην Αχαΐα. θα πίστευε
κανείς πώς είχαμε γυρίσει τέσσερις αιώνες πίσω, στην εποχή της Ελλάδας
πριν τη Χαιρώνεια (36). Ο νεαρός δεν ήταν ο μόνος που συγκινήθηκε. Ο
Απολλώνιος ο Τυανεύς (ή ο βιογράφος του, όποιος και αν είναι)
περιφρονούσε τον Νέρωνα, όπως όλοι. αλλά, όταν ο διάδοχός του, ο
Βεσπασιανός, κατήργησε την ανεξαρτησία της Αχαΐας, έγραψε στον
αυτοκράτορα ότι «κάνοντας την Ελλάδα δούλη και πάλι πίστεψε πως ήταν πιο
δυνατός από τον Ξέρξη ενώ, στην πραγματικότητα, είχε πέσει πιο χαμηλά
και από τον Νέρωνα (37)». Και έχουμε ήδη δει πόσο μεγάλη ήταν η
συγκαταβατικότητα του Παυσανία απέναντι στον απελευθερωτή της Ελλάδας.
Πέρα από την υποχρεωτική ή συμφεροντολογική αποδοχή της Pax Romana, οι
Έλληνες εξέφραζαν την πικρία τους για το ότι έχασαν μια ανεξαρτησία που
δεν είχε αποκτηθεί με το τίμημα της επανάστασης και της αναρχίας.
Η
νοσταλγία τους για την ανεξαρτησία βασίζεται σε μια πολιτιστική
ταυτότητα που παρέμενε αλώβητη και θεωρούνταν ανώτερη. Αντιπαραθέτουν
και θα αντιπαραθέτουν εσαεί Ελλάδα και Ρώμη, με μόνη εξαίρεση τους
«αυτοκρατορικούς» δημόσιους λειτουργούς. Δύο τυχαία παραδείγματα είναι
εκείνα του Σέξτου Εμπειρικού (38) και του Γαληνού. Ο τελευταίος, όπως
δίχως άλλο η πλειοψηφία των συγχρόνων του, διαιρούσε τον κόσμο με τρεις
τρόπους: ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους. ανάμεσα στους Έλληνες «και
εκείνους που, αν και βάρβαροι εκ γενετής, μιμούνται τον ελληνικό τρόπο
ζωής». και τέλος, «ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους λαούς που τους
υπακούουν» (39).
Ο
Λιβάνιος θα επαναλάβει τα ίδια μετά από έξι αιώνες ρωμαϊκής ηγεμονίας
και ενιαίας αυτοκρατορίας: απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα αυτοπροσώπως,
για να του ζητήσει οι αυτοκρατορικοί νόμοι να προστατεύουν όλους τους
πολίτες, ακόμα και τους ειδωλολάτρες, τονίζει πως υποστηρίζει με θέρμη
την αυτοκρατορία που έχει δώσει σε όλους πολιτικά δικαιώματα, εντούτοις,
μέσα στην έκκλησή του, ο διαχωρισμός είναι σαφής: οι «Ρωμαίοι»
παραμένουν «Ρωμαίοι». Την ίδια εποχή, ο Προυτέντιος, ο Αυσόνιος, ή ο
Ρουτίλιος Ναματιάνους δεν θα σκέφτοταν ποτέ να αντιπαραθέσουν τους
Ισπανούς ή τους Γαλάτες με τους Ρωμαίους, επειδή οι ίδιοι ένιωθαν
Ρωμαίοι, γεγονός απολύτως κατανοητό: Η Γαλατία ή η Ισπανία
«εκπολιτίστηκαν» σε επαφή με τη Ρώμη, και άλλαξαν τον πολιτισμό τους,
ενώ η Ελλάδα ήταν και παρέμενε ο πολιτισμός αυτός καθ’ αυτόν, τόσο στα
μάτια των Ελλήνων όσο και των Ρωμαίων οι οποίοι ένιωθαν ένα σύμπλεγμα
ανωτερότητας/κατωτερότητας έναντι των Ελλήνων40. Οι Γαλάτες θα
αποδεχθούν εν τέλει ότι αποτελούν μέρος της αυτοκρατορίας, ενώ οι
Έλληνες θα συνεχίσουν μέχρι το τέλος να νιώθουν υποταγμένοι στους
Ρωμαίους. [ ]
Οι
Ρωμαίοι γνώριζαν πολύ καλά πως η ελληνική ταυτότητα παρέμενε ανυπότακτη
και ήταν η πραγματική τους αντίπαλος, γι’ αυτό και κανένας αυτοκράτορας
δεν ήταν ελληνικής καταγωγής. Ασχολίαστο μοιάζει να έχει μείνει το
γεγονός ότι, από τον Αύγουστο έως τον Θεοδόσιο, ανάμεσα στους εκατόν
τριάντα αυτοκράτορες ή σφετεριστές, η προέλευση μιας εκατοντάδας από
αυτούς είναι γνωστή ή συνάγεται. Όμως είναι όλοι «Ρωμαίοι», και κανένας
Έλληνας, εκτός από έναν ή δύο όψιμους σφετεριστές των οποίων η περίπτωση
παραμένει αμφίβολη. Ο Ιουλιανός αυτοαποκαλείται Έλληνας ως προς τον
πολιτισμό και τη θρησκεία του, αλλά Ρωμαίος, με καταγωγή από τον μέσο
Δούναβη ως προς την οικογενειακή προέλευση, ενώ, όπως γνωρίζουμε, οι
δεύτεροι Φλάβιοι ήταν Ιλλυριοί. [ ]
Ήταν
κοινό μυστικό: για να γίνεις αυτοκράτορας στη Ρώμη, ήταν προτιμότερο να
έχεις γεννηθεί στην Ισπανία, την Αφρική, την Παννονία, την Αραβία ή τη
Συρία, σε κάθε περίπτωση να μην είσαι Έλληνας. Οι πρώτοι, που δεν ήταν
παρά βάρβαροι στην καταγωγή, ήταν σαν το λιωμένο κερί που παίρνει το
σχήμα της ρωμαϊκής σφραγίδας, ενώ οι Έλληνες είχαν παραμείνει Έλληνες. Η
Ρώμη επιβεβαιώνει έτσι την αποκλειστική κλίση της στη διοίκηση.
Ταυτόχρονα, επιβάλλει τα λατινικά ως τη γλώσσα του δικαίου (συνθήκη που
θα ισχύει μέχρι τη βασιλεία του Ιουστινιανού), υποχρεώνοντας τους
νεαρούς φιλόδοξους Έλληνες να μάθουν τη γλώσσα για να μπορέσουν να
γίνουν δημόσιοι λειτουργοί. Με μια λέξη, που όμως χρειάζεται να
επαναλαμβάνουμε διαρκώς, οι Έλληνες μέσα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία
θεωρούνται σιωπηρά αλλοδαποί.
Οι
Έλληνες πιστεύουν στην ανωτερότητά τους και γι’ αυτό η ταυτότητά τους
έχει παραμείνει ακλόνητη. Εντούτοις ήταν υποχρεωμένοι να ομολογήσουν την
ήττα τους. Ο Αίλιος Αριστείδης, ο λόγος του οποίου παραμένει έμμεσος
και εν τέλει ταπεινώνεται μπροστά στον νικητή πολύ λιγότερο από ό,τι θα
μπορούσε κανείς να φανταστεί, προσπαθεί να πείσει τους Ρωμαίους ακροατές
του πως αυτή η νίκη ήταν χωρίς αξία: οι πρόγονοί τους είχαν επωφεληθεί
μιας πρόσφατης ανακάλυψης, της τέχνης του κυβερνάν, την οποία οι Έλληνες
δεν διέθεταν ακόμα, αλλά, εάν την γνώριζαν, θα την χρησιμοποιούσαν
καλύτερα, επειδή είναι πιο ευφυείς από όλους τους άλλους λαούς (41).
Μια
πιο ενεργητική αντεκδίκηση ήταν εκείνη που απέδιδε τη ρωμαϊκή κατάκτηση
όχι σε αρετές ή ταλέντα, αλλά σε ένα ελάττωμα, τη φιλαργυρία, η οποία
είναι ακόρεστη από τη φύση της. Ο Δίων ο Προυσαεύς, βρέθηκε κάποτε και
αυτός μπροστά σε ρωμαϊκό ακροατήριο, όπου τους είπε ότι η μανία τους να
συσσωρεύουν κατακτήσεις θα τους κατέστρεφε, επειδή, χωρίς την αρετή, μια
κυριαρχία δεν είναι ποτέ αυθεντική.
Ξαναβρίσκουμε
τη θαρραλέα γλώσσα του «Ροδιακού». Η κατάκτηση της Δακίας από τον
Τραϊανό, αυτός ο «πόλεμος ανάμεσα τους Ρωμαίους και τους Γέτες που
υπήρξε συνέπεια της άγνοιας» του αληθώς Αγαθού, όπως το αποκαλούσε ο
Επίκτητος (42), αναζωπύρωσε την ελληνική εχθρότητα ενάντια στον ρωμαϊκό
ιμπεριαλισμό. Ο Δίων, που είχε επισκεφθεί τότε την περιοχή του Δούναβη,
είδε εκεί «έναν λαό που πολεμούσε για την ελευθερία του και για την
πατρική γη του, ενάντια σε έναν άλλο λαό που πολεμούσε για την κυριαρχία
και την ισχύ (43)». Μισό αιώνα αργότερα, ο Παυσανίας θα επαινέσει τον
Αδριανό και τον Αντωνίνο διότι δεν διεξήγαγαν ποτέ κατακτητικούς
πολέμους (44). [ ]
Οι
Έλληνες έμοιαζαν να ξεχνούν την ύπαρξη αυτών των ξένων (των Ρωμαίων,
σ.τ.μ.) και ο κόσμος τους μοιραζόταν σε δύο μέρη, τους Έλληνες και τους
βαρβάρους, και, σιωπηρά, κατέτασσαν τη Ρώμη μεταξύ των βαρβάρων, γεγονός
το οποίο ήταν γνωστό στη Ρώμη.[ ] Βέβαια, όταν ένας Έλληνας συγγραφέας
διαιρεί την ανθρωπότητα της εποχής του ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους,
δεν περιλαμβάνει απαραιτήτως τους Ρωμαίους στους τελευταίους, απλώς δεν
τους σκέφτεται καθόλου όταν προσφέρει τη λέξη «βάρβαροι» με απόλυτη
αθωότητα. Το ίδιο μάλιστα κάνει και όταν απευθύνεται στους ίδιους τους
Ρωμαίους: έτσι, σε μια επιστολή που έστειλαν στον κυβερνήτη της
επαρχίας, οι Εφέσιοι εγκωμιάζουν τη διάσημη Αρτέμιδά τους, η οποία
λατρεύεται όχι μόνο στην «πατρική γη της», αλλά απ’ όλους τους ανθρώπους
«μεταξύ των Ελλήνων και των βαρβάρων». ο Απόστολος Παύλος με αυτές της
δύο λέξεις περιγράφει όλη την ανθρωπότητα όταν γράφει στην προς Ρωμαίους
Επιστολή του, «Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις» (45).
Παρ’
όλα αυτά, αυτή η διάκριση είναι μερικές φορές λιγότερο αθώα46. Οι
βάρβαροι άλλοτε αναφέρονται ως ένα ομοιογενές σύνολο στο εσωτερικό του
οποίου δεν είναι δυνατή καμμία διάκριση, και άλλοτε μπορεί κανείς να
διακρίνει τους Ρωμαίους χωρίς να κατανομάζονται. Υπάρχουν όμως στιγμές
που αναφέρονται ρητά: ο Απολλώνιος ο Τυανεύς (ή ο αγιογράφος του), του
οποίου η εχθρότητα απέναντι στη Ρώμη είναι γνωστή, τους αναφέρει μία
φορά (47). Ο Παυσανίας, έξω από την Ελλάδα, δεν βλέπει παρά βαρβαρότητα
και γράφει: «ακόμα και οι βάρβαροι, εάν έχουν μάθει ελληνικά, γνωρίζουν
την ιστορία της Φαίδρας» και του Ιππολύτου (48).
Κανένας
Έλληνας δεν αγνοούσε τη διεθνή ακτινοβολία της γλώσσας του (49).
Γνώριζε επίσης, ότι οι Ρωμαίοι της καλής κοινωνίας έπρεπε να μαθαίνουν
και τις δύο γλώσσες, utraque lingua doctus, και ότι έφθαναν στο σημείο
να χρησιμοποιούν ιδιωματικές ελληνικές εκφράσεις ακόμα και στην
καθημερινότητά τους (50). Οι Ρωμαίοι δεν ήταν παρά μιμητές. Όταν ένας
Έλληνας απευθυνόταν σε έναν Ρωμαίο αξιωματούχο που ήταν ή μαθητής ή
φίλος του, συχνά του μιλούσε για την κατάσταση υποταγής στην οποία είχε
περιπέσει η χώρα του. Εν συνεχεία βέβαια, συνήθως, συμπλήρωνε από
σεβασμό πως επρόκειτο για την «πιο δίκαιη υποταγή» (51). Αν και,
παρεμπιπτόντως, προσέθετε: «Να φροντίζετε τους Έλληνες όπως τους
πατεράδες που σας ανάθρεψαν», όπως κάνει στο Ρώμης Εγκώμιον ο
Αριστείδης, του οποίου δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε την υπερηφάνεια.
Αλλά
και ο ίδιος ο Κικέρων δεν είχε διαφορετική άποψη. Η «μοίρα», έγραφε
στον αδελφό του, κυβερνήτη της Ασίας, «δεν σε έκανε κυβερνήτη στους
Αφρικανούς, τους Ισπανούς ή τους Γαλάτες, φυλές απάνθρωπες και βάρβαρες,
αλλά σε ένα έθνος στο οποίο εγκαταβιώνει η ίδια η humanitas και από το
οποίο διαδόθηκε και στους άλλους ανθρώπους» (52).
Ο
αφελής ελληνικός εγωκεντρισμός φθάνει στο απόγειο του με τον Φίλωνα τον
Αλεξανδρέα, ελληνοποιημένο Εβραίο και οπαδό των «καλών» αυτοκρατόρων.
«Ο Αύγουστος», γράφει, «έχει εξανθρωπίσει και εξημερώσει έθνη που ήταν
αφιλόξενα και άγρια, επεξέτεινε την Ελλάδα σε πολλές άλλες Ελλάδες
ακόμα, εξελλήνισε τον βαρβαρικό κόσμο στους τομείς που θα έπρεπε» (53). [
] Εξελληνισμός και εκπολιτισμός είναι το ίδιο πράγμα, εφόσον ο
ελληνικός πολιτισμός είναι ο πολιτισμός καθ’ εαυτόν. Οι δύο έννοιες της
λέξης «Βάρβαρος» συγκλίνουν εδώ: μια και ο βάρβαρος είναι εκείνος που
εκπολιτίζεται, όταν η Ρώμη τον εκπολιτίζει, ταυτόχρονα τον εξελληνίζει.
Κατά δεύτερο λόγο, επειδή ο Βάρβαρος είναι ο μη-Έλληνας, όταν
εκπολιτίζεται, γίνεται Έλληνας. Ο Φίλων είναι ταυτόχρονα φιλορωμαίος και
Έλληνας στον υπέρτατο βαθμό: η υποταγή στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία
σημαίνει ταυτόχρονα πως ο πιο δυνατός τίθεται στην υπηρεσία του
ελληνισμού.
Εξ
άλλου κάθε τι το πολιτισμένο που μπορεί να έχουν οι βάρβαροι, των
Ρωμαίων συμπεριλαμβανομένων, είναι εν τέλει ελληνικό. Το ρωμαϊκό δίκαιο
επί παραδείγματι. Γύρω στο 235, ο Γρηγόριος ο Θαυματουργός
βυθίζεται στη μελέτη αυτού του δικαίου, «αυτών των αξιοθαύμαστων νόμων
που ρυθμίζουν σήμερα τις υποθέσεις όλων ανθρώπων που υπάγονται στην
εξουσία των Ρωμαίων». Αυτοί οι νόμοι, γράφει στον Ωριγένη, «είναι σοφοί,
ακριβείς, εξισορροπημένοι, θαυμάσιοι, με μια λέξη είναι απολύτως
ελληνικοί» (54). Οι Έλληνες δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να πουν τίποτε
περισσότερο τιμητικό στους Ρωμαίους από το να τους αποκαλέσουν Έλληνες,
να αποδείξουν ιστορικά πως η Ρώμη ήταν μια ελληνική αποικία και τα
λατινικά μια ελληνική διάλεκτος, όπως κάνει ένας θαυμαστής των Ρωμαίων, ο
Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς. [ ]
Τρεις
αιώνες αργότερα, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός σκέφτεται όπως ο Διονύσιος
και ο Φίλων: στα μάτια του, οι ρωμαϊκές πόλεις είναι ελληνικές. Ο
Αύγουστος, γράφει το 362, «εκπολίτισε το μεγαλύτερο μέρος του σύμπαντος
και διευκόλυνε την υποταγή στους Ρωμαίους δημιουργώντας ελληνικές
αποικίες, επειδή οι ίδιοι οι Ρωμαίοι ανήκουν σε ελληνική φυλή» (55).
Μερικούς
μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 363, ο Λιβάνιος, που είχε φθάσει με
πρεσβεία για να εκφωνήσει έναν πανηγυρικό στον αυτοκράτορα, είπε
θαρραλέα απευθυνόμενος στον Ιουλιανό: «Μου αρέσει να αντιπαραθέτω τους
Έλληνες στους Βαρβάρους πράγμα για το οποίο δεν μπορούν να με
κατηγορήσουν οι απόγονοι του Αινεία» (56). Αρνούνταν έτσι την
ρωμαϊκότητα στους ίδιους τους Ρωμαίους, οι οποίοι ξέφευγαν από τη
βαρβαρότητα μόνο μέσα από τον εξελληνισμό τους. [ ]
Αντίθετα όταν οι Ρωμαίοι είναι απλώς Ρωμαίοι, οι άνθρωποι του πολιτισμού τούς αγνοούν. Ο Μάξιμος ο Τύρου αδιαφορεί
για την ύπαρξή τους. Το θαυμάσιο Κατά Κέλσου του Ωριγένη αναφέρεται
στους αρχαίους Αιγυπτίους και Ασσυρίους και ποτέ στους Ρωμαίους (57),
λιγότερο από απόρριψη, πιστεύω, αλλά μάλλον από αδιαφορία και άγνοια. Ο
λατινικός πολιτισμός δεν αναγόταν σε κάποιο αξιομνημόνευτο παρελθόν ενώ,
στην καλύτερη περίπτωση, ταυτιζόταν με τον ελληνικό. επιπλέον, η
χριστιανική φιλολογία ήταν ως επί το πλείστον ελληνόφωνη. Οι Ρωμαίοι
απουσιάζουν επίσης εντελώς από τη μυθιστοριογραφία.
Η
πλοκή των ελληνικών μυθιστορημάτων τοποθετείται στην ανεξάρτητη Ελλάδα
των κλασικών αιώνων (58) ή σε ένα απροσδιόριστο παρελθόν. Κανένας
Ρωμαίος δεν αναφέρεται σε αυτά, παρ’ ότι όλοι οι ξένοι, Σύροι,
Αιγύπτιοι, περιγράφονται σε γενικές γραμμές με ευνοϊκά σχόλια. Οι
Ρωμαίοι δεν είναι τελικά ξένοι όπως οι άλλοι και δεν προκαλούν θετικές
σκέψεις. Η Βιβλιοθήκη του Απολλοδώρου συγκεντρώνει όλους τους πιθανούς
μύθους, αλλά δεν περιλαμβάνει τον μύθο του Αινεία (που αποτελεί μια
μικρή αναφορά μέσα στην Ιλιάδα) και την τρωαδίτικη καταγωγή της Ρώμης.
«Είτε ο συγγραφέας του αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξη της Ρώμης, είτε
είχε σκόπιμα αποφασίσει να την αγνοήσει», γράφει ο Frazer (59).
Αρχαία Ολβία
Τις
ρίζες της πόλεως και την ουσία της Ελλάδας ξαναβρήκε ατόφιες ο Δίων ο
Προυσαεύς κάποια μέρα, ή μάλλον προσπάθησε να πείσει και ο ίδιος τον
εαυτό του, χρησιμοποιώντας το ταλέντο του να εμφανίζει την
πραγματικότητα ειδυλλιακή: Πράγματι, βγήκε εκτός των ορίων της
αυτοκρατορίας για να επισκεφτεί μια ανεξάρτητη πόλη, την Ολβία, την παλαιά αποικία των Ιώνων στις εκβολές του Δνείπερου, κοντά στην Κριμαία, μεταξύ των Σαρματών.
Ο
Δίων της επιστρέφει το παλιό της όνομα Βορυσθένη, από αρχαιομανία αλλά
και για να την τιμήσει. Αυτός ο ελληνικός θύλακας μέσα στη βαρβαρική γη
είχε αντισταθεί στις επιθέσεις των αιώνων και των Σαυροματών και,
σύμφωνα με τον Βορυσθενικό Λόγο (60), ο Δίων συναντά εκεί, παρά τα όποια
συμπτώματα εκβαρβαρισμού (61) ή τις αφελείς εκδηλώσεις (62), τα πιο
αυθεντικά ελληνικά χαρακτηριστικά. Ο πρώτος έφηβος που συνάντησε ήταν
ψηλός και όμορφος, «απόλυτα ιωνικός στους τρόπους», ενώ διατηρούσε
εραστές, με απόλυτη εντιμότητα, σύμφωνα με την ιωνική παράδοση (63).
Παρά τα σκυθικά ρούχα του, είχε αυτήν την κομψότητα, αυτούς τους
ξεχωριστούς τρόπους που είναι ίδιον των Ελλήνων και μόνο: κρύβει τα
χέρια του κάτω από τον επενδύτη του και δεν κάνει χειρονομίες (64). Όπως
όλοι, γνωρίζει την Ιλιάδα από στήθους. Όταν έφθασε ο ταξιδιώτης, όλοι
οι κάτοικοι μαζεύτηκαν γύρω του, διψασμένοι να ακούσουν τις αφηγήσεις
του, «σαν αληθινοί Έλληνες που ήταν», και ο Δίων ανακάλυψε με χαρά ότι η
όψη τους ήταν ίδια με εκείνη των Ελλήνων της εποχής του Ομήρου: είχαν
όλοι τα μακριά μαλλιά των Αχαιών και τα γένια. Όλοι, εκτός από έναν που
ξυρίστηκε, «και όλοι έλεγαν, πως δεν το έκανε χωρίς λόγο, αλλά για να
κολακεύσει τους Ρωμαίους και να εκφράσει τη συμπάθειά του προς αυτούς»
(και προφανώς είχε ανταμειφθεί από τη Ρώμη με τον επίσημο τίτλο του
«φιλορωμαίου» (65). Ενώ βέβαια «ήταν πανάσχημος». Ο υπαινιγμός ήταν
προφανής, και η τόλμη του συγγραφέα αδιαμφισβήτητη.
Η
άμυνα που προέβαλαν οι Έλληνες απέναντι στο κύμα των γοτθικών και
περσικών εισβολών, που ερήμωσαν την ελληνική και συριακή Ανατολή κατά
τον 3ο αιώνα, αφύπνισε τον παλαιό πατριωτισμό τους. Ως ιστορικός και
βιογράφος, ο Δέξιππος
(66) φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη μοίρα της
αυτοκρατορίας παρά για την προστασία του ελληνισμού και των πόλεων του.
Όπως οι μηδικοί πόλεμοι, οκτώ αιώνες πριν, οι πόλεμοι της εποχής του
αποτελούν μια σύγκρουση ανάμεσα στη βαρβαρότητα και τον πολιτισμό,
δηλαδή τον ελληνισμό (67). Η νοσταλγία για το αρχαίο κλέος της Ελλάδας, η
«ρητορική» εξύμνηση των νικών του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, που τόσο
ανησυχούσαν τον φιλειρηνικό Πλούταρχο, είχαν αποδώσει καρπούς (68).
συνεχίζεται στο 3ο μέρος
*Απόσπασμα
από το βιβλίο του Paul Veyne, L’ Empire gréco-romain, Seuil, Παρίσι
2005. σσ. 163-257. Την μετάφραση έκανε ο Γιώργος Καραμπελιάς, την
επιμέλεια η Νάσια Παναγούλια, ενώ το κείμενο επισήμανε ο Θέμος
Στοφορόπουλος.
Ο
Πωλ Βέιν (Paul Veyne), Γάλλος αρχαιολόγος και ιστορικός, γεννήθηκε το
1930 στην Αιξ-αν-Προβάνς. Σπούδασε στην Ecole Normale (1951-1955) και
δίδαξε στην Ecole francaise de Rome (1955-1957) και στο πανεπιστήμιο της
γενέτειράς του. Το 1971 δημοσίευσε το πρώτο δοκίμιό του για την
επιστημολογία της ιστορίας “Comment on ecrit l’histoire”. Από το 1975 ως
το 1999 δίδαξε ρωμαϊκή ιστορία στο College de France, του οποίου
παραμένει ομότιμος καθηγητής. Τo 1978 δημοσιεύτηκε το δοκίμιό του
“Foucault revolutionne l’histoire”, που εξετάζει τη σημασία του έργου
του Φουκώ για την επιστήμη της ιστορίας (περιλαμβάνεται στο “Ο Μισέλ
Φουκώ και οι ιστορικοί”, Νήσος 2008). Άλλα σημαντικά έργα του:
“Inventaire des differences” (Seuil 1976), “Le Pain et le Cirque” (Seuil
1976· το δεύτερο μέρος του, σελ. 185-373, έχει εκδοθεί στα ελληνικά,
υπό τον τίτλο “Ο ελληνικός ευεργετισμός”, Ζαχαρόπουλος 1993), “Les Grecs
ont-ils cru a leurs mythes?” (Seuil 1983· ελλ. έκδ.: “Οι Έλληνες
πίστευαν στους μύθους τους;”, Ζαχαρόπουλος 1993), “La Societe romaine”
(Seuil 1991), “Les Mysteres du gynecee”, μαζί με τη F. Frontisi-Ducroux
και τον F. Lissarrague (Gallimard 1998· ελλ. έκδ.: “Τα μυστήρια του
γυναικωνίτη”, Αλεξάνδρεια 2008), “Sexe et pouvoir a Rome” (Tallandier
2005), “L’Empire greco-romain” (Seuil 2005), “Quand notre monde est
devenu chretien” (312-394) (Albin Michel 2007· ελλ. έκδ.: “Όταν ο κόσμος
μας έγινε χριστιανικός (312-394)”, Εστία 2012). Το 2012, δημοσίευσε μια
νέα μετάφραση της “Αινειάδας” του Βριγίλιου (Belles Lettres).
(δυστυχώς εξαιτίας κάποιου λάθους στις πηγές δεν υπάρχουν οι Σημειώσεις του 2ου μέρους)
πηγές
https://ardin-rixi.gr/archives/218751
https://ardin-rixi.gr/archives/218767
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.