Του Ιωάννη Ν. Μαρκά,
πτυχιούχου Θεολογίας Α.Π.Θ. (M. Th.)
Ολέθρια σάρκα.
Του δολίου Βελίαρ κύμα σκοτεινό
σάρκα φρικτή, ρίζα των πολύμορφων παθών.
Ολέθρια σάρκα, φίλη του εδώ κόσμου που κυλάει
σάρκα φρικτή αντίπαλε της ουράνιας ζωής.
«Κατά σαρκός», ποίημα αγίου Γρηγορίου Θεολόγου [1].
Α΄ ΜΕΡΟΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σεβαστοί πατέρες,
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Αρχικά θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση που μου απευθύνατε να παραβρεθώ απόψε στον Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμαρουσίου και να συμμετέχω στον κύκλο των ομιλιών που προγραμμάτισε για το εκκλησιαστικό και εκπαιδευτικό έτος που διανύουμε η δραστήρια και πάντοτε γρηγορούσα «Εστία Πατερικών Μελετών».
Το θέμα γύρω από το πάθος της ομοφυλοφιλίας, το οποίο θα αναπτύξουμε εντός ολίγου, είναι ένα από τα πλέον επίκαιρα και ευαίσθητα θέματα στη σημερινή εποχή της αποστασίας που όλοι βιώνουμε. Με τη χάρη του Θεού θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε αυτό το ζήτημα, όχι επί τη βάσει κοσμικών «επιστημονικών» επιχειρημάτων (π.χ. ιατρικής, ψυχιατρικής, βιολογίας κτλ), ή αφηρημένων και γενικόλογων «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αλλά με όρους θεολογικούς, εκκλησιαστικούς και ποιμαντικούς, όπως εδράζονται:
α) στην Αγία Γραφή, ως αποκάλυψη του θελήματος του ίδιου του Θεού στον άνθρωπο, και
β) στην ανόθευτη διδασκαλία των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τη σειρά τους απλανώς και αλαθήτως με το εν λόγῳ θέμα.
Γίνεται συνεπώς σαφές πως στην παρούσα ομιλία δεν θα εκφέρουμε προσωπικές απόψεις, ούτε ασφαλώς θα στοχοποιήσουμε κάποιους περιθωριακούς ανθρώπους, κάποιους «λεπρούς», στην τάξη των οποίων δεν ανήκουμε εμείς οι «καθαροί». Άλλωστε, η προσέγγιση των εφάμαρτων ζητημάτων εκ μέρους της Εκκλησίας, δεν έχει ως σκοπό τον στιγματισμό και την εξουθένωση του «πλησίον», αλλά την εκούσια αποδοχή της χριστιανικής διδασκαλίας, που θα τον οδηγήσει στη συναίσθηση της εμπαθούς καταστάσεώς του και εν τέλει στη θεραπεία του. Για όσους σκόπιμα ή μη το παραγνωρίζουν, η αναφορά της Εκκλησίας του Χριστού, παρά το γεγονός ότι αποτελεί θείο καθίδρυμα, δεν εξαντλείται μόνο στους ενάρετους ανθρώπους, αλλά επεκτείνεται κυρίως στους πνευματικά αδύνατους και ατελείς, στους πάσχοντες και τους νοσούντες.
Πρόκειται ουσιαστικά για το κατεξοχήν ορατό θεραπευτήριο, όπου πραγματώνεται διαχρονικά η λυτρωτική υπόσχεση του «ιατρού των ψυχών και των σωμάτων» Χριστού στο ταλαιπωρημένο, από τον πόνο και την αμαρτία, ανθρώπινο γένος πως «οὐ χρείαν ἔχουσιν οἰ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες» (Μτθ. θ΄ 12).
Άρα συνοπτικά, ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να οδηγήσει στη σωτηρία το γένος των ανθρώπων και στην αποκατάσταση της βασιλείας του Θεού στη γη. Είναι με άλλα λόγια η ανατροπή της αμαρτίας και η επικράτηση της αγάπης, της χαράς και της ελευθερίας στη γη. Δια μέσου της Εκκλησίας συμφιλιώνεται πάλι ο μετά την πτώση άνθρωπος με τον Θεό, που από εχθρός του Θεού (ένεκα της καταστάσεως της αμαρτίας που βρισκόταν) προάγεται εκ νέου σε μέτοχο της αρχαίας αυτού Χάριτος και δόξας. Μόνον η Εκκλησία ασκεί το έργο της απολυτρώσεως και του αγιασμού, ένα έργο το οποίο της το ανέθεσε ο Σωτήρας Χριστός διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Έτσι η Εκκλησία καθίσταται ο μοναδικός αυθεντικός φορέας, μέσω του οποίου ο άνθρωπος μπορεί να επικοινωνήσει με τον Θεό και να εξυγιανθεί ψυχοσωματικά, έχοντας προπαρασκευασμένα τα κατάλληλα φάρμακα που είναι τα ιερά της μυστήρια, για να αναγεννήσει τα άσωτα μέλη της και να τα μεταβάλει από τέκνα απωλείας σε τέκνα Χάριτος.
Ως εκ τούτου, η Εκκλησία αποτελεί την «κιβωτό της σωτηρίας» του ανθρώπου, εντός της οποίας όλα ανεξαιρέτως τα πάθη δύνανται να μεταμορφωθούν και να αναβαθμιστούν με ορίζοντα σωτηριολογικό, εφόσον ο ασθενής άνθρωπος μετανοήσει εμπράκτως, κατά το ευαγγελικό πρότυπο του «ασώτου υιού». Επομένως είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό από το ακροατήριο, πως η όποια συζήτηση για το πάθος της ομοφυλοφιλίας, εφόσον αποσυνδεθεί από τη σωτηριολογία του ανθρώπου, εύλογα μπορεί να διολισθήσει σε μία συζήτηση άσκοπη για τον Ορθόδοξο Χριστιανό, ιδιαίτερα όταν απέναντί του έχει να συνδιαλλαγεί με τον ακαδημαϊκό (ή και λαϊκό) κόσμο του ρασιοναλισμού (=ορθολογισμού), ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του έχει γίνει πηγή διαφθοράς. Για τον κόσμο αυτό, που έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμά του τον πνευματικό αναλφαβητισμό, η «ερωτική απελευθέρωση», και μάλιστα στην πιο αχαλίνωτη φάση της είναι ενδεικτική της «ειλικρίνειας» της σύγχρονης ανθρωπότητας, ενταγμένη στο δόγμα: «τα πάντα επιτρέπονται». Αυτός ο κόσμος, ζώντας πλέον στον οίστρο της αποστασίας του από τον Θεό, δεν δύναται να συνειδητοποιήσει πως σκοπός της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου είναι η σωτηρία και η θέωση του ανθρώπου, και ότι η «ορατή Εκκλησία» αποτελεί τον μόνο σωτηριώδη φορέα.
Όμως αυτός ο κόσμος σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να προσδιοριστεί ως χριστιανικός, ακόμα κι αν τυπικά μιλάμε για βαπτισμένους Ορθοδόξους. Διότι όπως θα μας πει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, «ὁ τῶν χριστιανῶν κόσμος ἕτερός ἐστι, καὶ διαγωγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πρᾶξις ἑτέρα τυγχάνει, καὶ ἡ τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου διαγωγὴ καὶ νοῦς καὶ λόγος καὶ πρᾶξις ἑτέρα. Ἄλλο τί εἰσιν ἐκεῖνοι καὶ ἄλλο τί εἰσιν οὗτοι, καὶ πολλὴ διάστασις μεταξὺ τούτων κἀκείνων» [2].
Β΄ ΜΕΡΟΣ: ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ποιες είναι οι οντολογικές προδιαγραφές του ανθρώπου
Προτού όμως εμβαθύνουμε στο θέμα που μας αφορά, καλό είναι να δώσουμε τις ακριβείς συντεταγμένες περί της δημιουργίας του ανθρώπου, ώστε να προσδιορίσουμε επακριβώς τα κατασκευαστικά όρια της ανθρώπινης φύσεως. Τούτη η ανάλυση θα μας χρησιμέψει να κατανοήσουμε πότε η ανθρώπινη φύση κινείται στο κατά φύσιν της δημιουργίας, και πότε κινείται στο παρά φύσιν, όπου υπάρχει σαφέστατη εκτροπή των φυσικών λειτουργιών του ανθρώπου. Κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην πρώτη περίπτωση σαφώς και ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του κατ’ εικόνα, διότι «ἡ ψυχή, ὅταν εὑρεθῇ κατά φύσιν, ἄνω διάγει,… ὅταν δέ ἄνω γένηται, ἀπαθής εὑρίσκεται΄», ενώ όταν βρίσκεται στην δεύτερη περίπτωση τελεί υπό το καθεστώς της αμαρτίας, κάτι το οποίο επιφέρει σοβαρές συνέπειες ως προς την σωτηρία της ψυχής του και την επαναγωγή του στην πορεία προς το καθ’ ομοίωσιν, αφού «ἄν κατέλθῃ ἡ φύσις ἐκ τῆς οἰκείας τάξεως, τότε τά πάθη ἐν αὐτῇ εὑρίσκεται» [3].
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διασαφηνίζει σχετικά πως η αμαρτία είναι η κατάχρηση των φυσικών δυνάμεων που έχουν δωρηθεί από τον Θεό στη ψυχή, διευκρινίζοντας ωστόσο πως οι δυνάμεις αυτές καθ’ εαυτές δεν είναι κακές, γίνονται όμως κακές όταν στρέφονται ενάντια στο νόμο του Θεού που τις έδωσε [4].
Στο σημείο αυτό προκαταβολικά μόνο να σημειώσουμε πως η ομοφυλοφιλία αποτελεί κατά τον ιερό Χρυσόστομο τη μεγαλύτερη εκτροπή-ατιμία [5] , όσον αφορά στις φυσικές λειτουργίες του ανθρώπου, κατά συνέπεια οι σωτηριολογικές επιπτώσεις για έναν ομοφυλόφιλο είναι τεράστιες, καθώς, όπως τονίζουν ομοφώνως οι Πατέρες της Εκκλησίας, η αμαρτία αυτή ομοιάζει με ακαριαίο θάνατο της ψυχής του ανθρώπου. Αλλά αυτό θα το αναλύσουμε διεξοδικά λίγο πιο κάτω.
Τώρα, ας έλθουμε στη δημιουργία του ανθρώπου μέσα από την οικεία περιγραφή των Πατέρων, ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα τους λόγους των όντων. Κι ας αναφέρουμε εν πρώτοις τη σοφή διάγνωση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, πως έπειτα από τη δημιουργία των νοητών (αγγελικών τάξεων) και αισθητών κτισμάτων, ο Θεός, διά της πανσόφου βουλήσεώς Του, προέβη και σε μία σύνθεση των δύο φύσεων, της αοράτου και της ορατής [6]. Από αυτή τη χειροποίητη σύνθεση προέκυψε ο άνθρωπος, το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, ο οποίος πλάστηκε στο μεθόριο ορατού και αοράτου κόσμου, έχοντας εξασφαλισμένο το κατ’ εικόνα και δυνάμει το καθ’ ομοίωσιν. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στο έργο του «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως» μας δίδει ορισμένα σημαντικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πρώτου ανθρώπου.
Με βάση λοιπόν αυτή την αξιόπιστη περιγραφή, «ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο άκακο, ευθύ, ενάρετο, άλυπο, αμέριμνο, στολισμένο με τη λαμπρότητα κάθε αρετής, προικισμένο με όλα τα αγαθά, ωσάν κάποιο δεύτερο κόσμο, μικρό κόσμο μέσα στο μεγάλο, άλλον άγγελο προσκυνητή, σύνθετο, θεατή της ορατής δημιουργίας, γνώστη των μυστηρίων της νοητής, βασιλιά των επιγείων, που κυβερνάται «άνωθεν» (=από το Θεό), επίγειο και ουράνιο, προσωρινό και αθάνατο, ορατόν και νοούμενον, ενδιάμεσο μεταξύ μεγαλείου και μικρότητος, τον ίδιο πνεύμα και σάρκα ΄ … ακόμη τον δημιούργησε αναμάρτητο κατά τη φύση και ελεύθερο κατά τη θέληση…» [7].
Αντιστοίχως ο Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως το μόνο θεόπλαστο ζώο, το οποίο έγινε με βάση την εικόνα του Δημιουργού. Έχοντας ψυχή νοερή μπορεί να στοχάζεται το Θεό, να κατανοεί τους λόγους των όντων και με ενάρετη ζωή να κατευθύνεται προς την αγγελική ισοτιμία. Και συνεχίζει ο θείος και όντως μεγάλος Βασίλειος λέγοντας πως η υπεροχή του ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα ζώα είναι συντριπτική, διότι μόνον ο άνθρωπος αξιώθηκε να πλαστεί όρθιος, κάτι που φανερώνει ουράνια συγγένεια. Και τούτο συνέβη σκόπιμα, ώστε ο άνθρωπος να μην είναι μια βοσκηματώδης ύπαρξη που έχει προσήλωση στα γήινα και στα της κοιλίας πάθη, αλλά να στρέφεται προς τα άνω και να εξαντλεί όλη την ορμή του στα επουράνια ενδιαφέροντα [8].
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, κατά σάρκα αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου προχωρεί σε μία ακόμη πιο εντυπωσιακή και αναλυτική ανατομία του ανθρώπινου είδους. Αφού με τη σειρά του επαναλαμβάνει τις περισσότερες από τις θέσεις που ήδη εκτέθησαν, αναφέρει επιπλέον πως η ανθρώπινη φύση είναι διπλή. Διότι πρώτα κατασκευάστηκε η φύση που είχε ομοιότητα με το θείο, κάτι που φαίνεται από το ότι ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Θεού, και έπειτα είναι η φύση που διαιρέθηκε κατά τη διαφορά στα γένη, άρρεν και θήλυ, κάτι που είναι ξένο ως προς τις ιδιότητες του Θεού [9]. Η πρώτη φύση έχει τις προδιαγραφές της κατασκευαστικής ακρίβειας, ενώ η δεύτερη φύση οικονομήθηκε διά κτίσεως, εξαιτίας της τρεπτότητας του ανθρώπου προς το πονηρό και την κακή χρήση του αυτεξουσίου του, την οποία ο Θεός προκατάλαβε με την προγνωστική του δύναμη. «Και επειδή», καταλήγει ο άγιος Νύσσης, «είδε τι θα συμβεί, επινοεί στην εικόνα τη διαφορά μεταξύ άρρενος και θήλεος, η οποία δεν βλέπει προς το θείο αρχέτυπο, αλλά, όπως έχει λεχθεί, είναι προσοικειωμένη προς την αλογώτερη φύση» [10].
Τι σημαίνει όμως, αυτό που είδαμε λίγο πιο πάνω να παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, πως ο άνθρωπος πλάστηκε αναμάρτητος κατά τη φύση, ενώ γνωρίζουμε πως κυριολεκτικά αναμάρτητος κατά τη φύση είναι μόνον ο Θεός ; Ότι ο άνθρωπος, ενόσω ζούσε στον Παράδεισο και τηρούσε τις εντολές, είχε τάση διαρκώς προς το αγαθό, καθότι πλάστηκε από το Θεό «καλός λίαν». Ταυτόχρονα όμως, όπως αναφέρθηκε, ήταν ελεύθερος κατά τη βούληση , άρα στην πραγματικότητα ήταν τρεπτός τόσο προς το καλό, όσο και προς το κακό. Αυτό το στοιχείο της ελευθερίας αποτελούσε και το μεγάλο δώρο που έκανε ο Θεός προς τον άνθρωπο, άσχετα αν ο τελευταίος δεν το αξιοποίησε και εξέπεσε προσωρινά της πορείας προς το καθ’ ομοίωσιν.
Μερικοί βέβαια στο σημείο αυτό ίσως απορήσουν και αντειπούν, «και γιατί ο Θεός δεν μας παγίωσε στην κατάσταση της αναμαρτησίας, ακόμη κι αν εμείς οι άνθρωποι θα θέλαμε να αμαρτήσουμε»; Διότι, απαντά με θαυμαστό τρόπο ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο Θεό δεν αρέσει αυτό που γίνεται με εξαναγκασμό, αλλά αυτό που επιτυγχάνεται με αρετή και μάλιστα κι αυτή όχι με το ζόρι, εξ ανάγκης, αλλά με αγαθή προαίρεση [11] . Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να ζεί δεμένος, αλλά ελεύθερος, ακριβώς γιατί δεν ανήκει οντολογικά στην άλογη φύση, αλλά στη λογική. Ακόμα και μετά την πτώση και ιδιαίτερα μετά την έλευση του Λυτρωτή και Σωτήρα, Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο άνθρωπος οφείλει να μην σέρνεται πίσω από την άλογη φύση, τρώγοντας και πίνοντας αδιακρίτως, αφού δεν γεννηθήκαμε για να τρώμε και να πίνουμε, αλλά για να αποφεύγουμε την αμαρτία και να εργαζόμαστε την αρετή [12].
Πράγματι, ο μεταπτωτικός άνθρωπος μπορεί να βρίσκεται σε μειονεκτικότερη θέση από ό,τι ήταν ο Αδάμ στον Παράδεισο, ακριβώς επειδή αμαυρώθηκε το κατ’ εικόνα και ασθένησε σοβαρά η ανθρώπινη φύση, πλήν όμως, απ’ τη στιγμή που δεν καταστράφηκε ολοσχερώς το κατ' εικόνα, παρέμειναν εντός του κάποιες πνευματικές δυνάμεις, οι οποίες όχι μόνο έχουν το οντολογικό τους υπόβαθρο στο αμαυρωμένο κατ’ εικόνα, αλλά του δίνουν τη δυνατότητα να αναφέρεται στο Θεό και να πραγματώνει το καλό [13] . Κι αυτό ακριβώς είναι το ενθαρρυντικό, πως ενώ ο άνθρωπος διέκοψε θεληματικώς την πορεία προς το αγαθό, η θέληση και το λογικό του δεν υποδουλώθηκαν, αλλά παρέμειναν ελεύθερα, ώστε ακόμα και σε αυτή την αρρωστημένη κατάσταση να δύναται ο άνθρωπος να αποφασίζει για την σωτηρία της ψυχής του.
Αντίθετα στην αιρετική Δύση, ο Λούθηρος εξέφρασε εντελώς διαφορετική γνώμη. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι το κατ’ εικόνα του ανθρώπου καταστράφηκε πλήρως, με άμεση συνέπεια η αμαρτία να αποτελεί οντολογικό γνώρισμα του ανθρώπου, ακόμα και μετά την αναγέννηση του μέσα από τα μυστήρια της εκκλησίας. Αυτή η απαράδεκτη δογματική θέση του Λουθήρου ουσιαστικά νομιμοποίησε το δικαίωμα στην αμαρτία, ως μία sui generis (=ιδίου γένους) κατάσταση ως προς την ανθρώπινη φύση, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τη θέληση του ανθρώπου ως ανελεύθερη, άρα και τη σωτηρία του ανθρώπου εξαρτημένη αποκλειστικά από το Θεό. Μέσα από αυτή την πέρα για πέρα άστοχη προσέγγιση ο Λούθηρος θεμελίωσε την επόμενη κακοδοξία του περί απολύτου προορισμού, ως αποτέλεσμα της υπόδουλης και ανίκανης ανθρώπινης θελήσεως να κάνει κάτι πραγματικά καλό και δίκαιο [14].
Η γνώση αυτής της δογματικής κακοδοξίας του Λουθήρου αποκτά ιδιαίτερη σημασία, διότι μας βοηθάει να κατανοήσουμε για ποιο λόγο ο «πολιτισμένος» δυτικός κόσμος διολίσθησε στην εποχή μας σε διαστροφές τύπου ομοφυλοφιλίας, παιδοφιλίας και κτηνοβασίας. Η «θεολογική» αμνήστευση της έννοιας αμαρτία, καθώς και η υποβάθμιση του διαβόλου σε μία ημιφανταστική σφαίρα, συνετέλεσαν, ώστε να επιχειρείται βαθμιαία η απενοχοποίηση κάθε διαστροφής και η θεσμική της αναγνώριση ως ατομικό δικαίωμα και φυσική λειτουργία. Έτσι δεν είναι τυχαίο, πως πολλοί άνθρωποι σήμερα, ακόμη και Ορθόδοξοι Χριστιανοί που «πάνε στην εκκλησία», δικαιολογούν το πάθος της ομοφυλοφιλίας, ως μία φυσιολογική-οντολογική κατάσταση του ανθρώπου, εκφράζοντας, έστω και ανεπιγνώστως, την λουθηρανική δικαιολογία πως «έτσι γεννήθηκε αυτός ο άνθρωπος». Υπονοούν ασφαλώς αυτό που υποστήριζε ο Λούθηρος, ότι δηλαδή η αμαρτία, σε οποιαδήποτε μορφή της, από τη στιγμή που καταστράφηκε το κατ’ εικόνα, είναι ριζωμένη εντός του ανθρώπου και αποτελεί μία πραγματικότητα την οποία ο άνθρωπος, όχι μόνο δεν δύναται να την αναστρέψει, αλλά οφείλει να την αποδεχτεί, αφού έτσι κι αλλιώς η σωτηρία του ανθρώπου εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη βούληση του Θεού [15].
Κατά συνέπεια, είναι εντελώς αυθαίρετη και αντίθετη, ως προς την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και ζωή, η προωθούμενη στις μέρες μας νεοταξική συγκατάβαση προς τις άλογες επιθυμίες του ανθρώπου. Το ότι κατακυριεύονται κάποιοι από την επιθυμία του ομόφυλου πλησίον τους, αυτό αποτελεί σοβαρή εκτροπή και μόνο που γίνεται λόγος για επιθυμία, πόσο μάλλον όταν αυτή κινείται στο χώρο του παρά φύσιν. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι απόλυτα σαφής όταν αναφέρει πως ακόμα και η κατά φύσιν επιθυμία, π.χ. του να πηγαίνει κάποιος με πολλές γυναίκες, ξεφεύγει από τα όρια της ανάγκης, όπως ίσως θα μπορούσε να θεωρηθεί όταν ο άνδρας συνευρίσκεται με τη νόμιμη γυναίκα του.
Επομένως, ακόμη και εάν αποδεχτούμε πως η κατά φύσιν έλξη που νιώθει ο άνδρας από τη γυναίκα, έχει κάποιο στοιχείο αναγκαιότητας, αυτό σε καμμία περίπτωση δεν δικαιολογεί την υπέρβαση αυτού του ορίου. Άρα, η αγάπη πολλών γυναικών για παράδειγμα, δεν αποτελεί κάποια αναγκαιότητα, αλλά πηγάζει καθαρά από την προαίρεση και βούληση του ανθρώπου εκείνου που κατακυριεύεται από κενοδοξία, ακολασία και την πέραν του μέτρου ηδονή. Και συμπεραίνει ο θείος Χρυσόστομος: «… Ώστε δεν οφείλεται στη φύση. Μη προβάλεις ως αιτία την επιθυμία· αυτή σου δόθηκε για γάμο, σου χορηγήθηκε για τεκνογονία, όχι για μοιχεία, ούτε για ατιμία. Γνωρίζουν και οι νόμοι να συγχωρούν τα αμαρτήματα τα οποία γίνονται από ανάγκη· μάλλον δέ κανένα αμάρτημα δεν γίνεται από ανάγκη, αλλά όλα γίνονται από ακολασία. Διότι δεν δημιούργησε ο Θεός τη φύση έτσι, ώστε να έχει ανάγκη να αμαρτάνει· διότι, εάν συνέβαινε αυτό, δεν θα υπήρχε κόλαση. Διότι για όσα γίνονται από ανάγκη και βία, ούτε εμείς ζητούμε λόγο, ούτε ο Θεός ο τόσο φιλάνθρωπος και αγαθός…» [16].
Προς επίρρωσιν της ανωτέρω θέσεως έρχεται και ο έτερος σπουδαίος Ιωάννης, ο Δαμασκηνός, να εξειδικεύσει το θέμα περί ηδονών και να ομιλήσει για φυσικές και μη φυσικές ηδονές του ανθρώπου. Ξεκινώντας από τις φυσικές ηδονές κάνει ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε αυτές που είναι απαραίτητες-υποχρεωτικές, όπως είναι οι τροφές, που χρειάζονται για να επιβιώσει ο άνθρωπος, και σε αυτές που είναι μη απαραίτητες-προαιρετικές, όπως είναι οι νόμιμες σαρκικές επαφές, που προάγουν στη διαιώνιση όλου του ανθρωπίνου γένους, αλλά είναι δυνατόν κανείς να τις αποφεύγει εάν επιθυμεί να ζήσει παρθενικό βίο. Τέλος υπάρχουν και οι ηδονές εκείνες, που είναι μη φυσικές και μη απαραίτητες, όπως οι κάθε είδους ακόλαστες πράξεις, οι οποίες ούτε στη διατήρηση της ζωής μας συντελούν, ούτε στη συνέχιση του ανθρωπίνου γένους. Όπως είναι εύλογο, αυτές οι τελευταίες πρέπει να αποφεύγονται εντελώς από έναν άνθρωπο που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως Χριστιανός, αντιθέτως να ακολουθούνται όσες είναι φυσικές και απαραίτητες, ενώ όσες είναι φυσικές αλλά μη απαραίτητες να τίθενται σε δευτερεύουσα θέση και να εφαρμόζονται πάντα κατά τον κατάλληλο χρόνο και το κατάλληλο μέτρο [17].
συνεχίζεται
Παραπομπές του Α μέρους
[1] PG 37, 1377
[2] Αγίου Μακαρίου Αιγυπτίου, Ομιλία Ε΄, PG 34, 493
[3] Αγίου Ισαάκ Σύρου, ΠΓ΄. Περί ψυχής και παθών και καθαρότητας του νου κατά ερωταπόκριση, Φιλοκαλία, ΕΠΕ, τόμος 8Γ, σελ. 200.
[4] Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Διάλογος κατά Μανιχαίων, PG94, 1505-1584.
[5] «Πάντα μέν ούν άτιμα τα πάθη, μάλιστα δε η κατά των αρρένων μανία ΄», Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία Ε΄.=Δ΄. , PG60, 415.
[6] Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38, PG36, 321.
[7] Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, κς΄. Περί ανθρώπου, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, PG94, 917.
[8] Μεγάλου Βασιλείου, Η΄. Εις το «Πρόσεχε σεαυτώ», PG31, 197.
[9] Αυτή την παρατήρηση ας την προσέξουν ιδιαιτέρως οι εραστές της μεταπατερικής θεολογίας, οι οποίοι δηλητηριασμένοι καθώς είναι από τα «θεολογικά» λήμματα του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, φτάνουν στη βλασφημία να εισάγουν «φύλο» στο Θεό, και να ομιλούν με αφροσύνη περί «θηλυκής πλευράς» του Θεού, στα πλαίσια της λεγόμενης φεμινιστικής θεολογίας.
[10] Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ις΄. Εξέταση του θείου ρητού που λέγει «ας κάνομε άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωση δική μας», PG44, 177.
[11] Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, ε΄. Περί αντιλογίας προς Θεόν, και ότι ου δει αντιλέγειν ή δικαιολογείσθαι προς Θεόν, PG95, 1093.
[12] Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, η΄. Περί της ανθρώπου πλάσεως και κατασκευής, PG95, 1097.
[13] Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη, Η σωτηριολογία του Λούθηρου-Συμβολή στη μελέτη της Θεολογίας του Λούθηρου από ορθόδοξη άποψη, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 40.
[14] ό. π. , σελ. 58.
[15] Επιπλέον ο Λούθηρος έφτασε στον παραλογισμό να «δογματίσει» πως αρκεί μόνον η πίστη (sola fide) για να σωθεί ο άνθρωπος, αλλά ακόμα κι αυτή (η πίστη) αποτελεί δώρο της θείας βούλησης και δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί εκ της βουλήσεως του ανθρώπου.
[16] Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Β΄. «Ενώ και εκληρώθημεν προορισθέντες κατά πρόθεσιν του τα πάντα ενεργούντος κατά την βουλήν του θελήματος αυτού κτλ.», PG62, 17.
[17] Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, κζ΄. Περί ηδονών, PG94, 929.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.