Σελίδες

22 Σεπτεμβρίου 2019

ΥΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (απὸ οικουμενιστὴ καθηγητή) (μέρος Β)

συνέχεια από το Α μέρος

Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. 

4. «Τίποτε τὸ ξεχωριστὸ δὲν εἶχε ἡ Μαρία». Ποιά Μαρία; 

Τὸ πιὸ φοβερὸ ὅμως, ἀπαράδεκτο, βλάσφημο καὶ καθαρὰ αἱρετικὸ καὶ προτεσταντικὸ εἶναι ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς γενικὲς ἐκτιμήσεις γιὰ τὰ κριτήρια τῶν ἐπιλογῶν τοῦ Θεοῦ, τολμᾶ, ἤ καλύτερα ἀποθρασύνεται, ὁ ἀρθρογράφος νὰ τὶς ἐπεκτείνει καὶ στὴν ἐπιλογὴ τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας. 

Φαίνεται ὅτι ἡ μακροχρόνια «ἐπιστημονική» του ἐνασχόληση μὲ τὴν Π. Διαθήκη καὶ μὲ τὴν ραββινικὴ ἑρμηνευτική της παράδοση, ποὺ φθάνει μέχρις ἐξευτελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, θίγοντας ἀκόμη καὶ τὴν ἠθική Της, ὅπως καὶ μὲ τὴν προτεσταντικὴ ὑποτιμητικὴ ἐπίσης θεώρηση καὶ βιβλιογραφία ἀφάνισε τὰ ὅποια ὀρθόδοξα κριτήρια διέθετε. Βρῆκε τὰ κριτήρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχασε τὰ δικά του.

Γι᾽ αὐτὸ γράφει γιὰ τὴν Παναγία ὡς Ἑβραῖος Ραββῖνος ἤ ὡς Προτεστάντης θεολόγος. Σκεφθῆτε πόσα ἀντορθόδοξα μαργαριτάρια θὰ βρεῖ κανείς, ἂν ἐρευνήσει τὰ πανεπιστημιακά του συγγράμματα ποὺ ἐδίδασκε καὶ ἐμοίραζε στοὺς φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔρχονταν στὸ γραφεῖο μου καὶ παρεπονοῦντο, διότι δὲν ἄκουγαν στὸ μάθημα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἕναν ὀρθόδοξο καθηγητή, ἀλλὰ ἕναν Ἑβραῖο Ραββῖνο ἤ ἕναν φιλελεύθερο Προτεστάντη θεολόγο. 

Θὰ προσφέρει θεοφιλῆ ὑπηρεσία καὶ θὰ εὐλογηθεῖ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ Θεοτόκο ὅποιος θεολόγος, ἱκανὸς ἐπιστήμων καὶ ἐρευνητής, ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν ἐντοπισμὸ τῶν ἀντορθοδόξων καὶ ἀντιπατερικῶν παρεκκλίσεων τοῦ ἐν λόγῳ καθηγητοῦ, κορυφαίου στελέχους τῆς σχισματικῆς παρασυναγωγῆς τῶν «θεολόγων» τοῦ «Καιροῦ», ποὺ ἔδιωξαν τὸ ὀρθόδοξο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀπὸ τὰ σχολεῖα, πρωτεργάτη τῆς ἵδρυσης τοῦ Τμήματος Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν, καὶ στενοῦ συνεργάτη τῆς μεταπατερικῆς καὶ ἀντιπατερικῆς «Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος τοῦ Βόλου. Εἶναι ἐπίσης, ὅπως ὁ ἴδιος προβάλλει καὶ καυχᾶται μετὰ τὴν παράθεση τοῦ ὀνόματος καὶ τῆς καθηγητικῆς του ἰδιότητος, ὀφφικιάλος, ἀξιωματοῦχος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, «Ἄρχων διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ΜτΧ (Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ) Ἐκκλησίας».

Πῶς νὰ κρατηθεῖ στὸν Ὀρθόδοξο δρόμο ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ἐνθαρρύνει καὶ ἐπιβραβεύει καὶ προβάλλει καὶ τιμᾶ ὡς ἄρχοντες, «διδασκάλους τοῦ Εὐαγγελίου» μάλιστα, πρόσωπα ποὺ ἔχουν χάσει τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια καὶ δὲν εὑρίσκονται πλέον μέσα στὴν αὐλὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπως ἔπραξε πρόσφατα καὶ μὲ τὴν ἀνακήρυξη τοῦ Νεονικολαΐτη καὶ Νεορθόδοξου καθηγητῆ Χρήστου Γιανναρᾶ σέ «Ἄρχοντα ρήτορα τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας;» 

Πῶς νὰ μὴν ἀμφιταλαντεύεται καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀρχικά, καὶ τελικὰ νὰ ἀκολουθεῖ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅταν στελεχώνει τὶς συνοδικὲς ὑπηρεσίες καὶ τὶς συνοδικὲς ἐπιτροπὲς κατὰ πλειοψηφία μὲ οἰκουμενιστὲς ἀρχιερεῖς καὶ καθηγητές, ὅταν ἀκόμη σὲ μία ἀπὸ τὶς δύο συνοδικὲς ἐπιτροπές, αὐτήν «Ἐπὶ τῶν Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων», οἱ ὁποῖες εἰσηγοῦνται κάκιστα τὴν ἀναγνώριση τῆς σχισματικῆς ψευδοαυτοκέφαλης «ἐκκλησίας» τῆς Οὐκρανίας, ὅπως θέλει τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τακτικὸ μέλος εἶναι καὶ ὁ ἁγιομάχος, τώρα δὲ καὶ θεοτοκομάχος, καθηγητὴς Μιλτ. Κωνσταντίνου;

Ἐπεκτείνοντας λοιπὸν τὶς ἐκτιμήσεις του γιὰ τὰ κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς ἐπιλέγει κάποια πρόσωπα ὡς συνεργούς του στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, καὶ ἀφοῦ προηγουμένως δέχθηκε ὅτι «αὐτὸ ποὺ καθιστᾶ ἕνα πρόσωπο ἄξιο τῆς θείας ἐκλογῆς δὲν εἶναι κάποιες ἰδιαίτερες σωματικὲς ἢ διανοητικὲς ἱκανότητές του, οὔτε κἂν ἡ ἠθική του, ἀλλὰ ἡ ἑτοιμότητά του γιὰ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ», δὲν βρίσκει στὴν Θεοτόκο τίποτε ἰδιαίτερο καὶ ξεχωριστὸ σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ ἐκίνησε τὸν Θεὸ νὰ τὴν ἐπιλέξει, ἀλλὰ ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις τῆς Π. Διαθήκης ποὺ ἐμνημόνευσε ἐβάρυνε ἡ «ἑτοιμότητα γιὰ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».

Δηλαδὴ ἂν ἕνας πόρνος ἢ μοιχὸς ἢ ὁμοφυλόφυλος, ἂν ἕνας κίναιδος ἢ μία λεσβία, ἦσαν πρόθυμοι νὰ συνεργασθοῦν μὲ τὸν Θεό, θὰ δεχόταν ὁ Θεὸς νὰ τοὺς χρησιμοποιήσει γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο; Θὰ μποροῦσε ὁ Χριστὸς νὰ ἐνανθρωπήσει, νὰ ἐνσαρκωθεῖ, ἐπιλέγοντας ὡς μητέρα μία πόρνη ἢ μία λεσβία; Γράφει ἐπὶ λέξει ὁ καλός μας ἀρθρογράφος, τακτικὸς συνεργάτης τοῦ «Ἐφημερίου», γιὰ νὰ «διαφωτίσει» τοὺς ἱερεῖς μας:

«Ὅταν λοιπὸν ἦρθε ὁ κατάλληλος καιρός, ὁ Θεὸς ἀναζήτησε ἄλλον ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ καὶ πάλι ἐλεύθερα καὶ χωρὶς καταναγκασμό, θὰ δεχόταν νὰ συνεργαστεῖ μαζί του. Ὅταν ὁ ἄγγελος μετέφερε στὴν Μαρία τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη χωρὶς δεύτερη σκέψη, χωρὶς ἀντίρρηση, δέχτηκε νὰ γίνει ὄργανό του. Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ὅτι χωρὶς αὐτὴν τὴν ἀπροϋπόθετη συνεργασία τῆς Μαρίας, ἡ πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου θὰ ἦταν ἀδύνατη. Ἡ Μαρία δὲν εἶχε τίποτε τὸ ξεχωριστό, δὲν εἶχε τίποτε ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος. Καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Παλαιστίνης, ἦταν φτωχὴ καὶ ἄσημη καὶ οὔτε φαίνεται νὰ εἶχε κάποια μόρφωση. Ἀλλὰ εἶχε κάτι ποὺ καὶ πάλι θὰ μποροῦσε κάθε ἄνθρωπος νὰ ἀποκτήσει, χρειάζεται ὅμως γι᾽ αὐτὸ ἰδιαίτερη προσπάθεια καὶ συνεχὴς ἀγώνας. Εἶχε ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ καὶ ἦταν πάντοτε ἕτοιμη νὰ ὑποταχθεῖ στὸ θέλημά του. Ἔτσι, ἀξιώθηκε νὰ γίνει αὐτὴ ἡ «κλίμακα» ποὺ κατέστησε δυνατὴ τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ στῆ γῆ καὶ ἔγινε τὸ σύμβολο τῆς ἀνθώπινης συμμετοχῆς στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου».

Ἐντυπωσιάζει ἐν πρώτοις τὸ ὅτι στὸ παρατιθέμενο αὐτὸ ἀπόσπασμα τρεῖς φορὲς ἀναφέρεται στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου· καὶ τὶς τρεῖς φορὲς τὴν ὀνομάζει μὲ τὸ κοσμικό της ὄνομα Μαρία, ὡσὰν νὰ ἦταν μία συγγενής, γνωστή του ἢ φίλη του, ὡσὰν νὰ μὴν εἶχε ξεχωρίσει ἡ ἴδια μὲ τὰ ἐξαίρετα χαρίσματά της, κυρίως μὲ τὴν μοναδική της ἁγιότητα, ποὺ τὴν ἀνύψωσε ὑπεράνω πάσης τῆς κτίσεως, τὴν κατέστησε Παναγία (=σὲ ὅλα, στὰ πάντα ἁγία) καὶ Ὑπεραγία (=ὑπεράνω ὅλων τῶν Ἁγίων). Ἐπιβεβαιώνει ἔτσι μὲ αὐτὸ ὁ ἀρθρογράφος τὴν διαπίστωσή του ὅτι «ἡ Μαρία δὲν εἶχε τίποτε τὸ ξεχωριστό, δὲν εἶχε τίποτε ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος».

Ἂν στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀντὶ τοῦ Μαρία ἔλεγε ἡ Παναγία ἢ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, θὰ ἀντέφασκε πρὸς τὴν διαπίστωσή του· θὰ ἐγειρόταν ἀμέσως ἡ ἔνσταση, μὰ ἀφοῦ ἐσὺ τὴν λὲς Παναγία ἢ Ὑπεραγία, πῶς δὲν ἔχει τίποτε ξεχωριστό; Ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι, ἄλλοι Ἅγιοι, ποὺ τὸ Πανάγιος -Παναγία τοὺς ἔχει γίνει τὸ ὄνομά τους ἢ ἔχει προστεθῆ στὸ ὄνομά τους ὡς σταθερὸ ἐπίθετο, ὅπως στὸν στίχο ποὺ προτάσσεται στὰ τροπάρια τῶν κανόνων της «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», καὶ σὲ ἄλλες προσευχητικὲς ἐπικλήσεις;

Στὴ συνάφεια αὐτὴ τῶν ὑποτιμητικῶν ἐκτιμήσεων καὶ ἐκφράσεων γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἐνθυμοῦμαι, πάντοτε ὅσα μᾶς ἐγνωστοποίησε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης γιὰ τὸν ἀείμνηστο ἐπίσης ἐπιφανῆ Γέροντά του Ἀθανάσιο Ἰβηρίτη στὴν σχετικὴ μονογραφία ποὺ συνέγραψε γι᾽ αὐτόν. Ἀφιερώνει ἰδιαίτερο κεφάλαιο γιὰ νὰ παρουσιάσει τὴν μεγάλη ἀγάπη καὶ τιμὴ ποὺ ἔτρεφε ὁ Ἀθανάσιος πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὅπως ἄλλωστε καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ τὴν λύπη καὶ τὴν ὀργή του γιὰ ὅσους ἐκ τῶν ξένων καὶ ἡμετέρων τὴν ὑποτιμοῦν, χρησιμοποιώντας μάλιστα βαρύτατους χαρακτηρισμούς. Γράφει ὁ π. Θεόκλητος μεταφέροντας καὶ τὰ ὅσα σὲ ἐπιστολή τοῦ ἔγραφε ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης: 

«Ζώντας πάντοτε μὲ τὴν διαρκῆ αἴσθηση τῆς παρουσίας τῆς Παναγίας καὶ αἰσθανόμενος τόν “ἀπαθῆ πόθον” ἀενάως στὴν καρδιά του γιὰ τὴ δόξα Της, κάθε τόσο μαζὶ μὲ ἄλλα θέματα, μοῦ ἔγραφε ὁ γέροντας Ἀθανάσιος ἀναλόγως μὲ τὶς περιστάσεις. Λοιπὸν καταχωρίζω κατ᾽ ἐπιλογὴν μερικὲς περιστατικὲς σκέψεις του, ποὺ ἀπεικονίζουν τὴν ψυχὴ τοῦ μακαρίτου φίλου μου καὶ πατέρα μου.

“Ὁ προτεσταντικὸς Βορρᾶς μέσῳ τῶν καθηγητῶν μας εἰς τὰ δύο Πανεπιστήμια ἐπάγωσε καὶ τὸν ἐκ θερμοῦ κλίματός μας υἱϊκὸν συναισθηματισμὸν πρὸς τὴν γλυκυτάτην μητέρα μας Παναγίαν καὶ οὕτως τὴν ἀπεμάκρυνεν ἀπὸ τὰς προσευχάς μας ὡς ἄμεσον μεσίτριαν καὶ συνήγορον ἡμῶν πρὸς τὸν Υἱόν της. Ὁμιλοῦντες καὶ κληρικοὶ ἀκόμη περὶ προσευχῆς ἀγνοοῦν τὴν Θεοτόκον καὶ κοπανοῦν ἀκαταπαύστως· “ὁ πρῶτος μετὰ τὸν ἕνα”. Ἐνῶ ἡ ὑμνολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι διηρθρωμένη μὲ τὸ χαροποιὸν ὄνομά της. Φοβερὸν νὰ ἔχῃ διαποτισθῆ μόνον ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία μὲ τόσον πνεῦμα Ὀρθολογικόν, Γερμανικόν, προτεσταντικὸν ἀκόμη, ὥστε νὰ μοῦ λέγουν ὅτι οἱ ὕμνοι μας πρὸς τὴν Θεομήτορα εἶναι ποίησις. Αὐτὰ ἐδιδάχθησαν ἀπὸ τὸ Μόναχον· “ἡ Μαρία εἶναι (ἦτο) μιὰ καλὴ μητέρα” (οἱ σκύλοι!!!)”.

Αὐτὸς ὁ βαρὺς χαρακτηρισμός, γιὰ ὅσους γνώρισαν τὸν ταπεινότατο, πραότατο καὶ ἀγαθὸν Ἀθανάσιον, εἶναι σχεδὸν ἀπίστευτος καὶ ὀφείλεται στὴν ἱερὴ ἀγανάκτησή του, καὶ ὑψώνεται στὰ ἐπίπεδα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς βαρύτατες ἐκφράσεις. Παραθέτω καὶ ἄλλα συγγενῆ κείμενά του γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἡ ἀνησυχία του ἀπὸ τὴν ὑποτίμηση τῆς Θεοτόκου ἢ ἀπὸ τὴν ἄγνοια τῆς Θεολογικῆς καὶ Πνευματικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναφορικῶς μὲ τὴ θέση τῆς Θεομήτορος ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας»[6].

Δὲν ἀγνοοῦμε βέβαια ὅτι καὶ ἡ Κ. Διαθήκη ἀναφέρεται στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο χρησιμοποιώντας τὸ ὄνομα Μαριάμ, ὅπως χρησιμοποιεῖ καὶ γιὰ τὸν Σωτήρα Χριστὸ τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τότε ἀνθρώπινη συνήθεια. Ὅταν ὅμως ἐτελειώθη τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση καὶ ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία προσάρμοσε καὶ τὰ ὀνόματα ὡς πρὸς τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή καὶ ὡς πρὸς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἰδιαίτερα μάλιστα μετὰ τὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο ποὺ κατοχύρωσαν τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ (Α´ Οἰκουμενικὴ τῆς Νικαίας τὸ 325) καὶ τὴν ἀξία τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου (Γ´ καὶ Δ´ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι στὴν Ἔφεσο τὸ 431 καὶ στὴν Χαλκηδόνα τὸ 451).

Ἐπανερχόμενοι στὰ ὅσα ὑποτιμητικὰ γράφει ὁ Μιλτ. Κωνσταντίνου στὸ ἄρθρο του, γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπαράδεκτη καὶ βλάσφημη θέση του ὅτι «ἡ Μαρία δὲν εἶχε τίποτε τὸ ξεχωριστό», τὴν ὁποία σύντομα θὰ σχολιάσουμε στὴν ἑπόμενη δική μας ἑνότητα μὲ τίτλο «Ὅλα εἶναι μοναδικὰ καὶ ξεχωριστὰ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο», ἐπισημαίνουμε καὶ ἄλλες ὑποτιμητικὲς καὶ ἀνακριβεῖς ἐκτιμήσεις. 

Ἡ Θεοτόκος δὲν ἦταν «ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος ποὺ ἀναζήτησε ὁ Θεός, ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος καιρός», ὡσὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ ἐπέλεξε ὁ Θεὸς στὴν Π. Διαθήκη. Ἦταν ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος μέσῳ τοῦ ὁποίου θὰ ἐγεννᾶτο ὁ Θεός, ἡ μοναδικὴ γυναίκα ποὺ θὰ ἀξιωνόταν νὰ γίνει Μητέρα τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνει Θεομήτωρ, Θεογεννήτρια. Ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι, ἄλλες γυναῖκες στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος μὲ τὸ ἐξαιρετικὸ αὐτὸ γνώρισμα; Μόνο τὰ ἀναγνώσματα τῆς Π. Διαθήκης ἐπρόσεξε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου ὁ ἀρθρογράφος μας; Δὲν ἐδιάβασε τὸ δίστιχο ποὺ προτάσσεται τοῦ Συναξαρίου, τὸ ὁποῖο ἀπευθυνόμενο πρὸς τὴν Ἄννα, τὴν μητέρα τῆς Θεοτόκου τῆς λέγει ὅτι «Ἐσὺ Ἄννα νικᾶς ὅλες τὶς μητέρες, γιατὶ γέννησες τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ νίκη σου ὅμως ξεπεράστηκε ἀπὸ τὴν θυγατέρα σου, τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία ἔγινε μητέρα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ». 

Πάσας ἀληθῶς Ἄννα, νικᾷ μητέρας, 
Μήτηρ ἕως ἂν σὴ γένηται θυγάτηρ. 

(Ὅλες τὶς μητέρες τὶς νικᾶς Ἄννα στ᾽ ἀλήθεια, μέχρις ὅτου γίνει μητέρα ἡ θυγατέρα σου)·

Ἐσφαλμένη ἐπίσης, εἶναι ἡ ἐκτίμηση ὅτι «ὅταν ὁ ἄγγελος μετέφερε στὴ Μαρία τὴν ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ, ἐκείνη χωρὶς δεύτερη σκέψη, χωρὶς ἀντίρρηση, δέχτηκε νὰ γίνει ὄργανό του». Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση προκύπτει ὅτι ἡ Θεοτόκος ἔκανε καὶ δεύτερη σκέψη καὶ διετύπωσε καὶ τὶς ἀντιρρήσεις της· δὲν βιάστηκε νὰ ἀπαντήσει, γιὰ νὰ μὴ πάθει ὅ,τι ἔπαθε ἡ Εὔα στὸν Παράδεισο ποὺ δέχθηκε ἀμέσως τὴν συμβουλὴ τοῦ Ὄφεως.

Αὐτὸ μάλιστα, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ Πατέρες, δείχνει τὴν σύνεση, τὴν φρονιμάδα, τὴν ἐξυπνάδα της. Διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅτι μετὰ τὸν κολακευτικὸ χαιρετισμὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ «Χαῖρε κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετὰ σοῦ, εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν» δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους σὲ αὐτοθαυμασμὸ καὶ αὐταρέσκεια, ἀλλὰ ἔβαλε σὲ λειτουργία τὸ μυαλό της γιὰ τὸ τί ἆραγε σημαίνει αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμός· «διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος»[7].

Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ἀναιρώντας πλήρως τὴν ἐκτίμηση τοῦ ἀρθρογράφου, «Θαυμαστὴ ἦν ἡ Παρθένος καὶ δείκνυσιν αὐτῆς τὴν ἀρετὴν ὁ Λουκᾶς λέγων ὅτι, ἐπειδὴ τὸν ἀσπασμὸν ἤκουσεν, οὐκ εὐθέως ἑαυτὴν ἐξέχεεν, οὐδὲ ἐδέξατο τὸ λεχθέν, ἀλλ᾽ ἐταράχθη ζητοῦσα τὸ ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμός»[8].

Ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος τὴν καθησυχάζει καὶ τῆς ἐξηγεῖ ὅτι θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει τὸν Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα, καὶ πάλι προβάλλει τὶς ἀντιρρήσεις της ἐπικαλούμενη τὴν ἁγνότητα καὶ παρθενία της, λέγοντας «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω»[9].

Καὶ μόνον ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος τῆς ἐξηγεῖ ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ γίνει κατὰ τὸν φυσικὸ τρόπο, μὲ τὴν συνδρομὴ κάποιου ἄνδρα, ἀλλὰ κατὰ ὑπερφυσικό, μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ὑπενθυμίζει δὲ καὶ τὸ θαυμαστὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο συνέλαβε ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής της στὰ γηρατειά της, γιὰ νὰ τὴν πείσει ὅτι γιὰ τὸν Θεὸ ὅλα εἶναι δυνατά, «οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα», τότε μόνο, μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνετὲς καὶ καλόπιστες ἀντιρρήσεις καὶ τὶς ἀρχαγγελικὲς ἀπαντήσεις, δέχτηκε νὰ ὑπακούσει στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ[10].

Ἐξηγεῖ πειστικώτατα καὶ τιμητικὰ γιὰ τὴν Θεοτόκο ὁ Θεοφύλακτος: «Οὐχ ὡς ἀπιστήσασα ἡ Παρθένος εἶπε τό “Πῶς ἔσται μοι τοῦτο”; Ἀλλ᾽ ὡς σοφὴ καὶ συνετή, ἐπιζητοῦσα μαθεῖν τὸν τρόπον τοῦ πράγματος. Οὐδὲ γὰρ γέγονέ τι τοιοῦτον πρότερον, οὐδὲ μετὰ ταῦτα γενήσεται»[11]. 

Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν δὲν πρόσεξε τὸ κείμενο τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν συμβουλεύθηκε τοὺς Ἁγίους Πατέρες ὁ μεταπατερικὸς καὶ ἀντιπατερικὸς θεολόγος, δὲν ἄκουσε τόσες φορὲς ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια τόν «Ἀκάθιστο Ὕμνον», τούς «Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας», τοὺς οἴκους ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὰ γράμματα τῆς ἀλφαβήτου Β´ καὶ Γ´, οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικῶς ὑπομνηματίζουν τὸν διάλογο μεταξὺ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ καὶ τῆς Θεοτόκου:

Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτὴν ἐν ἁγνείᾳ φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως· Τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται· ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις;

Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα· ἐκ λαγόνων ἁγνῶν υἱὸν πῶς ἐστι τεχθῆναι δυνατόν; λέξον μοι.

Ἀπὸ τὶς ἀντιρρήσεις λοιπὸν τῆς Θεοτόκου, τὶς ὁποῖες ἀποκρύπτει καὶ προσπερνᾶ ὁ Μιλτ. Κωνσταντίνου, προκύπτει ὅτι ἡ Παναγία εἵλκυσε τὴν προσοχὴ τοῦ Θεοῦ, διότι ἦταν ἁγνὴ καὶ παρθένος, δὲν εἶχε γνωρίσει ἄνδρα, καὶ αὐτὸ τὸ βασικὸ κριτήριο γιὰ τὴν ἐπιλογή της, ἀντιβαίνει στὶς σημερινὲς ἀντιευαγγελικὲς γνῶμες ποὺ ἀποενοχοποιοῦν καὶ δικαιολογοῦν τοὺς πόρνους, τοὺς μοιχούς, τοὺς ἀρσενοκοῖτες, τοὺς κάθε εἴδους ὁμοφυλοφίλους, τὶς ἐκτροπὲς τῶν ὁποίων καταδικάζει μὲ βαρύτατους χαρακτηρισμοὺς ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Πατερικὴ Παράδοση. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ καλός μας ἀρθρογράφος δὲν μνημονεύει καθόλου τὸ τῆς Παναγίας «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω», καὶ τονίζει μόνον τὴν ὑπακοὴ τῆς Παναγίας στὴν ἐπιλογὴ τοῦ Θεοῦ. Τσιμουδιὰ γιὰ τὴν ἁγνότητα καὶ παρθενία τῆς Θεοτόκου.

Ἐσφαλμένες εἶναι ἐπίσης καὶ οἱ βιογραφικὲς πληροφορίες περὶ τῆς Θεοτόκου, «ὅτι καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Παλαιστίνης, ἦταν φτωχὴ καὶ ἄσημη καὶ οὔτε φαίνεται νὰ εἶχε κάποια μόρφωση». Ἀπὸ ποιές πηγὲς ἀντλεῖ αὐτὲς τὶς πληροφορίες ὁ ἀρθρογράφος; Γιατί δὲν τὶς κατονομάζει, ὥστε συνολικὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ βελτιώσει, νὰ διορθώσει, νὰ μάθει ἀκριβέστερα γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ τὴν οἰκογενειακὴ κατάσταση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου;

Ἐπὶ αἰῶνες πάντως ἡ Ἐκκλησία πιστεύει καὶ γράφει στὰ συναξάρια, καὶ εἰς αὐτὸ τῆς 8ης Σεπτεμβρίου, ποὺ γιορτάζουμε τὸ Γενέθλιό της, ὅτι ὁ πατέρας τῆς Θεοτόκου Ἰωακείμ «ἐκ βασιλικῆς φυλῆς εἷλκε τὸ γένος», καὶ μολονότι προσέφερε στὸν Ναὸ διπλᾶ δῶρα «ὡς φιλόθεος καὶ πλούσιος», παρὰ ταῦτα «διὰ τὴν ἀπαιδίαν ὠνειδίζετο». Καὶ ἡ μητέρα Της Ἐλισάβετ ἐπίσης καταγόταν ἀπὸ βασιλικὸ γένος καὶ ἦταν καὶ αὐτὴ πλούσια. Μορφώθηκε δὲ ἡ Θεοτόκος κατὰ τὴν δωδεκαετῆ παραμονή Της μέσα στὸν Ναό, ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν, ποὺ ἔγινε ἡ εἴσοδός Της εἰς αὐτὸν μέχρι τῆς ἡλικίας τῶν δεκαπέντε ἐτῶν ποὺ ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός.

Ἐκεῖ ἄκουε τὰ ἀναγνώσματα ποὺ ἐδιάβαζαν οἱ ἱερεῖς συνεχῶς, μελετοῦσε προφανῶς καὶ ἡ ἴδια τὸν Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες, ἀλλὰ καὶ ἐλάμβανε ὑπερφυῆ μηνύματα οὐρανόθεν. Ὅπως λέγει τὸ Συναξάρι τῶν Εἰσοδίων «ἐνταῦθα οὖν ἐνηυλίζετο καὶ ἐνδιῃτᾶτο, θείας ἐπιφανείας ἀξιουμένη καὶ τροφὴν οὐράνιον ἀδιαλείπτως δεχομένη, Ἀγγέλου ἐπὶ τῇ ταύτης, ὡς ἔφην, ἀποστολῆς καθυπηρετοῦντος εἰς δόξαν Θεοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν». Αὐτὴν τὴν γνώση ἔχει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν αἰώνων μέσῳ πανσόφων καὶ Ἁγίων Πατέρων καὶ δὲν θὰ τὴν ἀλλάξει μὲ τοὺς Νεογνωστικοὺς ὀφφικιάλους τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἦταν ὄντως Μεγάλη, ἀλλὰ ἐδῶ καὶ ἕνα αἰώνα διαψεύδει τὴν ὀνομασία της.

5. Ὅλα εἶναι μοναδικὰ καὶ ξεχωριστὰ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Ἐρχόμαστε τώρα στὸν πιὸ ἐσφαλμένο, ἀνακριβῆ καὶ βλάσφημο ἰσχυρισμὸ τοῦ τακτικοῦ ἀρθρογράφου τοῦ «Ἐφημερίου», περὶ τοῦ ὅτι «ἡ Μαρία δὲν εἶχε τίποτε τὸ ξεχωριστό, δὲν εἶχε τίποτε ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ὁ κάθε ἄνθρωπος». Τὸ μόνο ὅμως κοινὸ μὲ ὅλους ἐμᾶς τοὺς συνανθρώπους Της ποὺ εἶχε ἡ Θεοτόκος ἦταν ἡ κοινὴ ἀνθρώπινη φύση. Γεννήθηκε καὶ Ἐκείνη ὅπως ὅλοι μας μὲ φυσικὴ γέννηση, μὲ τὴν σαρκικὴ συνεύρεση τῶν γονέων της, κατὰ θαυμαστὸ βέβαια τρόπο, γιατὶ ἦσαν ἡλικιωμένοι, καὶ ἡ μητέρα Της Ἄννα ἦταν στείρα, κουβαλοῦσε ὅμως καὶ Αὐτή, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸν προπατορικὸ ρύπο, ποὺ συνοδεύει κάθε φυσικὴ γέννηση.

Ὁ μόνος ἀπηλλαγμένος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἦταν ὁ Υἱός της, ὁ Κύριος Ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τοῦ ὁποίου ἡ γέννηση δὲν προῆλθε ἀπὸ σαρκικὴ φυσικὴ ἕνωση, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπὶ τοῦ ἁγνοῦ σώματος τῆς Παρθένου Μαρίας, ὅπως συνοπτικὰ λέγει τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως· «κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα».

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ εἶναι πλάνη καὶ αἵρεση ἡ διδασκαλία τοῦ Παπισμοῦ γιὰ τὴν «ἄσπιλη σύλληψη» τῆς Θεοτόκου, τὴν σύλληψή Της δηλαδὴ χωρὶς τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, γιατὶ προσβάλλει τὴν μοναδικότητα τῆς ἄσπιλης σύλληψης τοῦ Υἱοῦ Της, τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν μαρτυρεῖται οὔτε ἀπὸ τὴν Ἀγία Γραφή, οὔτε ἀπὸ τὴν Πατερικὴ Παράδοση. Παρὰ ταῦτα ὁ πάπας Πίος ὁ Θ´ ἀνύψωσε τὸ 1854 σὲ δόγμα τοῦ Παπισμοῦ τὴν ἀμάρτυρη αὐτὴ καὶ πλανεμένη διδασκαλία γιὰ τὴν «ἄσπιλη σύλληψη» τῆς Θεοτόκου.

Κατὰ τὰ ἄλλα, ὅλα στὴν Παναγία ἦσαν ὑψηλά, μεγαλειώδη καὶ ἐξηλλαγμένα (ἀλλιώτικα, διαφορετικά) σὲ σχέση μὲ ἐμᾶς τοὺς ἄλλους, ἀκόμη καὶ σὲ σχέση μὲ τοὺς Ἁγίους. Σὲ ὅλα ἡ Θεοτόκος ἀποτελεῖ ἐξαίρεση, ὅπως συνοπτικὰ ὁμολογοῦμε στὴν Θεία Λειτουργία, ὅπου ἀφοῦ ὁ ἱερεὺς μνημονεύσει ὅλες τὶς ὁμάδες Ἁγίων, Προπάτορες, Πατέρες, Πατριάρχες, Προφῆτες, Ἀποστόλους, Κήρυκες, Εὐαγγελιστές, Μάρτυρες, Ὁμολογητές, Ἐγκρατευτὲς καὶ κάθε ἄλλο Δίκαιο, ξεχωρίζει τὴν Θεοτόκο λέγοντας: «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας, ἀχράντου, ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας».

Δὲν προτιθέμεθα βέβαια ἐδῶ νὰ παρουσιάσουμε ἐν πλάτει τὴν μοναδικότητα καὶ τὰ ἐξαίρετα χαρίσματα τῆς Θεοτόκου, τὸ ξεχωριστὸ μεγαλεῖο της. Τὰ ἔχουν αὐτὰ παρουσιάσει φωτισμένοι καὶ οὐρανοβάμονες Πατέρες καὶ Ἅγιοι, μεγάλοι διδάσκαλοι καὶ ὑμνογράφοι, σὲ ἀμέτρητο πλῆθος πεζῶν κειμένων καὶ ὕμνων, ποὺ μποροῦν νὰ γεμίσουν τόμους ὁλοκλήρους. Ἐνδεικτικὰ μόνο θὰ παραθέσουμε μερικὲς μαρτυρίες, γιὰ νὰ φανεῖ τὸ μέγεθος τῆς πλάνης κάποιων συγχρόνων «θεολόγων», ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ ξεπεράσουν τοὺς Γίγαντες, αὐτοὶ οἱ νάνοι, καὶ νὰ φανοῦν τῶν ἀληθινῶν Διδασκάλων σοφώτεροι.

Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν Θεία Λατρεία σημειώνουμε ὅτι στὸ δοξαστικὸ τοῦ Μικροῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ποὺ ἐπαναλαμβάνεται καὶ ὡς τροπάριο τῆς Λιτῆς τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ, γραμμένο ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἀνατόλιο, καὶ ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν φράση «Ἡ τῶν οὐρανῶν ὑψηλοτέρα», ὁ ὑμνογράφος μᾶς λέγει ὅτι ἡ Παναγία ἐπιλέχθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ γίνει δοχεῖο τῆς Θεότητος, λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς της καθαρότητος, καὶ ὄχι μόνο λόγῳ τῆς ὑπακοῆς της, ὅπως θέλει ὁ σύγχρονος «διδάσκαλος».

Λέγει ὁ ὕμνος· «Ἡ δι᾽ ὑπερβάλλουσαν καθαρότητα τῆς ἀϊδίου οὐσίας δοχεῖον γεγενημένη». Αὐτὴ ἡ ὑπερβάλλουσα καθαρότης δὲν εἶναι ξεχωριστὸ γνώρισμα τῆς Θεοτόκου; Στὸ ὀκτάηχο δοξαστικὸ τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῆς ἴδιας ἑορτῆς ὁ ὑμνογράφος γράφει ὅτι τὸ ὑπερβολικὸ μεγαλεῖο της ξεπερνάει κάθε σύγκριση· «Ταύτης γὰρ τὸ ὑπερβάλλον ὑπερέχει πᾶσαν ἔννοιαν». Ἡ Θεοτόκος εἶναι ὑψηλότερη τῶν οὐρανῶν καὶ καθαρώτερη ἀπὸ τὶς λάμψεις τοῦ ἡλίου, ψάλλουμε στὰ Μεγαλυνάρια τῶν Παρακλήσεων τὸν Δεκαπενταύγουστο: «Τὴν ὑψηλοτέραν τῶν οὐρανῶν καὶ καθαρωτέραν λαμπηδόνων ἡλιακῶν».

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ μεγάλος αὐτὸς δογματικὸς θεολόγος τοῦ 8ου αἰῶνος, σὲ Ὁμιλία του στὴν Γέννηση τῆς Θεοτόκου, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς γονεῖς της, τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα, τοὺς μακαρίζει, διότι ἐγέννησαν τό «κειμήλιον τῆς παρθενίας, τὴν πρὸ τόκου παρθένον καὶ ἐν τῷ τίκτειν παρθένον καὶ μετὰ τόκον παρθένον, τὴν μόνην παρθένον καὶ ἀειπάρθενον, τὴν μόνην καὶ νῷ καὶ ψυχῇ καὶ σώματι ἀει παρθενεύουσαν»[12].

Στὴν ἴδια ὁμιλία τὴν ὀνομάζει ἔμψυχο ἄγαλμα, γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ ὁποίου εὐφράνθηκε ὁ Θεός, διότι εἶχε θεοκυβέρνητο νοῦ ποὺ πρόσεχε μόνο τὸ Θεό, ὅλη της ἡ ἐπιθυμία, ἦταν στραμμένη πρὸς τό «μόνον ἐφετὸν καὶ ἀξιέραστον», ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργὴ στρέφονταν ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καὶ αὐτοῦ ποὺ τὴν ἐγέννησε καὶ γενικῶς ζοῦσε ζωὴ ὑπεράνω τῆς φύσεως· δὲν ζοῦσε γιὰ τὸν ἑαυτό της ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο γεννήθηκε, ὥστε νὰ ἐξυπηρετήσει τὴν παγκόσμια σωτηρία[13].

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς στὸν θαυμάσιο λόγο του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου λέγει ὅτι ὁ Θεός, προκειμένου νὰ ἐνανθρωπήσει, δὲν βρῆκε κανένα ἄνθρωπο δεκτικὸ τῆς θεότητος, γι᾽ αὐτὸ ἐδημιούργησε τὴν ἀειπάρθενο Μαρία, ὥστε λόγῳ τῆς ἄκρας καθαρότητός της νὰ γίνει δεκτικὴ τοῦ πληρώματος τῆς θεότητος σωματικῶς. Ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου θέλησε νὰ κατασκευάσει μία εἰκόνα κάθε καλοῦ, μία συγκεφαλαίωση ὅλων τῶν χαρισμάτων ποὺ μοιράζει στὰ πλάσματά τους.

Μάζεψε, λοιπόν, εἰς Αὐτὴν ὅλα τὰ χαρίσματα ποὺ μοιράζει εἰς ὅλα τὰ δημιουργήματά Του καὶ ἔτσι μᾶς ἔδειξε μία ξεχωριστὴ δημιουργία ποὺ ταιριάζει μόνο στὴν Μητέρα Του. Συμπεραίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καὶ λέγει ὅτι ὅσα χαρίσματα μοιράσθηκαν εἰς τοὺς Ἁγίους ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ ὅσα ἀξιώματα ἔλαβαν ὅλοι μαζὶ οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ, τόσο οἱ ἄγγελοι ὅσο καὶ οἱ ἄνθρωποι, ὅλα αὐτὰ τὰ συγκέντρωσε στὸν ἑαυτό Της ἡ Παρθένος καὶ μόνη αὐτὴ ἔχει τὰ χαρίσματα ὅλων[14].

Ἀπευθυνόμενος πρὸς τὴν Παναγία ὁ θεοφώτιστος ἀρχιερεὺς τῆς Θεσσαλονίκης Τῆς λέγει ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψει τὸ θεαυγὲς κάλλος Της, τὸ ὁποῖο ὑπερβαίνει πάντα νοῦν καὶ λόγον. Μόνον νὰ τὴν ὑμνοῦμε μποροῦμε: «Σὺ γὰρ καὶ χαρίτων ἁπασῶν χωρίον καὶ πλήρωμα καλοκαγαθίας παντοίας καὶ πίναξ ἔμψυχος ἀρετῆς καὶ χρηστότητος πάσης, ὡς μόνη πάντων ἠξιωμένη συλλήβδην τῶν τοῦ Πνεύματος χαρισμάτων»[15].

Ἄλλος σπουδαῖος θεολόγος τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, παρουσιάζει ἐπίσης ἐναργέστατα τὴν μοναδικότητα καὶ ἰδιαιτερότητα τῆς Θεοτόκου σὲ Ὁμιλία του «Εἰς τὴν ὑπερένδοξον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Γέννησιν». Σύμφωνα μὲ ὅσα λέγει ἡ Θεοτόκος μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων «μόνη τῶν ἐξ αἰῶνος ἀνθρώπων ἐξ ἀρχῆς εἰς τέλος κατὰ πάσης ἔστη κακίας καὶ τῷ Θεῷ τὸ παρ᾽ αὐτοῦ δοθὲν ἡμῖν ἀκήρατον ἀπέδωκε κάλλος καὶ τῇ δυνάμει πάσῃ καὶ τοῖς ἀποτεθεῖσι ὅπλοις ἐχρήσατο»[16].

Μὲ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε γιὰ τὸ Θεό, μὲ τὴν ρωμαλέα σκέψη της, τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καὶ τὴν μεγαλειώδη σωφροσύνη της ἔτρεψε σὲ φυγὴ κάθε ἁμαρτία καὶ ἔστησε τέτοιο τρόπαιο νίκης ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ συγκριθεῖ: «Πᾶσαν τρεψαμένη τὴν ἁμαρτίαν καὶ τρόπαιον στήσασα πρὸς οὐδὲν παράδειγμα βλέπον». Εἶναι ἡ μόνη ποὺ διέσωσε τὴν εἰκόνα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ὅπως τὸν ἔπλασε ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεός[17].

Ἔχουν ὅλα αὐτὰ κάποια σχέση μὲ ὅσα μᾶς ἐκθέτει στὸν «Ἐφημέριο» ὁ μεταπατερικὸς θεοτοκομάχος θεολόγος; Κατὰ τὸν Ἅγιο Καβάσιλα κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου δὲν ἑορτάζομε μόνον τὴν δική Της γέννηση, ἀλλὰ τὴν γέννηση ὅλης τῆς οἰκουμένης, ἡ ὁποία εἶδε στὸ πρόσωπό Της τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐπήγασε ἡ δυνατότης γιὰ ὅλους νὰ γίνουν ἀληθινοὶ ἄνθρωποι[18].

Σὲ ἄλλο του Λόγο «Εἰς τὴν πανένδοξον Κοίμησιν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν καὶ Παναχράνου Θεοτόκου» μεταξὺ πολλῶν ἄλλων λέγει ὅτι ἡ Παναγία μὲ τὸ νὰ εἶναι ἄνθρωπος τιμᾶ καὶ μεγαλύνει τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὸ κάλλος της ὅμως ἐκίνησε καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους: «Τῷ μὲν ἄνθρωπος εἶναι τοὺς ἀνθρώπους σεμνύνει, Θεὸν δὲ πρὸς ἔρωτα κινεῖ τῶν ἀνθρώπων τῷ ἑαυτῆς ἑλκύσασα κάλλει»[19].

Παρόμοια σκέψη ἐκφράζει καὶ στὸν Λόγο του «Εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου», ὅπου ἐπίσης, ἀφοῦ ἀναφέρει ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἔπραξε ἡ Παρθένος, ὥστε νὰ προσελκύσει τὸν Τεχνίτη τοῦ σύμπαντος στὴν γῆ καὶ νὰ κινήσει τὸ δημιουργικό του χέρι, δηλαδὴ τὴν πανάμωμη ζωή της καὶ πάναγνη, τὴν ἄρνηση κάθε κακίας, τὴν ἄσκηση ὅλων τῶν ἀρετῶν, τὴν καθαρώτερη καὶ ἀπὸ τὸ φῶς ζωή Της, τὸ ἐντελῶς πνευματικό Της σῶμα, λαμπρότερο καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο, καθαρώτερο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἱερώτερο ἀπὸ τοὺς χερουβικοὺς θρόνους καὶ πολλὰ ἄλλα, λέγει ὅτι τελικὰ ἐκόσμησε καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή της μὲ τέτοιο κάλλος, ὥστε κατόρθωσε νὰ ἑλκύσει ἐπάνω της τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ.

Μὲ τὴν δική της ὀμορφιὰ ἔδειξε ὡραία τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη φύση. Καὶ κατέκτησε τὸν ἀπαθῆ Θεό, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος ἐξ αἰτίας τῆς Παρθένου, ὁ μισητὸς στοὺς ἀνθρώπους λόγῳ τῆς ἁμαρτίας: «Πρὸς τοιοῦτον ἀσκήσασα κάλλος καὶ σῶμα καὶ ψυχὴν τοῦ Θεοῦ πρὸς ἑαυτὴν ἐπιστρέφει τὸν ὀφθαλμόν· καὶ τῇ παρ᾽ ἑαυτῆς ὥρᾳ καλὴν τὴν κοινὴν ἀπέδειξε φύσιν· καὶ εἷλε τὸν ἀπαθῆ καὶ ἦν ἄνθρωπος διὰ τὴν Παρθένον ὁ διὰ τὴν ἁμαρτίαν ἀνθρώποις ἀπηχθημένος»[20]. 

Θὰ τελειώσουμε μὲ τὴν γνώμη ἑνὸς ἀκόμη Ἁγίου, μεγάλου Θεοτοκόφιλον συγγραφέα, τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἐναντίον τοῦ ὁποίου δυστυχῶς ἔστρεψε τὰ ἁγιομαχικά του βέλη ὁ προσφάτως τιμηθεὶς ἀπὸ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο μὲ τὸ ὀφφίκιο τοῦ «Μεγάλου Ρήτορος» καθηγητὴς Χρῆστος Γιανναρᾶς. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἔγραψε πολλὰ τιμητικὰ καὶ ἐγκωμιαστικὰ γιὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Θὰ μνημονεύσουμε μόνον αὐτὸ ποὺ μεταξὺ πολλῶν ἄλλων μνημονεύει καὶ ὁ ἐπίσης Θεοτοκόφιλος ἀείμνηστος Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης.

Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος: «Ἂν τὰ ἐννέα τάγματα τῶν ἀγγέλων ἤθελαν κρημνισθῆ ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, καὶ νὰ γίνουν δαίμονες. Ἂν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐγένοντο κακοί. Ἂν ὅλα τὰ κτίσματα, οὐρανός, φωστῆρες, ἱερεῖς, ζῶα, ἤθελον ἀποστατήσει κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ὅλαι αὐταὶ αἱ κακίαι τῶν κτισμάτων συγκρινόμεναι μὲ τὸ πλήρωμα τῆς Ἁγιότητος τῆς Θεοτόκου δὲν ἐδύναντο νὰ λυπήσουν τὸν Θεόν. Διότι μόνη ἡ Κυρία Θεοτόκος ἦτο ἱκανὴ νὰ τὸν εὐχαριστήσει κατὰ πάντα»[21].

Ἐπίλογος

Δὲν παραθέσαμε παρὰ ἐλάχιστα μόνον ἀπὸ ὅσα ὑψηλὰ καὶ μεγαλειώδη ἔχουν γράψει οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες γιὰ τὸ πάνσεπτο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Αὐτὰ ἔπρεπε νὰ παρουσιάζονται στὶς στῆλες τοῦ «Ἐφημερίου» καὶ ὄχι ὅσα ἀνακριβῆ καὶ ὑποτιμητικὰ συλλαμβάνει ὁ ἀφώτιστος νοῦς συγχρόνων καθηγητῶν καί «θεολόγων».

Αἰσθανθήκαμε ὡς ἐπιβαλλόμενο χρέος νὰ διαφωτίσουμε τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ ὅτι οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἐχθροὶ τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων, εἶναι πλέον ἐντὸς τῶν τειχῶν, γιὰ νὰ ἀναλάβουν τὶς εὐθύνες τους ὅσοι, ἀντὶ νὰ τοὺς πολεμοῦν, τοὺς τιμοῦν καὶ τοὺς ὑψώνουν σὲ ἐκκλησιαστικὲς θέσεις καὶ ἀξιώματα. Μακάρι ὅσα ἐγράψαμε νὰ ἀγγίξουν καὶ τοὺς ἴδιους, ἂν εἶναι καλοπροαίρετοι, καὶ νὰ ἀκολουθήσουν ἐν μετανοίᾳ τοὺς φίλους τῆς Ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας ποὺ εἶναι καὶ φίλοι τοῦ Υἱοῦ της, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.  

Σημειώσεις (του Β μέρους) 

[6]. Θεοκλητου Μοναχου Διονυσιατου, Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης (1885-1973), Ἐκδόσεις Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 39-40. Ὅσα λέγει ὁ Ἁγιορείτης Γέροντας γιὰ τὸ «πρῶτος μετὰ τὸν ἕνα» ἀναφέρονται σὲ βιβλίο τοῦ προτεστάντη J. Holzner, Παῦλος. Ὁ πρῶτος μετὰ τὸν ἕνα, ποὺ μετέφρασε στὰ ἑλληνικὰ ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ καθηγητὴς Ἱερώνυμος Κοτσώνης, τὸ ὁποῖο συνετέλεσε ὥστε πολλοὶ νὰ θεωροῦν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὡς πρῶτο μετὰ τὸν Ἕνα, μετὰ τὸν Χριστὸ δηλαδή, ἐνῶ πρώτη μετὰ τὸν Ἕνα εἶναι ἡ Θεοτόκος.
[7]. Λουκᾶ 1, 28-29.
[8]. Εἰς Ματθαῖον Ὁμιλία 4, 5, PG 57, 45.
[9]. Λουκᾶ 1, 34.
[10]. Αὐτόθι 1, 35-38.  
[11]. Θεοφυλακτου Βουλγαριασ, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, στίχ. 34, PG 128, 704-705.
[12]. Λόγος εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου 5, PG 96, 668.
[13]. Αὐτόθι 9, PG 96, 676.
[14]. Ὁμιλία ΝΓ´, Εἰς τὴν πρὸς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων εἴσοδον καὶ τὸν ἐν αὐτοῖς θεοειδῆ βίον τῆς πανυπεράγνου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, 10-11, εἰς Γρηγοριου του Παλαμα, Συγγράμματα, τόμος 6ος, Ἐπιμελείᾳ Π. Χρηστου, ἐκδίδει Βασ. Ψευτογκασ, Θεσσαλονίκη 2015, Ἐκδοτ. Οἶκος Κυρομάνος, σελ. 556-557: «Ὥσπερ γὰρ βουληθεὶς ὁ Θεὸς εἰκόνα στήσασθαι παντὸς καλοῦ καὶ τὴν ἑαυτοῦ περὶ ταῦτα δύναμιν καθαρῶς ἐνδείξασθαι καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις, ὁρατῶν καὶ ἀοράτων κοινὸν ὑποστήσας κόσμον, μᾶλλον δὲ θείων τε καὶ ἀνθρωπίνων ἁπασῶν χαρίτων κοινὸν ὑποδείξας κρᾶμα καὶ καλλονὴν ὑπερτέραν ἀμφοτέρους ἐπικοσμοῦσαν τοὺς κόσμους, οὕτω ταύτην οὕτω παγκάλην ὄντως ἐξειργάσατο πάντα συνελών, οἷς πάντα διελὼν ἐκόσμησε, τρόπον τῆς αὐτῷ διαφερύσης μόνῳ δημιουργικῆς δυνάμεως ἡμῖν ἐπιδεικνὺς ἐξαίσιον καὶ ὄντως προσήκοντα τῇ τοῦ φωτὸς μητρί...Καὶ τοίνυν ἃ πᾶσι τοῖς ἐκ τοῦ παντὸς αἰῶνος ἀρίστοις ἤρκεσε νειμαμένοις ἀρίστοις εἶναι, καὶ ὅσα πάντες οἱ Θεῷ κεχαρισμένοι κατὰ μέρος εἰσίν, ἄγγελοί τε καὶ ἄνθρωποι, ταῦθ᾽ ἅπαντα συνειληφυῖα καὶ μόνη πάντα διατελοῦσα καὶ περιτεύουσα...».
[15]. Αὐτόθι 13, σελ. 557.  
[16]. Νικολαου Καβασιλα, Ἡ Θεομήτωρ. Τρεῖς Θεομητορικὲς Ὁμιλίες, Κείμενο-Μετάφραση-Εἰσαγωγή-Σχόλια Παναγιωτη Νελλα, Ε´ Ἔκδοση ἀπὸ Ἀποστολικὴ Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος: Εἰς τὴν ὑπερένδοξον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Γέννησιν 6, σελ. 66.
[17]. Αὐτόθι.  
[18]. Αὐτόθι 18, σελ. 106.  
[19]. Αὐτόθι 6, σελ. 178.  
[20]. Αὐτόθι 2, σελ. 116-118.
[21]. Μοναχου Θεοκλητου Διονυσιατου, Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ (Μέσα ἀπὸ τὴν Θεολογία καὶ τὴν Ὑμνολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων), Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 21. 


ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.