(συνέχεια από το Α μέρος)
Του Γεωργίου Κ. Ἐξάρχου φιλολόγου
Ὁ Άγιος Παΐσιος εἶχε πεῖ γιὰ τὸν Μακρυγιάννη «ὁ
Μακρυγιαννης ζοῦσε πνευματικὲς καταστάσεις. Ἂν γι- νόταν καλόγερος,
πιστεύω ὅτι ἀπὸ τὸν Μ. Ἀντώνιο δὲν θὰ εἶχε μεγάλη διαφορά. Τρεῖς
χιλιάδες μετάνοιες ἔκανε καὶ εἶχε καὶ τραύματα καὶ πληγές. Ἄνοιγαν οἱ
πληγές του, ἔβγαιναν τὰ ἔντερά του, ὅταν ἔκανε μετάνοιες, καὶ τὰ ἔβαζε
μέσα. Τρεῖς δικὲς μου μετάνοιες κάνουν μία δικὴ του. Ἔβρεχε τὸ πάτωμα μὲ
τὰ δάκρυά του. Ἐμεῖς, ἂν ἤμασταν στὴν θέση του, θὰ πηγαίναμε στὸ
νοσοκομεῖο νὰ μᾶς ὑπηρετοῦν. Θὰ μᾶς κρίνουν οἱ κοσμικοί [3] !».
Ἕνα
ἄλλο γνώρισμα ποὺ χαρακτηρίζει τὸν Μακρυγιάννη εἶναι ἡ ἄκρα τιμιότητά
του. Μᾶς διασώζει ὁ ἴδιος ἕνα περιστατικὸ ὅπου ἔπιασε κάποιον προύχοντα
τῆς ἐποχῆς νὰ κλέβη. Ὁ Στρατηγὸς τὸν πιάνει ἐπ’ αὐτοφώρῳ! «Ὅσο νὰ σ’
ἀπολύσω,» τοῦ εἶπα, θὰ τρῶμε μαζί». Ἐγὼ εἶχα ἀνάγκη νὰ τὸν βαστήσω μαζί
μου πέντ’-ἕξι ἡμέρες, νὰ μάθω γνώση αὐτόν, νὰ μὴ ματακλέψη ξένα χρήματα,
καὶ νὰ λάβουν προσοχὴ οἱ ἄλλοι. Τὸ παζάρι εἰς τὴν Ἀθήνα, ὅπου
συνάζονται τὰ χωριὰ κι’ ἄλλος κόσμος καὶ ψωνίζουν, γίνεται τὴν Δευτέρα,
τὸν κλέφτη τὸν ἔπιασα τὴν Τρίτη τὸν εἶχα ἀνάγκη ἕξι μέρες ὡς τὴν
Δευτέρα.
Τὸν
πῆρα, ἀφοῦ ἔλαβα τὰ χρήματα σωστὰ καὶ τά ‘δωσα τοῦ ἀνθρώπου ὁπού τὰ
‘χασε, καὶ φάγαμε ψωμὶ κατὰ τὴν συνφωνίαν μας. Τοῦ φκειάνω κ’ ἕνα
γκιουλὲ ὡς πέντε ὀκάδες καὶ βάνω ἀπάνου εἰς τὸν γκιουλὲ αὐτὰ. Ὅποιος
θέλει νὰ κλέβη, καθὼς ἡ ἀφεντειά του ἂς τηράγη τὸν ἴδιον κι’ ἂς «κλέβη
ὅποιος ἀγαπάη». Τοῦ πέρασα εἰς τὸν λαιμὸν τὸν γκιουλέ, καὶ τὰ γράμματα
ἀπάνου, τὸν πῆγα εἰς τὴν μέση τὸ παζάρι, ὅπου ‘ναι ἡ καμάρα τοῦ
παζαριοῦ, τό ‘δωσα μόνος μου ἑκατὸ ξυλιὲς καὶ καμπόση ὥρα κρεμασμένος
ἀπὸ τὰ χέρια -ὅτι ἐκεῖνα ἔκλεψαν. Τὸν κατέβαζα, πηγαίναμε τρώγαμε ψωμί.
Τὸ δειλινὸ μισὴ ὥρα κρεμασμένος καὶ δέκα ξυλιὲς ὅσο ὅπου ‘ρθε ἡ Δευτέρα.
Τελειώσαμε, φάγαμε μαζί, ἔπιαμε ὡς ἀδελφοί, τό ‘δωσα καὶ τ’ ἀγώγι καὶ
τὸν ἔδιωξα.
Εἰς
τ’ Ἀνάπλι τὸν ἀντάμωσα καὶ μὸ ‘καμε ἕνα τραπέζι καὶ μοῦ συχώρεσε τὴν
μάννα καὶ τὸν πατέρα, ὅτι ἔγινε τίμιος ἄνθρωπος καὶ καζάντησε ἀπὸ τὴν
δουλειά του. Καὶ τ’ ἀργαστήρια τῶν Ἀθηναίων μέναν ἀνοιχτὰ τὴν νύχτα καὶ
κλεψιὲς δὲν ματάγιναν.». Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ Μακρυγιάννη εἶναι ἔμπλεος
παιδαγωγίας ἀλλὰ καὶ ἀγάπης συγχρόνως. Τὸν δένει στὴν ἀγορὰ ἐνώπιον
ὅλων, τοῦ ρίχνει ἑκατὸ «ξυλιὲς» γιὰ νὰ τὸν ταπεινώση, ὅμως τὸ βράδυ σὰν
ἀγαθὸς πατέρας τὸν κατεβάζει καὶ τοῦ κάνει τὸ τραπέζι! Μετὰ ἀπὸ καιρὸ
τὸν ἀνταμώνει τυχαῖα στὸ Ναύπλιο καὶ τὸν εὐγνωμονεῖ μὲ ὅλη τὴν καρδιά
του. Ἐδῶ «καταργοῦνται» ὅλες οἱ ἤπιες σύγχρονες παιδαγωγικὲς μέθοδοι ποὺ
φοβοῦνται, μήπως τυχὸν πάθουν ψυχολογικὰ τὰ παιδιά μας! Ὅμως ἡ
παιδαγωγική τοῦ Μακρυγιάννη κρίνεται ἐν τέλει ἄκρως ἐπιτυχής, ἀφοῦ
διακρίνεται ἀπὸ τὴν Ἀγάπη, στοιχεῖο ποὺ λείπει ἀπὸ τὴ σύγχρονη
ὀρθολογούμενη ἐποχή μας.
Ὁ
Μακρυγιάννης εἶναι συνεχιστὴς τῆς Παράδοσης τοῦ Γένους μας. Θεωρεῖ
φραγκικὲς ἀρρώστιες αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν στὴν Ἑλλάδα. Πονάει γιὰ τὴν
κατάσταση ποὺ ὑπάρχει. Θεωρεῖ πὼς μετὰ τὴν «ἀνεξαρτησία» της ἀπὸ τοὺς
Τούρκους, ἔχει γίνη ὑποχείριο τῶν Εὐρωπαίων, καὶ δὴ τῆς ἀγγλικῆς
πολιτικῆς, μέσῳ βεβαίως τῶν Βαυαρῶν. Κάποια στιγμὴ ξεσπᾶ καὶ λέει:
«κάλλιο νὰ καθόμαστε μὲ κεῖνον τὸν Βασιλέα (Σουλτᾶνο) ὅπου χαμεν – καὶ
εἴχαμεν καὶ τὴν τιμήν μας καὶ βαστούσαμεν καὶ τὴν θρησκεία μας, καὶ ὄχι
τοιούτως ὅπου καταντήσαμεν». Ὁ Μακρυγιάννης τὰ λέει αὐτά, ὄχι ἐπειδὴ
εἶναι φιλότουρκος, ἀλλὰ ἐπειδὴ βλέπει τὰ μικρόβια ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν
Εὐρώπη νὰ βρίσκουν ἀγαθὴ γῆ στοὺς Νεοέλληνες.
«…Τὸ
Ἔθνος ἀφανίστη ὅλως-διόλου καὶ ἡ θρησκεία-ἐκκλησία εἰς τὴν πρωτεύουσα
δὲν εἶναι καὶ μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος. Οἱ φατρίες σας, τὸ ‘να τὸ μέρος
καὶ τ’ ἄλλο, θέλετε θέατρο τὸ φκειάσετε κι’ αὐτὸ διὰ-νὰ μᾶς μάθη τὴν
παραλυσία. Καὶ δι’ αὐτὸ «παίρνουν δύο ἀδέλφια δύο ἀδελφές. «Ὅ,τι τοῦ λὲς
-» ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας!»
Καὶ
τὰ παιδιὰ ὅπου τὰ στέλνουν νὰ φωτιστοῦν γράμματα κι’ ἀρετή, ἀπὸμέσα τὸ
κράτος κι’ ἀπόξω, φωτίζονται τὴν τραγουδικὴ καὶ ἠθικὴ τοῦ θεάτρου καὶ
πουλοῦνε τὰ βιβλία τοὺς οἱ μαθηταὶ νὰ πᾶνε ν’ ἀκούσουνε τὴν Ρίττα-Βάσσω
τὴν τραγουδίστρια τοῦ θεάτρου ὅτι παλαβώσανε οἱ γέροντες ὄχι τὰ παιδάκια
νὰ μὴν πουλήσουνε τὰ βιβλία τους. Τὸν γέρο Λόντο, ὁποὺ δὲν ἔχει οὔτε
ἕνα δόντι, τὸν παλάβωσε ἡ Ρίτα-Μπάσσω τοῦ θεάτρου καὶ τὸν ἀφάνισε τόσα
τάλλαρα δίνοντας κι’ ἄλλα πισκέσια».
Στὸ
θέμα τῆς Πίστης μας ὁ Μακρυγιαννης θὰ ἀποδειχθῆ καὶ θὰ ἀναδειχθῆ
συγχρόνως μέγας ἀπολογητὴς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ἐρχόμενη ἡ
Ἀντιβασιλεία στὴν Ἑλλάδα, ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα μελήματά της εἶναι νὰ
ἐκπροτεσταντίση τοὺς «δεισιδαίμονες» Ρωμηούς! Ἂς θυμηθοῦμε τὰ προφητικὰ
γιὰ σήμερα λόγια τοῦ Γάλλου περιηγητῆ Μαλὲρμπ πρὸς τὸν Μακρυγιάννη: «…Ἕνα θὰ σᾶς βλάψη ἐσᾶς, τὸ κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὅπου εἶναι αὐτείνη ἡ ἰδέα σ’ ἐσᾶς πολὺ τυπωμένη».
Ἡ
Ἀγγλία στέλνει μισσιονάριους ἱεραποστόλους. Οἱ «κοραϊκοὶ» συνεργάζονται
εὐχαρίστως μαζί τους. Ὁ Ἄγγλος Korck διορίζεται διευθυντὴς τοῦ
Ἑλληνικοῦ Διδασκαλείου. Ὁ μισσιοναριος Leeves συνεργάζεται μὲ τὸν
Φαρμακίδη καὶ ὁ Νεόφυτος Βάμβας μεταφράζει τὴν Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία
ἐπιβάλλεται παραποιημένη στὴ Λατρεία καὶ τὴν Ἐκπαίδευση. Τὸ ἔγκλημα ὅμως
εἰς βάρος τῆς Ὀρθόδοξης πατρίδας ἦταν ἡ διάλυση 412 ἐπανδρωμένων
μοναστηριῶν καὶ ἡ βίαιη ἀποσχημάτιση μοναζουσῶν! Οἱ Βαυαροὶ εἶχαν
καταλάβη ποὺ ἔπρεπε νὰ χτυπήσουν.
Στὴν
καρδιὰ τοῦ Γένους, τὰ μοναστήρια. Αὐτὰ ἔπρεπε νὰ χτυπήσουν στὴ ρίζα
τους. Αὐτὴ τὴ στάση τῶν Μοναστηριῶν στὸν Ἀγῶνα ὁμολογεῖ καὶ προσδιορίζει
ὁ Μακρυγιάννης: «Τ’ ἅγια τὰ μοναστήρια, ὅπου ‘τρωγαν ψωμὶ oἱ
δυστυχισμένοι […] ἀπὸ τοὺς κόπους τῶν Πατέρων, τῶν Καλογήρων. Δὲν ἦταν
καπιτσίνοι δυτικοί, ἦταν ὑπηρέτες τῶν Μοναστηριῶν τῆς Ὀρθοδοξίας.
Δὲν
ἦταν τεμπέληδες· δούλευαν καὶ προσκυνοῦσαν (=λάτρευαν). Καὶ εἰς τὸν
ἀγῶνα τῆς πατρίδος σ’ αὐτὰ τὰ μοναστήρια γινόταν τὰ μυστικοσυμβούλια,
συναζόταν τὰ ὀλίγα ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, καὶ εἰς τὸν πόλεμον θυσίαζαν
καὶ σκοτωνόταν αὐτεῖνοι, οἱ ‘περέτες τῶν μοναστηριῶν καὶ τῶν ἐκκλησιῶν.
Τριάντα εἶναι μόνον μὲ μένα σκοτωμένοι ἔξω εἰς τοὺς πολέμους καὶ εἰς τὸ
Κάστρο, τὸ Νιόκαστρο καὶ εἰς τὴν Ἀθήνα».
Ἡ
φράση «δὲν ἦταν καπιτσίνοι δυτικοὶ» γιὰ μᾶς σημαίνει: δὲν εἶχαν καμμιὰ
σχέση μὲ τὰ δυτικὰ-μοναχικὰ τάγματα, ποὺ βρίσκονταν στὴν ἐξουσία τοῦ
Πάπα. Ἦταν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Γένους, στὸ ὁποῖο καὶ ἀνῆκαν. Εἶναι πολὺ
εὔκολο λοιπὸν νὰ καταλάβη κανεὶς γιατί καταδικάστηκε ἀργότερα ὁ
Μακρυγιάννης (ὅπως ἄλλωστε κυνηγήθηκαν τόσο ἔντονα καὶ οἱ Φλαμιᾶτος καὶ
Παπουλᾶκος). Ἦταν ἕνας ἀντιδραστικὸς Ρωμηὸς μὲ κοφτερὸ μυαλό. Μπορεῖ
βέβαια νὰ τοῦ ἐδόθη χάρη, ἀλλὰ πέθανε στὸ τέλος πάμπτωχος, ἂν καὶ εἶχε
δώση στὴν πατρίδα δώδεκα παιδιά! Οἱ τότε κυβερνήσεις κάλλιστα μπορεῖ νὰ
παραλληλιστοῦν μὲ τὶς σημερινὲς ὅσον ἀφορᾶ τὴ ραγιαδοσύνη (ΜΗΠΩΣ ΑΛΛΗ
ΛΕΞΗ;) τους (βλ. φορολόγηση παιδιῶν!).
Ἐντούτοις,
δὲν φταῖνε σύμφωνα μὲ τὸν Μακρυγιάννη ἐξολοκλήρου οἱ Δυτικοί. Αὐτοὶ τὴ
δουλειά τους κάνουν, ἁπλῶς βρίσκουν κάθε φορά καλοθελητὲς ποὺ τοὺς
«διακονοῦν». «Ὥστε ὅποιος δὲν εἶναι εἰς τὴν σημαία τοῦ
Μαυροκορδάτου φατριαστὴς κι Ἀγγλιστής, Κωλέττη καὶ Γαλλιστής, Μεταξᾶ καὶ
Ρουσιστὴς καὶ εἶναι Ἕλληνας διὰ τὴν πατρίδα του καὶ θρησκεία του, αὐτὰ
παθαίνει».
Ὁ
σοφὸς Στρατηγὸς ὅπου βρεθῆ χτυπᾶ κάθε δυτικὸ νεωτερισμό, εἴτε αὐτὸς
βάλλει κατὰ τῆς Πίστεως εἴτε κατὰ τῆς Παραδόσεως. Χαρακτηριστικὸ εἶναι
τὸ ἑξῆς πειστατικό: «Τοῦ ἁΓιαννιοῦ τοῦ Θεολόγου τὸ βράδυ», μετὰ τὴν
ἀπελευθέρωση, «ἦταν κάτι λογιώτατοι εἰς τὸ σπίτι μου, μισομαθεῖς καὶ ἄθρησκοι…». Ἐκεῖ ἦρθε σὲ σύγκρουση μὲ τὸν Σοφιανόπουλο γιὰ τὴν ἀειπαρθενιὰ τῆς Θεοτόκου.
Ὁ
Σοφιανόπουλος σπουδαγμένος στὴ Δύση, καὶ σαφῶς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν
ἄθεο Διαφωτισμὸ ἀμφισβητοῦσε ἔντονα καὶ μὲ ἔπαρση (εἶχε σπουδάση
φιλοσοφία στὴν Εὐρώπη) τὸν Μέγα Βασίλειο. Τότε ὁ Μακρυγιάννης τοῦ λέει: «Εἰς
τὸ σχολεῖο ποὺ πάτε, θεολογία σπουδάζετε καὶ φιλοσοφία ἢ τὸ ἕνα;»
Λέγει: «Φιλοσοφίαν μόνον» [.….] τοῦ λέω: «ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ
γνωρίζεις, ὅτι εἶσαι κουτσός. Αὐτὸς ὁ Ἅγιος Βασίλειος καὶ οἱ ἄλλοι
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τὸ γνωρίζουν, ὅτι εἶχαν πρῶτα ἀρετή, ἠθική, καὶ
σπούδαξαν καὶ τὴ θεολογία πρῶτα καὶ τὴν φιλοσοφία καὶ γνώρισαν μὲ τὴν
ἐντέλειαν τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο καὶ ἔγιναν καὶ καλοὶ χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι
θεολόγοι καὶ καλοὶ φιλόσοφοι, καὶ τότε ἔλαβαν καὶ τὴν Φώτιση τοῦ Θεοῦ
καὶ τὴν εὐλογίαν του…».
Ὁ
Σοφιανόπουλος ὀρθολογιστὴς ὤν, δὲν ἔδειχνε νὰ πείθεται. Θυμωμένος ὁ
Μακρυγιάννης τὸν σηκώνει μὲ τὸ στανιὸ καὶ τοῦ λέει νὰ βάλει τὸ αὐτί του
στὴν κλειδαρότρυπα. Ὁ ἴδιος φύσηξε μὲ δύναμη μέσα καὶ τοῦ λέει: «ἔβγα
νὰ μᾶς εἰπῆς τί σοῦ εἶπα. Βγῆκε. Λέγει: ἕνας ἀγέρας μοῦ γιόμωσε τὸ αὐτί
μου. Τοῦ λέγω: καὶ αὐτὸ τῆς Θείας πρόνοιας μὲ τὴν Θεοτόκο ἀγέρας εἶναι,
εἶπε καὶ ἔγινε, δὲν εἶναι ἀθρώπινον ἔργο, καὶ διὰ τοῦτο ἐγεννήθη καὶ
ἔμεινε παρθένος…. καὶ τοὺς εἶπα εἰς τὸ ἑξῆς νὰ πάψουν ἀπὸ αὐτὰ καὶ δὲν
θέλω τέτοιες ὁμιλίες μπερμπάντικες καὶ καϊριστές».
Ὁ
Στρατηγὸς καταλαβαίνει πὼς ἐχθρὸς σὲ ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν οἱ
πεφωτισμένοι τῆς Δύσεως (Κοραής, Καΐρης κ.ἄ.) καὶ οἱ ἀντορθόδοξες
δοξασίες τους. «Εἰς τὰ 1839 μάθαμεν κι’ ὁ περίφημος δάσκαλος Καγίρης δὲν
πιστεύει τὴν Ἁγίαν Τριάδα κι’ ἄλλα τέτοια». Ὅπως λέει ὁ παπα-Γιώργης ὁ
Μεταλληνός, ἡ φωτισμένη ἀπάντηση τοῦ Μακρυγιάννη θυμίζει τὸ θαῦμα τῆς
κεράμου μὲ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα, καὶ τὴν εὐλογία ποὺ ἔδωσε ὁ ἅγιος
Δημήτριος στὸν Νέστορα νὰ ἀντιμετωπίση τὸν Λυαῖο. Θεολογία κάνει ὁ ἅγιος
Νέστορας. Ἡ Θεολογία του ἦταν τὸ σπαθὶ ἐκείνη τὴν στιγμή. Θεολογία
κάνει καὶ ὁ Μακρυγιάννης. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ κλίμα κινεῖται ὁ Στρατηγός.
Ἄξιον
μνείας ὅσον ἀφορᾶ καὶ τὸ ἀστεῖον τοῦ πράγματος εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς
περιστατικὸ. Εἶχε προσκληθῆ ὁ ἴδιος τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ τὸν
γνωστὸ Ἀθηναῖο πρόξενο τῆς Ρωσίας [4] . Φθάνοντας στὸ σπίτι τοῦ
Παπαρηγόπουλου μαζὶ μὲ τὸν φίλο του καὶ συναγωνιστή του Κῶτσο
Λιδωρικιώτη, ὁ στρατηγὸς μὲ ἔκπληξη εἶδε ἕνα δίμετρο ἔλατο στὸ σαλόνι
τοῦ προξένου, κούνησε τὸ κεφάλι του καὶ τοῦ εἶπε: «Ὡραῖο εἶναι κυρ
Γιάννη. Καὶ τοῦ χρόνου νὰ εἴμαστε καλά. Ἀλλὰ τὰ δένδρα μου ἔγω δὲν τ’
ἀφήνω νὰ φυτρώνουν μέσα στὴν κάμαρά μου!… Μόνο τ’ ἅρματά μου φυτρώνουν
ἐκεῖ!…» [5]. Ἀπὸ τότε τὸ Δένδρο ἐπεκτάθηκε στὶς λίγες ἀριστοκρατικὲς οἰκογένειες τῶν Ἀθηνῶν.
Ἡ
μίμηση ποὺ ἔχουμε ἀκρίτως καὶ ἀδιακρίτως ὡς Νεοέλληνες, μᾶς κάνει νὰ
πιθηκίζουμε! Ἔχουν καλλιεργηθῆ στὸν λαό μας σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ
συναισθήματα μειονεξίας ἔναντι τῶν Εὐρωπαίων. Ὡς ἐπίλογο καὶ
παρακαταθήκη ἂς ἔχουμε στὸν νοῦ μας τὰ λόγια τοῦ τίμιου καὶ πιστοῦ
ἀγωνιστῆ: «…Ἴσως ἐσεῖς οἱ μεταγενέστεροι, σὰν ἰδῆτε τὴν ἀρετή μας,
θὰ εἶστε εἰλικρινώτεροι διὰ τὴν πατρίδα. Γλυκώτερον πράμα δὲν εἶναι
ἄλλο ἀπὸ τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία. Ὅταν δι’ αὐτὰ τὸν ἄνθρωπον δὲν τὸν
τύπτη ἡ συ- νείδησή του, ἀλλὰ τὰ δουλεύει ὡς τίμιος καὶ τὰ προσκυνῆ,
εἶναι ὁ πλέον εὐτυχὴς καὶ ὁ πλέον πλούσιος».
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ (του Β μέρους)
3. Πνευματικὴ Ἀφύπνιση, ΛΟΓΟΙ Β΄ σελ. 206. (Ἀξιοσημείωτη εἶναι καὶ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Γέροντα γιὰ τὸν Μακρυγιάννη.
4. «Κείμενα -Ἐπιστολές Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου»)
5. Ὅπως ἔγραψε καὶ ὁ καθηγητὴς λαογραφίας Δ. Λουκᾶτος ἐμφανίστηκε γιὰ
πρώτη φόρα τὸ 1833 στὸ Ναύπλιο ἐπὶ Ὀθωνος, καὶ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1843
στὴν Ἀθήνα, στὸ σπίτι τοῦ Ἰ. Παπαρηγοπούλου, τοῦ προξένου τῆς Ρωσίας. Δ.
Λουκάτου, «Χριστουγεννιάτικα καὶ τῶν ἑορτῶν» Καθημερινὴ 22/12/1996
Ἀναδημοσίευση ἀπό 3-8-2016
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
το είδαμε ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.