Του Γεωργίου Κ. Ἐξάρχου φιλολόγου
Ἂν ποτὲ τοῦτος ὁ δύσμοιρος τόπος ἀναδείξει πέντε-δέκα νεοέλληνες, σίγουρα ὁ Μακρυγιάννης θὰ καταταχθῆ ἀνάμεσά τους. Ὁ ρουμελιώτης στρατηγὸς ἀποτελεῖ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Ρωμηοῦ σὲ τοῦτον τὸν τόπο. Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς ἁγνότερες καὶ ἡρωικότερες μορφὲς ποὺ συνετέλεσαν στὸ «θαῦμα» τοῦ ‘21, προσωπικότητα ἀνιδιοτελῆ, ἑλληνορθόδοξη, μὲ ἔκδηλη τὴ λαϊκὴ εὐλάβεια.
Ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ μᾶς ἦταν γνωστά, ἂν ὁ γενναῖος στρατηγὸς δὲν συνέγραφε τὸ ἐκπληκτικὸ κείμενο τῶν Ἀπομνημονευμάτων του. Σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο ὁ Μακρυγιαννης σημειώνει ἀναμνήσεις καὶ κρίσεις ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Ἐπανάστασης ἕως τὸ ἔτος 1851. Τὸ ἔργο αὐτὸ ὁ ἀγωνιστὴς τὸ φύλαγε σὲ χειρόγραφες σημειώσεις στὸν κῆπο τοῦ σπιτιοῦ του.
Ὁ Γ. Βλαχογιαννης τὸ 1904 ἐξέδωσε, ἀφοῦ βεβαίως πρῶτα μετέγραψε τὸ ἔργο τοῦ Στρατηγοῦ. Ὡστόσο τὸ ἔργο αὐτὸ θὰ ἔμενε περαιτέρω στὴν ἀφάνεια, ἂν ὁ Γ. Σεφέρης, τὸ 1943, δὲν διέγειρε μέσα ἀπὸ ἄρθρα καὶ ἐργασίες του τὸ ἐνδιαφέρον ὄχι μόνο μεγάλου κύκλου διαννοουμένων, ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐρυτέρου κοινοῦ γιὰ τὸν Μακρυγιάννη. Ὁ νομπελίστας μας ποιητὴς γράφει: «τὸ Α καὶ τὸ Ω στὴν ζωὴ μου εἶναι ὁ Μακρυγιάννης…».
Ὁ Σεφέρης, λοιπόν, τολμᾶ νὰ ταυτίση τὸν Στρατηγὸ μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς, καὶ θεωρεῖ πὼς τὰ Ἀπομνημονεύματα εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Παπαδιαμαντη τὸ μεγαλύτερο κατόρθωμα τοῦ πεζοῦ λόγου στὴν νέα ἑλληνική. Ὁ Κ. Ζουράρις ὑποστηρίζει «…ἐὰν τὸ γραπτό του εἶχε γραφῆ σὲ μία ἐποχὴ ὅπου ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ἡ ἑλληνικὴ γραμματεία θὰ εἶχαν τὴν ἴδια καθολικότητα ἢ οἰκουμενικότητα μὲ τὴν ἐποχὴ τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδας, τότε ὁ Μακρυγιάννης θὰ ἐβάραινε τὸ ἴδιο –ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ἐπιστημονικῆς ἐγκυρότητας καὶ τῆς διαμορφώσεως τῶν σχημάτων τῆς πολιτικῆς– μὲ τὸν παγκόσμιο Θουκυδίδη [1].»
Τὸ 1983 ἕνα ἄλλο χειρόγραφο τετράδιο βλέπει τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας. Στὰ «Ὁράματα καὶ Θαύματα» ὁ Μακρυγιάννης περιγράφει προσωπικὰ βιώματα καὶ ἁγιοπνευματικὲς ἐμπειρίες μέσα ἀπὸ τὴν καθημερινότητα. Τὸ δεύτερο αὐτὸ «πόνημα» τοῦ Στρατηγοῦ καταδεικνύει περίτρανα πὼς ὁ ἴδιος ἦταν φορέας τῆς Κολλυβαδικῆς Ἀσκητικῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως (μαζὶ μὲ τὸν Παπουλάκο καὶ τὸν Κοσμᾶ Φλαμιάτο) καὶ ἄξιος συνέχιστὴς τοῦ ἁγίου Νικόδημου, τοῦ ἁγίου Μακαρίου Νοταρᾶ, τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων καὶ ἄλλων.
Ὁ Μακρυγιάννης γεννήθηκε πάμπτωχος καὶ ἐπέζησε στὰ τέσσερα του χρόνια καθαρῶς ἀπὸ θαῦμα. Ὅταν «ἔπρεπε» μετὰ ἀπὸ «νουθεσίες» συγχωριανῶν της ἡ μάνα του νὰ τὸν ἀφήση μὲς στὸ δάσος γιὰ νὰ σωθῆ ἡ ἴδια καὶ ὅλο τὸ χωριό ἐξαιτίας τῶν κλαμάτων τοῦ τετράχρονου Γιαννάκη, αὐτὴ προτίμησε νὰ παραμείνη μὲ τὸ παιδί της κι ἂς πέθαιναν μαζί. Γι’ αὐτὸ θὰ πῆ ὁ ἴδιος ἀργότερα, «ἡ μητέρα μου καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε». Ὄχι ὅτι ἡ μάννα του ἦταν ἀνώτερη ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ὅπως λένε καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει κάποιος νὰ ἔχη τὴν δεκτικότητα τῆς Χάριτος, οὕτως ὥστε νὰ ἐνεργήση ὁ Θεός, ἀλλιῶς ὁ Ἴδιος εἶναι «ἀνήμπορος» ἐπειδὴ σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Αὐτὴ ἡ φράση τοῦ Μακρυγιαννη δείχνει καὶ τὴν πρακτικὴ καὶ βιωματικὴ θεολογία ποὺ κάτειχε ὁ στρατηγός.
Ἡ μάννα του λοιπόν, ἦταν τὸ πηγαῖο πρότυπό τοῦ Μακρυγιάννη. Τοῦ ἐνστάλλαξε τὴν Πίστη καὶ τὴν Προσευχὴ στὴ Ζωή του. Αὐτὴ τὴν καλὴ «συνήθεια» τῆς προσευχῆς κληρονόμησε βεβαίως ἀπὸ τὴν μάννα του. Εἶναι γνωστὲς οἱ συμφωνίες του μὲ τὸν Ἀηγιάννη. Δεκατεσσάρων χρόνων παιδὶ βρέθηκε στὸ βουνὸ σὲ ἕνα πανηγύρι κλέφτικο.
Πάνω στὸ πανηγύρι πῆρε τὰ ἅρματα τοῦ ἀφεντικοῦ του καὶ τὰ φόρεσε. Ὅταν τὸν εἶδε νὰ φορᾶ τὰ σύνεργα τῆς ἐλευθερίας τὸν «ἔσπασε» στὸ ξύλο, ἐπειδὴ τὰ «μαγάρισε». Ὁ Μακρυγιάννης ἄρχισε νὰ κλαίη μὲ λυγμούς, ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἄντεξε τὸ ξύλο, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸν θεώρησε ἀνάξιο νὰ φορᾶ ἅρματα. Τρέχοντας τότε στὸ εἰκόνισμα τοῦ Ἁϊ-Γιάννη τοῦ λέει, εἶδες τί ἔπαθα. Ἂν μὲ βοηθήσης καὶ πάρω δικά μου ἅρματα, θὰ σοῦ φέρω ἕνα μεγάλο καντήλι νὰ φωτίζη. Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Σὲ ἡλικία 17 ἐτῶν ἦταν ἕνας ἑκατομυριοῦχος πωλητὴς σιτηρῶν. Ἀπὸ αὐτὸ μόνο μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ κοφτερὸ μυαλό του, ποὺ ἂν καὶ τίμιος ἔκανε τόσο μεγάλη περιουσία. Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς Ἐπαναστάσεως «διηύθυνε» τὸ δικό του ἀσκέρι ἀπὸ ρουμελιῶτες, ποὺ χρηματοδοτοῦσε μό- νος του! Ὁ Μακρυγιαννης δὲν μποροῦσε καμμία στιγμὴ νὰ μείνει ἄεργος, ἀκόμη καὶ μὲς στὴ φωτιὰ τοῦ πολέμου! Ὅταν εὕρισκε εὐκαιρία ἄφηνε γιὰ λίγο τὸ γιαταγάνι καί… πήγαινε γιὰ μεροκάματο! Κάπως ἔτσι λοιπὸν ἔμαθε καὶ γράμματα.
Διηγεῖται ὁ ἴδιος: «ὁ σταθμός μου εἶναι ἐδῶ εἰς ἀργός. Κάθομαι καὶ ἀγρικιῶμαι μὲ τὴν Κυβέρνηση καὶ παντοῦ εἰς τὶς ἐπαρχίες μ’ ἀρχὲς κι ἀξιωματικοὺς καὶ ὅποτε κάνει χρεία, φέρνω καὶ γύρα σὲ ὅλα τὰ μέρη αὐτὰ διὰ τὴν γενικὴ ἡσυχία ξακολουθῶ τὰ χρέη μου καθήμενος τὸν περισσότερον καιρὸν ἐδῶ.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν τρέχω εἰς τοὺς καφενέδες καὶ σὲ ὅλα τοιοῦτα καὶ δὲν τὰ συνηθῶ –(ἤξερα ὀλίγον γράψιμο, ὅτι δὲν εἶχα πάγει εἰς δάσκαλο ἀπὸ τὰ αἰτία ὅπου θὰ ξηγηθῶ, μὴν ἔχοντας τοὺς τρόπους) περικαλοῦσα τὸν ἕνα φίλον καὶ τὸν ἄλλον καὶ μ’ ἔμαθαν κάτι περισσότερο ἐδῶ εἰς Ἄργος, ὅπου κάθομαι ἄνεργος. Ἀφοῦ λοιπὸν καταγίνηκα ἕνα δύο μῆνες νὰ μάθω ἐτοῦτα τὰ γράμματα ὅπου βλέπετε, ἐφαντάστηκα νὰ γράψω τὸν βίον μου… δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω εἰς αὐτὸν τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος…». Ὁ Στρατηγὸς ἔμαθε γράμματα μέσα σὲ δύο μῆνες! Τόσο ὀξυδερκὴς νοῦς ἦταν. Τὸ ἀξιοσημείωτο ὅμως εἶναι πὼς δὲν σύχναζε στὸν «ἐλεύθερο» χρόνο του στοὺς καφενέδες, ἀλλά ἤθελε νὰ κάνει κάτι πιὸ δημιουργικό, νὰ μάθη γράμματα! Ἀλήθεια πόσο διαφέρει ὁ μπαρμπα-Γιάννης ἀπὸ τοὺς Νεοέλληνες…
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ ποὺ διακατεῖχε τὸν Μακρυγιάννη ἦταν καὶ ἡ αὐτοθυσία του, ποὺ συνοδευόμενη μὲ τὴ λεβεντιά του ἔκανε «θαύματα». Βρισκόμαστε στὴν πιὸ κρίσιμη καμπὴ τοῦ Ἀγῶνα. Τὸ Μεσολόγγι ἔχει πέσει, ὁ Ἰμπραὴμ σπέρνει τὸν τρόμο καὶ τὸν πόνο στὸν Μωριᾶ. Ἂν ὁ Ἰμπραήμ (τὸν ὁποῖο ὑποβοηθοῦσαν Γάλλοι ἀξιωματικοὶ μαζὶ μὲ τὸ πυροβολικὸ τους) κατελάμβανε τὸ Ναύπλιο ὁ Ἀγῶνας θὰ ἐθεωρεῖτο λῆξας. Τότε ὁ Μακρυγιάννης παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν ἀντιμετωπίση μὲ 350 παλληκάρια στοὺς Μύλους. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν μάχη εἶχε μία συνομιλία μὲ τὸν Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ.
«Ἐκεῖ ὁπού ‘φτιαχνα τὶς θεσες εἰς τοὺς Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες. Τί πόλεμο θὰ κάνετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ; Τοῦ λέγω: εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσεις καὶ ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ὅπου μᾶς προστατεύει, καὶ θὰ δείξωμεν τὴν τύχη μας σ’ αὐτὲς τὶς θέσες τὶς ἀδύνατες.
Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ’ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὥς τώρα ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε, τρῶνε ἀπό μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά.
Καὶ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν, καὶ ὅταν κάνουν αὐτείνη τὴν ἀπόφασιν, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁπού εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη καὶ θὰ ἰδοῦμεν τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς. «Τρὲ μπιεν» μοῦ λέγει κι ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος».
Ὁ Μακρυγιαννης σὰν ἄλλος Δαυίδ νικᾶ τὸν Γολιάθ. Ἡ Πίστη του στὸν Θεὸ τὸν ἔκανε νὰ μεγαλουργήση. Παρολίγον ὅμως νὰ χάση τὸ χέρι του, τὸ ὁποῖο χτυπήθηκε σοβαρά. Ἄλλο ἕνα παράσημο γιὰ τὸν γενναῖο Στρατηγό. «Ἔχω δύο πληγὰς εἰς τὴν κεφαλήν, ἄλλην εἰς τὸν λαιμόν, ἄλλην εἰς τὴν χείρα, ἥτις δὲν ἔχει κόκκαλα, ἄλλην εἰς τὸν πόδα καὶ ἄλλην εἰς τὴν γαστέρα καὶ εἶμαι ζωσμένος μὲ τὰ σιδερὰ καὶ φυλάττω τὰ ἔντερα ἐντὸς αὐτῆς… αὐτὰς τὰς πληγὰς τὰς ἔλαβα διὰ τὴν πατρίδα καὶ ὅταν ἀλλάζη ὁ καιρός, οἱ δριμύτατοι πόνοι μὲ κάνουν παράφρονα…».
Ὅμως ὁ Μακρυγιαννης στὸν Ἀγῶνα δὲν ὕπῆρξε μόνο γενναῖος πολεμιστὴς μὰ καὶ σώφρων καὶ τίμιος συνάνθρωπος. Εἶναι γνωστὲς πλέον urbi et orbi οἱ μηχανορραφίες πολλῶν πολιτικῶν ἔναντι τῶν στρατιωτικῶν. Ἂν καὶ ὁ Μακρυγιάννης τάχθηκε μὲ τὴν πλευρὰ τῶν πρώτων, ὡστόσο δὲν παραλείπει νὰ ἀντιμάχεται κάθε τους ἀτιμία καὶ ἰδιοτέλεια. Στὴν «δελεαστικὴ» πρόταση τοῦ Κωλέττη πρὸς τὸν Γκοῦρα νὰ σκοτώση τὸν καπετάνιο του, τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο, μὲ ἀντάλλαγμα χρήματα καὶ τὴν ἀρχηγία τῆς Λειβαδιᾶς, ὁ Γκοῦρας τὸ σκέφτεται.
Ὁ Μακρυγιάννης τότε λέει στὸν Γκοῦρα: «τώρα βάνουν ἐσένα νὰ σκοτώσης τὸν Δυσσέα, αὔριο θὰ βάνουν ἐμένα νὰ σκοτώνω ἐσένα. Καὶ νὰ τὸ καρτερῆς! Κι ἐτζι θὰ μᾶς φᾶνε ὅλους». Ὁ Μακρυγιάννης ἔπεισε μία-δύο φορὲς τὸν Γκοῦρα νὰ μὴν προχωρήση στὸ ἔγκλημα, τελικὰ ὅμως ὁ τελευταῖος κάμφθηκε ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση. Τότε ὁ Μακρυγιάννης ἐνῷ βρισκόταν μαζί του μὲς στὴν Ἀκρόπολη ποὺ ἐπολιορκεῖτο τοῦ λέει ἀνάμεσα στὰ πολλὰ: «Θυμήσου πόσα σοῦ εἶπα εἰς τὴν Ἀγόργιανη, ὅτι θὰ μᾶς βάλουν νὰ σκοτώνωμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Τότε μ’ ἄκουσες, δὲν τὸ κάμες, ὕστερα ἔγινε. Τώρα ὅμως νὰ γνωρίσης τοὺς φίλους σου καὶ τοὺς ἀπατεῶνες. Δὲν πλουταίνει ὁ ἄνθρωπος μὲ χρήματα μοναχά, πλουταίνει κι ἀπὸ τὰ καλά του ἔργα.
Δάκρυσαν τὰ μάτια τοῦ καημένου, τὸν ἔτυπτε ἡ συνείδησή του διὰ τὸ κάμωμα ὅπουκαμεν εἰς τὸν Δυσσέα. Μοῦ εἶπε: ἂν ζήσω καὶ ἔβγω ἔξω, δὲν θέλω ματαξέρει ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μπερμπάντες. Καὶ τὰ χρήματα, μοῦ εἶπε, καταγίνομαι νὰ φκιάσω τὴν διαθήκη μου καὶ θὰ κάμω σχολεῖα κι ἄλλα καλὰ διὰ τὴν πατρίδα. Καὶ θὰ ἀφήσω ὅλων ἐσᾶς τὸ μερίδιόν σας. –Νά ζήσης νὰ τὰ χαρῆς ἀδελφέ, καὶ νὰ κάμης καλὰ πράγματα διὰ τὴν πατρίδα, νὰ βγάλης αὐτὸν τὸν λεκὲ ἀπὸ πάνου σου, ὅτι ὅποιος σὲ ἔχει φίλο λυπᾶται. Ἔγω δὲν θέλω ἀπὸ μέρους μου τίποτα.»
Ὁ Μακρυγιάννης σκέπτεται, ἐνεργεῖ καὶ πράττει πάντοτε σὰν καλὸς πατριώτης. Πρῶτα ὅμως προσεύχεται. Εἶναι γνήσιο τέκνο καὶ «μαθητὴς» τῶν κολλυβάδων πατέρων. Ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ Πίστη του δὲν εἶναι καρπὸς ἰδεολογήματος, ἀλλὰ βίωμα καὶ καθημερινὸς τρόπος ζωῆς. Τὰ μυστήρια καὶ ἡ Λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ δύναμη ἀπὸ ὅπου ἀντλοῦν ὁ Στρατηγὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του τεράστια ψυχικὰ ἀποθέματα: «τὰ μεσάνυχτα περνῶντας ἔστειλα καὶ πῆρα τὸν παπᾶ καὶ μᾶς ξεμολόγησε καὶ λειτούργησε καὶ μεταλάβαμε».
Γράφει ἀλλοῦ στὰ «Ἀπομνημονεύματα»: «Σήμερα Παρασκευή, ἀγω- νίστηκα ἀρκετὲς ὧρες καὶ μὲ ἁμαρτωλὰ δάκρυα, τὶς ἄλλες μέρες κάνω τέσσερις ὧρες, αὐγὴ καὶ βράδυ, εἰς τὴν προσευχή μου, καὶ ὅταν θὰ φύγω ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου, καὶ ὅταν θὰ γυρίσω, καὶ ὅταν θὰ ἀποφάγω».
Στὸ δεύτερό του βιβλίο σημειώνει μὲ παιδικὴ ἀθωότητα καὶ χωρὶς ἴχνος ταπεινολογιας «Εἶπα, τὴν Μεγάλη Τετράδη καὶ τὴν Μεγάλη Παρασκευή, νὰ κάμω αὐτὲς τὶς δύο μέρες ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες τρακόσες μετάνοιες τὸ μεριόνυχτον… ἄλλο τίποτας δὲν ἔχω νὰ εὐχαριστήσω (τὸν Θεόν), μόνον καὶ μόνον τὴν ἁμαρτωλή μου προσευχή, αὐγὴ καὶ βράδυ ἀπὸ χίλιες τρακόσες μετάνοιες καὶ ἑκατὸ μὲ τὸ κομπολόγι, καὶ ὅ,τι μπορέσω ὅταν θὰ πάγω εἰς τὴν δουλειὰ μου καὶ ὅταν γυρίσω ὀπίσω, νὰ τὸν εὐχαριστήσω ὁ ἁμαρτωλός».
Τὸ 1941 ὁ Γ. Βλαχογιάννης, ὅταν ἔδειξε τὰ «Ὁράματα καὶ Θάματα» στὸν Γ. Θεοτοκά, τοῦ εἶχε πεῖ κατὰ λέξη: «εἶναι τὸ ἔργο ἑνὸς τρελλοῦ». Καὶ ὁ Λίνος Πολίτης προλογίζοντας τὴν ἔκδοση αὐτὴ σημειώνει: «ἡ ἐνοχλητικὴ γιὰ μᾶς θρησκοληψία τοῦ γερασμένου πιὰ Μακρυγιάννη [2]». Βέβαια καὶ ὁ Πολίτης καὶ ὁ Θεοτοκᾶς καὶ ὁ Βλαχογιάννης δὲν μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὴν εὐλάβεια τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Τουρκοκρατίας, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι σπουδαγμένοι στὴ Δύση καὶ ἐρχόμενοι κατόπιν στὴν Ἑλλάδα (μὲ ὅλες τὶς συνέπειες τοῦ ἑλλαδισμοῦ, ἤτοι τὸ ψευτορωμαίικο κατὰ Πατρο-Κοσμᾶ) κομίζουν ἀντιλήψεις καὶ νοοτροπίες ξένες πρὸς τὴ Ρωμηοσύνη.
Μόνο ὅσοι ἔχουν ἐμπειρία τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, ποὺ διασώζεται στὶς λαϊκὲς πρακτικές, μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὴν δυναμική τῆς Πίστεως μέχρι τὸν 19ο αἰῶνα. Παρόμοιες καταστάσεις παλαισμάτων καὶ Νοερᾶς Προσευχῆς συναντοῦμε σὲ ἱστορίες τοῦ γεροντικοῦ παλαιότερα καθὼς και στὸν Γέροντα Ἰωσήφ τὸν Ἡσυχαστή, πιὸ πρόσφατα.
συνεχίζεται
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ (του Α μέρους)
1. «Νὰ τὴν χ-σ- τέτοια λευτεριά, ὅπου θὰ κάμω ἐγὼ ἐσένα πασιά!» ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΖΟΥΡΑΡΙΣ
2. «Ὁράματα καὶ Θάματα», σελ. 114
Ἀναδημοσίευση ἀπό 3-8-2016
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
το είδαμε ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.