Γράφει ο Δημήτριος Ρωμανός
Ιστορικός του Ελληνικού Πολιτισμού
Εκτός της αρχαιοελληνικής ταυτότητας στη συνείδηση των Νεοελλήνων υπάρχει και η Βυζαντινή κληρονομιά. Βεβαίως, στα πλαίσια της λογικής του Διαφωτισμού δεν υπήρχε θέση για το Βυζάντιο και ότι αυτό συμβόλιζε. Άλλωστε, οι Διαφωτιστές είχαν ήδη εξοβελίσει «Εις το πυρ το εξώτερον» την βυζαντινή περίοδο, χαρακτηρίζοντάς την λίαν σκοταδιστική και δεσποτική. Η γνώμη που είχαν σχηματίσει τόσο οι Ευρωπαίοι Διαφωτιστές, όσο και οι Έλληνες ομολόγοι των, ήταν ότι το Βυζαντινό Πρότυπο Διακυβερνήσεως αποτελούσε ένα απολυταρχικό και θεοκρατικό καθεστώς. Σύμφωνα με την άποψή τους η δυνατότητα ελεύθερης πολιτικής έκφρασης, εκ μέρους των κατοίκων που απάρτιζαν την αχανή βυζαντινή επικράτεια, δεν υπήρχε. Ο «Ελέω Θεού Μονάρχης», ο αυτοκράτορας δηλαδή, σε συνεργασία με μία κλειστή κάστα ανωτάτων αξιωματούχων του κράτους, αποφάσιζε ερήμην τους.
Εκτός όμως του αυτοκράτορος, οι Διαφωτιστές έστρεφαν τα βέλη των και προς τον δεύτερο σε ισχύ θεσμό του Βυζαντινού κράτους, την Εκκλησία. Την κατηγορούσαν ότι ασκούσε την θρησκευτική εξουσία της με ένα ιδιαίτερα σκληρό και δεσποτικό ύφος.
Επιπρόσθετα επέρριπταν την ευθύνη στους εκκλησιαστικούς ταγούς για το «Ες έδαφος φέρειν», την κυνική αυτή εντολή, η οποία εδόθη στον Γότθο Αλάριχο, με την απαραίτητη συγκατάθεση βέβαια και της κοσμικής εξουσίας. Το αποτέλεσμα αυτής ήταν η καταστροφή των αρχαίων μνημείων και ιερών.
Συνεχίζοντας τα κατηγορώ τους στηλίτευαν την αυστηρή εκκλησιαστική πολιτική που ακολουθήθηκε για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως αιρέσεων (εδώ να σημειώσουμε ότι πράγματι με επίφαση τις δογματικές διαφορές η αυτοκρατορία απώλεσε τις εκτεταμένες και ιδιαίτερα πλουσίες επαρχίες της Συρίας και Αιγύπτου), καθώς και την αγαστή συνεργασία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με το Οθωμανικό κράτος.
Οι παραπάνω αντιλήψεις, όμως, άρχισαν αργά, αλλά σταθερά να υποχωρούν μετά το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης. Η επιτυχής κατάληξή της, είχε ως συνέπεια την δημιουργία του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, έστω και σε περιορισμένη έκταση (Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος και Κυκλάδες). Το νεοσυσταθέν, τώρα, Ελληνικό κρατίδιο, άρχισε να βλέπει με διαφορετική οπτική γωνία το ζήτημα της Ελληνικής Εθνικής Συνείδησης.
Φυσικά η αρχαιότητα παραμένει ο Θεμέλιος Λίθος στην συγκρότηση της Νεοελληνικής Εθνικής Υπόστασης. Η επιρροή της παραμένει ακόμη αρκετά έντονη. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως υιοθετείται από τον Όθωνα στο πλαίσιο του Κλασικισμού, της επανεμφάνισης δηλαδή των αρχαίων ιδεωδών και της αρχαίας αισθητικής. Και αυτό, διότι, η ηγεσία του κράτους γνωρίζει πως, η εμμονή στην αρχαιότητα, αποτελεί από την μία στοιχείο νομιμοποίησης για τον Δυτικό κόσμο, από την άλλη είναι δηλωτικό της ταυτότητας των Νεοελλήνων. Το ίδιο συμβαίνει και με την στροφή προς την καθαρεύουσα, η οποία είναι στην ουσία ένα ιδιότυπο είδος αρχαΐζουσας. Συνολικά, θα λέγαμε πως στηρίζεται σε συντηρητικά στοιχεία και όχι ουσιαστικά.
Η αλήθεια όμως είναι ότι από την ίδρυση της Ελλάδος, ως κρατικής πλέον οντότητας, παρατηρείται μία προοδευτική αλλαγή στάσης ως προς τον προσδιορισμό της Νεοελληνικής ταυτότητος. Οι κυριότερες αιτίες αυτής της διαφοροποίησης ανάγονται στην πρόθεση αμφισβήτησης των θεωριών, που ανέπτυξε γύρω στα 1830 ο Βαυαρός Ιστορικός Ιάκωβος Φίλιππος Φαλμεράϋερ, περί της καταγωγής των κατοίκων της Νεώτερης Ελλάδος. Αυτό που προκύπτει εδώ επιτακτικά είναι η ανάγκη αιτιολογήσεως της συνέχειας του Έθνους.
Αυτό θα έχει ως αφετηρία την διαδικασία γέννησης του Ελληνικού Αλυτρωτισμού ο οποίος άρχισε να εκφράζεται με την διατύπωση του δόγματος της «Μεγάλης Ιδέας», η οποία πρωτοδιατυπώθηκε το 1844 από τον Ιωάννη Κωλέττη. Αυτή ακριβώς η Μεγάλη Ιδέα προσδιόρισε την κυρίαρχη εθνική πολιτική μέχρι τα τέλη του 1922. Σημαντικό, επίσης, ρόλο παίζει η εμφάνιση του Θρησκευτικού Ζηλωτισμού, που αναπτύσσεται με γοργά βήματα από τα πρώτα χρόνια της απελευθερώσεως, με αιχμή την Φιλορθόδοξη Εταιρεία.
Επιπρόσθετα, η προσπάθεια αντιμετώπισης των αφυπνιζομένων Βαλκανικών Εθνικισμών, όπως του Βουλγαρικού και του Σερβικού, δικαιολογεί την ανάπτυξη του αντίστοιχου Ελληνικού, ο οποίος σε συνδυασμό με τις δοξασίες του Ρομαντικού Ιστορισμού, οδηγεί το Έθνος στη συσπείρωση γύρω έναν κοινό σκοπό: την απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών που στενάζουν υπό τον Οθωμανικό ζυγό και την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως ώστε να αναβιώσει το κλέος του Βυζαντίου. Ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές λοιπόν ότι οι αναφερθείσες πιο πάνω συνθήκες συνηγορούσαν στο να διεκδικηθεί η Βυζαντινή κληρονομιά.
Αρχικά, λοιπόν, εμφανίζεται ο Γερμανικής καταγωγής ιστορικός, ο περιβόητος Φαλμεράϋερ, να υποστηρίζει πως, οι σύγχρονοί του Έλληνες, ουδεμία σχέση έχουν με τους ενδόξους Αρχαίους Προγόνους τους, η ύπαρξη των οποίων παύει να ανιχνεύεται εκεί κάπου στον 6ο με 7ο αιώνα. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι, οι πληθυσμοί που κατοικούσαν στις μέρες του στον Ελλαδικό χώρο δεν σχετίζονταν εθνοφυλετικά με εκείνους οι οποίοι έζησαν στην ίδια περιοχή και ανέπτυξαν έναν ζηλευτό πολιτισμό πριν από δύο χιλιάδες χρόνια.
Κατά συνέπεια, έπρεπε να έλκουν από κάπου αλλού την καταγωγή τους. Έτσι, σύμφωνα πάντα με την θεωρία του, αποτελούσαν ένα κράμα Σλάβων και Αλβανών, οι οποίοι κατελθόντες εκ του βορρά, ήρθαν σε επιμειξία με τους ολιγάριθμους και εξασθενημένους από τις συνεχείς επιδρομές ντόπιους πληθυσμούς, ώσπου σταδιακά τους απορρόφησαν. Εξάλλου, τα χαρακτηριστικά των Νεοελλήνων δεν εμφάνιζαν την παραμικρή ομοιότητα με τα απείρου κάλλους αρχαία αγάλματα, τα οποία απεικόνιζαν ξεκάθαρα την αρχαία Ελληνική ομορφιά.
Το χειρότερο, όμως, από όλα, ήταν ότι, αυτές οι απόψεις άρχισαν να αποκτούν και άλλους υποστηρικτές. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να ανασηκώσουμε την κουρτίνα, ώστε να δούμε τι κρύβεται από πίσω. Είναι γεγονός, λοιπόν, πως με την εμφάνιση του νεότευκτου Ελληνικού κράτους στην κοινωνία των ελευθέρων εθνικών κρατών, άρχισε σταδιακά να υποχωρεί ο Ευρωπαϊκός Φιλελληνισμός, που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια. Ο πρότερος θαυμασμός των Ευρωπαίων, για την τιτάνια πάλη που διεξήγαγε ο Ελληνισμός ενάντια στο Οθωμανικό κράτος, τους ώθησε να υποστηρίζουν με ιδιαίτερο ζήλο το Ελληνικό αίτημα για ανεξαρτησία. Είχαν πεισθεί πως οι Νεώτεροι Έλληνες αντιπροσώπευαν την ζωντανή σύνδεση με την αρχαιότητα. Η επίδραση του Διαφωτισμού εδώ, είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.
Με την λήξη του Αγώνος, όμως, και καθώς άρχισαν να επισκέπτονται την ρημαγμένη από τον πόλεμο χώρα, άρχισαν να αναθεωρούν ριζικά τις απόψεις τους για τους Έλληνες. Ο λόγος ήταν ότι συνάντησαν έναν εξαθλιωμένο, μίζερο πλήθος, με ιδιαίτερη έφεση στην φιλοχρηματία και την κακομοιριά. Η εικόνα αυτή τους σόκαρε, κατά κάποιον τρόπο.
Σκέφτηκαν συνεπώς ότι δεν άξιζε τον κόπο να μοιραστούν τα νάματα της αρχαίας κληρονομιάς με τούτους τους άξεστους ανατολίτες, όπως φάνταζαν στα μάτια τους. Αυτή τους η πεποίθηση, και σε συνάρτηση με τον ενδόμυχο φόβο τους για την ύπαρξη ενός Ορθοδόξου Βασιλείου, ξένου δογματικά προς αυτούς, στις εσχατιές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, πιθανού υποχειρίου της Ρωσικής προπαγάνδας, τους έκανε να ανασκουμπωθούν.
Τότε, «αγαθή τηι τύχη», εμφανίστηκε σαν από μηχανής Θεός ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο μεγάλος αυτός Ιστοριογράφος, για να βάλλει τα πράγματα στην θέση τους. Κατόπιν επισταμένης έρευνας την οποία διεξήγε, κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα από αυτό που υποστηρίχθηκε από τον Φαλμεράϋερ. Συγκεκριμένα, δίχως να αμφισβητεί το καταγεγραμμένο ιστορικό γεγονός της Σλαβικής καθόδου στην Ελληνική χερσόνησο κατά την Μεσαιωνική περίοδο, επισημαίνει πως αυτή η κάθοδος ήταν και περιορισμένη και ελεγχόμενη από το Βυζαντινό επιτελείο. Ο μεγάλος όγκος των Σλαβικών φύλων δεν κατάφερε να παραμείνει και επέστρεψε στα βόρεια σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όσοι τελικώς εγκατεστάθησαν αναμείχθηκαν με τους Ελληνικούς πληθυσμούς και με την πάροδο του χρόνου αφομοιώθηκαν. Συνέδεσε δηλαδή την επιχειρηματολογία του, στην αφομοιωτική δύναμη του Ελληνικού στοιχείου. Η συνέχεια του έθνους, επομένως, υφίστατο και περνούσε δια μέσου της Βυζαντινής εποχής στον Νεώτερο Ελληνισμό.
Μετά την επιτυχή αυτή αντιμετώπιση των θεωριών του Φαλμεράϋερ, ο Παπαρρηγόπουλος στράφηκε στην πλήρη αποκατάσταση του Βυζαντίου στα μάτια των συμπατριωτών του. Υιοθέτησε πλήρως το σχήμα του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου για τον ρόλο των Βυζαντινών στην συγκρότηση της Νεοελληνικής ταυτότητας. Συμφωνεί πως η ψυχή του έθνους, η οποία αποτελεί ταυτόχρονα και την ουσία του, ενυπάρχει δια μέσου των αιώνων, άρα συναντάται και στο Βυζάντιο. Οι κάτοικοί του, σε μεγάλο μέρος είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και ταυτόχρονα πρόγονοι των Νεοελλήνων. Τα στοιχεία της ζώσας εθνικής ψυχής, απαντώνται διάσπαρτα σε πλείστα ήθη και έθιμα, καθώς και στις λαϊκές παραδόσεις, όπου διατηρήθηκαν ανόθευτα καθ’ όλη την διάρκεια της Βυζαντινής εποχής. Εδώ να τονίσουμε ότι σαφέστατα ο Ρομαντικός Ιστορισμός της εποχής -σύμφωνα με τις αρχές του οποίου, το Ιστορικό παρελθόν κάθε έθνους καθορίζει το παρόν και το μέλλον του- επηρέασε τον Παπαρηγόπουλο.
Ξέχωρα αυτών, όμως, ο Παπαρρηγόπουλος προχώρησε στην ανασύνθεση της Ελληνικής Ιστορίας. Είναι εκείνος, ο οποίος καθιέρωσε το τρίσημο σχήμα της. Αυτό συνίστατο στην Αρχαιότητα, τον Μεσαιωνικό Ελληνισμό (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) και τη Νεώτερη Ιστορία. Καθορίζει ηλικιακά τον Ελληνισμό αποδίδοντάς του τρεις χιλιάδες έτη ζωής τουλάχιστον. Με αυτόν τον τρόπο, ο μεγάλος ιστορικός αποδίδει στο Ελληνικό Έθνος το απαραίτητο εύρος και βάθος μέσα στον χρόνο, έτσι ώστε να αποδείξει την αδιάλειπτη συνέχειά του ως υπεριστορική εθνική οντότητα. Επιπλέον, η εγκόλπωση του Βυζαντίου και ο ακόλουθος εξελληνισμός του, αποκαθιστά το κενό χιλίων και πλέον ετών στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», όπως τιτλοφορείται και το ομώνυμο μνημειώδες έργο του.
Η Βυζαντινή ταυτότητα, βεβαίως, είχε ξεκινήσει να ανιχνεύεται και πριν από την εμφάνιση του Παπαρρηγοπούλου. Ο Πατερναλισμός της Οθωνικής περιόδου, παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με την άσκηση της αυτοκρατορικής εξουσίας στα Βυζαντινά χρόνια. Η κρατική εξουσία αποφάσιζε για το καλό του λαού, δίχως να ερωτηθεί ο ίδιος. Οποιαδήποτε απόφασή της, θα έπρεπε, να γίνεται απολύτως σεβαστή και προπαντός να μην δέχεται σχόλια και κρίσεις.
συνεχίζεται στο 2ο μέρος
Geopolitics
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.