Ο Μέγας Βασίλειος, Επίσκοπος Καισαρείας
(329-379 μ.Χ.)
Με τη φράση αυτή, το απολυτίκιο, απόλυτα επιτυχημένα, τονίζει την κοινωνική προσφορά του Αγίου Βασιλείου, που με τη θεία διδασκαλία του στόλισε με αρετές τα ήθη και τη ζωή των ανθρώπων.
Ο Μέγας αυτός πατέρας και διδάσκαλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας γεννήθηκε το 329 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου στο χωριό Άννησα και μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Είχε 8 αδέρφια, 3 αγόρια και πέντε κορίτσια. Από τα 4 αγόρια τα 3 έγιναν επίσκοποι (ο Βασίλειος Καισαρείας, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος Σεβάστειας) και το ένα μοναχός (ο Ναυκράτιος). Από τις 5 αδερφές του η πρώτη, και συγχρόνως το πιο μεγάλο παιδί της οικογένειας, η Μακρίνα, έγινε μοναχή.
Οι γονείς του Βασίλειος (και αυτός), που καταγόταν από τη Νεοκαισάρεια του Πόντου και Εμμέλεια, που καταγόταν από τη Καππαδοκία, αν και κατά κόσμον ευγενείς και πλούσιοι, είχαν συγχρόνως και ακμαιότατο χριστιανικό φρόνημα. Αυτοί μάλιστα έθεσαν και τις πρώτες - καθοριστικής σημασίας - πνευματικές βάσεις του Αγίου.
Με εφόδιο αυτή τη χριστιανική ανατροφή, ο Βασίλειος αρχίζει μια καταπληκτική πνευματική ανοδική πορεία. Έχοντας τα χαρίσματα της ευστροφίας και της μνήμης, κατακτά σχεδόν όλες τις επιστήμες της εποχής του. Και το σπουδαιότερο, κατακτά τη θεία θεωρεία του Ευαγγελίου, που την κάνει αμέσως πράξη με την αυστηρή ασκητική ζωή του.
Μετά τις πρώτες του σπουδές στην Καισάρεια και κατόπιν στο Βυζάντιο, επισκέφθηκε, νεαρός ακόμα, την Αθήνα, όπου επί τέσσερα χρόνια συμπλήρωσε τις σπουδές του, σπουδάζοντας φιλοσοφία, ρητορική, γραμματική, αστρονομία και ιατρική. Από την Αθήνα επέστρεψε στη Καισάρεια και επιδόθηκε στη δικηγορία και στη διδασκαλία της ρητορικής τέχνης.
Αποφάσισε όμως, να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και γι’ αυτό πήγε στα κέντρα του ασκητισμού, για να διδαχθεί τα της μοναχικής πολιτείας στην Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία. Όταν επέστρεψε, αποσύρθηκε σε μια Μονή του Πόντου, αφού έγινε μοναχός, και ασκήθηκε εκεί με κάθε αυστηρότητα για πέντε χρόνια (357-362 μ.Χ.).
Ήδη τέλεια καταρτισμένος στην Ορθόδοξη Πίστη, χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Ο υποδειγματικός τρόπος της πνευματικής εργασίας του δεν αργεί να τον ανεβάσει στο θρόνο της αρχιερωσύνης, διαδεχόμενος τον Ευσέβιο στην επισκοπή της Καισαρείας (370 μ.Χ.). Με σταθερότητα και γενναίο φρόνημα, ως αρχιερέας έκανε πολλούς αγώνες για την Ορθόδοξη Πίστη. Με τους ορθόδοξους λόγους που συνέγραψε, κατακεραύνωσε τα φρονήματα των κακοδόξων. Στους αγώνες του κατά του Αρειανισμού αναδείχτηκε αδαμάντινος, ούτε οι βασιλικές κολακείες του Ουάλεντα (364-378 μ.Χ.), που πήγε αυτοπροσώπως στην Καισάρεια για να τον μετατρέψει στον Αρειανισμό, ούτε οι απειλές του Μοδέστου μπόρεσαν να κάμψουν το ορθόδοξο φρόνημα του Αγίου. Υπεράσπισε με θάρρος την Ορθοδοξία, καταπλήσσοντας τον βασιλιά και τους Αρειανούς. Ακόμα, αγωνίστηκε κατά της ηθικής σήψεως και επέφερε σοφές μεταρρυθμίσεις στο μοναχισμό. |
Η δε υπόλοιπη ποιμαντορική δράση του, υπήρξε απαράμιλλη, κτίζοντας την περίφημη «Βασιλειάδα», συγκρότημα με ευαγή ιδρύματα, όπου βρήκαν τροφή και περίθαλψη χιλιάδες πάσχοντες κάθε ηλικίας, γένους και φυλής. Ήταν μια «νέα πόλη» έξω από τη Καισάρεια και περιελάμβανε πτωχοτροφείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενοδοχείο και νοσοκομείο.
Ο Μέγας Βασίλειος έχει πλούσιο και σημαντικό συγγραφικό έργο. Τα κυριότερα έργα του είναι οι 9 ομιλίες στην Εξαήμερο, ομιλίες στους Ψαλμούς, πολλές και διάφορες άλλες ομιλίες, ασκητικά έργα και επιστολές. Εκτός των άλλων έργων του, έγραψε και τη Θεία Λειτουργία, που, μετά την επικράτηση αυτής της συντομότερης του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τελείται 10 φορές το χρόνο: την 1η Ιανουαρίου (γιορτάζεται και η μνήμη του), τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.
Στα πενήντα του χρόνια ο Μέγας Βασίλειος, εξαιτίας της ασθενικής κράσεώς του και της αυστηρής ασκητικής ζωής του (ορισμένες πηγές λένε από βαριά αρρώστια του ύπατος ή των νεφρών), την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ., εγκαταλείπει το φθαρτό και μάταιο αυτό κόσμο, αφήνοντας παρακαταθήκη και ιερή κληρονομιά στην ανθρωπότητα ένα τεράστιο πνευματικό έργο.
Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 1 Ιανουαρίου.
Προέλευση της σύγχρονης δυτικής μορφής
Η σημερινή μορφή του Άϊ-Βασίλη με την κόκκινη στολή και την άσπρη γενιάδα άρχισε να γίνεται δημοφιλής το 1931 όταν η γνωστή αμερικάνικη εταιρεία αναψυκτικών Coca Cola παρουσίασε τον Αϊ-Βασίλη με πρωτοχρονιάτικα δώρα τα προϊόντα της εταιρείας στα χρώματα βεβαίως εκείνης. Η διαφήμιση δε αυτή υπήρξε εμπορικά τόσο επιτυχής που έμελλε να γίνει σήμα δημοτικότητάς της ανά τον κόσμο. Η μορφή όμως του Αϊ-Βασίλη όπως περίπου είναι σήμερα ήταν γνωστή μερικά χρόνια νωρίτερα από το 1931.
Στη Δύση το πρόσωπο του Αγίου Βασιλείου έχει ταυτιστεί με την ιστορία του Αγίου Νικολάου (Santa Claus) που φημιζόταν για τη γενναιοδωρία του. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μέγας Βασίλειος ήταν ψηλόλιγνος, με μαύρα μάτια και γένια. Ακόμη και ο Άγιος Νικόλαος στην Ορθόδοξη παράδοση αγιογραφείται ως ισχνός ασπρογένης γέροντας. Στην ιστορία του Αγίου Νικολάου οι βόρειοι λαοί έχουν προσθέσει στοιχεία των δικών τους παραδόσεων (τάρανδοι, έλκηθρο, άστρο του Βορρά, μεγάλες κάλτσες κλπ) μια κουλτούρα που τον συνοδεύει μέχρι και σήμερα. Στα ελληνικά δεδομένα η μετατροπή αυτή φαίνεται να πέρασε περίπου στη δεκαετία του 1950-1960, κυρίως στον αστικό πληθυσμό από τους "συγγενείς" μετανάστες που με τις ευχητήριες κάρτες τους εισήγαγαν τον "Δυτικό" Άϊ-Βασίλη.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣΟι κάτοικοι, μη έχοντας τη δυνατότητα καταβολής αυτού του φόρου και για να αποφύγουν τυχόν αντίποινα, ζήτησαν την προστασία του ποιμενάρχη τους, του Μέγα και Αγίου Βασιλείου. Ο Μέγας Βασίλειος τους προέτρεψε να συγκεντρώσουν ό,τι πολύτιμα αντικείμενα είχαν, ώστε να δώσουν αυτά, αντί φόρου, στον έπαρχο.
Στη συνάντηση που ακολούθησε, ήταν τέτοια η εντύπωση που προκάλεσε η παρουσία του Μέγα Βασιλείου, που ο έπαρχος δεν απαίτησε, τελικά, τίποτα.
Έτσι, όταν ο μεγάλος Ιεράρχης θέλησε να αποδώσει τα αντικείμενα πίσω στους κατοίκους, δεν ήξερε ποιος έδωσε τι. Γι αυτό, έδωσε εντολή να φτιάξουν «πλακούντια», δηλαδή μικρές πίτες και μέσα στην κάθε πίτα έβαλε ένα ένα τα αντικείμενα.
Λόγω της μεγάλης αγιότητας του Βασιλείου, όταν αυτός μοίρασε τις πίτες στους πιστούς χριστιανούς, ο καθένας βρήκε αυτό που είχε προσφέρει!
Πληροφοριακά, μπορούμε ακόμη να αναφέρουμε ότι, συναντάμε και στην
αρχαία Ελλάδα το έθιμο του «εορταστικού άρτου», στις αγροτικές γιορτές, κατά τις οποίες τον προσέφεραν στους θεούς στην αρχή της περιόδου (κι ισως ο Μ. Βασίλειος σκεφτηκε την ιδέα απο αυτό, καθώς ηταν άριστος γνώστης της Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας). Ετσι μέχρι σήμερα όλοι οι Ορθόδοξοι Ελληνες κρατάμε το έθιμο της Βασιλόπιτας με το φλουρί (που θυμίζει τα ακριβά αντικείμενα), για να μας θυμίζει το θαυμαστό αυτό γεγονός.
Ο Βίος του Μ. Βασιλείου από Χριστιανική Φοιτητική Ενωση,
η προέλευση της σύγχρονης μορφής από Wikipedia,
η ιστορία της Βασιλόπιτας από mikrasiates.gr
Φυσικά το νοήμα καθως και το μοιρασμα των τιμαλφή στους κατοίκους, παραμενουν ενα αναλλοίωτο και αληθινό θαυμα, οποια απο τις 2 εκδοχές κι αν δεχθούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου