Για να δούμε μερικά ενδιαφέροντα για ξένους συγγραφείς από την Βικιπαίδεια, την ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια. Η επιλογή των συγγραφέων έγινε τυχαία.
Μπέρτολτ Μπρεχτ (10 Φεβ. – 14 Αυγ. 1956). Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ου Αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας ο επικού θεάτρου στη Γερμανία.
Κνουτ Χάμσουν (4 Αυγ. 1859 – 19 Φεβ. 1952). Νορβηγός συγγραφέας. Το έργο του εκτείνεται σε περισσότερα από 70 χρόνια και εμφανίζει ποικιλία όσον αφορά τη συνείδηση, το θέμα, την προοπτική και το περιβάλλον.
Μίλαν Κούντερα (1 Απρ. 1929 – 11 Ιουλ. 2023). Τσέχος συγγραφέας με γαλλική υπηκοότητα.
Σάμιουελ Μπέκετ (13 Απρ. 1906 – 22 Δεκ. 1989). Ιρλανδός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
Άντον Τσέχωφ (29 Ιαν. 1860 – 15 Ιουλ.1904). Ρώσος θεατρικός συγγραφέας και ένας από τους μεγαλύτερους διηγηματογράφους της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (30 Οκτ. 1821 – 9 Φεβ. 1881). Ρώσος μυθιστοριογράφος, φιλόσοφος, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος.
Όλοι αυτοί και άρα πολλοί άλλοι είναι παγκοσμίως καταξιωμένοι και δεν περιμένουν από αυτή τη γωνιά τα εύσημα. Τα έχουν πάρει μόνοι τους στα «μαρμαρένια αλώνια» της διανόησης.
Αλλά… Πάντα υπάρχει και ένα «αλλά» που όλα τα χαλά…
Διαβάζοντας, ας πούμε, τον Χάμσουν θα ταξιδέψετε στην παγωμένη Νορβηγία. Διαβάζοντας τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ, θα βρεθείτε στην ομιχλώδη Γερμανία. Μελετώντας τον Τσέχωφ και τον Ντοστογιέφσκι θα διατρέξετε πάνω σε τρόϊκες τη ρωσική στέππα και πάει λέγοντας.
Τέλος, έχουμε και τον Καζούο Ισιγκούρο. Βρετανός μυθιστοριογράφος, σεναριογράφος και συγγραφέας μικρών ιστοριών. Γεννήθηκε στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αγγλία το 1960, όταν ήταν πέντε ετών. Τον αναφέρω διότι είδα προ ημερών στο μετρό μια κοπελιά να διαβάζει με πάθος ένα βιβλίο του.
Δεν λέω, καλοί όλοι οι παραπάνω, αλλά βρε παιδί μου δεν θα πρέπει πρώτα να έχεις διαβάσει τους Έλληνες λογοτέχνες; Έλληνας είσαι που να πάρει η ευχή. Δεν θα πρέπει να έχεις ταξιδέψει στην παλιά Ζάκυνθο ή την παλιά Αθήνα με τον Γρηγόρη Ξενόπουλο; Ή να ζήσεις τη σκληρή ζωή των θαλασσινών μας με τον Ανδρέα Καρκαβίτσα; Η να «μυρίσεις» Ελληνικό Πάσχα ή εορταστικό δωδεκάμερο παρέα με τον κοσμοκαλόγερο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη; Ή να ξαναζήσεις την τραγωδία της Μικρασίας διαβάζοντας τον Ηλία Βενέζη ή τον Μεγάλο Πόλεμο παρέα με τον Στρατή Μυριβήλη;
Κι ακόμα δεν θα πρέπει να μάθεις τις ιστορίες της μαγκιάς, κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, από τον Νίκο Τσιφόρο; Δεν πρέπει να έχεις μία εικόνα για τα εύθυμα και σοβαρά του Δημ. Ψαθά; Δεν θεωρείς απαραίτητο να προσεγγίσεις την ελληνική ιστορία με τα μάτια του Ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά;
Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες για τους Έλληνες λογοτέχνες που αν μη τι άλλο μας προσφέρουν Ελλάδα και όχι παγωμένες στέπες ή μουχλιασμένα τοπία.
Μας προσφέρουν Ελληνική ζωή όπως το διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα που ακολουθεί:
Θείο όραμα
Ανδρέα Καρκαβίτσα
Δε λέτε, ρε παιδιά, τίποτα να ζεσταθούμε;
Και με το λόγο φάνηκε μαύρο κορμί στην ανοιχτή θυρίδα, κύλησε από τη σκάλα κάτω ο Κώστας ο θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στην πατατούκα του. Έκανε κρύο δυνατό. Βοριάς εξύριζε τα πέλαγα, πάγωνε τ’ ακρογιάλια, κρουστάλλιαζε τα στοιβαγμένα χιόνια στα βουνά. Και το πλήρωμα, ναύτες και θερμαστές, συναγμένοι ολόγυρα στη θερμάστρα, φρόντιζαν να ζεσταθούν με τη φασκομηλιά και το ψωμοτύρι. Ο λύχνος, καρφωμένος στη μέση ενός στύλου, φώτιζε και κάπνιζε μαζί τα περίγυρα σωθέματα. Διπλά τριπλά τα κρεβάτια κολλημένα στα πλευρά, με τα μαύρα τους στρωσίδια, θύμιζαν νεκροθήκες στ’ ανήλιαστα βάθη της γης ταφιασμένες. Κοντά η καμαρούλα του ναύκληρου, ανοιχτόπορτη, έδειχνε άλλο κρεβάτι στρωμένο, δυο τρεις φωτογραφίες παλιές, μια χρωμολιθογραφία χανούμισσας, χρυσοφορεμένης και ξαπλωμένης σε πουπουλένια προσκέφαλα. Και ολούθε κρεμασμένα τα ρούχα, στο λάδι και στο κάρβουνο βουτημένα, οι μουσαμάδες ξεσχισμένοι και μυριομπαλωμένοι· τα χοντρά ποδήματα και τα κασκέτα και οι χρωματιστοί σκούφοι έδειχναν το χώρισμα καλογερικό κελί. Αλλά το φλοίφλισμα του νερού, που ακουόταν στα πλευρά, η μυρωδιά του κατραμιού και τα ψημένα πρόσωπα των ανθρώπων έδειχναν πως η ζωή εδώ αγωνίζεται τον τελευταίο αγώνα της. Για τούτο και κανένας δεν πρόσεξε τώρα στο αστείο κατρακύλημα του θερμαστή.
-Δε λέτε, ρε παιδιά, και τίποτα να ζεσταθούμε; ξαναδευτέρωσε εκείνος, αγκαλιάζοντας τη θερμάστρα.
Γέννησε το παιδί, το βύζαξε, το τύλιξε στο σάλι της και τ’ απίθωσε στη φάτνη, πάνω στ’ άχυρα να κοιμηθεί. Σε λίγο ο ανασασμός έβγαινε από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανασασμός βαλσαμόδεντρου. Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα. Κάτω στο χώμα πλαγιασμένα τα ζωντανά, βόδια και πρόβατα και άλογα μαζί, ένιωθαν κάποια φρίκη να χαμοπετά πάνω τους, σύγκρυο να τα περιγλείφει κι έμεναν άγρυπνα. Μα ούτε βέλασμα, ούτε χλιμίντρισμα, ούτε βούγεμα ηχολογούσε. Η φάκνα έτριζε κάποτε ·αλλά και κείνη έμενε ξερομασημένη στο στόμα τους. Απάνω η σπηλιά με τον ουρανό της νεροστάλαχτο, με τα πλευρά της αυλακωμένα από τις νεροσυρμές, πράσινα από τα πολυτρίχια, σκισμένα από τα νύχια του όρνιου, τρύπια από του σφαλαγγιού το κεντρί, κλεισμένα με τον πλοκό της αράχνης, ξεθεμελιωμένα από τον ποντικό, ψήλωνε βουβή κι ατάραχη. Και κάτω από τη χαμηλή εμπατή, το φως αστροστόλιστης νύχτας χυνόταν στις πλαγιές και τα λακκώματα. Οι κουρμάδες εκεί ψήλωναν λαμπάδες, με τα καμαρωτά κλωνιά καρποφορτωμένα. Εκεί τ’ αμπέλια έδειχναν κλαδιά έτοιμα ν’ ανοίξουν μάτια χλωροπράσινα στο πρώτο φύσημα της άνοιξης. Εκεί ασπραργυρανθισμένες οι ελιές λαγάριζαν από τώρα το χυμό, που θα καεί θυσία στο νεογέννητο. Εκεί και τα σπίτια της Βηθλεέμ μικρά, τετράγωνα, με το δώμα πάνω και την πόρτα στο πλάγι, έλαμπαν στον ασβέστη, λες και στολίστηκαν να καλωσορίσουν Εκείνον που θα τους χαρίσει τη δόξα. Βαθιά ο Ιορδάνης στέναζε μέσα στη χαλκοστρωμένη κοίτη του και πρόσμενε με τρόμο το θεϊκό κορμί, που θ’ άγιαζε τα νερά του. Δεξιά στη χούνη σαν κατάρατο πνεύμα βρουχιόταν η Νεκρή Θάλασσα, λες κι είχε ακόμη μέσα της τα Σόδομα και τα Γόμορα. Αριστερά, απάνω από τους ζυγούς, εκεί που δεν έφτανε το ανθρώπινο μάτι, ήταν όμως ασήκωτος ο λογισμός του Θεού, στη χαρά και στην ακολασία παραδομένα ούρλιαζαν τα Γεροσόλυμα, το άσμα των προφητών κι η λατρεία λαού μεγάλου.
Ο Ιωσήφ, μόλις είδε κοιμισμένο το παιδί, κατέβηκε στο χωριό να φροντίσει για τη λεχώνα. Και κείνη ολομόναχη, αδυνατισμένη, με τη μητρική λαχτάρα στα στήθη, σταύρωσε τα χέρια, ακούμπησε το κορμί σ’ ένα στύλο κι έκλεισε τα ματόφυλλα. Μα στάθηκε αδύνατο να κοιμηθεί. Η τύχη του θεόσταλτου ήρθε να της τυραννήσει την ψυχή. Τι θ’ απογένει στου κόσμου την αντάρα ο τρυφερός της κρίνος, εκείνος που της δόθηκε με το χέρι ασπροντυμένου χερουβείμ; Ποια θα είναι η ζωή και ποιο το τέλος του; Θα περάσει δρόμο πορφυρόστρωτο ή θα βάψει με το αίμα του τ’αγκάθια και τις στουρναρόπετρες; Ο κόσμος παραλυμένος δεν προσέχει πια στα λόγια των προφητών. Ο Ισραήλ στενάζει κάτω από το ψέμα των Φαρισαίων και των Ρωμαίων το ζυγό. Δεν κιθαρίζει ο Δαβίδ ούτε η Δεβόρρα δικάζει το λαό κάτω από τους κουρμάδες. Του Ααρών τα τέκνα ληστεύουν απιστίας σύγνεφο κάθεται στην Ιερή Κιβωτό και στου Μεγάλου Ναού τα άδυτα. Πίνει το αίμα των Μακκαβαίων η γη, χωρίς ν’ αποδώσει ελευθερία και δικαιοσύνη. Ο Γαυλωνίτης Ιούδας χάθηκε χωρίς ν’ ανορθώσει το Νόμο. Η Γη της Επαγγελίας, χωρισμένη σε βασίλεια και τοπαρχίες, φθείρεται από τον εμφύλιο σπαραγμό, σαν να τη βαραίνει ακόμη η απείθεια των προγόνων στην έρημο του Σιν. Κόλαση έγινε ο ποτέ Παράδεισος! Εγωιστής και εκδικητικός και άδοξος ο περιούσιος λαός του Κυρίου! Πώς θα ζήσει σε τέτοιον κόσμο το παιδί της;
-Τι να ειπούμε; Ρώτησε μελαγχολικός ο Κώστας ο Αξιώτης. Νυχτιά σαν την αποψινή δε θέλει παραμύθια όχι δε θέλει παραμύθια! Εδώ στον άγριο κόρφο, που είμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι από το μούγκρισμα της Μαύρης Θάλασσας, σαβανωμένοι από τον πουπουλένιο θυμό τ’ ουρανού, ας πούμε κατιτί θεϊκό και παρήγορο. Στα παλιά χρόνια οι γέροντές μας δεν είχαν την καταδίκη, που έχουμε εμείς τώρα. Περνούσαν τις άγιες ημέρες κάτω από τη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής τ’ αμπέλι του, τρυγούσανε και κείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα και χαίρονταν το χειμώνα τα καλά της άφοβα. Ήξεραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν καιρό για τη χαρά και για τη θλίψη τους. Εμείς τίποτ’ απ’ αυτά! Χειμώνα καλοκαίρι τ’ οργώνουμε το κύμα. Βόδια καματερά στη βουκέντρα της ανάγκης, υποταχτικά θ’ αυλακώνουμε τ’ αρμυρό χωράφι, μονάχα τη φάκνα μας έχοντας για πληρωμή. Για τούτο καλά που έτυχε η κακοκαιρία ν’ αφήσουμε λίγο τον κάματο. Δε λέω πως θα μείνουμε τώρα ήσυχοι. Ο αφέντης θέλει δουλειά από το δουλευτή, γιατί φοβάται μην οκνέψει με την ακαμωσιά. Φαντάσου όμως, αν ήταν καλοσύνη, τι δρόμο θα παίρναμε τώρα.
Έτσι τουλάχιστον έχω ελεύθερο το νου να συλλογιστώ το σπίτι μου. Αχ, το σπίτι μου! Άρχισα το παράπονο και κοντεύω να δακρύσω σαν άπραγο παιδί. Μα δε φταίω γω. Φταίει αυτή η νύχτα. Φταίει το αποψινό αποσπέρισμα, τ’ αστέρι το λαμπρό, που έτρεμε βασιλεύοντας πίσω από τα χιονισμένα βουνά και τάραξε το είναι μου. Όπως τους μάγους οδήγησε και μένα πίσω από τα βουνά και τα πέλαγα στη Νάξο, το Γρίτι μου το πρασινοντυμένο, το ταπεινό μα ολόχαρο σπιτάκι μου. Και όχι ως εδώ παραμπρός, παραμπρός ακόμη. Μ’ έφερε στα παιδιάτικα χρόνια μου, πριν αφήσω τη στεριά και πριν ταξιδέψω στη θάλασσα.
Καθόμαστε όλοι στο παραγώνι διπλοπόδι στα μάλλινα στρωσίδια, ντυμένοι με τα ζεστά φορέματά μας, που τα έραψε της μάνας μας η φροντίδα και της αδερφής μας της ομορφούλας τα πιδέξια χέρια. Ο πατέρας μου, θεριακωμένος και νιοφάνταχτος γέροντας, καθότανε στις προσκεφαλάδες ψηλά και ρουφούσε απολαυστικά το τσιμπούκι του.
Όταν μας έβλεπε έτσι συναγμένους, του άρεσε να διηγιέται παραμύθια και ιστορίες της ζωής του. Της θάλασσας οι κίνδυνοι, της στεριάς οι χαρές, ο τρόμος των κουρσάρων, τα ναυτικά κατορθώματα της Επανάστασης διάβαιναν ζωντανά και ολοφώτιστα μπροστά μας. Μα κείνη τη νύχτα δε θέλησε να μιλήσει ούτε για παραμύθια ούτε για ταξίδια του. Μόλις βγάλαμε το λύχνο στο λυχνοστάτη και φάγαμε τη λειψόπιτα, μας άρχισε θρησκευτικές κουβέντες. Ήταν θρήσκος ο αγιοχώματος και τα ιερά βιβλία δεν τ’ άφηνε από κοντά του. Αλήθεια, στα ταξίδια του είχε πρόχειρα τα τροπάρια και τις βλαστήμιες. Μα τώρα, που έπαψε τον αγώνα της ζωής, φρόντιζε για τη σωτηρία της ψυχής του.
– Δε μου λες, είπε στον αδερφό μου το μικρότερο, τι όραμα είδε η Παναγία τη νύχτα που γέννησε τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό;
Κόκκαλο εκείνος. Ρωτάει εμένα, το ίδιο.
-Α, δεν το ξέρετε! πρόσθεσε με ήρεμη φωνή. Μα δε φταίτε σεις φταίω γω που δε σας το έμαθ’ ακόμη. Έγινε πέρα στην Ανατολή, στον τόπο τον παράδοξο. Ποιο χρόνο δε σας λέω. Φτάνει να μετρήσετε το φετεινό και το βρίσκετε αμέσως. Εκείνη τη νύχτα μια γυναίκα, συντροφιασμένη από τον τέχτονα τον άντρα της, στάθηκε μισοστρατίς σε μια σπηλιά και γέννησε ένα παιδί. Φτωχά ήταν τα ρούχα της, η όψη της πικραμένη μα είχε κατιτί τόσο λαμπρό στη ματιά, που έλεγες θ’ αναστήσει και την πέτρα. Κάτω από το γαλάζιο φόρεμα και το κόκκινο στηθοπάνι, το κορμί φάνταζε λυγερό, άξιο να θρονιάσει μια πάναγνη ψυχή. Και κάτω από τον άσπρο της κεφαλοδέτη τα μυγδαλωτά μάτια, τα φρύδια τα σμιχτά, το λεφαντένιο μέτωπο, λαμπρότερο κι από τα χρυσά στολίδια του, φανέρωναν την αισθαντική πηγή, που θα σαρκώσει την αγάπη και την καλοσύνη.
Άξαφνα λύχνος ηλιοστάλαχτος κρεμάστηκε μπρος στης μάνας την ψυχή, έτοιμος να δείξει το μέλλον του νιογέννητου, όπως η νεφέλη έδειξε άλλοτε τον άγνωστο δρόμο στη φυλή της. Και τον είδε τριαντάχρονο λεβεντονιό να μαγνητίζει τις ψυχές του λαού. Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία στο ροδοζύμωτο πρόσωπο, με τα καστανά μαλλιά κυματιστά στους ώμους, με το στόμα γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια, μιλούσε στο λαό και τον έπειθε. Εκήρυττε στις συναγωγές και χίλιοι τον άκουαν ανέβαινε στο βουνό και μύριοι τον ακολουθού-σαν. Διαβαίνει ανάλαφρα τη λίμνη της Γενησαρέτ και ρίχνονται λαμνοκοπώντας οι κόσμοι στα βήματά του. Οι προφήτες, που τον προσπερνούσαν, τώρα πισωδρομούν υποταχτικοί του. Ο Νόμος του Μωυσή αναζεί στα λόγια του και συμπληρώνεται. Η έρμη γη αναδροσίζεται· τ’ απελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν τα πλανημένα πρόβατα γυρίζουν πάλι στη μάντρα τους. Η αγάπη τρέχει αδαπάνητη από τα πλατιά στέρνα του και δροσίζει το καμίνι της κακομοιριάς. Οι άπιστοι πιστεύουν και σηκώνονται οι ταπεινοί· τυφλούς φωτίζει, χωλούς οδηγεί. Τα Γεροσόλυμα στρώνουν τους δρόμους με βάγια να τον δεχτούν. Σύγκαιρα όμως καρφώνουν το σταυρό. Ο φθονερός μαθητής τον παραδίνει με φίλημα. Ο δειλός φίλος τον αρνιέται, πριν λαλήσει ο πετεινός. Μα Εκείνος, ανώτερος από τα τέκνα των ανθρώπων, συγχωρεί την άρνηση και την προδοσία, διαβαίνει πράος μέσα από τις κοροϊδίες και τα φτυσίματα, πίνει το ξίδι και τη χολή, φορεί το αγκαθερό στεφάνι, την περιφρονητική χλαμύδα, κρατεί το καλαμένιο σκήπτρο και ανεβαίνει στο μαρτύριο.
-Γυναίκα, να ο γιος σου · λέει την τελευταία στιγμή.
Και αποχαιρετά, μ’ ένα βλέμμα μελαγχολικό, τη μάνα που τον γέννησε, τους φίλους που τον πίστεψαν, το λαό που τον τυράννησε, τη γη που είδε τις πίκρες του και τον ουρανό που θα δεχόταν το Σώμα του.
Η μάνα ήταν εκεί και τα έβλεπε όλα. Ήθελε να φωνάξει, να τρέξει, για να τον σώσει από τα χέρια των κακούργων· αλλά δεν μπορούσε να βγάλει φωνή. Το σώμα δεν ακολουθούσε τους πόθους της ψυχής. Μα όταν είδε ένα στρατιώτη αγριοπρόσωπο, έτοιμο να λογχίσει τα πλευρά του:
-Μη!… εφώναξε με όλη της τη δύναμη.
Και με το μη! ξύπνησε. Δεν είδε ολόγυρά της τίποτα από το φριχτό όραμα. Το βρέφος κοιμότανε ακόμη πλάγι της, μέσα στη φάτνη, απάνω στο άχυρο. Μα δε βασίλευε η σιγή και το σκοτάδι, όπως πριν. Αγγελική αρμονία κατέβαινε από ψηλά και λαμπρομέτωπο αστέρι έχυνε θάλασσα το φως του στη σπηλιά.
Και μπρος στα πόδια της, οι μάγοι γονατιστοί με τα δώρα τους, τη σμύρνα και το μόσχο και το λιβάνι, ονόμαζαν το γιο της βασιλέα και Θεό. Εκείνη την ώρα φάνηκε στην εμπατή χλωμός ο Ιωσήφ.
-Να φύγουμε, λέει τρέμοντας στη γυναίκα του. Ο Ηρώδης θέλει το παιδί κι οι ανθρώποι του ψάχνουν στη χώρα. Γλήγορα να φύγουμε!
Εκείνη άρπαξε αμέσως το βρέφος, το έσφιξε στους κόρφους της και πήραν δρόμο για την Αίγυπτο. Η νύχτα τους έκρυψε. Μα τα αίματα των άλλων παιδιών κι ο θρήνος των μανάδων ανέβαιναν από τα σπίτια της Γαλιλαίας πρωτόλουβη θυσία στον αναμορφωτή του κόσμου.
-Πόσα αίματα θα χυθούν ακόμη! ψιθύρισε προφήτης η γυναίκα. Πόσα αίματα !…».
Τέλειωσε ο Αξιώτης το διήγημά του κι οι σύντροφοι έμειναν ακόμη ακίνητοι σαν ονειροπαρμένοι. Μερικοί σταυροκοπήθηκαν· άλλοι στέναξαν βαθιά σαν να ξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους. Μα ο Κώστας ο θερμαστής, ίδιος στ’ αστεία και στα σοβαρά, ρώτησε πονηρά το σύντροφό του:
-Δε μου λες, βλάμη ·είδε η Παναγιά στ’ όνειρό της και τον πατριώτη σου το Βαραβά;
Εκείνος χολοταράχτηκε φοβερή βλαστήμια ανέβηκε στα χείλη του. Μα την κατάπιε. Δεν ήταν καιρός τώρα να κολαστεί κανείς! Χαμογέλασε, έκαμε το σταυρό του και ξαπλώθηκε στο έρημο κρεβάτι του.
-Και του χρόνου, παιδιά, στα σπίτια μας! ευχήθηκε.
-Στα σπίτια μας, μα θα μας θερίζει η πείνα, είπε ο θερμαστής.
Και γέλασε δυνατά.
Παράγραφοι
§. Προ ημερών άλλο ένα νήπιο βρήκε φρικτό θάνατο μετά από επίθεση σκύλου – φονιά ράτσας πιτ μπουλ. Το σκυλί το είχε μαζέψει ο πατέρας του παιδιού πριν λίγες μέρες και το «φιλοξενούσε» στο σπίτι του. Για άγνωστη αιτία το σκυλί αγρίεψε και δάγκωσε μέχρι θανάτου τον 2χρονο Λίο. Το πρόβλημα με τις επιθέσεις σκύλων τείνει να γίνει μάστιγα. Αλήθεια, πού είναι εκείνες οι φιλοζωικές οργανώσεις που μας προτρέπουν, με τηλεοπτικά μηνύματα, να καταγγέλλουμε στην αστυνομία, στις Ειδικές Δυνάμεις, στο ΝΑΤΟ, τον ΟΗΕ, στον πολεμισταρά Ζελένζσκι, όταν αντιληφθούμε κάποιον που προσπαθεί να διώξει ένα σκυλί που τον απειλεί ή τον έχει γραπώσει με τη φράση «ουστ βρομόσκυλο», ενώ θα έπρεπε να το παρακαλέσει: «Έχετε την καλοσύνη κύριε σκύλε να αφήσετε το μπατζάκι του παντελονιού μου διότι δεν έχω άλλο;» Πού είναι οι συμβουλές που δίνουν για τον χειρισμό αυτών των σκυλιών; Βέβαια υπάρχει περίπτωση να με κατηγορήσουν οι φιλοζωικές συλλογικότητες: «Ντροπή σου φασίστα που δεν λυπάσαι το ζωντανό» και την άλλη μέρα όλα τα κανάλια θα με δείχνουν ως τρομερό εγκληματία. Ε, τότε θα τους απαντήσω: «Συγγνώμη αλλά πιο πολύ λυπάμαι τον άτυχο Λίο και αν θέλετε να έχετε σκύλο, να τον έχετε δεμένο και με φίμωτρο, διότι δεν επιθυμώ ούτε να με μυρίζει ούτε να με μεζεδιάζει».
§. Η ώρα ήταν γύρο στις 3 το απομεσήμερο, όχι στην Καισαριανή, που λέει ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος, αλλά στο σπίτι μου κι εκεί πάνω στο μεσημεριανό γλυκούπνι χτυπάει το κινητό και μία, μάλλον αναιδέστατη φωνή, λέει με ένα τρόπο σαν να ρωτάει «τόσο βλάκας είσαι;» Ρώτησε λοιπόν η φωνή: «Ακόμα στη ΔΕΗ είσαστε; Σας πήρα για το ρεύμα». Κάτι είπα που δεν γράφεται και τώρα, νηφάλιος πλέον, ερωτώ τους συνηθώς βλοσυρούς και εκ του ΠΑΣΟΚ ορμώμενους κ.κ. υπουργούς Δικαιοσύνης και ΠΡΟΠΟ: Πρώτον: Πού βρήκε το αριθμό του κινητού μου η ενοχλητική δεσποινίς; Δεύτερον: Πώς έμαθε τον πάροχό μου η αναιδεστάτη δεσποινίς; Δεν περιμένω απάντηση, αλλά, είμαι πεπεισμένος πλέον, ότι όλες οι διακηρύξεις περί ασφαλείας των πολιτών είναι φληναφήματα. Τα προσωπικά δεδομένα είναι φύλλο και φτερό στη διάθεση του οιουδήποτε το επιθυμεί. Εκείνοι που προφυλάσσονται πλέρια και μπαίνει η μουτζούρα στη μούρη τους στις φωτογραφίες, είναι οι κλέφτες, οι εκβιαστές, οι παιδεραστές, οι δολοφόνοι, οι οδηγοί πρεζομεθύστακες εγκληματίες και γενικώς όλοι εκείνοι που έχουν εξαντλήσει τον Ποινικό Κώδικα. Όλοι οι άλλοι, είμαστε έρμαια των διαθέσεων των εταιριών ηλεκτρισμού, τηλεφωνίας και άλλων δημοκρατικών δυνάμεων, που πασχίζουν για το καλό μας.
§. Ο καθένας φίλος μου στη σωστή δημοκρατία (θα έπρεπε να) μπορεί να πιστεύει ελεύθερα ό,τι θέλει. Μπορεί όμως στ’ αλήθεια; Για βγες να πεις ότι ο Πούτιν καλώς τα κάνει. Έχεις αυτομάτως υπογράψει την καταδίκη σου. Τολμάς να ψελλίσεις ότι σ’ αρέσει ο Τραμπ; Αμ καλύτερα να σε δαγκώσει δεσποζόμενο πιτ μπουλ. Είναι εφικτό να λάβεις μέρος, που μαύρη νάτανε η ώρα, σε συζήτηση και να ισχυριστείς ότι «Εν τάξει ρε παιδιά, ο Πούτιν και η Ρωσία μας κυνηγάνε αιώνες τώρα. Ο Ζελένσκι τι μας έχει προσφέρει;» Οπότε πετάγεται ο… αναλυτής της παρέας και σε κατακεραυνώνει: «Ο Πούτιν επετέθη σε κυρίαρχο κράτος κι εμείς έχοντας την προϊστορία της Κύπρου, είμαστε Ουκρανοί»! Τολμάς να ρωτήσεις: «Ο Ζελένσκι έχει πει ποτέ ότι έχουμε δίκιο στο θέμα της Κύπρου και ότι η Τουρκία βρίσκεται εν αδίκω;» Εκεί την έχεις πατήσει. Οι συνομιλητές σου θα γουρλώσουν δημοκρατικότατα τα μάτια, θα σε κοιτάξουν, στην αρχή υποτιμητικά σαν να βλέπουν μυρμήγκι, μετά επιθετικά, σαν να βλέπουν κάποιον να τους λέει ότι δεν σκοτώθηκε κανείς μέσα στο πολυτεχνείο και στο τέλος θα καταδεχθούν να εκτοξεύσουν εναντίον σου το ακλόνητο επιχείρημα: «Δεν ξέρεις τι σου γίνεται» και σε στέλνει αδιάβαστο, καθόσον κάπως έτσι γράφεται η ιστορία…
Για γέλια και για κλάματα
Κάποτε…
Αγαπημένοι μου φίλοι. Θα τα ξαναπούμε στις 22 Ιανουαρίου.
Να είστε όλοι καλά και να περάσετε υπέροχα τις γιορτές.










Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.