Η παρακάτω διήγηση αποτελεί βίωμα και μνήμη της συγχωριανής μας Ρούλας Σταυρέκα. Μέσα από τις λέξεις της ζωντανεύουν οι μυρωδιές, οι ήχοι και οι στιγμές από τα παιδικά της χρόνια στο χωριό μας, τότε που όλα ήταν αγνά και απλά, με τις φιλίες να αντέχουν στον χρόνο και τις αναμνήσεις να γίνονται φως και παρηγοριά στις καρδιές μας.
Με τις φίλες μου έζησα τα πιο ωραία μου χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν jumbo, ούτε ακριβά παιχνίδια, μα ούτε και μας έλειπαν. Παίζαμε με μια μπουκουσίτσα, ένα κομμάτι ψωμί με λαδάκι και λίγη ζάχαρη λιωμένη με νερό, που την μοιραζόμασταν στα δύο. Τα ρούχα και τα παπούτσια μας τα φορούσαμε και περνούσαν από τη μια στην άλλη, τα μυστικά μας τα λέγαμε σιγά κάτω από τον πλάτανο μη μας ακούσουν οι μανάδες, και τα όνειρα μας ήταν μικρά, αγνά, ολόλευκα σαν την ποδιά που μας έβαζαν στην εκκλησία.
Όλα αυτά τα κουβαλούσα μέσα μου, σαν πολύτιμο κουτί που δεν ήθελα να ανοίξω αλλά ούτε και να το χάσω. Περάσανε χρόνια, σκορπιστήκαμε σαν τα πουλιά. Η μια στα Τρίκαλα, η άλλη στην Καστοριά, εγώ Αθήνα. Μόνο κάθε Μεγάλη Παρασκευή γύριζα στο χωριό κι άναβα ένα κερί για όσα ήμασταν. Εκεί, μπροστά στον Επιτάφιο, άκουσα μια φωνή να λέει το όνομά μου. Ήταν η Γιάννα, με το ίδιο χαμόγελο, τα ίδια λαμπερά μάτια, μόνο λίγο πιο κουρασμένα.
Μου υποσχέθηκε ότι θα με έπαιρνε τηλέφωνο. Κι ένα Κυριακάτικο πρωινό, το τηλέφωνο χτύπησε κι ήταν εκείνη. Για δύο ώρες γελούσαμε μέχρι να δακρύσουμε. Μιλούσαμε για το χώμα που βάζαμε στις κούκλες μας για φαγητό, για τη μυρωδιά της μπουγάδας στη γειτονιά, για εκείνη τη φορά που βράχηκαν τα παπούτσια μας και κρυφτήκαμε στην αυλή για να μη μας μαλώσουν.
Η Γιάννα μου είπε για την ηλεκτρονική εφημερίδα του Δημήτρη Τσιγάρα, που έγραφε για το χωριό, για τα έθιμα, τις φωτογραφίες, τις παλιές γειτονιές. Μπήκα να δω, και κάθε εικόνα μου έσφιγγε την καρδιά. Έστελνα μηνύματα στη Γιάννα, της περιέγραφα αυτά που έβλεπα, άλλοτε με συγκίνηση, άλλοτε με τα αστεία μας στη ντοπιολαλιά που μόνο εμείς καταλαβαίναμε. Άλλοτε γελούσε, άλλοτε έκλαιγε. Πάντα όμως μου έλεγε:
«Τα γράφεις πολύ ωραία. Γράφ' τα όλα αυτά σε ένα τετράδιο.»
Γελούσα. «Νομίζεις, βρε Γιάννα, ότι μπορώ να γράψω;»
Όμως με έπεισε. Βρέθηκα ένα απόγευμα με ένα μπλε τετράδιο και ένα μπλε big στυλό στο χέρι. Πόσο δύσκολο ήταν! Έγραφα, έσκιζα σελίδες, ξανάγραφα, έκλαιγα, γελούσα, και πάλι από την αρχή. Ήθελα να βγουν στο χαρτί όπως τα έζησα, να μυρίζουν καλοκαίρι και φρεσκοψημένο ψωμί, να έχουν τον ήχο από τις φωνές μας που έσπαγαν τον μεσημεριανό ύπνο στο χωριό.
«Τίποτα δεν γίνεται, Γιάννα», της είπα μια μέρα. «Τα παρατάω.»
Εκείνη όμως δεν μ’ άφησε. «Μην απογοητεύεσαι. Αφού μπορείς, γράφε.»
Κι έγραψα. Όχι γιατί ήξερα να γράφω, μα γιατί ήθελα να κρατήσω τις αναμνήσεις ζωντανές. Γιατί το μπλε τετράδιο έγινε γέφυρα με όσα αγαπήσαμε, όσα χάσαμε και όσα θέλουμε να θυμόμαστε. Μπορεί να μην βγήκαν όπως τα έζησα, γιατί άλλο να τα ζεις κι άλλο να τα γράφεις. Μα όταν τα ξαναδιαβάζω, νιώθω ότι πίσω από κάθε λέξη ανασαίνουν εκείνα τα χρόνια, με το φως του χωριού, τις μυρωδιές από τις αυλές, τις φωνές των φίλων που γίνονταν ένα με τον ήλιο.
Αυτά λοιπόν που έγραψα θα 'θελα να τα μοιραστώ μαζί σας, εδώ μέσω της Εφημερίδας του χωριού μας. Αν ποτέ τα διαβάσετε κι εσείς, ελπίζω να σας ταξιδέψουν πίσω στις δικές σας αναμνήσεις. Να ξυπνήσουν μέσα σας εκείνο το παιδί που έπαιζε ξυπόλυτο στο χώμα και γέλαγε με το τίποτα. Γιατί κάποιες φορές, το μπλε τετράδιο γίνεται το κλειδί για να θυμηθούμε ποιοι ήμασταν, όταν όλα ήταν απλά, αγνά και όμορφα.
Ενα απόσπασμα από το βιβλίο της Ρούλας Σταυρέκα
«Το λευκό δαντελένιο φόρεμα»
Εκείνα τα καλοκαίρια στο χωριό, όταν η μέρα ξεκινούσε με τον ήλιο να ροδίζει τα χωράφια και να φέγγει στα κεραμίδια, περίμενα πάντα τον Αύγουστο σαν γιορτή.
Γιατί τότε ερχόταν ο θείος Θανάσης με τη θεία και τα ξαδέρφια μου από τη Γερμανία, με το κόκκινο, γυαλιστερό αυτοκίνητό τους που έλαμπε σαν ξένοιαστη υπόσχεση στη σκόνη του χωματόδρομου.
Όταν έφταναν, όλοι μαζευόμασταν στο σπίτι του παππού Γιώργου και της γιαγιάς Φωτεινής.
Καθόμασταν στη μεγάλη αυλή, κάτω από την κληματαριά, με καρπούζι και παγωμένο νερό από την τουλούμπα, κι εγώ δεν χόρταινα να κοιτάζω την ξαδέρφη μου.
Εκείνη φορούσε ένα μακρύ, λευκό, δαντελένιο φόρεμα και κόκκινα γοβάκια, με τα ξανθά της μαλλιά να πέφτουν σαν χρυσά κύματα στην πλάτη της.
Έμοιαζε με πριγκίπισσα, σαν αυτές που έβλεπα στα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας, κι εγώ με το φτωχικό μου φουστανάκι ένιωθα σαν σταχτοπούτα, μα δεν με ένοιαζε πολύ, μόνο ήθελα να της το λέω συνέχεια:
«Τι όμορφο που είναι το φόρεμά σου, ξαδέρφη! Τι όμορφα παπούτσια!»
Ο θείος με άκουγε και χαμογελούσε. Μια μέρα, την ώρα που έπαιζα ξυπόλυτη με τα άλλα παιδιά, με φώναξε κοντά του. Άνοιξε το καπό του αυτοκινήτου κι έμεινα με το στόμα ανοιχτό.
Ήταν γεμάτο παπούτσια, κάθε λογής και χρώματος, τα έφερναν για να τα μοιράσουν σε συγγενείς και γνωστούς. «Έλα, διάλεξε, πάρε όποιο θες», μου είπε.
Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα θα την ακούσει όλο το χωριό. Εκείνος διάλεξε ένα ζευγάρι άσπρα πέδιλα με κόκκινα λουράκια και μου τα έδωσε κρυφά, να μην με δουν τα άλλα παιδιά.
Τα πήρα και έτρεξα στο σπίτι, τα άφησα με προσοχή δίπλα στο μαξιλάρι μου, σαν θησαυρό, κι έτρεξα πάλι πίσω να παίξω.
Μα από εκείνη τη στιγμή, ήθελα και το φόρεμα. Τις νύχτες, όταν ξάπλωνα στο κρεβάτι, έκλεινα τα μάτια και φανταζόμουν πως το φοράω, πως στριφογυρίζω με τα πέδιλα, πως γίνομαι κι εγώ σαν την ξαδέρφη, πριγκίπισσα.
Κι όταν ήρθε η μέρα που θα έφευγαν, πήγαμε να τους αποχαιρετήσουμε. Ο θείος κρατούσε στα χέρια του το λευκό δαντελένιο φόρεμα και ένα ροζ.
Η ξαδέρφη ήρθε δίπλα του και το ζήτησε. «Όχι, το θέλω εγώ!» φώναξα με τόλμη που δεν ήξερα πως είχα. Ο θείος με κοίταξε και μου το έδωσε.
Έφυγα τρέχοντας, με το φόρεμα στην αγκαλιά, χωρίς να κοιτάξω πίσω, μην τύχει και η ξαδέρφη μου αλλάξει γνώμη.
Στο σπίτι, φόρεσα το φόρεμα με τα πέδιλα και όταν γύρισε ο πατέρας μου από τη δουλειά, έτρεξα κοντά του, στριφογυρίζοντας με χαρά. «Κοίτα, πατέρα!» του φώναξα και στριφογύρισα, να δει το φόρεμα να ανοίγει σαν άσπρο σύννεφο γύρω μου.
Εκείνος με κοίταξε με μάτια που έλαμπαν. «Πω, πω, τι όμορφη που είσαι, σαν λαφίνα! Νυφούλα σκέτη!» είπε και γέλασε με εκείνο το γέλιο που έκανε την καρδιά μου να πετάει.
Η μάνα, βέβαια, είπε πως το φόρεμα ήταν μακρύ και θα το πήγαινε στη μοδίστρα να το κοντύνει. Έκλαιγα, της έλεγα πως το ήθελα όπως ήταν, γιατί έτσι το φόρεσε η ξαδέρφη μου και έτσι το ήθελα κι εγώ.
Εκείνη δεν με άκουσε και το κόντυνε. Από τότε δεν το ξαναφόρεσα, γιατί δεν ήταν πια το φόρεμα του ονείρου μου. Όμως εκείνη τη μέρα, έστω για λίγο, ήμουν πριγκίπισσα.
Εκείνα τα χρόνια ήμασταν φτωχά παιδιά. Πολλά παιδιά στο χωριό είχαν μόνο ένα παντελόνι ή φορούσαν φουστάνια μπαλωμένα, μα κανείς μας δεν γελούσε τον άλλον.
Ξέραμε πως οι γονείς μας έπρεπε να αγοράσουν σπόρους, να ταΐσουν τα ζώα, να βγάλουν το ψωμί της μέρας. Το ντύσιμο ήταν πολυτέλεια.
Κι όμως, από αυτά τα παιδιά που είχαν μόνο ένα παντελόνι κι ένα πουκάμισο, κάποια κατάφεραν να γίνουν δάσκαλοι, γιατροί, άνθρωποι με γνώση και αξία.
Γιατί τα ρούχα δεν κάνουν τον άνθρωπο, ο άνθρωπος κάνει τα ρούχα. Και το λευκό δαντελένιο φόρεμα, για μια στιγμή, έκανε ένα κορίτσι στο χωριό να νιώσει πως μπορεί να ονειρεύεται.
Πηγή: Η εφημερίδα του Βαλτινού
Η εικόνα είναι έργο της Melissa Crawford από: Pinterest



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.