Σελίδες

4 Μαΐου 2025

Ὁ τυφλός πρό τοῦ Σταυροῦ

Τὶ εἶν' ἡ βοὴ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ κόσμος τρέχει ἀπάνω;
Πηγαίνουν νὰ σταυρώσουν δυὸ μαζί μὲ κάποιον «πλᾶνο».
Ποιοὶ νἆν’ οἱ δυὸ, ποὺ ἐκδικητής ὁ χάρος τοὺς προσμένει;
Κλέφτες, φονιάδες, ἅρπαγες, κακοῦργοι ξακουσμένοι!
Καὶ ποιὸς ὁ «πλᾶνος» ποὺ κι’ αὐτὸς θὰ σταυρωθῇ μαζὶ τους;
Τοὺς Φαρισαίους ρώτησε, εἶναι δουλειὰ δικὴ τους!
Θὰ πάω νὰ δῶ.
 
Εἶπα νὰ δῶ κι’ ἦρθαν στὸ νοῦ μου πάλι
τὰ χρόνια ποὺ ἤμουνα τυφλός. Τυφλός! Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι
δὲν ξέρετε πόσο ἡ ψυχή μέσα στὰ στήθη εἶν' ἄδεια,
ὅταν μὲ μάτια ὀρθάνοιχτα βαδίζῃ στὰ σκοτάδια!
Πῶς τὴ θυμοῦμαι τὴ στιγμή ποὺ ἐστάθη Αὐτός μπροστὰ μου
καὶ μ' εὐσπλαχνίσθη, κι’ ἔσκυψε, πῆρε πηλὸ ἀπὸ χάμου
κι’ ἀλείφοντας τὰ μάτια μου μὲ τὸν πηλό ἐκεῖνο,
μοῦ εἶπε νὰ πάω στοῦ Σιλωάμ τὴ στέρνα νά τά πλύνω!
 
Ὅταν πρωτοακτίκρυσα τὸν Φωτοδότη ἐμπρὸς μου,
στὴν ὄψη Του εἶδα ὅλες μαζὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου!
Μοσχοβολοῦσε κι’ ἔλαμπε τὸ κάθε κίνημά Του.
Φῶς καὶ τὰ χεἰλη, κι’ ἡ φωνή, τὰ μάτια κι’ ἡ ματιά Του.
Στὰ χείλη Του ἡ παρηγοριά, στὰ μάτια Του ἡ ἐλπίδα.
Ἔστρεψα τότε ὁλόγυρα τὰ δυὸ μου μάτια κι’ εἶδα
κάθε ποὺ ζῇ καὶ ποὺ δὲν ζῇ, κι’ εἶδα παντοῦ γραμμένη
τὴν ὄψη Του, λὲς κι’ ἤτανε καθρέπτης Του ἡ οἰκουμένη.
 
Φῶς ἡ ζωή, χαρὰ τὸ φῶς! Ἄς πάω νὰ δῶ τὸν «πλᾶνο»
ποὺ θὰ καρφώσουν στὸ Σταυρό κατὰ τὸ λόφο ἐπάνω.
Κόσμος, περιγελάσματα, ὀχλοβοή κι’ ἀντάρα.
Χίλιες φωνές σὰν μιὰ φωνή κι’ ὅλες σὰν μιὰ κατάρα.
Ποῦ πάει; Σπρώχνει, σπρώχνεται καὶ πνίγεται καὶ πνίγει,
καὶ σταματᾶ προσμένοντας, παράμερα ξανοίγει.
 
Τρεῖς μαυροφόρες ποὺ κρατοῦν μιὰ λιποθυμισμένη.
Θὲ νἆναι μάνα ἡ δὐστυχη! Ξάφνου, μὲ μιᾶς σωπαίνει
τὸ πλῆθος ποὺ ἀνταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν, κρότοι
πνιγμένοι μὲς στὰ βογγητά! Ὑψώνονται οἱ δυὸ πρῶτοι
σταυροί· κανείς δὲν στρέφεται. Γκάπ! Γκούπ! Ξανακαρφώνουν
μὰ βόγγος δὲν ἀκούγεται. Νὰ, καὶ τὸν τρίτον ὑψώνουν
Πῶς; Σὺ ποὺ μοὔδωσες τὸ φῶς, ἐσένα «πλᾶνο» λένε;
Κι’ ἦταν γραφτό τὰ μάτια μου νὰ βλέπουν γιά νὰ κλαῖνε;
Τὶ νὰ τὰ κἀνω καὶ τῆς γῆς καὶ τ' οὐρανοῦ τὰ κάλλη;
Πάρε τὸ φῶς ποὺ μοὔδωσες καὶ τύφλωσέ με πάλι!
 
Ἰωάννης Πολέμης
 
Σημείωσις: Τό ποίημα αὐτό ἀπήγγειλεν ἡ ὀκταετής μαθήτρια Εὐαγγελία Ἀραμπατζῆ κατά τήν σχολικήν ἑορτήν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ ἔτους 1933 εἰς τό Ἀκροβοῦνι Καβάλας, προκαλέσασα τό κλάμα τοῦ ἀκροατηρίου.
 
(μας εστάλλει από τον κ. Δημήτριο Χατζηνικολάου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.