Εννέα δευτερόλεπτα μέχρι τον θάνατο. Τόσος χρόνος χρειάστηκε μέχρι να ξεψυχήσει στην αγχόνη ο ηρωικός Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Το κυνικό ντοκουμέντο του άγγλου δημίου...
Ο 18χρονος ήρωας από την Τσάδα γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1938 στην Κύπρο. Ο γενναίος αυτός πατριώτης, σύμφωνα με τις σημειώσεις που κρατούσε ο διαβόητος δήμιος της βρετανικής αποικιοκρατίας, Harry Allen, κατά τη διάρκεια των απαγχονισμών των ηρώων της ΕΟΚΑ, ξεψύχησε ηρωικά 9 δευτερόλεπτα μετά από τη στιγμή που άνοιξε η ξύλινη καταπακτή της αγχόνης. Ο Άλλεν είχε κρατήσει «ενθύμιο» της αιματοβαμμένης θητείας του στις φυλακές Λευκωσίας.
Ο δήμιος συνέδεσε το όνομά του με τους απαγχονισμούς εννέα πατριωτών που οδηγήθηκαν στον θάνατο για τη συμμετοχή τους στην ΕΟΚΑ, η οποία τη δεκαετία του ΄50 ανέλαβε ένοπλη δράση για την αποτίναξη της βρετανικής κατοχής στο νησί και την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο Παλληκαρίδης ήταν ο νεότερος από τους εκτελεσθέντες και η θυσία του συγκίνησε το πανελλήνιο.
Πιάστηκε να μεταφέρει οπλοπολυβόλο μπρεν και τρεις γεμιστήρες στη Λευκωσία. Στη δίκη του τον ρώτησε ο δικαστής: «Έχεις να είπης τι, διατί να μην σου επιβληθεί ποινή;». Παραδέχτηκε την ενοχή του και είπε: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.»
Στο τελευταίο γράμμα του έγραψε: «Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να’ ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί»...
Η μαρτυρία του ιερέα των φυλακών...
Όσα διαδραματίστηκαν εκείνο το βράδυ, τα περιγράφει ο ίδιος ο Παπάντωνης μέσα στο βιβλίο του, «Πώς έζησα το δράμα των Απαγχονισθέντων»:
Τό απόγευμα τής 13ης Μαρτίου ό διοργανωτής των εκτελέσεων κ. Λκκερ μέ ενημέρωσε περί τής εκτελέσεως τού Παλληκαρίδη και ότι έπρεπε ώς συνήθως νά παραμείνω στάς Φύλακας.
Εζήτησα νά μείνω στο σπίτι μου και νά μεταφερθώ εις τάς Φύλακας ολίγον προ τής εκτελέσεως και εδέχθησαν μέ τήν ύπόσχεσιν διότι πράγματι θά εύρισκόμην στο σπίτι, γιατί όπως αντελήφθην ενόμιζαν πώς θά τούς γελούσα.
Εκανονίσαμεν ή ώρα 10 μ.μ. νά ρθούν νά μέ πάρουν, όπως και έγινε. Μόλις έφθασα στάς Φύλακας, ώδηγήθην πλησίον τού Παλληκαρίδη διά νά τού μεταδώσω τήν Θείαν Κοινωνίαν. Τον βρήκα απολύτως ήρεμον χωρίς την παραμικράν έκδήλωσιν ταραχής ή λιποψυχίας.
Τά λόγια του εις τήν συνομιλίαν μας ήσαν κοφτά και μετρημένα. Έκάθητο εις τό κρεββάτι του, πού έψαυε σχεδόν τό δάπεδον του κελλιού, και έγώ λίγον υψηλότερα σ’ ένα σκαμνί.
Τον είχαν στο κελλί τού Ανδρέα Δημητρίου, και στο άλλο τού Καραολή είχαν τον Μαϊμάρη, πού τον κατεδίκασαν γιά φόνο. Δύο είναι τά κελλιά τών μελλοθανάτων πλησίον τής αγχόνης, και γι’ αυτό τούς δύο πρώτους τούς είχαν σ’ αυτά τά κελλιά πού είναι πολύ πληκτικά, όπως και τώρα τούς δύο αυτούς, μέ τήν διαφοράν ότι τώρα μόνον ό ένας μέ ενδιέφερε εθνικά....
Όταν συνελήφθη μέσα στο δάσος μέ ένα όπλο, πού δέν μπορούσε νά χρησιμοποιηθή, ήτο νύχτα, και οί σύντροφοί του έτρεξαν και έφυγαν, και δέν συνελήφθησαν. Αυτός όμως δέν έτρεξε να φύγη. Και περίεργος γι’ αυτό τού υποβάλλω τήν έρώτησιν....
– Γιατί δέν έτρεξες νά φύγης και σύ όπως έκαμαν οί άλλοι;...
Έσήκωσε τό πρόσωπόν του και μέ είδε στά μάτια, γιατί ήτο σκυφτός, και μέ έλαφρόν μειδίαμα μού λέγει.
- Τούς επήρα γιά δειλούς, όταν τους είδα νά τρέχουν.
Επικρατεί σιωπή. Και πάλιν ερωτώ.
- Έχεις τίποτε νά μού πής, παιδί μου;
– Μετανοιώνω γιά κείνο πού έκαμα και άν ζούσα δέν θά το ξανάκαμνα.
Δέν εννοούσε τό ότι έλαβε μέρος στον αγώνα αλλά άλλο πράγμα, τής ψυχής....
Τού υπέδειξα, άν ήθελε νά αφήσει τον Σταυρόν του νά τον έχωμεν ώς ένθύμιον, άλλά μου λέγει: Όχι πάτερ, θέλω νά τον πάρω μαζί μου.
Λυπήθηκα, πού δέν σκέφθηκα νά πάρω άλλον μαζί μου και να τον κρατούσα ώς ιερόν κειμήλιον όπως έκαμα στους τρεις προηγουμένους. Μετά τήν εκτέλεση τον έφερε στο λαιμό του.
Τού συνέστησα νά έχη θάρρος μέχρι τέλους και νά μήν άφήση τήν εντύπωση στους άγγλους δημίους ότι έδειλίασε.
– Έχω θάρρος, μού λέγει, και δέν θά δειλιάσω, εύχομαι δέ να είμαι ό τελευταίος.
Τά τελευταία του λόγια ήσαν:
Τούς χαιρετισμούς μου εις όλους, και εύχομαι σύντομα τήν έλευθερίαν τής Κύπρου.
Τού μετέδωσα τέλος τήν Θείαν Κοινωνίαν. Και αφού τον εφίλησα, τον απεχαιρέτισα μέ τάς λέξεις, θάρρος, και νά μήν χάνης τάς ελπίδας σου.
Κάποια έλπίς διασώσεώς του υπήρχε μέχρι τής τελευταίας στιγμής, ήτοι τής ενδέκατης και μισής, πού έξετελέσθη.
Ο Μαϊμάρης όταν μέ είδε νά φεύγω άπό τό διπλανό κελλί, έφώναζε και έκλαιε και έτάρασσε τήν γαλήνη και τήν σιγήν τής νύχτας γύρω από τήν αγχόνην.
Σημ. Η αρχική φωτογραφία που δημοσιεύουμε ανέβηκε στο διαδίκτυο με τη λεζάντα «Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης στις τελευταίες του στιγμές»...
Προέρχεται όμως από ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στη ζωή και τη θυσία των αγωνιστών της ΕΟΚΑ.
Μπορεί να μην είναι αυθεντική, αλλά αναπαριστά με ακρίβεια τις τελευταίες ώρες του μελλοθάνατου που εξομολογείται στον ιερέα Παπαντώνη Ερωτοκρίτου, λίγο πριν από τον απαγχονισμό....
ΠΗΓΗ: mixanitouxronou.gr
Και εσύ αδελφέ Έλληνα, σαν ο δρόμος σου,
ΑπάντησηΔιαγραφήστη Κύπρο σ΄ οδηγήσει, μαζί σου φέρε,
τον «Κάλχα», που την Κύπρο, εθυσίασε
και ποτέ στα ματωμένα κυπριακά,
χώματα, το πόδι δεν επάτησε,
για να εξιλεωθεί, να τα προσκυνήσει,
φόρο τιμής ν΄ αποδώσει και να τα τιμήσει.
Και όταν ο θύτης Αρχιερέας, ρωτήθηκε,
στη πολύπαθη Κύπρο, αν θα πάει,
ρητά αρνήθηκε και από ντροπή, τύψεις,
αλλά κι΄ οδύνη, έσκυψε το κεφάλι…..
Λευτεριάς και αυτοθυσίας, θα βρεις,
μονοπάτια, μοναχικέ Έλληνα αδελφέ,
που από μακριά ήρθες, Ελληνικές σημαίες,
από σφαίρες, διάτρητες, φθαρμένες,
μισοσβησμένα συνθήματα της Ένωσης,
σ΄ ερειπωμένα μετερίζια, αντίστασης κι΄ ελευθερίας.
Τα μονοπάτια οδηγούν σε Θερμοπύλες,
στα «ελεύθερα φυλακισμένα μνήματα».
Και όταν διαβάτη Έλληνα θα φτάσεις,
στα μνήματα τα φυλακισμένα,
σ΄ αυτόν της Κύπρου τον ιερό χώρο,
την αγχόνη κοίταξε και εσύ κατάματα,
τους σταυρούς, των ηρώων Κυπραίων άγγιξε.
Δεν θ΄ αντέξεις, θα λυγίσεις, ρίγη,
αναφιλητά, τα δάκρυα σου ποτάμια,
λάβας θα ρέουν, θα σε καίνε,
θ΄ αχνίζουν πέφτοντας στο
καθαγιασμένο χώμα των θαμμένων ηρώων.
Και νοερά θα ακούς, τα ποιήματα τους,
π΄ απάγγελλαν και τα εμβατήρια,
π΄ αλύγιστα περήφανα τραγουδούσαν..,
ακόμη και στο ικρίωμα, δεν λυγούσαν,
όταν την νεκρική θηλειά, τους περνούσαν.
Και τον εθνικό ύμνο θ΄ ακούς,
που τις τελευταίες τους στιγμές,
στα χείλια είχαν και υμνούσαν….
Και όταν αδελφέ Έλληνα,
στην Ελλάδα, επιστρέψεις, το μήνυμα δώσε,
« Ω Ξειν αγγέλλειν….,
ότι η Κύπρος εγκαταλείφθηκε,
ποτέ της δεν λιποψύχισε και δεν ηττήθηκε!
Ελληνικές Θερμοπύλες φύλαττε,
..τοις κείνων ρήμασι πειθόμενη…»,
πάντα με ηρωισμό και αυτοθυσία,
μόνη κ΄ έρμη, χρυσοπράσινο φύλλο,
των κυμάτων έρμαιον ριγμένο,
στο φουρτουνιασμένο μακρινό πέλαγος…..
Η Κύπρος, θ΄ αναστηθεί διαβάτη αδελφέ Έλληνα.
Σ΄ όλους τους χαλεπούς αιώνες,
ποτέ της δεν ελύγισε
βάρβαρους κατακτητές,
ποτέ της δεν προσκύνησε!
Μισοσβησμένα συνθήματα,
ύμνους Ελληνισμού και Ένωσης,
διαβάτη Έλληνα στη Κύπρο,
θα συναντούσες.
Τώρα, συνθήματα δεν θα δεις,
θυσία απ΄ τον Κάλχα,
σε ελληνικούς βωμούς εγίναν,
μαζί με τα προδομένα όνειρα χαθήκαν.
ΑΙΩΝΙΑ ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΙΜΗ
Ριγος συγκινησης με κυριευσε.
ΑπάντησηΔιαγραφήDr A. M.