Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της; Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της «πού τα ‘μαθες αυτά μωρή γυναίκα;»
Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει. Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τί θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει. Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, «κοίτα», λέει, «που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα» και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.
Επ ευκαιρία ένα τιμητικό αφιέρωμα πόνημα, στις χιλιάδες χαροκαμένες μάνες των πεσόντων και αγνοουμένων του 1974, ανάμεσα τους και η μακαριστή μου μάνα Ανδριάνα. Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΑΝΑΠΑΥΕΙ ΚΑΙ ΑΥΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ, ΗΡΩΕΣ.....
ΑπάντησηΔιαγραφήΣΤΙΣ ΜΑΝΕΣ ΤΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ
του Αντώνη Αντωνά.
Με Κεφαλαία.
ΜΕ ΠΟΝΟ ΤΟΥΣ ΓΙΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ,
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ, ΤΙΣ ΜΑΧΕΣ.
ΑΚΟΥΜΠΙΣΜΕΝΕΣ ΞΑΓΡΥΠΝΕΣ,
ΟΙ ΠΟΝΕΜΕΝΕΣ ΜΑΝΕΣ,
ΣΤΗ ΚΑΓΚΕΛΕΝΙΑ ΕΞΩ ΠΟΡΤΑ,
ΜΕΣ΄ΤΑ ΛΙΟΠΥΡΙΑ, ΤΗΝ ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ….
ΣΚΟΥΡΙΑΣΕ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ, ΛΥΓΙΣΕ Η ΠΟΡΤΑ,
ΤΟ ΣΚΟΥΡΙΑΣΑΝ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥΣ,
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΑ ΣΙΔΕΡΑ ΛΥΓΙΣΕ,
ΚΥΡΤΩΣΑΝ ΟΙ ΜΑΡΑΖΩΜΕΝΕΣ ΜΑΝΕΣ,
ΑΠ΄ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΣΠΛΑΧΝΩΝ ΤΟΥΣ.
ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΛΥΓΙΖΑΝ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ,
ΟΙ ΕΛΠΙΔΕΣ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΤΟΥΣ ΕΔΙΝΑΝ,
ΚΑΙ ΑΝ ΓΟΝΑΤΟΥΣΑΝ ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ,
ΗΤΑΝ ΓΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΙΚΕΣΙΑ,
ΣΤΟΝ ΘΕΟ, ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ.
ΠΕΡΑΣΑΝ ΜΑΥΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΣΕΚΤΑ,
ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΑΝ ΑΛΛΟ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΟΥΣ,
ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ ΑΙΩΝΙΑ, ΣΤΕΡΕΨΑΝ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥΣ,
ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ, Ν΄ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ ΚΑΙ ΑΥΤΕΣ,
ΚΛΕΙΣΑΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΕ ΠΙΚΡΑ, ΕΦΥΓΑΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΟΥΣ,
ΣΥΝΕΧΙΣΑΝ ΝΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΖΟΥΝ, ΓΥΡΩ, ΟΛΟΓΥΡΑ ΚΑΙ ΨΑΧΝΑΝ
ΤΟΥΣ ΛΕΒΕΝΤΕΣ ΤΟΥΣ, ΤΟΥΣ ΡΙΖΩΜΈΝΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ,
ΠΟΥ ΑΝ ΚΑΙ ΗΞΕΡΑΝ ΟΤΙ ΟΙ ΜΥΡΙΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΘΑ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ,
ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΟΥΚ ΕΛΑΤΩ ΒΡΟΝΤΟΦΏΝΑΖΑΝ,
ΚΑΙ ΗΡΩΙΚΑ ΕΠΕΦΤΑΝ ΞΑΝΑ ΣΗΚΩΝΟΝΤΑΝ,
ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΑΝ ΜΕ ΠΕΙΣΜΑ ΠΟΛΕΜΟΥΣΑΝ.
ΤΙ ΨΑΧΝΕΤΕ ΠΟΝΕΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΤΗ ΓΗ;
ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ ΑΝΕΒΕΙΤΕ, ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΣΑΣ
ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΝΤΑΜΏΣΕΤΕ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ ΕΚΕΙ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ,
ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΥΣ,
ΠΟΥ ΗΡΘΑΝ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ,
ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ,
ΝΑ ΣΜΙΞΟΥΝ ΞΑΝΑ, Ν΄ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ
ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΜΟ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑΤΟΥΣ,
ΠΥΡΡΕΙΑ ΔΑΚΡΥΑ ΛΥΠΗΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑΣ,
ΣΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΤΑ ΑΓΙΟΧΩΜΑΤΑ ΠΕΦΤΟΥΝ,
ΧΕΙΜΑΡΡΟΙ ΘΕ ΝΑ ΓΕΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ,
ΣΤΑ ΤΑΡΑΓΜΕΝΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΘΕ ΝΑ ΠΝΙΞΟΥΝ,
ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ ΣΤΑ ΤΑΡΤΑΡΑ ΘΑ ΡΙΞΟΥΝ.
ΑΣ ΑΝΑΠΑΥΣΕΙ Ο ΠΟΝΟΨΥΧΟΣ ΘΕΟΣ,
ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ, ΠΟΥ ΜΕ ΤΟΣΟ ΠΟΝΟ ΦΥΓΑΝ,
ΝΑ ΑΠΟΤΑΞΕΙ ΤΟ ΚΑΚΟ, ΤΗΝ ΛΥΠΗ ΤΗΝ ΑΝΕΙΠΩΤΗ
ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΜΟ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΕΚΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΟΠΟΥ ΠΗΓΑΝ …
ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΑΙΩΝΙΑ ΣΤΙΣ ΤΙΜΗΜΕΝΕΣ ΜΑΝΕΣ, ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΑΣ…
ΟΛΟΙ ΝΑ ΘΥΜΏΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΑΝΕΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΜΑΣ. ΔΙΟΤΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝΕ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΤΟΥΣ ΛΗΣΜΟΝΑΜΕ .....