Γράφει ο ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
“Ελλάς ίσον τσαρούχι και και άνευ τσαρουχίου ούκ εστιν Ελλάς!” Νά τι βάζει στο στόμα ενός από τους ήρωες του μυθιστορήματός του “Αργώ” ο Γιώργος Θεοτοκάς. Και ακριβώς επειδή καταγόταν από τη Χίο και την Κωνσταντινούπολη, καταλήγει σε αφορισμό οιονεί φονικό ως προς την αλήθεια που σε αυτόν περιέχεται: “Στη χώρα μας το αύριο καταντά μόνο σαν αύριο να μη μοιάζει.
«Όλα εδώ είναι μικρά, μίζερα… και τα μικρά μεγέθη σε τέτοια βαθμό διέπουν το σύνολο, ώστε η μικροψυχία που από αυτά αναδύεται ακαριαία να καταπνίγει οποιαδήποτε “μεγάλη ορμή”». Αυτά ο Θεοτοκάς τα παραθέτει στην “Αργώ” του, έργο αριστουργηματικό που αξίζει, ιδίως στους τωρινούς καιρούς, να διαβαστεί από οποιονδήποτε δεν το έχει κάνει μέχρι σήμερα… Οι διαπιστώσεις του Θεοτοκά δεν ανατρέπονται. Αμβλύνονται όμως σε βαθμό σχεδόν καθοριστικό, εάν κανείς περιέλθει την Πελοπόννησο.
Ειδικά σε αυτήν, στιγμές-στιγμές γίνεται αισθητή μια ατμόσφαιρα μεγαλείου και κάλλους που δυσχερώς εντοπίζεται σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Γιατί αυτό; Γιατί κατά τα τέλη του Μεσαίωνα ο Γεώργιος Πλήθων διακήρυσσε ότι το Ελληνικό Κράτος έπρεπε να περιοριστεί στην Πελοπόννησο; Γιατί ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ομολόγησε ότι, εάν είχε εισακουστεί ο Πλήθων, θα είχε βέβαια χαθεί η Κωνσταντινούπολη, αλλά θα είχε σωθεί η Ελλάδα; Η σε σχήματος πλατανόφυλλου χερσόνησος δεν διαφέρει καθοριστικώς από τα άλλα μέρη της χώρας μας. Ιστορικώς, μάλιστα, έχει υποστεί επιδρομές και λοιμούς πολύ πιο καταστροφικούς σε σχέση με την υπόλοιπη πατρίδα μας.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Αναγκαστικώς, στο σημείο αυτό θα ανατρέξουμε σε διαπίστωση ξένων περιηγητών του προπερασμένου μας αιώνα. Παρατήρησαν λοιπόν οι εν λόγω φιλομαθείς Δυτικοευρωπαίοι ότι κάτι που επιχειρείται/γίνεται στην Ελλάδα, εάν επαναληφθεί ακριβώς υπό τις ίδιες συνθήκες στη Γαλλία ή στη Γερμανία παράγει τελείως διαφορετικά αποτελέσματα. Και αυτό, χωρίς να επιδρούν/λαμβάνονται υπόψη κοινωνικές συνθήκες, εθνικές προλήψεις, προκαταλήψεις, καταστάσεις κ.ο.κ. Γιατί αυτό;
Τα “εκφυσήματα”
Την απάντηση μάς την έχει δώσει προ αιώνων πολλών ο Πλάτωνας. Ακροθιγώς παρατήρησε ο μέγας φιλόσοφος ότι από το υπέδαφος του πλανήτη μας εκλύονται “εκφυσήματα” τα οποία, παρά το ότι δεν γίνονται αντιληπτά από τους ανθρώπους, καθοριστικώς επηρεάζουν τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά τους. Πολύ μετά τον Πλάτωνα μάλιστα, ένας Γάλλος θαυμαστής του, ο Ιωσήφ ντε Μαιτρ (Joseph de Maistre 1753-1821), ασχολήθηκε εκτενώς με αυτό το θέμα και, δίνοντας στα εν λόγω εκφυσήματα τη γενική ονομασία exhalaisons (αποθυμιάσεις), τα θεώρησε ως κύριο αίτιο των βασικών χαρακτηριστικών της κάθε περιοχής γενικώς και των μεγάλων πόλεων ιδιαιτέρως.
Μάλλον δίκιο είχαν οι Πλάτωνας και Ντε Μαιτρ! Αλλιώς δεν εξηγείται ότι π.χ. η Θεσσαλονίκη, στο “διάβα του χρόνου”, σταθερώς ανταποκρινόταν και συνεχίζει να ανταποκρίνεται στην περιγραφή που τής κάνει ο Βασίλης Βασιλικός στο “Ζ”. Διαφορετικά, δεν μπορεί να ερμηνεύσει κανείς το ότι η Κωνσταντινούπολη, σιωπηρώς μα καθολικώς, θεωρείται “πόλη της αιματοχυσίας”, με αποτέλεσμα αυτός ειδικά ο “χαρακτήρας” της να αποτελέσει μία από τις αιτίες για τις οποίες ο Κεμάλ μετέφερε την πρωτεύουσα της Τουρκίας στην Άγκυρα. Η Αθήνα, αντίθετα, από τους πολύ παλαιούς χρόνους μέχρι σήμερα, παρά τις καταστροφικές επεμβάσεις που έχει υποστεί, διατηρεί αναλλοίωτη την –ας την πούμε έτσι– φυσιογνωμία του “ιοστεφούς άστεος” που με τόση ενάργεια περιέγραψαν ο Πίνδαρος πρώτα και ο Άγγελος Τερζάκης στη συνέχεια.
Και ως προς την Πελοπόννησο… τι να πρωτοπεί κανείς; Τόσοι και τόσοι ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στα χώματά της! Πόσο γρήγορα, όμως, σχεδόν όλοι τους αφομοιώθηκαν από τον διαχρονικής υφής ελληνικό της χαρακτήρα! Αυτό δεν εξηγείται πλήρως, παρά μόνο εάν ληφθεί υπόψη η διαπίστωση των Πλάτωνα και Ιωσήφ ντε Μαιτρ. Και όποιος δεν θέλει να το πιστέψει, ας έλθει στην Τσακωνιά. Ως Τσακωνιά, σε γενικές γραμμές, θεωρείται το νότιο τμήμα της Κυνουρίας, δηλαδή της παραλιακής ζώνης τής τωρινής Αρκαδίας. Και δεδομένου ότι “ἀρχὴ σοφίας ὀνομάτων ἐπίσκεψις”, καλό είναι να δούμε τη σημασία των όρων “Κυνουρία” και “Τσακωνιά”.
Πώς πήρε το όνομα
Στο πλαίσιο αναγωγής στην Αρχαιότητα όλων όσων έχουνε σχέση με την Ελλάδα του Μεσαίωνα, των Νέων Χρόνων και της σύγχρονης Εποχής, ως έτυμον της Κυνουρίας είχε προταθεί η δωρική μορφή του όρου “σύνουρος” (όμορος). Έτσι όμως δεν δικαιολογείται πειστικώς η μετάπτωση του “σ” σε “κ”. Επιβάλλεται, κατά συνέπεια, η αναζήτηση άλλης ρίζας και αυτή εντοπίζεται είτε στον Κύνουρο, γιο του Περσέα, ή στη λέξη “κύνουρα”, που κάποτε σήμαινε τους μέσα στη θάλασσα αλλά κοντά στην ακτή μεγάλους βράχους.
Πράγματι, η ακτογραμμή της Κυνουρίας, παρά το ότι συχνά παίρνει τη μορφή “στοργικής αγκαλιάς” έτοιμης να δεχτεί ναυτικούς θαλασσοπόρους και στεριανούς κολυμβητές, γενικώς παραμένει τραχύτατη, με αποτέλεσμα συχνά να επιφυλάσσει εκπλήξεις δυσάρεστες σε όποιους, για οποιονδήποτε λόγο, προσκρούσουν πάνω της. Κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν (και μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο): κύνουρα>Κυνουρία.
Το “Τσακωνιά”, όμως, από πού; Ε, εδώ και πάλι πρέπει να ανατρέξουμε στον Πλήθωνα. Προσπαθώντας αυτός να συστήσει την ιδανική Πολιτεία του Πλάτωνα, ενέτασσε τους πολλούς και ποικίλους λαούς της Πελοποννήσου σε ενιαίο “Γένος Ελλήνων”. Ακόμα και σε βλαστούς της απώτερης ιταλικής καταγωγής δυναστείας των Παλαιολόγων εμφαντικώς διακήρυσσε: «Έλληνες γὰρ τὸ γένος ἐσμέν!» Έτσι, μέσα στο πλαίσιο της αρχαιολατρείας που εκουσίως αυτός κραταίωσε, το τοπωνύμιο “Τσακωνιά” θεωρήθηκε ως παράγωγο του “Λακωνία”.
Το “Λακωνία” βέβαια υπήρχε, αλλά δεν ήταν σύνηθες στην Αρχαιότητα. Οι Αρχαίοι μας, δεδομένου ότι συστηματικώς απέφευγαν τη λέξη “Σπάρτη”, στη θέση της χρησιμοποιούσαν το τοπωνύμιο “Λακωνική” αρχικά και τελικώς “Λακεδαίμων” (Λακεδαιμόνιοι κ.τ.λ.). Το “Λακωνία” επικράτησε μετά την υπαγωγή της νότιας Ελλάδας στη ρωμαϊκή κυριαρχία, αλλά κατά τον Μεσαίωνα, οπότε ξαναοικίστηκε η αρχαία Σπάρτη, αυτή ονομάστηκε “Λακεδαιμονία”.
Κατά συνέπεια, η σύνδεση των δύο τοπωνυμίων, Λακωνία και Τσακωνιά, παρά τη φαινομενική ομοιότητά τους, δεν φαίνεται πολύ πιθανή. Ως συνήθως, η εξήγηση είναι ευχερέστερη. Στα “ρωμέικα”, δηλαδή τη δημώδη εκδοχή της μεσαιωνικής μας γλώσσας, υπήρχε η λέξη “τσάκα”, που αρχικώς σήμαινε τον ασκεπή περίκλειστο χώρο και τελικώς την παγίδα. Συγκινητικό, μάλιστα, παραμένει το ότι ο όρος “τσάκανο” υπάρχει και σήμερα στα ελληνικά ιδιώματα της Κάτω Ιταλίας με την ίδια περίπου έννοια.
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας όμως, η λέξη “τσάκα” αντικαταστάθηκε από την τουρκικής προέλευσης, συνώνυμή της “φάκα”. Συνακολούθως, το “τσάκα” εξαφανίστηκε, μα τα παράγωγά του παρέμειναν. Συμπερασματικώς, λοιπόν, καταλήγουμε στο τσάκα-τσακώνω (παγιδεύω) άρα Τσακωνιά κατά το δαγκώνω-δαγκωνιά. Ευθέως και κατηγορηματικώς λοιπόν ας δηλωθεί ότι, συνακολούθως, Τσακωνιά σημαίνει τον τόπο όπου κανείς (κατά προτίμηση ο εισβολέας) ευχερώς παγιδεύεται. Καὶ ταῦτα μὲν οὕτως ἐχέτω.
Λέω να μάθω τσακώνικα
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο αξιοσημείωτο. Στην Τσακωνιά γενικώς και στην τωρινή πρωτεύουσά της, το Λεωνίδιο, ιδιαιτέρως, είναι έκδηλος ο χριστιανικός χαρακτήρας τής όλης περιοχής, που, μάλιστα, εμμέσως τονίζεται από τα πολλά, μεσαιωνικής προέλευσης οικογενειακά επίθετα. Τι συμβαίνει; Από πού κι ως πού οι σταυροί και τα λιοντάρια που εκεί κανείς συνεχώς αντικρύζει; Πώς εξηγείται η ακριτική παράδοση που και σήμερα εμφανώς διέπει την όλη ατμόσφαιρα της Τσακωνιάς; Ακριτική περιοχή η Κυνουρία; Από πού κι ως πού;
Η εξήγηση επιτέλλει χάρη στην αναδίφηση της Ιστορίας. Ο μεσαιωνικός μας αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄(685-695, 705-711), προκειμένου να επιτύχει τη σύναψη ειρήνης με το Χαλιφάτο του Ισλάμ, έστερξε στη μετοικεσία των Μαρδαϊτών του Λιβάνου και τη μετεγκατάστασή τους σε κρίσιμα σημεία του ελλαδικού χώρου. Οι Μαρδαΐτες αποτελούσαν φύλο που, στις ορεινές, πατρογονικές εστίες, παρέμεναν πιστοί στη θρησκεία του Χριστού και αποτελεσματικώς απέκρουαν τα επεκτατικά εγχειρήματα των Μουσουλμάνων. Ήταν το “χάλκεον τεῖχος” της Χριστιανοσύνης. Περί τα τέλη του 7ου μ.Χ. αιώνα όμως, ο Ιουστινιανός Β΄ τους έφερε στα νότια της Χερσονήσου του Αίμου και πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Τσακωνιά όπου ταχύτατα αφομοιώθηκαν. Έτσι εξηγείται ο διαχρονικώς έντονος χριστιανικός χαρακτήρας της όλης περιοχής.
Εξυπακούεται, βέβαια, το ότι οι εξελληνισμένοι Μαρδαΐτες απέβαλαν τη γλώσσα τους και υιοθέτησαν τα τσακώνικα, εξέλιξη της αρχαίας δωρικής διαλέκτου, την οποία μιλούσαν οι αρχαίοι αυτόχθονες της Κυνουρίας. Μαζί με τα κυπριακά και τα ποντιακά, τα τσακώνικα συναποτελούν τις τρεις διαλέκτους της Νέας Ελληνικής (που γίνονται τέσσερις εάν εν συνόλω συνυπολογιστούν οι ελληνικές “ντοπιολαλιές” της νότιας Ιταλίας). Πρόκειται για γλωσσικό ιδίωμα κυριολεκτικώς γοητευτικό, αλλά δύσκολο ως προς την εκμάθησή του. Μικρός είχαν επιχειρήσει να εξοικειωθώ μαζί του, αλλά απέτυχα!
Τη συνακόλουθη οδύνη μου οπωσδήποτε μετρίασε, πολλά χρόνια αργότερα, η “σπαρακτική” ομολογία του Φαίδωνα Μπουμπουλίδη (1923-2006), καθηγητή μου στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ότι και αυτός είχε επιδοθεί στο ίδιο εγχείρημα, με αποτελέσματα επίσης απογοητευτικώς πενιχρά. Πάντως, εγώ προτίθεμαι να ξαναρχίσω την προσπάθεια να μάθω τσακώνικα. Παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον! Σεις τι λέτε; Θα καταφέρω τώρα πια, κατά το “μάθε, γέρο, γράμματα”, να τα μιλήσω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.