Σελίδες

9 Ιουνίου 2024

Σαστισμένος, μία βούλιαζα και μία ανέβαινα απάνω, και φώναζα: Έλεος! μα κανένας δεν μ' άκουγε.

Του Φώτη Κόντογλου
 
Την Λαμπροδευτέρα το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πριν να πλαγιάσω για να κοιμηθώ, βγήκα στο μικρό περιβολάκι που έχουμε πίσω από το σπίτι μας και στάθηκα για λίγο, κοιτάζοντας το σκοτεινό ουρανό με τ' άστρα.
 
Σαν να τον έβλεπα πρώτη φορά. Μου φάνηκε πολύ βαθύς, και σαν να ερχότανε από πάνω μία μακρινή ψαλμωδία. Το στόμα μου είπε σιγανά: «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών, και προσκυνείτε τω υποπόδιο των ποδών αυτού». Ένας αγιασμένος γέροντας μου είχε πει μία φορά, πως κατά τούτες τις ώρες, ανοίγουνε τα ουράνια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε από τα λουλούδια και από τα άγιοχόρταρα, που έχουμε φυτέψει. «Πλήρης δε ουρανός και η γη της δόξης του Κυρίου».
 
Θα στεκόμουνα έχει πέρα μοναχός ως το ξημέρωμα. Σαν να μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με τη γη. Αλλά συλλογίστηκα, μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στο σπίτι και ανησυχήσουνε που έλειπα και γι' αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα.
 
Δεν με είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, και βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο με αλλόκοτη όψη!... Ήτανε κατακίτρινος, σαν πεθαμένος, μα τα μάτια του ήτανε σαν ανοιχτά και μ' έβλεπε τρομαγμένος. Το πρόσωπό του ήτανε σαν μάσκα, σαν μούμια, με το πετσί του γυαλιστερά, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με όλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος. Στο ένα χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, που δεν κατάλαβα τι ήτανε και με το άλλο έσφιγγε το στήθος του, λες και πονούσε.
 
Εκείνο το πλάσμα με έκανε να ανατριχιάσω. Το κοίταζα και με κοίταζε, δίχως να μιλήσει, σαν να περίμενε να το γνωρίσω. Και στ' αλήθεια, μ' όλο που ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν να μου είπε μία φωνή: «Είναι ο τάδε!». Μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιος ήτανε. Τότε και εκείνος άνοιξε το στόμα του και αναστέναξε. Μα η φωνή του σαν να ερχότανε από πολύ μακριά, σα να έβγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.
 
Έβλεπα πως βρισκότανε σε μία μεγάλη αγωνιά και υπόφερα και εγώ μαζί του. Τα χέρια του, τα πόδια του, τα μάτια του, όλα φανερώνανε πως βασανιζότανε. Επάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, μα εκείνος μου έκανε νόημα με το χέρι του να σταματήσω.
 
Άρχισε να βογκά, με τέτοιον τρόπο, που πάγωσα. Έπειτα μου λέει: «Δεν ήρθα, με στείλανε. Εγώ ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σε ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε τον Θεό να με λυπηθεί. Θέλω να πεθάνω, μα δεν μπορώ. Αχ! 'Όσα έλεγες βγήκανε αληθινά! Θυμάσαι, λίγες μέρες πριν πεθάνω, που ήρθες στο σπίτι μου και μιλούσες για θρησκευτικά; Ήτανε και δύο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι και αυτοί σαν και εμένα. Εκεί που μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σαν έφυγες, μου είπανε: ''Κρίμα, να έχει τέτοιο μυαλό και να πιστεύει στις ανοησίες που πιστεύουνε οι γριές!''. Μία άλλη μέρα, σου είχα πει, όπως και πολλές άλλες Φορές: «Βρε Φώτη, μάζευε λεφτά, θα πεθάνεις στην ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω και πάλι θέλω και άλλα».
 
»Τότε μου είπες: «Έχεις κάνει συμβόλαιο με τον χάρο πώς Θα ζήσεις τόσα χρόνια που θέλεις, για να καλοπεράσεις στά γερατειά σου;». Σου λέγω εγώ: «Θα δεις πόσο χρόνο Θα πάγω! Τώρα είμαι εβδομηνταπέντε. Θα περάσω τα εκατό! Έχω εξασφαλίσει τα παιδιά μου, ο γιός μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ' έναν πλούσιο από την Αβησσυνία, εγώ και η γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε. Όχι σαν και εσένα, που ακούς αυτά που λένε οι παπάδες: ''Χριστιανικά τα τέλη της ζωής ημών''. Τι θα βγάλεις από τα Χριστιανικά τα τέλη; Παρά (λεφτά) να έχεις στην τσέπη σου και μην σε μέλει. Εγώ να δώσω ελεημοσύνη; Και γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Για να τους θρέφω εγώ; Άμ βάζουνε εσάς και ταΐζεται τους τεμπέληδες, για να πάτε στο Παράδεισο! Ακούς εκεί Παράδεισο; Εγώ ξέρεις, πώς είμαι γιος παπά και τα γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα. Για να τα πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι... Όχι όμως και εσύ, που έχεις τέτοια σπουδή και να πας χαμένος! Εσύ, όπως πας, θα πεθάνεις πριν από μένα, θα πάρεις και στο λαιμό σου την οικογένειά σου. Μα εγώ, σου λέγω και σου υπογράφω, σαν γιατρός, που είμαι, πως θα ζήσω εκατόν δέκα χρόνια!».
 
Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δω και από κει, σαν να ψηνότανε απάνω σε καμμιά σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από το στόμα του: «Αχ! Ούχ! Ού! Ού! Ού! Χού!»
 
Ησύχασε για λίγο και ξαναείπε: «Αυτά έλεγα, μα σε λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα και έχασα το στοίχημα! Τι ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μία βούλιαζα και μία ανέβαινα απάνω, και φώναζα: Έλεος! μα κανένας δεν μ' άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σαν να ήμουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τι τράβηξα ως τώρα, και τι τραβώ!... Τι αγωνία είναι αυτή! Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Το κέρδισες το στοίχημα. Εγώ, τότε που βρισκόμουνα στο κόσμο που ζεις, ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός και είχα μάθει να μιλώ και να μ' ακούνε, να κοροϊδεύω την θρησκεία, να συζητώ για χειροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως βλέπω, πως χειροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα παραμύθια και χαρτοφάναρα. Χειροπιαστή είναι η αγωνία που βρίσκουμε. Αχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων!».
 
Απάνω σ' αυτά, χάθηκε από τα μάτια μου και άκουγα μονάχα τα βογκητά του, που και κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μία στιγμή, κατάλαβα να με σπρώχνει Ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου και τον βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τη φορά, ήτανε ακόμα πιο φριχτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ' ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, που το κουνούσε από δω και από κει.
 
Άνοιξε το στόμα του και μου είπε: «σε λίγη ώρα θα ξημερώσει και θα έρθουνε να με πάρουνε, εκείνοι που με στείλανε!» του λέω: 
«Ποιοί σε στείλανε;». Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως να καταλάβω τίποτα. Ύστερα μου λέγει: «Εκεί πού βρίσκομαι, είναι και άλλοι πολλοί, από κείνους που σε περιπαίζανε για την πίστη σου και τώρα καταλάβανε, πως οι εξυπνάδες δεν περνούνε παραπέρα από το νεκροταφείο... Είναι και κάποιοι άλλοι, που τους έκανες καλό και αυτοί σε κακολογούσανε. Και όσο τούς συγχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί να τον κάνει η καλοσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει να νοιώθει τον εαυτό του νικημένο.
 
Τούτοι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από μένα και δεν μπορούνε να βγούνε από τη σκοτεινή φυλακή τους για να έρθουνε να σε βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται με τη μάστιγα της αγάπης, όπως είπε ένας άγιος.
 
Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος απ' ό,τι τον βλέπαμε!
Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε, πως η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες και οι χαρές μας ψευτιά και απάτη.
 
Εσείς που έχετε στην καρδιά σας το Χριστό και που για σας ο λόγος του είναι αλήθεια, η μονάχη αλήθεια, εσείς κερδίσατε το μεγάλο Στοίχημα, που μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και στους απίστους, αυτό το στοίχημα που το έχασα εγώ ο ελεεινός και χάθηκα και τρέμω και αναστενάζω και δεν βρίσκω ησυχία. Αληθινά, στο Άδη δεν υπάρχει πια μετάνοια! Αλίμονο σ' όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τον καιρό που είμαστε απάνω στη γη. Η σάρκα μας είχε μεθύσει και εμπαίξαμε εκείνους που πιστεύανε στο Θεό και στη μέλλουσα ζωή και ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σας λέγαμε ανόητους, σας κάναμε περίπαιγμα και όσο εσείς δεχόσαστε με καλοσύνη τά πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε η δική μας η κακία.
 
Βλέπω και τώρα πόσο θλιβόσαστε από το φέρσιμο των κακών ανθρώπων, αλλά πως δεχόσαστε με υπομονή τις φαρμακερές σαΐτες που βγάζουνε από το στόμα τους, λέγοντάς σας υποκριτές, θεομπαίχτες και λαοπλάνους. Αν βρισκότανε, οι δυστυχείς στη θέση που βρίσκομαι τώρα και βλέπανε από δω που βλέπω, θα τρομάζανε για ό,τι κάνουνε. Θέλω να φανερωθώ σ' αυτούς και να τους πω ν' αλλάξουνε δρόμο, μα δεν έχω την άδεια, όπως δεν την είχε και εκείνος ο πλούσιας και για τούτο παρακαλούσε τον Πατριάρχη Αβραάμ, να στείλει το φτωχό το Λάζαρο. Μα και εκείνον δεν τον έστειλε και τούτο, για να γίνουνε ίδια άξιοι της καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε και άξιοι της σωτηρίας όσοι πορεύονται τη στράτα του Θεού. 
 
«Ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθέτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνη ποιησάτω έτι, και ο άγιος άγιασθήτω έτι».
Μ` αυτά τά λόγια, τον έχασα από μπροστά μου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.