Σελίδες

29 Μαΐου 2024

Κωνσταντινούπολις

Του Φώτη Κόντογλου
 
Κατὰ τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ ἐπῆρε τὸ βρέφος στὰς ἀγκάλας του ὁ θεοδόχος Συμεὼν καί εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα...». Καὶ κατόπι γύρισε κ᾽ εἶπε στὴ μητέρα τοῦ παιδιοῦ: «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καί εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. β’ 34). Λέγοντας «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» ἤθελε νὰ πεῖ πὼς ὁ Χριστὸς θἄτανε στὸν κόσμο ἕνα πρόσωπο ποὺ θά χώριζε τοὺς ἀνθρώπους σὲ δυὸ μέρη· σὲ ἐκείνους ποὺ θά τὸν λατρεὺανε γιά Θεό, καί τοὺς ἄλλους ποὺ θὰ τὸν πολεμούσανε, σὲ ἐκείνους ποὺ θά τὸν παραδεχόντανε, καὶ σὲ ἐκείνους ποὺ θά τὸν ἀρνιόντανε. Γὺρω στὸν Χριστὸ θὰ ἀντιμαχόντανε οἱ ἄνθρωποι ὅπως τὸ βλέπουμε ἕως τὰ σήμερα.
 
Τὸ ἴδιο θὰ μποροῦσε, νὰ εἰπεῖ κανένας πὼς γίνεται καί μὲ τὸ Βυζάντιο, δηλαδὴ μὲ τὸν κόσμο ποὺ ἔκανε ὅσο μποροῦσε σύστημα τῆς ζωῆς του τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, παρ' ὅλες τίς ἀτέλειες ποὺ φανερωθήκανε σ᾿ αὐτὸ καὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία. Τὸ Βυζάντιο στάθηκε ἀληθινὰ «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» μέσα στὴν Ἱστορία, ἕνα πρᾶγμα ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπό τὸν τὺπο ποὺ ἔχουνε τὰ συστήματα τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας. Τὸ Βυζάντιο γιὰ ἄλλους ἤτανε πολὺ σπουδαῖο ὄχι μονάχα στὴ θρησκευτικὴ ζωή, ἀλλὰ καί στὴν κοσμική, ἕνας παραμυθένιος κόσμος, ἐνῶ γιὰ ἄλλους πάλι ἤτανε ἡ παραμόρφωση τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ τὸ θεωρήσανε σὰν παρακμή τῆς ἀρχαιότητος, - τὸ κρίνανε μὲ κάποια μέτρα ποὺ εἶναι ἀταίριαστα γι᾿ αὐτὸ ποὺ κρίνανε. Τό Βυζάντιο ἤτανε ἕνα φαινόμενο στὸ ἔπακρο ἰδιόρρυθμο, κι᾿ αὐτοὶ τὸ κρίνανε μὲ τὰ ἴδια μέτρα ποὺ κρίνεται ὁ ἀρχαῖος κόσμος, ὁ ὁποῖος εἶχε ὁλότελα διαφορετικὸν χαρακτῆρα, καὶ παράλογα παίρνανε τὸ Βυζάντιο γιά ἁπλῆ συνέχεια καὶ παραμόρφωσή του. Ὅση διαφορὰ ἔχει ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία, ἄλλη τόση διαφορὰ χωρίζει τὸ Βυζάντιο ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζούσανε στὸ Βυζάντιο, μ’ ὅλον ὅτι πολλοί ἀπ’ αὐτοὺς βαστούσανε ἀπὸ τὸ ἴδιο ἀρχαῖο ἑλληνικὸ αἷμα κ᾽ εἴχανε τὴν ἑλληνικὴ παιδεία, ἤτανε ὅμως ὁλότελα ἄλλοι, «ἄνθρωποι καινοί», λαλοῦντες «γλώσσαις καιναῖς». Ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης δὲν ἔμοιαζε καθόλου μὲ τὸν Σωκράτη, οὔτε ὁ Συμεών, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, μὲ τὸν Διογένη τὸν κυνικό, οὔτε ὁ Ἅγιος Δημήτριος μὲ τὸν Πελοπίδα. 
 
Ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ θεμελιώθηκε ἀπάνω σὲ ἄλλη βάση: 
 
Καὶ ἡ τέχνη τοῦ Βυζαντίου, μὲ ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ ποὺ δανείσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχαία, εἶναι ὁλότελα διαφορετικὴ στὴν οὐσία της. Ἔφθασε σὲ κάποια πνευματικότητα ποὺ δὲν γνώρισε ἄλλη φορὰ ὁ κόσμος. 'Ενῶ ἡ ἀρχαία τέχνη ἤτανε βασισμένη ἀπάνω στὸ μέτρο καί στίς ἀναλογίες, ἡ τέχνη τῶν Βυζαντινῶν δὲν γνώριζε τέτοιο μέτρο., γιατί ζητοῦσε νἄβρει ἔκφραση γιὰ πράγματα ποὺ δὲν χωροῦνε στὰ τυπικὰ μέτρα ὅπου περιορίζεται ἡ ἀπόδοση τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἄς εἶναι κ᾿ ἡ πιὸ παθητικὴ καί ἐνθουσιώδης. 
 
Λοιπόν, τὸ Βυζάντιο εἶναι ἕνα μεγάλο πρᾶγμα. Εἶναι ὁ καιρὸς καί ὁ τόπος πού ζούσανε οἱ ἄνθρωποι μέ τὸν πόθο τοῦ ὑπερφυσικοῦ, τῆς αἰωνιότητος. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει αὐτὴ τὴν παράξενη καὶ μυστηριώδη, ἰδιορρυθμία, τὴν ὁποία δὲν τὴ θέλουνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ οἱ πόθοι τους δὲν βγαίνουνε ἔξω ἀπὸ τὸ μέτρο κι᾿ ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο, δηλαδὴ ποὺ εἶναι κολλημένοι στὴν κοινοτοπία τῶν ὑλικῶν συγκινήσεων. Οἱ Βυζαντινοὶ πιστεύανε στὰ μυστήρια καὶ στὴν ἀλήθεια ποὺ ἀπεκάλυψε ὁ Χριστὸς, ἤγουν στὸν θαυμαστὸ κόσμο ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ ὅ,τι πιάνουνε οἱ αἰσθήσεις καὶ τὸ μυαλό, ἐνῶ ὁ ἀρχαῖος σταματοῦσε ὡς ἐκεῖ. Ὁ Σωκράτης ἔκανε ἕνα πρᾶγμα τὴ λογική του μὲ τὸν Θεό, καί δὲν πίστευε διόλου σὲ ὅ,τι δὲν παραδεχότανε τὸ μυαλό του, δηλαδὴ στὸ θαῦμα. Γιὰ τοῦτο ὁ ἀρχαῖος ἄνθρωπος μέ ὅλα ποὺ ἔλεγε γιὰ τὴν ἐλευθερία, ἤτανε δοῦλος τῆς λογικῆς ποὺ εἶναι ἡ τελευταία ἀνάγκη. Ἐνῶ ὁ χριστιανὸς τοῦ Βυζαντίου, μέ ὅλο ποὺ ἡ ζωή του δὲν ἔχει τὰ φανταχτερὰ ξεφωνητὰ τῆς ἐλευθερίας, στὸ βάθος νοιώθει ἴσια - ἴσια τὴν ἀληθινὴ πνευματική ἐλευθερία. Κατά, τὸν Παῦλο ποὺ λέγει: «οὗ δὲ τὸ Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄ Κορ. γ΄ 17). 
 
Ἕνας Βυζαντινὸς Ἅγιος, ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, γράφει: «Ὁ βυθὸς τῶν δογμάτων εἶναι βαθύς, ἀλλά ὁ νοῦς τοῦ χριστιανοῦ πηδᾶ χωρὶς κίνδυνο μέσα σ᾽ αὐτὸν».᾿Ενῶ ὁ βαθυστὸχαστος Παρμενίδης κ᾽ οἱ ὅμοιοί του δὲν θά τολμούσανε νὰ πηδήσουνε μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἄβυσσο γιατὶ ἤτανε ἀλυσοδεμένοι ἀπὸ τόν ὀρθὸ λόγο. Ἡ ἀρχαιότητα εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ λογικοῦ, ἐνῶ τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ βασιλεία τῆς πίστεως, τῆς πνευματικῆς μέθης καί τῆς ἀθανασίας. Αὐτὸ φαίνεται καθαρώτατα στὴν τέχνη τοῦ καθενὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο κόσμους. Ὅπως ὁ Σωκράτης δὲν θὰ ἔνοιωθε τὰ ἀντιλογικὰ μυστήρια ποὺ κήρυττε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μ᾿ ὅλον ὅτι ἔλεγε πὼς πιστεύει στὸν ἕνα Θεὸ, ἄλλο τόσο κι᾿ ὁ Πραξιτέλης κ᾿ ὁ ᾿Απελλῆς δὲν θἄνοιωθαν μιά βυζαντινὴ εἰκόνα, γιατὶ δὲν εἶναι φτιαγμένη πάνω στὸν ὑλικὸν κανόνα. Πέρα ἀπὸ τίς «ἀναλογίες» κι᾿ ἀπὸ τὴν κοινοτοπία τῆς σαρκικῆς ὡραιότητος δὲν ἤτανε σέ θέση νὰ νοιώσουνε τίποτα οἱ ἀρχαῖοι. Τὰ πιο θαυμαστὰ μωσαϊκά τῆς Ἁγίας Σοφίας ἢ τῆς Ραβέννας, τὰ πιὸ ἐκφραστικἀ σχήματα στὶς τοιχογραφίες τοῦ Μυστρᾶ, ἀκόμα καὶ πρωτότυπα ὁράματα ποὺ τύπωσε ὁ Θεοτοκόπουλος στὰ ἔργα του, θά ἤτανε γιὰ τοὺς ἀρχαίους τερατώδη καὶ ἄτεχνα βαναυσουργήματα «διαφθείροντα την ὅρασιν». Ὁ χριστιανισμός ἐλέπτυνε τὸν «διονυσιακὸν καὶ ἀπολλώνειον» ἄνθρωπον, τὸν ἔστρεψε πρὸς τὸ βάθος τοῦ ἑαυτοῦ του, τοῦ ἔδωσε «πνευματικὸν ὀφθαλμὸν καὶ πνευματικὸν οὖς» γιὰ νὰ ἐρευνᾶ τίς ἀβύσσους τοῦ πνεύματος καὶ γιὰ νὰ ἀκροάζεται τὰ «θεῖα ἀπηχήματα».- Νὰ γιατὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Βυζαντίου εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο, καὶ δὲν πρέπει νὰ κρίνεται μὲ τὸ ἴδιο μέτρο. 
 
Τὸ Βυζάντιο πρωτοάνοιξε τὴν «πύλην τὴν κεκλεισμένην» καὶ μπόρεσε κ᾿ εἶδε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνα τὰ θαυμάσια, ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, πὼς δὲν μπορέσανε νὰ τὰ δοῦνε οἱ σοφοὶ κ᾿ οἱ συνετοί τῆς ἀρχαιότητος. Ἡ Κωνσταντινούπολη εἶναι «ἡ Σιὼν ἡ ἁγία, μήτηρ τῶν ἐκκλησιῶν, Θεοῦ κατοικητήριον». Ἡ ἁμαρτία καί τὰ πάθη ποὺ ἀνάψανε μὲ τόση ἔξαψη μέσα στὰ τείχη της, φωτίσανε μὲ τὴν ἄγρια φλόγα τους πιὸ πολύ τὸν ἡλιοστάλακτο θρόνο τῆς ἁγιότητος, κ᾽ ἡ βαρειὰ μυρουδιὰ τῆς ἀκολασίας σκεπάσθηκε ἀπὸ τὴν πάντερπνο ὀσμὴ τῆς πνευματικῆς εὐωδίας. Πολλοὶ ἀρχαῖοι μιλήσανε γιὰ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ κανένας δὲν τὴν πίστεψε ἀληθινά, ὥστε νὰ τὴν ἀφήσει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Διογένη, ποὺ κι' αὐτὸς καμώθηκε ψεύτικα πὼς τὴν σιχάθηκε, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ θρέψει τὴ ματαιοδοξία του. Κ᾽ ἔγινε «κύων», δηλαδὴ χειρότερος ἀπ' ὅ,τι ἤτανε. Καὶ βέβαια ἕνας ἀρχαῖος ποὺ εἶχε γιὰ Θεοὺς ὅλα τὰ πάθη τῆς σαρκὸς ἢ τὴ λογική του, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου ποὺ αὐτὴ ἤτανε ἡ ἴδια θρησκεία του; Καὶ νὰ καταφύγει ποῦ; Στήν ἔρημο; Πῶς νὰ τὴν ὑποφέρει, χωρὶς ταπείνωση, χωρίς ἐλπίδα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε πὼς οἱ ἔθνικοί, οἱ εἰδωλολάτρες, ἤτανε «οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα». Ἐνῶ στό Βυζάντιο ὁ βασιλιᾶς κατέβαινε ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ πήγαινε στὴν ἔρημο ντυμένος παληόρασα ἀπὸ γιδότριχα και χαιρότανε γιατὶ «ἡλευθερώθη ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς». Κ᾿ ἡ ἔρημος «ἐξήνθησεν ὡσεὶ κρῖνον». Γιατί «τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστί, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις». Ὅλα αὐτὰ τὰ «καινὰ καὶ ἀλλόκοτα» γινήκανε, γιατὶ ἡ πίστη μετατόπισε τὸν ἄνθρωπο καὶ τοὺς πόθους του ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ βρισκότανε πρὶν νὰ φανερωθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες μὲ ὅλη τὴ δύναμη καὶ τὴν λεπτὴ λειτουργία τοῦ μυαλοῦ τους, καὶ μ᾿ ὅλη τὴν εὐαισθησία τους δὲν μπορέσανε νὰ δοῦνε καθαρά πέρα ἀπὸ τὰ τείχη τῆς ἐπίγειας πολιτείας, γιατὶ δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε στούς ἀνθρώπους: «᾿Εγὼ ἦλθα στὸν κόσμο γιὰ νά δοῦνε ὅσοι δὲν βλέπουνε. Χωρὶς ἐμένα δὲν εἰμπορεῖτε νά κάνετε τίποτα». Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι εἴχανε κάποια θολὴ ἰδέα γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιά μίαν ἄλλη ζωή. 
 
Στὶς ψυχές τοῦ Βυζαντίου ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ἔφερνε τὴν ἀληθινὴ πίστη, κ᾿ ἡ μέλλουσα ζωὴ ἤτανε καθαρὴ μπροστά τους κι᾿ ὁλοένα τὰ μάτια τους εἶναι γυρισμένα κατὰ ἐκείνη τὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ. Καὶ ὅσα θαυμαστά ἔργα κάνανε μέ τίς τέχνες, κι᾽ ὅσες γιορτὲς πανηγυρίζανε, ὅλα ἤτανε ἁπλή προδιατύπωση τῆς μέλλουσας μακαριότητος. Ὁ ἄνθρωπος κ᾿ οἱ ἐλπίδες του τραβούσανε μὲ βεβαιότητα πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Τὸ Βυζάντιο τὸ σκέπαζε ἐκείνη ἡ φωτεινὴ νεφέλη ποὺ σκέπασε τοὺς τρεῖς ἀποστόλους, κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ στὸ ὄρος Θαβώρ. Ἡ ἁγιότης, ἡ ὁσιότης, ἡ μακαριότης γινήκανε πραγματικότητες τῆς ζωῆς, δὲν ἤτανε ὅπως πρίν κάποια ἠθικὰ σύμβολα. Καὶ οἱ λέξεις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καθαγιασθήκανε κι᾿ αὐτὲς ἀπὸ τὰ ἅγια νοήματα ποὺ ἐκφράζανε καὶ πήρανε κάποια σημασία πού δέν εἴχανε, σημασία μυστική, βαθειά, πνευματική. Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε πιὸ ἐσωτερικός, κατέβηκε στὸν βυθὸ τοῦ τ᾽ ἑαυτοῦ του, «ἔγνω ἑαυτὸν» ὄχι ὅπως ἤθελε ἡ ἀρχαία φιλοσοφία μὲ τὸ ἐρευνητικὸ ψαξιμο τῶν ἐγκάτων του, ἀλλά μέ τὸν θεῖον ἔρωτα πού τοῦ ἔλεγε: «Ὑμεῖς ναὸς τοῦ Πνεύματός ἐστε». Μὲ τὴν ταπείνωση ἔγινε πιὸ εὐαίσθητος στὸν ψυχικὸ πόνο καὶ στὴ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, στὸν ψυχικὸ πόνο καὶ στὴ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, καί βρῆκε τὴ λύτρωση τῆς συγγνώμης καὶ τῆς μετανοίας. Δὲν στέκεται πιά σάν ἐγωϊστής, ἀνδριάντας ἀσάλευτος καὶ αὐθάδης, ἀλλὰ πέφτει καί σηκώνεται ὁλοένα. Ὁ ἄρχοντας καλογερεύει καί γίνεται ὑποτακτικὸς τοῦ δούλου του, ἡ πόρνη ξαναστολίζεται μὲ τὰ ἄνθη τῆς παρθενίας, ὁ δήμιος γονατίζει καὶ ἀσπάζεται τὰ πόδια ἐκείνου ποὺ βασάνιζε. 
 
Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἕνα μεγάλο χωνευτῆρι μέσα στὸ ὁποῖο πέσανε καί λυώσανε μυριάδες ψυχὲς, σάν λογῆς-λογῆς μεταλλεύματα, λογῆς-λογῆς ἔθνη, κι᾿ ἀπὸ ἐκεῖ βγῆκε χρυσάφι λαμπερὸ, μαζὶ μὲ μαύρη σκουριά. Αὐτὸ τὸ μάλαμα εἶναι τὸ πιὸ καθαρὸ ἀπὸ κάθε χρυσάφι ποὺ βγῆκε ἀπὸ χωνευτῆρι. Κι’ ἀπ' αὐτὸ γίνηκε ἡ Ἑπτάφωτος λυχνία, ποὺ θὰ φωτίζει τὸν κόσμο στὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
 
απόσπασμα από ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.