«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν τις ἀσθενῶν, Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας, καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς (:ἦταν τότε κάποιος ποὺ λεγόταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρρωστήσει. Αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθανία, τὸ χωριὸ τῆς Μαρίας καὶ τῆς Μάρθας τῆς ἀδελφῆς της). Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ, καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει (:καὶ ἦταν ἡ Μαρία ἐκείνη ποὺ ἀργότερα, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, Τὸν ἄλειψε μὲ τὸ μύρο καὶ σκούπισε τὰ πόδια Του μὲ τὰ μαλλιά της. Καὶ ὁ Λάζαρος ποὺ ἀσθενοῦσε, ἦταν ἀδελφὸς της)» [Ἰω. 11,1-2].
Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὅταν δοῦν κάποιους, ποὺ εἶναι ἀρεστοὶ στὸν Θεό, νὰ πάσχουν ἀπὸ κάποιο κακὸ (ὅπως γιὰ παράδειγμα νὰ ἔχουν ἀρρωστήσει ἢ νὰ πάσχουν ἀπὸ φτώχεια ἢ ἀπὸ κάποιο ἄλλο παρόμοιο) σκανδαλίζονται, μὴ γνωρίζοντας ὅτι γνώρισμα τῶν κατεξοχὴν φίλων τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ νὰ πάσχουν ἀπὸ αὐτά· καὶ ὁ Λάζαρος λοιπὸν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ Χριστοῦ καὶ ἦταν ἀσθενής. Αὐτὸ λοιπὸν ἔλεγαν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ στάλθηκαν: «Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ (:Κύριε, νά, ὁ φίλος Σου ποὺ τόσο πολὺ ἀγαπᾷς εἶναι ἄρρωστος)». Ἀλλὰ ἂς ἐξετάσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν περικοπή.
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν τίς ἀσθενῶν, Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας (:ἦταν τότε κάποιος ποὺ λεγόταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρρωστήσει. Αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθανία)». Δὲν ἀνέφερε ἔτσι ἁπλὰ καὶ τυχαῖα ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Λάζαρος, ἀλλὰ γιὰ κάποια αἰτία, τὴν ὁποία θὰ ἀναφέρει στὴ συνέχεια· τώρα ἂς ἐξετάσουμε τὸ παρὸν χωρίο. Καὶ τίς ἀδελφές του μᾶς τίς ἀναφέρει πρὸς μεγάλη ὠφέλεια, καὶ ἀκόμη, αὐτὸ ποὺ ἐπιπλέον εἶχε ἡ Μαρία, προσθέτοντας καὶ λέγοντας: «Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ, καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει (:ἡ Μαρία πάλι ἦταν ἐκείνη ποὺ ἀργότερα, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου, Τὸν ἄλειψε μὲ τὸ μύρο καὶ σκούπισε τὰ πόδια Του μὲ τὰ μαλλιά της. Καὶ ὁ Λάζαρος ποὺ ἀρρώστησε ἦταν ἀδελφός της)».
Ἐδῶ μερικοὶ ἀπορῶντας λένε: «Πῶς», λένε, «ἀνεχόταν ὁ Χριστὸς γυναῖκα νὰ ἐνεργεῖ μὲ τέτοιον τρόπο;». Κατὰ πρῶτον λοιπὸν πρέπει νὰ μάθουμε ἐκεῖνο, ὅτι δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ πόρνη ποὺ ἀναφέρει ὁ Ματθαῖος [Ματθ. 26,7-13], οὔτε αὐτὴ ποὺ ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς [Λουκ. 7,37-48], διότι ἄλλη εἶναι αὐτή· καθόσον ἐκεῖνες μὲν ἦσαν πόρνες καὶ γεμᾶτες ἀπὸ πολλὰ κακά, ἐνῶ αὐτὴ ἦταν σεμνὴ καὶ σπουδαία· διότι φρόντιζε γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ. Δείχνει ἐπίσης ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι καὶ οἱ ἀδερφὲς τοῦ Λαζάρου ἀγαποῦσαν τὸν Κύριο καὶ ὅμως ἐπέτρεψε νὰ πεθάνει ὁ Λάζαρος.
Καὶ γιατί δὲν ἄφησαν τὸν ἀσθενῆ ἀδελφό τους καὶ νὰ μεταβοῦν πρὸς Αὐτὸν γιὰ νὰ Τὸν παρακαλέσουν αὐτοπροσώπως, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε ὁ ἑκατόνταρχος [βλ. Ματθ. 8,5-6 : «Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος (:καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὴν Καπερναούμ, ἦλθε κοντά Του ἕνας ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος Τὸν παρακαλοῦσε καὶ Τοῦ ἔλεγε: ''Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος καὶ παράλυτος στὸ σπίτι καὶ βασανίζεται ἀπὸ τρομεροὺς πόνους'')»] καὶ ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀνῆκε στὴ βασιλικὴ αὐλὴ τοῦ Ἡρώδη [βλ. Ἰω. 4,47: «οὗτος ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ἥκει ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱὸν· ἤμελλε γὰρ ἀποθνήσκειν (:Αὐτὸς λοιπόν, μόλις ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἰουδαία στὴ Γαλιλαία, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καπερναοὺμ καὶ πῆγε νὰ τὸν συναντήσει· κι ἄρχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὴν Κανὰ στὴν Καπερναοὺμ καὶ νὰ θεραπεύσει τὸ γιό του· διότι ἦταν βαριὰ ἄρρωστος καὶ κινδύνευε νὰ πεθάνει)»], ἀλλὰ στέλνουν ἄλλους; Εἶχαν πάρα πολὺ θάρρος πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ πολλὴ οἰκειότητα. Ἄλλωστε καὶ γυναῖκες ἀδύναμες ἦσαν καὶ κατέχονταν ἀπὸ τὸ πένθος· διότι, τὸ ὅτι δὲν τὸ ἔκαναν αὐτὸ ἀπὸ περιφρόνηση, τὸ ἀπέδειξαν στὴ συνέχεια.
Τὸ ὅτι λοιπὸν δὲν ἦταν αὐτὴ ἐκείνη ἡ πόρνη [Λουκᾶ 7,37-38: «καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου, καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ (:καὶ ἰδού, στὴν πόλη αὐτὴ ζοῦσε μία γυναῖκα ποὺ ἦταν ἁμαρτωλή. Αὐτὴ ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι καθισμένος καὶ τρώει στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου, ἔφερε ἕνα ἀγγεῖο ἀπὸ ἀλάβαστρο γεμᾶτο ἀπὸ μύρο, κι ἀφοῦ στάθηκε κοντὰ στὰ πόδια Του, πίσω ἀπὸ τὸ τραπέζι, ὅπως ἦταν καθισμένος ὁ Κύριος, καθὼς σκεπτόταν τίς ἁμαρτίες της, ξέσπασε σὲ κλάματα. Καὶ ἄρχισε νὰ βρέχει τὰ πόδια Του μὲ τὰ ἄφθονα δάκρυά της καὶ τὰ σκούπιζε μὲ τὰ μαλλιά της. Συγχρόνως μάλιστα φιλοῦσε μὲ εὐλαβικὴ ἀγάπη τὰ πόδια Του καὶ τὰ ἄλειφε μὲ τὸ μύρο)»] εἶναι ὁλοφάνερο.
«Ἀλλὰ καὶ ἐκείνη τὴν πόρνη ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς», θὰ μποροῦσε νὰ ἀναρωτηθεῖ κάποιος, «γιὰ ποιό λόγο τὴ δέχτηκε ὁ Χριστός;» Γιὰ νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν κακία, γιὰ νὰ δείξει τὴ φιλανθρωπία Του, γιὰ νὰ μάθεις ὅτι δὲν ὑπάρχει νόσημα, ποὺ νὰ νικᾷ τὴν ἀγαθότητά Του. Μὴ λοιπὸν βλέπεις μόνο αὐτό, τὸ ὅτι τὴ δέχτηκε ὁ Κύριος, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνο νὰ προσέξεις, δηλαδὴ τὸ πῶς τὴ μετέβαλε. Καὶ γιὰ ποιό λόγο μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ εὐαγγελιστὴς αὐτὴν τὴν ἱστορία; Καὶ ἐπιπλέον τί θέλει νὰ μᾶς διδάξει μὲ τοὺς λόγους «Ἠγάπα δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν Μάρθαν, καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον (:ὁ Ἰησοῦς μάλιστα ἀγαποῦσε τὴ Μάρθα καὶ τὴν ἀδελφή της, καθὼς καὶ τὸν Λάζαρο. Καὶ δὲν ἔφυγε βέβαια ἀμέσως γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ καὶ νὰ θεραπεύσει τὸν Λάζαρο· αὐτὸ ὅμως δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ ἀδιαφορία, ἀλλὰ διότι ἀπέβλεπε στὴ φανέρωση τῆς δόξας καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ)»; Γιὰ νὰ μὴν ἀγανακτοῦμε ποτέ, οὔτε νὰ δυσανασχετοῦμε, ἐὰν κάποια ἀσθένεια συμβεῖ στοὺς σπουδαίους ἄνδρες καὶ φίλους τοῦ Θεοῦ.
«Ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν, λέγουσαι· Κύριε, ἴδε, ὃν φιλεῖς, ἀσθενεῖ (:ἔστειλαν λοιπὸν οἱ δύο ἀδελφές του ἀνθρώπους νὰ εἰδοποιήσουν τὸν Ἰησοῦ, καὶ τοῦ εἶπαν: ''Κύριε, νά, ὁ φίλος Σου ποὺ τόσο πολὺ ἀγαπᾷς εἶναι ἄρρωστος'')». Ἤθελαν νὰ ἀποσπάσουν τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Χριστοῦ· διότι ἀκόμη σὰν ἄνθρωπο Τὸν πρόσεχαν καὶ εἶναι φανερὸ ἀπὸ ὅσα λέγουν: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει· (: ὅταν λοιπὸν ἡ Μάρθα συνάντησε τὸν Ἰησοῦ, τοῦ εἶπε: ''Κύριε, ἂν ἤσουν ἐδῶ, δὲν θὰ εἶχε πεθάνει ὁ ἀδελφός μου)» καὶ ἀπό τὸ ὅτι δὲν εἶπαν «Νά, ὁ Λάζαρος ἀσθενεῖ», ἀλλὰ «Νά, ὁ φίλος Σου ποὺ τόσο πολὺ ἀγαπᾷς, εἶναι ἀσθενής».
Τί λέει λοιπὸν ὁ Χριστός; «Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς (:αὐτὴ ἡ ἀσθένεια δὲν θὰ καταλήξει σὲ ἀνεπανόρθωτο θάνατο, ἀλλὰ ἐμφανίστηκε γιὰ νὰ ἐκλάμψει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐμφανίστηκε δηλαδὴ γιὰ νὰ δοξασθεῖ μὲ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διότι θὰ Τοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ δείξει τὴν ὑπερφυσική Του δύναμη καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσει περίτρανα τὴ θεϊκή Του φύση καὶ ἀποστολή)» [Ἰω. 11,4].
Πρόσεχε πὼς πάλι λέγει ὅτι μία εἶναι ἡ δόξα Αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατέρα· διότι ἀφοῦ εἶπε «τοῦ Θεοῦ», πρόσθεσε: «ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς. Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον». Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐπρόκειτο νὰ μείνει ἐκεῖ δύο ἡμέρες, καταρχὴν ἀποστέλλει αὐτοὺς νὰ ἀναγγείλουν τὴ θανάσιμη ἀσθένεια τοῦ Λαζάρου.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν πρέπει νὰ θαυμάσουμε τίς ἀδελφές τοῦ Λαζάρου, πῶς, ἂν καὶ ἄκουσαν ὅτι ἡ ἀσθένεια αὐτὴ «οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον» καὶ ὅμως εἶδαν τὸν ἀδερφό τους ὅτι πέθανε, δὲν σκανδαλίστηκαν ποὺ συνέβῃ τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶπε, ἀλλὰ καὶ πάλι προσῆλθαν πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ δὲν νόμισαν ὅτι διαψεύστηκε. Ἐπίσης, τὸ «ἵνα» ἐδῶ δὲν δηλώνει αἰτιολογία, ἀλλὰ τὸ ἀποτέλεσμα· διότι συνέβῃ μὲν ἡ ἀρρώστια ἀπὸ ἄλλη αἰτία, χρησίμευσε ὅμως αὐτὴ πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ.
«Ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας (:ὅταν λοιπὸν ἄκουσε ὅτι ὁ Λάζαρος εἶναι ἄρρωστος, τότε παρέμεινε δύο ἀκόμη ἡμέρες στὸν τόπο ποὺ βρισκόταν, ἐνῶ ὅλοι ὅσοι ἤξεραν τὴν ἀγάπη Του γι᾿ Αὐτὸν θὰ περίμεναν νὰ ἀναχωρήσει ἀμέσως)». Γιατί ἔμεινε; Γιὰ νὰ πεθάνει καὶ νὰ ἐνταφιαστεῖ στὸ μεταξὺ ὁ Λάζαρος, γιὰ νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι τὸν ἀνέστησε πρὶν ἀκόμη πεθάνει· ὅτι ἦταν νάρκη, ὅτι ἦταν ἀτονία, ὅτι ἦταν ἐπαναφορὰ ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτὴν καὶ ὄχι θάνατος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ μένει ὁ Κύριος τόσο χρόνο προτοῦ μεταβεῖ στὴ Βιθυνία, ὥστε καὶ νὰ ἔχει προχωρήσει ἡ σήψη καὶ ἡ φθορὰ στὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Λαζάρου καὶ νὰ ποῦν: «ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι (:Κύριε, τώρα πιὰ μυρίζει ἄσχημα· διότι εἶναι τέσσερις μέρες νεκρός'')» [Ἰω. 11,39].
«Ἒπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς Μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν (:κι ἔπειτα, ἀφοῦ πέρασαν οἱ δύο ἡμέρες, εἶπε στοὺς μαθητὲς Του: ''Ἄς πᾶμε πάλι στὴν Ἰουδαία'')». Γιατί λοιπόν, τέλος πάντων, ἐνῶ ποτὲ ἄλλοτε δὲν προεῖπε ποῦ θὰ πᾶνε, ἐδῶ τὸ προλέγει; Οἱ μαθητές Του φοβοῦνταν τότε πάρα πολύ· καὶ ἐπειδὴ βρίσκονταν σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, τὸ προλέγει γιὰ νὰ μὴν τοὺς ταράξει τὸ ξαφνικό. Τί λένε λοιπὸν οἱ μαθητές; «Λέγουσιν αὐτῷ οἱ Μαθηταί· ῥαββί, νῦν ἐζήτουν σὲ λιθάσαι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; (:οἱ μαθητές Του ὅμως, ποὺ εἶχαν φοβηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀντίδραση ποὺ συνάντησε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱεροσόλυμα, τοῦ εἶπαν: ''Διδάσκαλε, μόλις πρὶν λίγο ζητοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι νὰ Σὲ λιθοβολήσουν, κι ἐσὺ θέλεις νὰ πᾶς πάλι ἐκεῖ;'')» [Ἰω. 11,8]. Φοβοῦνταν βέβαια καὶ γι᾿ αὐτόν, περισσότερο ὅμως μᾶλλον φοβοῦνταν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους· διότι δὲν ἦσαν ἀκόμη πνευματικὰ καταρτισμένοι. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν συγκλονιζόμενος ὁ Θωμᾶς ἀπὸ τὸν φόβο λέγει: «Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ (:ἀφοῦ θέλει νὰ ἐπιστρέψει στὸ μέρος ποὺ οἱ ἐχθροί Του ζητοῦν νὰ Τὸν σκοτώσουν, ἂς πᾶμε κι ἐμεῖς ἐκεῖ γιὰ νὰ πεθάνουμε μαζί του)», διότι ἦταν πνευματικὰ ἀσθενέστερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ περισσότερο δύσπιστος.
Ἀλλὰ πρόσεχε πῶς ὁ Ἰησοῦς ἐνθαρρύνει αὐτοὺς μὲ αὐτὰ ποὺ λέγει. «Οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τίς περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· ἐὰν δέ τις περιπατεῖ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ (:δώδεκα ὧρες δὲν ἔχει ἡ ἡμέρα; Ἐὰν κανεὶς περπατάει τὴν ἡμέρα, δὲν σκοντάφτει, ἀλλὰ βαδίζει μὲ ἀσφάλεια, διότι βλέπει τὸν ἥλιο, ποὺ φωτίζει τὸν ὑλικὸ αὐτὸν κόσμο. Ἔτσι κι ἐγὼ ἔχω τὸν χρόνο τῆς ἐπίγειας ἀποστολῆς μου ἐπακριβῶς καθορισμένο ἀπὸ τὸν Πατέρα μου. Καὶ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν μποροῦν νὰ μοῦ ἀφαιρέσουν οὔτε δευτερόλεπτο ἀπὸ τὸν χρόνο αὐτό. Δὲν διατρέχω λοιπὸν κανένα κίνδυνο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀφοῦ ἀκολουθῶ τὸν δρόμο ποὺ φωτίζεται ἀπ᾿ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου. Ἀλλὰ καὶ σεῖς, ἐφόσον μὲ ἀκολουθεῖτε, δὲν διατρέχετε μαζί μου κανέναν κίνδυνο· διότι ἐγώ, ποὺ εἶμαι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, θὰ φωτίζω τὸν δρόμο σας καὶ θὰ ἀσφαλίζω τὴν πορεία σας. Ἐὰν ὅμως κανεὶς περπατάει τὴ νύχτα, σκοντάφτει, διότι δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὸν τὸ φῶς γιὰ νὰ τὸν φωτίζει. Ἔτσι κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θὰ μείνουν στὸ φῶς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, θὰ σκοντάψουν καὶ θὰ πέσουν)» [Ἰω. 11,9-10]. Ἢ λοιπὸν ἐννοεῖ αὐτό, ὅτι αὐτὸς ποὺ δὲν νιώθει γιὰ τὸν ἑαυτό του τίποτε τὸ πονηρὸ δὲν θὰ πάθει κανένα κακό, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ πράττει κακὰ ἔργα, θὰ πάθει («καὶ ἑπομένως ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ φοβούμαστε, διότι δὲν κάναμε τίποτε ἄξιο θανάτου»), ἢ ὅτι αὐτὸς ποὺ βλέπει τὸ φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, εἶναι ἀσφαλής. «Ἐὰν λοιπὸν εἶναι ἀσφαλὴς αὐτὸς ποὺ βλέπει τὸ φῶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, πολὺ περισσότερο αὐτὸς ποὺ εἶναι μαζί μου, ἐὰν δὲν φύγει ἀπὸ κοντά μου».
Ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε θάρρος μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, προσθέτει καὶ τὴν ἀναγκαία αἰτία τῆς ἀφίξεώς Του ἐκεῖ καὶ γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν πρόκειται νὰ μεταβοῦν στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ στὴ Βηθανία, λέγει: «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν (:ὁ φίλος μου Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ. Ἀλλὰ πηγαίνω νὰ τὸν ξυπνήσω)»· δηλαδὴ «δὲν πηγαίνω πρὸς αὐτοὺς γιὰ νὰ συνομιλήσω πάλι μὲ αὐτοὺς καὶ νὰ συγκρουστῶ μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξυπνήσω τὸν φίλο μου».
Λέγουν οἱ μαθητές: «Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται (:Κύριε, ἐὰν ἔχει κοιμηθεῖ, ὁ ὀργανισμός του μὲ τὴν ἀνάπαυση τοῦ ὕπνου θὰ ἀνακτήσει τίς σωματικές του δυνάμεις καὶ συνεπῶς θὰ γίνει καλά. Γιατί λοιπὸν νὰ τὸν ξυπνήσουμε;)» [Ἰω. 11,12]. Αὐτὸ δὲν τὸ εἶπαν ἔτσι τυχαία, ἀλλὰ θέλοντας νὰ ἐμποδίσουν τὴ μετάβασή Του ἐκεῖ. «Λέγεις», λέγουν, «ὅτι κοιμᾷται; Ἑπομένως δὲν εἶναι ἀναγκαία ἡ μετάβαση ἐκεῖ»· ἂν καὶ βέβαια ὁ Κύριος γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν εἶπε τὴ φράση: «ὁ φίλος μου», γιὰ νὰ δείξει ἀναγκαῖα τὴν παρουσία Του ἐκεῖ.
«Εἰρήκει δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν, ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει (:ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸ εἶχε πεῖ αὐτὸ ἐννοῶντας τὸν θάνατο τοῦ Λαζάρου· ἐνῶ ἐκεῖνοι νόμισαν ὅτι μιλάει γιὰ τὸν συνηθισμένο ὕπνο)» [Ἰω. 11,13]. Ὅταν λοιπὸν φάνηκαν διστακτικότεροι, τότε λέγει σὲ αὐτοὺς «παρρησίᾳ (:καθαρά)»: «Λάζαρος ἀπέθανε (:τότε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε καθαρά: ''Ὁ Λάζαρος πέθανε'')» [Ἰω. 11,14]. Τὰ προηγούμενα βέβαια λόγια τὰ ἔλεγε θέλοντας νὰ δείξει τὴν ἔλλειψη καυχήσεως, ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὸ ἀντιλήφθηκαν, προσθέτει: «καὶ χαίρω δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ᾿ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν (:καὶ χαίρομαι γιά σᾶς, γιὰ νὰ στηριχθεῖτε περισσότερο στὴν πίστη. Χαίρομαι, διότι δὲν ἤμουν ἐκεῖ πρὶν πεθάνει· διότι τότε θὰ τὸν θεράπευα προτοῦ πεθάνει καὶ δὲν θὰ γινόταν τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεώς του, ποὺ θὰ σᾶς στηρίξει στὴν πίστη. Ἀλλὰ ἂς πᾶμε κοντά του'')» [Ἰω. 11,15].
Τί σημαίνει ἡ φράση «γιὰ ἐσᾶς»; Διότι «τὸ προεῖπαν χωρὶς νὰ εἶμαι παρὼν καὶ ὅτι ὅταν τὸν ἀναστήσω, δὲ θὰ ὑπάρχει καμία ὑποψία». Βλέπεις πὼς ἀκόμη βρίσκονταν σὲ ἀτελῆ πνευματικὴ κατάσταση οἱ μαθητὲς καὶ δὲν γνώριζαν τὴν δύναμή Του ὅπως ἔπρεπε; Αὐτὸ τὸ δημιουργοῦσαν οἱ φόβοι ποὺ τοὺς διακατεῖχαν, ποὺ τάρασσαν τίς ψυχές τους καὶ τίς ἀνησυχοῦσαν. Καὶ ὅταν μὲν εἶπε: «Ἔχει κοιμηθεῖ», προσθέτει: «Πηγαίνω γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσω», ὅταν ὅμως εἶπε «Πέθανε» δὲν πρόσθεσε ἀκόμη τὸ «Πηγαίνω γιὰ νὰ τὸν ἀναστήσω»· διότι δὲν ἤθελε μὲ τὰ λόγια νὰ προλέγει αὐτὰ ποὺ ἐπρόκειτο μὲ τὰ ἔργα νὰ τὰ ἐπιβεβαιώσει, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει νὰ ἀποφεύγουμε πάντοτε τὴν κενοδοξία καὶ τὸ ὅτι δὲν πρέπει ἁπλῶς νὰ δίνουμε ὑποσχέσεις. Καὶ ἂν τὸ ἔκανε αὐτὸ στὴν περίπτωση τοῦ ἑκατοντάρχου ποὺ ἦλθε καὶ Τὸν παρακάλεσε (διότι εἶπε: «ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν (:θὰ ἔλθω ἐγὼ στὸ σπίτι σου καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω)» [Ματθ. 8,7], τὸ εἶπε αὐτὸ γιὰ νὰ δείξει τὴν πίστη ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐὰν ὅμως ἔλεγε: «Ἀπὸ ποῦ νόμισαν οἱ μαθητὲς ὅτι πρόκειται περὶ ὕπνου καὶ δὲν ἀντιλήφθηκαν ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια, ὅτι πρόκειται περὶ θανάτου (ἐννοῶ τὰ λόγια: ''Πηγαίνω γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσω'')», καθόσον θὰ ἦταν ἀνοησία, ἐὰν περίμεναν αὐτὸν νὰ βαδίσει δεκαπέντε στάδια γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσει, ἐκεῖνο θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι νόμιζαν ὅτι πρόκειται γιὰ κάποια αἰνιγματικὴ φράση σὰν κάποια ἀπὸ τοὺς πολλὲς ἐκεῖνες ποὺ τοὺς ἔλεγε.
Βέβαια ὅλοι εἶχαν φοβηθεῖ τὴν ἐπίθεση τῶν Ἰουδαίων, περισσότερο ὅμως ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὁ Θωμᾶς, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἔλεγε: «Ἄς πᾶμε γιὰ νὰ πεθάνουμε μαζί Του». Καὶ ὁρισμένοι λένε ὅτι ἐπιθυμοῦσε καὶ ὁ ἴδιος νὰ πεθάνει, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό· μᾶλλον δηλαδὴ ἦταν λόγος φόβου. Ἀλλὰ ὅμως δὲν ἐπιτιμήθηκε· διότι ὁ Κύριος ἀνεχόταν ἀκόμη τὴν πνευματικὴ ἀδυναμία του· ἀργότερα ὅμως εἶχε γίνει ὁ ἰσχυρότερος καὶ ὁ ἀσυναγώνιστος. Τὸ ἄξιο θαυμασμοῦ λοιπὸν εἶναι αὐτό, ὅτι αὐτὸς ποὺ ἦταν τόσο πνευματικὰ ἀτελὴς πρὸ τοῦ σταυροῦ, τὸν βλέπουμε μετὰ τὸν σταυρὸ καὶ τὴν πίστη του στὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου θερμότερο ἀπὸ ὅλους· τόση εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ· διότι αὐτὸς ποὺ δὲν τολμοῦσε νὰ ἔλθει μὲ τὸν Χριστὸ στὴ Βιθυνία, ὁ ἴδιος ἀργότερα καὶ χωρὶς νὰ βλέπει πιὰ τὸν Χριστό, διέτρεξε σχεδὸν ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ κινεῖτο μεταξὺ πλήθους ποὺ διψοῦσε γιὰ αἷμα καὶ ἤθελε νὰ τὸν φονεύσει.
Ἐὰν ὅμως ἀπεῖχε ἡ Βηθανία δεκαπέντε στάδια, πρᾶγμα ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ δύο μίλια [:περίπου 3.070 μέτρα], πῶς ὁ Λάζαρος ἦταν νεκρὸς πρὶν ἀπὸ τέσσερεις μέρες; Ἔμεινε δύο ἡμέρες καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὲς τίς δύο μέρες ἦλθε κάποιος καὶ τοὺς ἔφερε ἀγγελία τὴν ἡμέρα ἀκριβῶς ποὺ πέθανε καὶ κατὰ συνέπεια ἔφτασε κατὰ τὴν τέταρτη ἡμέρα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ περίμενε νὰ Τὸν καλέσουν καὶ δὲν μετέβῃ χωρὶς τὴν πρόσκληση, γιὰ νὰ μὴ δημιουργηθεῖ ἀπὸ κανέναν ὑποψία γιὰ τὸ γεγονός. Καὶ οὔτε οἱ ἴδιες οἱ ἀγαπητὲς στὸν Κύριο ἀδελφές τοῦ Λαζάρου ἦλθαν γιὰ νὰ Τοῦ ἀνακοινώσουν τὸν θάνατο τοῦ φίλου Του, ἀλλὰ ἀποστέλλονται ἄλλοι.
«Ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν ῾ιεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε (:ἡ Βηθανία μάλιστα ἦταν κοντὰ στὰ Ἱεροσόλυμα, σὲ ἀπόσταση περίπου δεκαπέντε παλαιῶν σταδίων, δηλαδὴ τεσσάρων χιλιομέτρων)» [Ἰω. 11,18]. Ἀπὸ αὐτὸ γίνεται φανερὸ ὅτι φυσικὸ ἦταν νὰ βρίσκονταν ἐκεῖ πολλοὶ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀμέσως λοιπὸν πρόσθεσε ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι βρίσκονταν πλησίον τους πολλοὶ Ἰουδαῖοι, παρηγορῶντας τίς δύο ἀδελφὲς γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Λαζάρου. Καὶ πῶς παρηγοροῦσαν αὐτὲς ποὺ ἀγαπῶνταν ἀπὸ τὸν Χριστό, τὴ στιγμὴ ποὺ εἶχαν ἀποφασίσει ὅτι ἐὰν κάποιος πιστέψει στὸν Χριστό, θὰ τὸν ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὴ συναγωγή; Ἢ ἐξαιτίας τῆς συμφορᾶς, ἢ ἐπειδὴ ἐκτιμοῦσαν τὴν εὐγένειά τους, ἢ ἦσαν παρόντες ἄνθρωποι χωρὶς κακία· διότι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς πίστεψαν. Αὐτὰ ἐπίσης τὰ λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, γιὰ νὰ βεβαιώσει ὅτι ὁ Λάζαρος εἶχε πεθάνει.
Καὶ γιατί τέλος πάντων ἡ Μάρθα δὲν παίρνει τὴν ἀδελφὴ της μαζί της ἐρχόμενη νὰ συναντήσει τὸν Χριστό; Θέλει κατ᾿ ἰδίαν νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τοῦ ἀναγγείλει τὸ γεγονός. Ὅταν ὅμως τῆς ἔδωσε καλὲς ἐλπίδες, τότε πηγαίνει καὶ καλεῖ καὶ τὴ Μαρία καὶ συνάντησε Αὐτόν, ἐνῶ ἀκόμη τὸ πένθος βρισκόταν στὸ ἀποκορύφωμά του. Βλέπεις πόσο θερμὴ ἦταν ἡ ἀγάπη της; Αὐτὴ εἶναι ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία ἔλεγε: «ἑνὸς δὲ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς (:ἕνα εἶναι χρήσιμο καὶ ἀναγκαῖο, ἡ ἀκρόαση τῆς διδασκαλίας μου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναγκαία πνευματικὴ τροφὴ γιὰ τὴν ψυχή. Αὐτὴν τὴν τροφὴ διάλεξε ἡ Μαρία, τὴν καλὴ καὶ ὠφέλιμη μερίδα, ποὺ δὲν θὰ τῆς ἀφαιρεθεῖ ποτέ· διότι οἱ ὠφέλειες τῆς πνευματικῆς αὐτῆς τροφῆς δὲν εἶναι προσωρινὲς καὶ φθαρτές, ἀλλὰ πνευματικὲς καὶ αἰώνιες)» [Λουκᾶ 10,42].
Πῶς λοιπὸν τώρα φαίνεται θερμότερη ἡ Μάρθα; Ὄχι θερμότερη, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ Μαρία δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου· καὶ ἐπειδὴ ἦταν ἡ Μάρθα πνευματικὰ ἀσθενέστερη· καθόσον, ἂν καὶ ἄκουσε τόσα πολλὰ περὶ τοῦ Χριστοῦ, ὁμιλεῖ ἀκόμη μὲ ταπεινὰ φρονήματα: «Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος, Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι (:τοῦ λέει ἡ Μάρθα, ἡ ἀδελφὴ τοῦ νεκροῦ: ''Κύριε, τώρα πιὰ μυρίζει ἄσχημα· διότι εἶναι τέσσερις μέρες νεκρός'')». Ἐνῶ ἡ Μαρία, ἂν καὶ δὲν ἄκουσε τίποτε, δὲν εἶπε τίποτε τὸ παρόμοιο, ἀλλὰ ἀμέσως πίστεψε καὶ λέγει: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός (:Κύριε, ἐὰν ἤσουν ἐδῶ, δὲν θὰ μοῦ πέθαινε ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφός, ἀλλὰ θὰ τὸν θεράπευες)» [Ἰω. 11,21].
Βλέπετε πόση εἶναι ἡ φιλοσοφία τῶν γυναικῶν, ἂν καὶ ἡ γνώμη τους εἶναι πνευματικὰ ἀτελής; Διότι μόλις εἶδαν τὸν Χριστὸ δὲν ξεσποῦν ἀμέσως σὲ θρήνους οὔτε σὲ κραυγές, οὔτε σὲ ὀλολυγμοὺς (πρᾶγμα ποὺ πάσχουμε ἐμεῖς ὅταν δοῦμε κάποιους γνωστοὺς νὰ μᾶς ἐπισκέπτονται κατὰ τὴν ὥρα τοῦ πένθους), ἀλλὰ ἀμέσως θαυμάζουν τὸν Διδάσκαλο. Πίστεψαν βέβαια καὶ οἱ δύο στὸν Χριστό, ἀλλὰ ὄχι ὅπως ἔπρεπε· διότι ἀκόμη δὲν γνώριζαν ἀκριβῶς, οὔτε ὅτι ἦταν Θεός, οὔτε ὅτι μὲ δική Του δύναμη καὶ ἐξουσία κάνει αὐτά, πράγματα ποὺ καὶ τὰ δύο τῆς τὰ δίδαξε.
Ἐπίσης τὸ ὅτι δὲν τὸ γνώριζαν γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ καὶ οἱ δύο εἶπαν μόλις ἀντίκρυσαν τὸν Κύριο: «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει (:Κύριε, ἂν ἤσουν ἐδῶ, δὲν θὰ εἶχε πεθάνει ὁ ἀδελφός μου)», καὶ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πρόσθεσαν, «ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα, ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός (:ξέρω ὅμως ὅτι καὶ τώρα ποὺ ὁ ἀδελφός μου εἶναι πεθαμένος, ὅ,τι κι ἂν ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεό, θά Σοῦ τὸ δώσει ὁ Θεός'')», σὰν δηλαδὴ νὰ ὁμιλοῦσαν γιὰ κάποιον ἐνάρετο καὶ διακεκριμένο ἄνθρωπο.
Πρόσεχε ὅμως καὶ τί λέγει ὁ Χριστός: «Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου (:θὰ ἀναστηθεῖ ὁ ἀδελφός σου)». Καταρχὴν ἀνατρέπει ἐκεῖνο, τὸ «ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν (:ὅ,τι κι ἂν ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅσα ἂν ζητήσεις)»· διότι δὲν εἶπε «Ζητῶ», ἀλλὰ τί; «Θὰ ἀναστηθεῖ ὁ ἀδελφός σου». Τὸ νὰ πεῖ δηλαδὴ «Γυναῖκα, ἀκόμη κάτω βλέπεις; Δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλη βοήθεια, ἀλλὰ μόνος μου τὰ κάνω ὅλα» ἦταν πάρα πολὺ βαρὺ καὶ θὰ στενοχωροῦσε τὴ γυναῖκα, τώρα ὅμως μὲ τὸ νὰ πεῖ: «Θὰ ἀναστηθεῖ», μετρίασε κατ᾿ ἀνάγκην τὸν λόγο, καὶ μὲ τὰ ὅσα λέγει στὴ συνέχεια ὑπαινίχτηκε αὐτὰ ποὺ προανέφερα· διότι ὅταν ἡ Μάρθα εἶπε «Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ (:γνωρίζω ὅτι ὁ ἀδελφός μου θὰ ἀναστηθεῖ ὅταν γίνει ἡ ἀνάσταση, τὴν τελευταία ἡμέρα τοῦ πρόσκαιρου αὐτοῦ αἰῶνα. Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὴν θὰ ἀκολουθήσει ὁ μελλοντικὸς ἔνδοξος καὶ ἀτελείωτος αἰῶνας)» [Ἰω. 11,24], γιὰ νὰ δείξει σαφέστερα τὴν ἐξουσία Του, λέγει: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή (:Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή. Ἐγὼ ἔχω τὴ δύναμη νὰ ἀνασταίνω, διότι εἶμαι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς)», φανερώνουν μὲ αὐτό, ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλο βοηθό, ἐφόσον Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωή. Ἐὰν ὅμως ἔχει ἀνάγκη ἄλλου, πῶς θὰ ἦταν ὁ Ἴδιος ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή; Ὅμως δὲν τὸ εἶπε τόσο φανερά, ἀλλὰ τὸ ὑπαινίχτηκε ἁπλῶς. Ὅταν πάλι ἐκείνη εἶπε «Ὅσα θὰ ζητήσεις», Αὐτὸς πάλι λέγει: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται (: Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ μένα, ἀκόμη κι ἂν πεθάνει σωματικῶς, ὅπως πέθανε ὁ ἀδελφός σου, θὰ ζήσει· διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν οὐράνια καὶ πνευματικὴ ζωή, τὴν ὁποία ἀπὸ τώρα θὰ μεταδώσω στὴν ψυχή του, ἀργότερα θὰ τὸν ἀναστήσω καὶ σωματικῶς)» [Ἰω. 11,26], δείχνοντας μὲ αὐτό, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ χορηγὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ἀπὸ Αὐτὸν πρέπει νὰ τὰ ζητεῖ.
«Καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο; (:καὶ κάθε ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη πεθάνει, ἀλλὰ ζεῖ ἐδῶ στὴ γῆ, ἐφόσον πιστεύει σὲ μένα, θὰ ἀντιμετωπίσει γεμᾶτος ἀφοβία τὸν πρόσκαιρο θάνατο, τὸν ὁποῖο τρέμουν καὶ φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ μένα. Κι ἐπειδὴ θὰ μένει πάντοτε ἑνωμένος μὲ μένα, δὲν θὰ ὑποστεῖ ποτὲ τὸν πνευματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι καὶ ὁ πραγματικὸς καὶ ἀνεπανόρθωτος θάνατος. Τὸ πιστεύεις αὐτό;)» [Ἰω. 11,26]. Πρόσεχε πῶς τὴν ἐξυψώνει πνευματικά· διότι δὲ ἦταν αὐτὸς μόνο ὁ σκοπός του, νὰ ἀναστήσει τὸν Λάζαρο, ἀλλὰ ἔπρεπε καὶ αὐτὴν καὶ αὐτοὺς ποὺ παρευρίσκονταν μὲ αὐτὴν νὰ μάθουν τὴν ἀνάσταση. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τοὺς διδάσκει πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση μὲ λόγια. Ἐὰν λοιπὸν Αὐτὸς εἶναι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή, δὲν περιορίζεται σὲ ἕνα τόπο, ἀλλὰ εὑρισκόμενος παντοῦ, γνωρίζει νὰ θεραπεύει.
Ἐὰν βέβαια Τοῦ ἔλεγαν ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος «μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου (:πὲς αὐτὸ ποὺ θέλεις μόνο μὲ ἕναν ἁπλὸ λόγο, καὶ θὰ γιατρευθεῖ ὁ δοῦλος μου)» [Ματθ. 8,8], θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτό, ἐπειδὴ ὅμως Τὸν κάλεσαν στὴν οἰκία τους καὶ ζήτησαν νὰ ἔλθει, ἐξαιτίας αὐτοῦ ἔρχεται, ὥστε νὰ ἀπαλλάξει αὐτὲς ἀπὸ τὴν ταπεινὴ σκέψη γι᾿ αὐτὸν καὶ ἔρχεται στὸ μέρος ἐκεῖνο. Ὅμως ἂν καὶ ἔρχεται, δείχνει καὶ μὲ αὐτὸ ὅτι μπορεῖ καὶ ἀπὼν ἀκόμη, νὰ θεραπεύσει· γιὰ τὸν λόγο λοιπὸν αὐτὸν καὶ ἀργοπορεῖ· διότι δὲν θὰ φαινόταν ἡ χάρη νὰ ἔχει δοθεῖ ἀμέσως, ἐὰν δὲν προχωροῦσε καὶ ἡ δυσωδία τοῦ νεκροῦ.
Καὶ ἀπὸ ποῦ γνώριζε ἡ γυναῖκα τὴν ἀνάσταση ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνει; Ἄκουσε πολλὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ λέγει περὶ ἀναστάσεως, ἀλλὰ ὅμως ἐκείνη ἐπιθυμοῦσε τώρα νὰ τὴ δεῖ. Καὶ πρόσεχε πὼς ἀκόμη σκέπτεται γήινα· διότι ὅταν ἄκουσε ὅτι «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωή», δὲν εἶπε «Ἀνάστησέ τον», ἀλλὰ τί λέγει; «Ναί, Κύριε· ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος (:Ναί, Κύριε. Ἐγὼ πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρὸ ἔχω πιστέψει ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ περιμέναμε νὰ ἔλθει στὸν κόσμο σύμφωνα μὲ τίς θεϊκὲς ὑποσχέσεις καὶ προφητεῖες. Κι ἐφόσον ἔχω τὴ βεβαιότητα ὅτι Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, πιστεύω καὶ σὲ ὅσα τὴ στιγμὴ αὐτὴ λὲς καὶ διακηρύττεις γιὰ τὸν ἑαυτό Σου'')» [Ἰω. 11,27].
Τί λέει λοιπὸν ὁ Χριστὸς πρὸς αὐτήν; «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται (:Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ μένα, ἀκόμη κι ἂν πεθάνει σωματικῶς, ὅπως πέθανε ὁ ἀδελφός σου, θὰ ζήσει· διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν οὐράνια καὶ πνευματικὴ ζωή, τὴν ὁποία ἀπὸ τώρα θὰ μεταδώσω στὴν ψυχή του, ἀργότερα θὰ τὸν ἀναστήσω καὶ σωματικῶς)», ἐννοῶντας τὸν προσωρινὸ σωματικὸ θάνατο, «καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα (:καὶ κάθε ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη πεθάνει, ἀλλὰ ζεῖ ἐδῶ στὴ γῆ, ἐφόσον πιστεύει σὲ μένα, θὰ ἀντιμετωπίσει γεμᾶτος ἀφοβία τὸν πρόσκαιρο θάνατο, τὸν ὁποῖο τρέμουν καὶ φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ μένα. Κι ἐπειδὴ θὰ μένει πάντοτε ἑνωμένος μὲ μένα, δὲν θὰ ὑποστεῖ ποτὲ τὸν πνευματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι καὶ ὁ πραγματικὸς καὶ ἀνεπανόρθωτος θάνατος)» [Ἰω. 11,26], φανερώνοντας τὸν πνευματικὸ καὶ ἀληθινὸ θάνατο τὸν ὁποῖο δὲν θὰ γνωρίσουν ποτὲ ὅσοι πιστεύουν σὲ Αὐτόν.
«Ἀφοῦ λοιπὸν ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση, μὴ θορυβηθεῖς, ἂν καὶ πέθανε ἤδη, ἀλλὰ πίστευε· διότι αὐτὸ δὲν εἶναι θάνατος». Πρῶτα παρηγόρησε αὐτὴ γιὰ τὸ συμβὰν καὶ τῆς ἔδωσε ἐλπίδες καὶ μὲ τὸ νὰ πεῖ ὅτι «Θὰ ἀναστηθεῖ» καὶ μὲ τὸ νὰ πεῖ «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση», καὶ ὅτι θὰ ἀναστηθεῖ, καὶ ἂν ἀκόμη πεθάνει, δὲ θὰ πάθει τίποτε. Ὥστε δὲν πρέπει νὰ νιώθει φρίκη γιὰ αὐτὸν τὸν θάνατο. Αὐτὸ ἐπίσης ποὺ λέγει, σημαίνει τὸ ἑξῆς, ὅτι «οὔτε αὐτὸς ἔχει πεθάνει, οὔτε ἐσεῖς θὰ πεθάνετε». «Τὸ πιστεύεις αὐτό;». Λέγει ἐκείνη: «Πιστεύω ὅτι Ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔλθει στὸν κόσμο». Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ἡ γυναῖκα δὲν ἀντιλήφτηκε τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ὅτι μὲν σήμαινε κάτι τὸ σπουδαῖο τὸ ἀντιλήφτηκε, δὲν ἀντιλήφτηκε ὅμως τὸ ὅλο νόημα αὐτοῦ· γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἄλλο ρωτήθηκε καὶ ἄλλη ἀπάντηση δίνει. Καταρχὴν λοιπὸν ἐκεῖνο ἦταν τὸ κέρδος της, ἡ κατάπαυση τοῦ πένθους της· διότι τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἐκείνη πρόλαβε καὶ αὐτὴ ἀκολούθησε· διότι ἡ εὐνοϊκή τους διάθεση ἀπέναντι στὸν Διδάσκαλο, δὲν ἐπέτρεπε νὰ σκέπτονται τὸ συμβὰν καὶ νὰ βιώνουν δυσάρεστα συναισθήματα γι᾿ αὐτὸ σὲ μεγάλο βαθμό. Ὥστε μαζὶ μέ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σκέψη τῶν γυναικῶν ἦταν φιλοσοφημένη καὶ ἡ διάνοιά τους καρτερική.
«Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρα, εἰποῦσα· ὁ Διδάσκαλος πάρεστι, καὶ φωνεῖ σε (:ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ἔφυγε καὶ εἰδοποίησε κρυφὰ τὴν ἀδελφή της Μαρία νὰ ἔλθει, λέγοντας: ''Ὁ Διδάσκαλος εἶναι ἐδῶ καὶ σὲ φωνάζει''). Ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ, καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν (:ἐκείνη, ἀμέσως μόλις τὸ ἄκουσε αὐτό, σηκώθηκε καὶ ξεκίνησε νὰ Τὸν συναντήσει). Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ᾿ ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα (:στὸ μεταξὺ ὅμως ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη μέσα στὸ χωριό, ἀλλὰ ἦταν στὸ μέρος ποὺ τὸν εἶχε ὑποδεχθεῖ ἡ Μάρθα· διότι ἤθελε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν τάφο τοῦ Λαζάρου μόνος Του, μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του καὶ τίς δύο ἀδελφὲς τοῦ Λαζάρου)» [Ἰω. 11,28-30].
Εἶναι μεγάλο ἀγαθὸ ἡ φιλοσοφία· καὶ λέγοντας «φιλοσοφία» ἐννοῶ τὴ δική μας φιλοσοφία· διότι τὰ διδάγματα τῶν εἰδωλολατρῶν, τὰ φιλοσοφήματά τους εἶναι μόνο λόγια καὶ μῦθοι· καὶ οὔτε καὶ αὐτοὶ οἱ μῦθοι περιέχουν κάποιο δεῖγμα φιλοσοφίας, διότι ὅλα ἐκ μέρους ἐκείνων γίνονται γιὰ δόξα. Μέγα λοιπὸν ἀγαθὸ εἶναι ἡ φιλοσοφία καὶ μᾶς ἀμείβει καὶ στὴν ἐδῶ ζωή· διότι καὶ αὐτὸς ποὺ περιφρονεῖ τὰ χρήματα, ἤδη καρποῦται τὴν ὠφέλεια στὴν ἐδῶ ζωή, ἀπαλλασσόμενος ἀπὸ τίς περιττὲς καὶ ἀνόητες φροντίδες, καὶ ἐκεῖνος ποὺ καταπατεῖ τὴν κοσμικὴ δόξα λαμβάνει ἤδη τὸν μισθὸ στὴν ἐδῶ ζωή, διότι δὲν εἶναι δοῦλος κανενός, ἀλλὰ εἶναι πραγματικὰ ἐλεύθερος· καὶ αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ λαμβάνει τὴν ἀνταπόδοση στὴν ἐδῶ ζωή, διότι θεωρεῖ τὰ παρόντα πράγματα χωρὶς καμία ἀξία καὶ εὔκολα νικᾷ τὴν ὅλη λύπη.
Νὰ λοιπὸν καὶ αὐτὴ ἡ γυναῖκα, ἡ Μαρία, μὲ τὴ φιλοσοφικότητα ποὺ ἐπέδειξε, ἔλαβε τὸν μισθὸ στὴν ἐδῶ ζωή· καθόσον ἐνῶ ὅλοι κάθονταν πλησίον της καὶ αὐτὴ πενθοῦσε καὶ θρηνοῦσε, δὲν περίμενε νὰ ἔλθει πρῶτος ὁ Διδάσκαλος πρὸς αὐτήν, οὔτε τὰ προσχήματα τήρησε, οὔτε κατανικήθηκε ἀπό τὸ πένθος· καθόσον μαζὶ μὲ τὴν ἄλλη ταλαιπωρία, αὐτὲς ποὺ πενθοῦν ἔχουν καὶ αὐτὴν τὴν ἀσθένεια, θέλουν νὰ τιμῶνται ἀπὸ ὅσους βρίσκονται ἐκεῖ. Ὅμως αὐτὴ τίποτε παρόμοιο δὲν ἔπαθε, ἀλλὰ μόλις ἄκουσε ὅτι ἔρχεται ὁ Διδάσκαλος, σηκώθηκε καὶ ξεκίνησε ἡ ἴδια ἀμέσως νὰ Τὸν συναντήσει.
«Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην (:στὸ μεταξὺ ὅμως ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη μέσα στὸ χωριό)»· βάδιζε δηλαδὴ ἀργά, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι ἔρχεται μὲ σκοπὸ νὰ κάνει τὸ θαῦμα, ἀλλὰ ἔρχεται ἐπειδὴ κλήθηκε ἀπὸ ἐκείνους. Ἢ λοιπὸν εἶπε ὁ εὐαγγελιστὴς γιὰ τὴ Μαρία ὅτι «ἐγείρεται ταχὺ (:σηκώνεται ἀμέσως)», θέλοντας νὰ ὑποδηλώσει αὐτό, ἢ θέλει νὰ δείξει ὅτι ἔτσι ἔτρεξε, ὥστε νὰ προφτάσει Αὐτὸν καθὼς ἐρχόταν. Ἔρχεται μάλιστα ὄχι μόνη της, ἀλλὰ ἔχοντας μαζί της καὶ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ βρίσκονταν στὴν οἰκία της. Μὲ πάρα πολλὴ σύνεση γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ κρυφὰ κάλεσε αὐτὴν ἡ ἀδελφή της, ὥστε νὰ μὴν ἀνησυχήσει αὐτοὺς ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἐκεῖ· καὶ οὔτε τὴν αἰτία εἶπε, διότι ὁπωσδήποτε πολλοὶ θὰ ἀναχωροῦσαν. Ἐνῶ τώρα τὴν ἀκολουθοῦσαν ὅλοι, μὲ τὴν σκέψη ὅτι ἀπέρχεται γιὰ νὰ κλάψει· καὶ μὲ αὐτὸ μάλιστα πάλι ἐπιβεβαιώνεται ὅτι ὁ Λάζαρος πέθανε [βλ. Ἰω. 18,31: «Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι, οἱ ὄντες μετ᾿ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν, ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες· ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ (:οἱ Ἰουδαῖοι λοιπὸν ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὴ Μαρία στὸ σπίτι καὶ τὴν παρηγοροῦσαν, ὅταν τὴν εἶδαν νὰ σηκώνεται βιαστική, νὰ φεύγει ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ νὰ κατευθύνεται ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, τὴν ἀκολούθησαν λέγοντας ὅτι πηγαίνει στὸ μνημεῖο γιὰ νὰ κλάψει ἐκεῖ)»].
«Ἡ οὖν Μαρία, ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδὰς αὐτοῦ (:ὅταν λοιπὸν ἡ Μαρία ἦλθε ἐκεῖ ποὺ ἦταν ὁ Ἰησοῦς, καθὼς Τὸν ἀντίκρισε, ἔπεσε στὰ πόδια Του)». Ἦταν θερμότερη αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀδελφή της· οὔτε τὸ πλῆθος ντράπηκε, οὔτε τὴν ὑπόνοια ποὺ εἶχε γι᾿ αὐτόν -διότι ἦσαν πολλοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ποὺ ἔλεγαν βέβαια «οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; (:δὲν εἶχε τὴ δύναμη αὐτὸς ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ νὰ κάνει ἐγκαίρως ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ νὰ μὴν πεθάνει κι αὐτός;)» [Ἰω. 11,37]-, ἀλλὰ ἀπομάκρυνε ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πρὸ τοῦ διδασκάλου, καὶ γιὰ ἕνα μόνο ἐνδιαφερόταν, γιὰ νὰ ἀποδώσει τιμὴ στὸν Διδασκάλο.
Καὶ τί λέγει; «Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός (:Κύριε, ἐὰν ἤσουν ἐδῶ, δὲν θὰ μοῦ πέθαινε ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφός, ἀλλὰ θὰ τὸν θεράπευες'')». Τί κάνει λοιπὸν ὁ Χριστός; Καταρχὴν δὲν λέγει τίποτε σὲ αὐτήν, οὔτε λέγει αὐτὰ ποὺ εἶπε πρὸς τὴν ἀδελφή της (διότι παρευρισκόταν πολὺ πλῆθος καὶ δὲν ἦταν καιρὸς γιὰ ἐκεῖνα τὰ λόγια), ἀλλὰ μόνο δείχνει μετριοφροσύνη καὶ συγκατάβαση καὶ ἐπιβεβαιώνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση Του, δακρύζει ἤρεμα καὶ ἀναβάλλει πρὸς τὸ παρὸν τὸ θαῦμα. Ἐπειδὴ δηλαδὴ τὸ θαῦμα ἦταν μέγα καὶ τέτοιο, ποὺ λίγες φορὲς ἔκανε, καὶ ἐπρόκειτο πολλοὶ νὰ πιστέψουν σὲ Αὐτὸν μέσῳ αὐτοῦ, γιὰ νὰ μὴν προβάλλει τὸ πλῆθος τὴν πρόφαση ὅτι ἔκανε τὸ θαῦμα αὐτὸ χωρὶς τὴν παρουσία ἐκείνων καὶ δὲν ἀποκομίσουν καμία ὠφέλεια ἀπὸ τὸ μέγεθος τοῦ θαύματος, ἀποσπᾷ πολλοὺς μάρτυρες μὲ τὴ συγκατάβασή Του αὐτή, γιὰ νὰ μὴ χάσει τὸ θήραμα, καὶ φανερώνει αὐτὸ ποὺ ἦταν γνώρισμα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως· δακρύζει δηλαδὴ καὶ νιώθει ταραχή· διότι γνωρίζει ὅτι τὸ πάθος προκαλεῖ συνήθως πένθος.
Ἔπειτα, ἀφοῦ ἐπέδειξε τὴ συγκίνησή Του γιὰ τὸ πάθος (διότι τὸ «ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν (:συγκράτησε μὲ δριμύτητα τὸ συναίσθημα τῆς βαθιᾶς λύπης μέσα στὴν ψυχή Του καὶ ἀντέδρασε ἔντονα γιὰ νὰ ἐπιβληθεῖ σὲ αὐτό)» αὐτὸ σημαίνει), συγκράτησε τὴν ταραχή Του καὶ ρωτᾷ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν: «Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; (:ποῦ τὸν ἔχετε ἐνταφιάσει;)», ὥστε νὰ μὴν ρωτήσει μὲ θρήνους. Καὶ γιατί τέλος πάντων ρωτᾷ; Ἐπειδὴ δὲν θέλει νὰ φανεῖ ὅτι τὸ κάνει ἀπὸ μόνος Του, ἀλλὰ νὰ φανεῖ ὅτι ὅλα τὰ πληροφορεῖται ἀπὸ ἐκείνους καὶ τὰ κάνει παρακαλούμενος ἀπὸ ἐκείνους, ὥστε νὰ ἀπαλλάξει τὸ θαῦμα ἀπὸ κάθε ὑποψία.
«Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς (:ὅσοι ἦταν ἐκεῖ Τοῦ εἶπαν: ''Κύριε, ἔλα νὰ δεῖς''. Καὶ καθὼς πήγαινε στὸν τάφο, δάκρυσε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ συμπάθεια γιὰ τὴ θλίψη τῶν δύο ἀδελφῶν)» [Ἰω. 11,35]. Βλέπεις ὅτι δὲν εἶχε ἀκόμη δείξει κανένα σημεῖο γιὰ τὴν ἀνάσταση, καὶ οὔτε ὅτι πηγαίνει μὲ τέτοιο σκοπό, νὰ ἀναστήσει δηλαδή, ἀλλὰ ὡσὰν γιὰ νὰ κλάψει; Τὸ ὅτι βέβαια φαινόταν ὅτι πήγαινε μὲ τέτοιο σκοπό, σὰν γιὰ νὰ θρηνήσει καὶ ὄχι ὡσὰν γιὰ νὰ ἀναστήσει, τὸ φανερώνουν οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ καὶ ἔλεγαν ὡς γνωστό: «Ἒλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν (:ὅταν λοιπὸν οἱ Ἰουδαῖοι Τὸν εἶδαν νὰ δακρύζει, ἔλεγαν: ''Δὲς πόσο τὸν ἀγαποῦσε!''). Τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; (:Μερικοὶ ὅμως ἀπ᾿ αὐτοὺς πῆραν ἀφορμὴ νὰ ἐκδηλώσουν τὴν ἀρνητική τους διάθεση καὶ εἶπαν: ''Δὲν εἶχε τὴ δύναμη αὐτὸς ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ νὰ κάνει ἐγκαίρως ὅ,τι χρειαζόταν γιὰ νὰ μὴν πεθάνει κι αὐτός;'')» [Ἰω. 11,36-37].
Οὔτε καὶ κατὰ τίς συμφορὲς ἐγκαταλείπουν τὴν πονηρία τους, μολονότι βέβαια ἦταν πολὺ πιὸ θαυμαστὸ αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ κάνει· διότι ἀπὸ τὸ νὰ σταματήσει τὸν θάνατο καθὼς ἐπέρχεται, πολὺ μεγαλύτερο εἶναι τὸ νὰ νικήσει ἀφοῦ ἔλθει καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνει. Ἀπὸ αὐτὰ δηλαδὴ γιὰ τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ θαυμάζουν τὴ δύναμή Του, ἀπὸ αὐτὰ Τὸν διαβάλλουν. Κατ᾿ ἀρχὴν ὁμολογοῦν ὅτι ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ ἐνῶ πρέπει νὰ Τὸν θαυμάζουν γιὰ ἐκεῖνο, μὲ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο διαβάλλουν, σὰν νὰ μὴ συνέβῃ. Καὶ δὲν ἀποδεικνύονται μόνο ἀπὸ αὐτὸ ὅτι ὅλοι ἦσαν διεφθαρμένοι, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι, πρὶν ἀκόμη ἔλθει καὶ πρὶν δείξει τὴ δύναμή Του, Τὸν κατηγοροῦν ἐκ τῶν προτέρων, καὶ δὲν περιμένουν τὴν ἔκβαση τῆς ὑποθέσεως. Εἶδες πῶς εἶναι διεφθαρμένη καὶ κακόβουλη ἡ σκέψη τους;
Ἔρχεται λοιπὸν στὸ μνῆμα καὶ πάλι ἀντιδρᾷ καὶ ἐπιτιμᾷ τὸ δυσάρεστο αὐτὸ συναίσθημα ποὺ Τὸν κατέβαλε. Καὶ γιατί τέλος πάντων ὁ εὐαγγελιστὴς τονίζει συνέχεια μὲ τόση ἐπιμονὴ καὶ λέγει ὅτι δάκρυσε καὶ ὅτι ἔνιωσε συγκίνηση; Γιὰ νὰ μάθεις ὅτι πραγματικὰ ἔφερε τὴ δική μας φύση. Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος διηγεῖται περὶ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστές τὰ πολὺ σπουδαῖα ἔργα καὶ λόγια Αὐτοῦ, ὁμιλεῖ καὶ ἐδῶ γιὰ τὰ σωματικὰ γνωρίσματά Του μὲ πολὺ ἀνθρώπινες ἐκφράσεις.
Τίποτε δηλαδὴ παρόμοιο δὲν εἶπε γιὰ τὸν θάνατό Του, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶπαν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, ὅπως ὅτι ἔγινε περίλυπος [Ματθ. 26,38: «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχὴ μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ (:ἡ ψυχή μου εἶναι τόσο πολὺ λυπημένη, ὥστε νὰ κινδυνεύω νὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὴ λύπη. Μείνετε ἐδῶ ἄγρυπνοι μαζί μου)» καὶ Μᾶρκ.14,34: «Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχὴ μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε (:εἶναι καταλυπημένη ἡ ψυχή μου τόσο πολύ, ποὺ νὰ κινδυνεύω νὰ πεθάνω. Μείνετε ἐδῶ καὶ μείνετε ἄγρυπνοι)»], ὅτι καταλήφθηκε ἀπὸ ἀγωνία, ἀλλὰ ἐντελῶς τὸ ἀντίθετο, ὅτι δηλαδὴ τοὺς ἔριξε ὑπτίους [Ἰω. 18,6: «ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγὼ εἰμι, ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί (:ὅταν λοιπὸν εἶπε στοὺς στρατιῶτες ποὺ εἶχαν ἔρθει γιὰ νὰ Τὸν συλλάβουν: «Ἐγὼ εἶμαι», αὐτοί, ἐπειδὴ κυριεύτηκαν ἀπὸ φόβο μπροστὰ στὴ θεϊκή Του δύναμη, ὀπισθοχώρησαν κι ἔπεσαν κάτω στὴ γῆ)»].
(συνέχεια στο Β μέρος)
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.