(συνέχεια από το Α μέρος)
Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ παρέλειψε ὁ
εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης νὰ τονίσει στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες, τὸ συμπλήρωσε
ἐδῶ μὲ τὸ πένθος· διότι ὁμιλῶντας γιὰ τὸν θάνατό Του, λέγει: «Οὐδεὶς
αἴρει αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω
θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν ἐντολὴν
ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός μου (:Κανεὶς δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ πάρει τὴ ζωή
μου καὶ νὰ μὲ θανατώσει ἐὰν δὲν τὸ θελήσω ἐγώ. Ἀλλὰ Ἐγὼ ἀπὸ μόνος μου
τὴν παραδίδω. Ἔχω ἐξουσία νὰ προσφέρω τὴ ζωή μου κι ἔχω ἐξουσία πάλι νὰ
τὴν πάρω πίσω. Αὐτὴ τὴν ἐντολὴ πῆρα ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, νὰ θυσιάσω τὴ
ζωή μου πάνω στὸν σταυρὸ καὶ νὰ τὴν πάρω πάλι μὲ τὴν Ἀνάσταση. Ἔτσι θὰ
ἀναδειχθῶ ὁ αἰώνιος ἀρχιερέας καὶ μεσίτης γιὰ τὴ σωτηρία τῶν προβάτων
μου)» [Ἰω. 10,18] καὶ δὲν ἀναφέρει ἐκεῖ τίποτε τὸ ταπεινό.
Γιὰ
τὸν λόγο αὐτὸν καὶ κατὰ τὸ σταυρικὸ πάθος Του ἀναφέρουν πολὺ τὸ
ἀνθρώπινο στοιχεῖο Του, γιὰ νὰ φανερώσουν μὲ αὐτὸ ὅτι εἶναι ἀληθὴς ἡ
κατ᾿ οἰκονομία ἐνσάρκωσή Του. Καὶ ὁ μὲν Λουκᾶς τὸ ἐπιβεβαιώνει αὐτὸ ἀπὸ
τὴν ἀγωνία καὶ τὴν ταραχὴ καὶ τὸν ἱδρῶτα Του [Λουκᾶ 22, 43-44: «ὤφθη δὲ
αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν. καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ
ἐκτενέστερον προσηύχετο. ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος
καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν (:ἐμφανίστηκε τότε σὲ Αὐτὸν ἕνας ἄγγελος ἀπὸ
τὸν οὐρανό, καὶ ἐνίσχυε τίς σωματικές Του δυνάμεις, ποὺ εἶχαν ἐξαντληθεῖ
μέχρι λιποθυμίας. Στὸ μεταξὺ Τὸν κατέλαβε ἀγωνία καὶ γι᾿ αὐτὸ
προσευχόταν τώρα θερμότερα καὶ μὲ περισσότερη ἐπιμονή. Καὶ ὁ ἱδρῶτας Του
ἔγινε ἄφθονος καὶ πηχτὸς σὰν κομμάτια πηγμένου αἵματος ποὺ πέφτουν στὴ
γῆ)»], ἐνῶ ὁ Ἰωάννης ἐπιβεβαιώνει καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου ἀπό
τὸ πένθος Του αὐτὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Λαζάρου: «᾿Ιησοῦς οὖν πάλιν
ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ
λίθος ἐπέκειτο ἐπ᾿ αὐτῷ (:ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, ἐνῶ πάλι προσπαθοῦσε νὰ
συγκρατήσει μέσα Του τὴ συγκίνηση, ἦλθε στὸ μνημεῖο. Τὸ μνημεῖο αὐτὸ
ἦταν μιὰ σπηλιὰ ἀνοιγμένη σὲ βράχο, ποὺ τὴν εἴσοδό της τὴν ἔφραζε μιὰ
μεγάλη πέτρα)» [Ἰω. 18,38]. Δὲν θὰ κυριευόταν δηλαδὴ ἀπὸ τὸ πένθος μία
καὶ δυὸ φορές, ἐὰν δὲν ἔφερε τὴ δική μας φύση.
Τί κάνει λοιπὸν ὁ
Ἰησοῦς; Γιὰ μὲν τίς κατηγορίες τους δὲν δίνει καμία ἀπάντηση (διότι τί
χρειαζόταν νὰ ἀποστομώνει αὐτοὺς μὲ λόγια, ἀφοῦ ἐπρόκειτο ἀμέσως νὰ τὸ
πάθουν αὐτὸ μὲ ἔργα, πρᾶγμα ποὺ ἦταν λιγότερο ἐνοχλητικὸ καὶ ἱκανὸ νὰ
καταντροπιάσει αὐτοὺς περισσότερο;), λέγει ὅμως: «ἄρατε τὸν λίθον
(:Σηκῶστε τὸν λίθο)». Γιατί τέλος πάντων δὲν κάλεσε τὸν Λάζαρο νὰ
ἀναστηθεῖ ὅσο Ἐκεῖνος δὲν ἦταν ἀκόμη παρὼν καὶ δὲν τὸν παρουσίασε; Καὶ
πόσο μᾶλλον γιατί δὲν τὸν ἀνάστησε ἐνῶ ὁ λίθος βρισκόταν ἐπάνω στὸν
τάφο; Καθόσον Αὐτὸς ποὺ μποροῦσε νὰ θέσει σὲ κίνηση σῶμα νεκρὸ διὰ τῆς
φωνῆς Του καὶ νὰ τὸ παρουσιάσει πάλι μὲ ζωή, πολὺ περισσότερο θὰ
μποροῦσε νὰ κινήσει λίθο μὲ τὴ φωνή Του· αὐτὸς ποὺ ἔδωσε μὲ τὴ φωνή Του
τὴν ἱκανότητα νὰ βαδίσει ἐκεῖνος ποὺ ἦταν δεμένος μὲ σπάργανα καὶ ποὺ
ἐμποδιζόταν ἀπὸ αὐτά, πολὺ περισσότερο θὰ μποροῦσε λίθο νὰ κινήσει. Τί
λέω; Θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ καὶ ἀπών.
Γιατί λοιπὸν τέλος
πάντων δὲν τὸ ἔκανε; Γιὰ νὰ κάνει αὐτοὺς μάρτυρες τοῦ θαύματος, γιὰ νὰ
μὴ λέγουν αὐτὸ ποὺ ἔλεγαν καὶ γιὰ τὸν τυφλό [Ἰω. 9,8-9: «Οἱ οὖν γείτονες
καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτὸς
ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτὸς ἐστιν· ἄλλοι δὲ
ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγὼ εἰμι (:τότε οἱ γείτονες
κι ὅσοι τὸν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι ἦταν τυφλός, ἔλεγαν: ''Δὲν εἶναι
αὐτὸς ποὺ καθόταν καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς διαβάτες ἐλεημοσύνη;''. Μερικοὶ
ἔλεγαν: ''Αὐτὸς εἶναι''. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν ὅτι δὲν εἶναι αὐτός, ἀλλὰ
κάποιος ἄλλος ποὺ τοῦ μοιάζει. Ὁ ἴδιος ὅμως ἔλεγε ὅτι ''ἐγὼ εἶμαι ὁ
τυφλὸς ποὺ παλαιότερα ζητοῦσα ἐλεημοσύνη'')»]· διότι τὰ χέρια καὶ τὸ
γεγονὸς ὅτι ἦλθε στὸ μνημεῖο ἐπιβεβαίωναν ὅτι Αὐτὸς ἦταν.
Ὥστε
ἐὰν δὲν μετέβαιναν στὸ μνημεῖο, θὰ τὸν θεωροῦσαν καὶ φάντασμα ἢ θὰ
νόμιζαν ὅτι βλέπουν ἄλλον ἀντὶ ἄλλου. Τώρα ὅμως μὲ τὸ νὰ ἔλθουν στὸν
τόπο τοῦ μνημείου καὶ νὰ σηκώσουν τὸν λίθο καὶ τὸ νὰ δώσει ἐντολὴ νὰ
λύσουν ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὸν σπαργανωμένο νεκρό [Ἰω. 11,43-44: «Καὶ ταῦτα
εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς
δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ
περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν (:καὶ
ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, δείχνοντας τὴν κυριαρχικὴ ἐξουσία Του καὶ πάνω στὸν
ἴδιο τὸν θάνατο, κραύγασε: ''Λάζαρε, βγὲς ἔξω''. Καὶ ὁ νεκρὸς βγῆκε ἀπὸ
τὸ μνημεῖο μὲ τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του δεμένα μὲ ἐπιδέσμους, καὶ τὸ
πρόσωπό του περιτυλιγμένο καὶ σκεπασμένο μὲ ἕνα πλατὺ ὕφασμα. Τότε εἶπε ὁ
Ἰησοῦς σὲ ἐκείνους ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ: ''Λῦστε τον καὶ ἀφῆστε τον
μόνο καὶ χωρὶς βοηθὸ νὰ πάει στὸ σπίτι του'')»] καὶ τὸ νὰ ἀναγνωρίσουν
αὐτὸν οἱ φίλοι του ἀπὸ τὰ σπάργανα καὶ νὰ ποῦν, ὅτι αὐτὸς εἶναι καὶ τὸ
νὰ μὴν τὸν ἐγκαταλείψουν οἱ ἀδελφοί του καὶ τὸ νὰ πεῖ ἡ μία ἀδελφή: «Ἤδη
μυρίζει· διότι τέσσερις ἡμέρες εἶναι νεκρός», ὅλα αὐτὰ πλέον ἦσαν ἱκανὰ
νὰ ἀποστομώσουν τοὺς ἀγνώμονες, μὲ τὸ νὰ γίνουν οἱ ἴδιοι μάρτυρες τοῦ
θαύματος.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τοὺς λέγει νὰ σηκώσουν τὸν λίθο ἀπὸ
τὸν τάφο, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἀνασταίνει αὐτόν· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ
ρωτάει: «Ποῦ τὸν ἔχετε θέσει;», ὥστε αὐτοὶ ποὺ εἶπαν: «Ἔλα καὶ δές», καὶ
Τὸν ὁδήγησαν ἐκεῖ, νὰ μὴν μποροῦν νὰ ποῦν ὅτι ἄλλον ἀνέστησε, ὥστε καὶ ἡ
ἴδια ἡ φωνή τους καὶ τὰ χέρια τους νὰ γίνουν μάρτυρες (ἡ μὲν φωνή τους
ποὺ ἔλεγε «Ἔλα καὶ δές», ἐνῶ τὰ ἴδια τὰ χέρια τους μὲ τὸ νὰ ἁρπάξουν τὸν
λίθο καὶ νὰ λύσουν τὰ σπάργανα), καὶ οἱ ὀφθαλμοί τους καὶ ἡ ἀκοὴ τους
(ἡ μὲν ἀκοή τους ποὺ ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν νεκρὸ Λάζαρο:
«Λάζαρε, δεῦρο ἔξω», οἱ δὲ ὀφθαλμοί τους ποὺ τὸν εἶδαν νὰ ἐξέρχεται
ἀναστημένος ἀπὸ τὸν τάφο) καὶ ἡ ὄσφρησή τους, μέ τὸ ὅτι ἀντιλήφθηκε τὴ
δυσωδία· διότι λέγει: «Ἤδη μυρίζει· διότι εἶναι τέσσερις ἡμέρες νεκρός».
Ὥστε εἶχαν δίκιο ποὺ ἔλεγαν ὅτι ἡ γυναῖκα δὲν ἀντιλήφθηκε τίποτε ἀπὸ
ἐκεῖνα ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι «καὶ ἂν ἀκόμη πεθάνει, θὰ ζήσει».
Πρόσεχε
λοιπὸν τί λέγει ἐδῶ, ἐπειδὴ φαινόταν πλέον ἀδύνατο τὸ πρᾶγμα ἐξαιτίας
τοῦ χρόνου ποὺ πέρασε· καθόσον ἦταν παράξενο τὸ νὰ ἀναστήσει νεκρὸ
τεσσάρων ἡμερῶν καὶ ἀποσυνθεμένο. Καὶ στοὺς μὲν μαθητὲς εἶπε: «αὕτη ἡ
ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα
δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς (:ὅταν ὅμως τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς
εἶπε: ''Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια δὲν θὰ καταλήξει σὲ ἀνεπανόρθωτο θάνατο, ἀλλὰ
ἐμφανίστηκε γιὰ νὰ λάμψει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐμφανίστηκε
δηλαδὴ γιὰ νὰ δοξασθεῖ μὲ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διότι θὰ
Τοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νὰ δείξει τὴν ὑπερφυσική Του δύναμη καὶ νὰ
ἐπιβεβαιώσει περίτρανα τὴ θεϊκή Του φύσῃ καὶ ἀποστολή'')» [Ἰω. 11,4],
δηλώνοντας μὲ αὐτὸ τὸν ἑαυτό Του, ἐνῶ στὴ γυναῖκα εἶπε: «Οὐκ εἶπόν σοί,
ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψεις τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; (:''Δὲν σοῦ εἶπα ὅτι ἐὰν
πιστέψεις, θὰ δεῖς τὸν ἔνδοξο θρίαμβο τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ
ἐναντίον τοῦ θανάτου μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ σου; Αὐτὴ θὰ εἶναι τὸ
σύμβολο καὶ τὸ προμήνυμα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως ὅλων τῶν ἀνθρώπων'')»
[Ἰω. 11,40], ὁμιλῶντας γιὰ τὸν Πατέρα. Βλέπεις ὅτι ἡ πνευματικὴ ἀδυναμία
τῶν ἀκροατῶν γίνεται αἰτία νὰ διαφέρουν τὰ λόγια ποὺ τοὺς ἀπευθύνει
κάθε φορά; Ὑπενθυμίζει ἐκεῖνα ποὺ εἶπε πρὸς αὐτήν, σχεδὸν ἐπιτιμῶντας
την, σὰν νὰ τὰ λησμόνησε. Ἢ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ ἐκπλήξει
τοὺς παρευρισκόμενους, τῆς λέει μὲ ἠρεμία: «Δὲν σοῦ εἶπα, ὅτι ἐὰν
πιστέψεις, θὰ δεῖς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ;».
«Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς
ὀφθαλμοὺς ἄνω, καὶ εἶπε· Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου (:μετὰ
λοιπὸν ἀπὸ τὴν παρατήρηση αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἔβγαλαν τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν
εἴσοδο τοῦ σπηλαίου, ὅπου βρισκόταν ὁ νεκρός. Ὁ Ἰησοῦς τότε ὕψωσε τὰ
μάτια Του στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε: ''Πάτερ, εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ
συντελεσθεῖ ἀμέσως τὸ θαῦμα καὶ σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἄκουσες). Ἐγὼ δὲ
ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις, ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον,
ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ μὲ ἀπέστειλας (:Ἐγὼ τὸ ἤξερα ὅτι πάντοτε μὲ
ἀκοῦς. Ἀλλὰ εἶπα μεγαλόφωνα τὸ «εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ τὸ ἀκούσει ὁ λαὸς ποὺ
στέκεται γύρω μου. Κι ἔτσι ἀφοῦ ὅλοι αὐτοὶ δοῦν πόση βεβαιότητα ἔχω ὅτι
θὰ εἰσακουσθῶ, νὰ πιστέψουν ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες, ὅταν ἀκολουθήσει τὸ
θαῦμα'')» [Ἰω. 11,41-42].
Αὐτὸ ποὺ πολλὲς φορὲς εἶπα, αὐτὸ καὶ
τώρα θὰ πῶ, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀποβλέπει τόσο πρὸς τὴ δική Του ἀξία, ὅσο
πρὸς τὴ σωτηρία τὴ δική μας, οὔτε πῶς νὰ πεῖ κάτι τὸ σπουδαῖο, ἀλλὰ κάτι
ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ μᾶς προσελκύσει κοντά Του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν τὰ μὲν
ὑψηλὰ καὶ μεγάλα νοήματα εἶναι λίγα στοὺς λόγους Του καὶ αὐτὰ
συγκεκαλυμμένα, ἐνῶ τὰ ταπεινὰ καὶ ἀσήμαντα νοήματα καταπλημμυρίζουν
τοὺς λόγους Του. Ἐπειδὴ δηλαδὴ μὲ αὐτὰ συγκινοῦνταν περισσότερο, αὐτὰ
καὶ προτιμᾷ, καὶ οὔτε αὐτὰ τὰ φανερώνει ἐξ ὁλοκλήρου ὥστε νὰ μὴ βλαφτοῦν
ὅσοι θὰ πίστευαν στὸ μέλλον, οὔτε τὰ ἀποσιωπᾷ, ὥστε νὰ μὴ σκανδαλισθοῦν
οἱ τότε πιστοί· διότι ἐκεῖνοι μὲν ποὺ ἐξῆλθαν ἀπὸ τὴν ταπεινότητα θὰ
μπορέσουν καὶ ἀπὸ ἕνα ὑψηλὸ δόγμα νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ πᾶν, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ
ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν στὴν ταπεινότητα, ἐὰν δὲν τὰ ἄκουγαν αὐτὰ πολλὲς
φορές, δὲ θὰ ἦταν δυνατὸν οὔτε κἂν νὰ Τὸν πλησιάσουν.
Ὅταν λοιπὸν
οὔτε καὶ μετὰ ἀπὸ τὰ τόσα ποὺ βλέπουν καὶ ἀκοῦνε δὲ μένουν κοντά Του,
ἀλλὰ καὶ Τὸν λιθοβολοῦν καὶ Τὸν ἐκδιώκουν καὶ προσπαθοῦν νὰ Τὸν
φονεύσουν καὶ Τὸν ὀνομάζουν βλάσφημο, καὶ ὅταν μὲν ἐξισώνει τὸν ἑαυτό
Του με τὸν Θεό, λέγουν τὰ ἑξῆς: «Τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς
δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; (:Γιατί ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
μιλάει ἔτσι καὶ ξεστομίζει βλασφημίες; Ποιός ἄλλος μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ
ἁμαρτίες παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός;)» [Μᾶρκ. 2,7], ἐνῶ ὅταν λέγει:
«ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου (:ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου)»
[Ματθ. 9,2], Τὸν ἀποκαλοῦν ἀκόμη καὶ δαιμονισμένο, ὅπως ἀκριβῶς πάλι καὶ
ὅταν λέγει ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀκούει τὰ λόγια Του δὲν ἔχει νὰ φοβηθεῖ τὸν
θάνατο, ἢ καὶ ὅταν λέγει «ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἐστι (:ἐγὼ
εἶμαι ἀχώριστα ἑνωμένος μὲ τὸν Πατέρα μου, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶμαι καὶ μένω
μέσα στὸν Πατέρα, καὶ ὁ Πατέρας εἶναι καὶ μένει μέσα μου)» [Ἰω. 14,10],
Τὸν ἐγκαταλείπουν, καὶ σκανδαλίζονται πάλι, ὅταν λέγει ὅτι ἔχει κατεβεῖ
ἀπὸ τὸν οὐρανό, τότε λοιπὸν καμία ἀπολογία δὲν θὰ ἔχουν ἐνώπιον τοῦ
φοβεροῦ βήματος τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς τελικῆς κρίσεως.
Ἐὰν
λοιπὸν δὲν ὑπέφεραν αὐτὰ ποὺ σπανίως λέγονταν, μὲ μεγάλη δυσκολία θὰ
μποροῦσαν νὰ Τὸν προσέχουν καὶ ἐὰν ὅλος ὁ λόγος Του ἦταν γεμᾶτος ἀπὸ
ὑψηλὰ νοήματα καὶ ἐκφράζονταν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὅταν λοιπὸν λέγει
«καθὼς ἐνετείλατό μοι ὁ πατήρ, οὕτω ποιῶ (:σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ μοῦ
ἔδωσε ὁ Πατέρας, ὁ ὁποῖος θέλει μέ τὸ θάνατό μου νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι,
ἔτσι ἀκριβῶς κάνω)» [Ἰω. 14,31] καὶ ὅτι «κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν
εἰμί· καὶ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ᾿ ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν
ὑμεῖς οὐκ οἴδατε (:καὶ ἐμένα γνωρίζετε καὶ ἀπὸ ποῦ κατάγομαι ξέρετε.
Ἀλλὰ ἡ γνώση σας αὐτὴ δὲν εἶναι πλήρης. Ἐσεῖς γνωρίζετε μόνο ὅτι εἶμαι
ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Κι ὅμως δὲν ἔχω ἔλθει ἀπὸ μόνος μου, ὅπως ἐσεῖς
ὑποθέτετε, ἀλλὰ ἡ ἀποστολή μου εἶναι γνήσια καὶ ἀληθινή, διότι εἶναι
πραγματικὸς καὶ ἀληθινὸς ὁ Θεὸς ποὺ μὲ ἔστειλε, ἀλλὰ ἐσεῖς δὲν τὸν
γνωρίζετε)» [Ἰω. 7,28], τότε πιστεύουν. Καὶ τὸ ὅτι τότε γίνεται φανερὸ
ἀπὸ τὸ ὅτι τὸ ἐπισήμανε αὐτὸ ὁ Εὐαγγελιστὴς μὲ τὰ λόγια: «Ταῦτα αὐτοῦ
λαλοῦντος πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν (:καὶ καθὼς τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ
Ἰησοῦς, πολλοὶ πίστεψαν σ᾿ Αὐτὸν ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας)» [Ἰω. 8,30].
Ἐὰν
λοιπὸν οἱ μὲν ταπεινοὶ λόγοι προσείλκυαν στὴν πίστη, οἱ δὲ ὑψηλοὶ
ἀπομάκρυναν, πῶς δὲν ἀποτελεῖ μεγίστη ἀνοησία νὰ μὴ θεωροῦμε ὅτι οἱ
ταπεινοὶ λόγοι εἰπώθηκαν ἐξαιτίας τῶν ἀκροατῶν; Διότι καὶ σὲ ἄλλη
περίπτωση, θέλοντας νὰ πεῖ κάτι τὸ σπουδαῖο, σιώπησε, ἀφοῦ πρόσθεσε
αὐτὴν τὴν αἰτία καὶ εἶπε: «ἵνα δὲ μὴ σκανδαλίσωμεν αὐτούς, πορευθεὶς εἰς
τὴν θάλασσαν βάλε ἄγκιστρον (:γιὰ νὰ μὴν τοὺς σκανδαλίσουμε ὅμως καὶ
παρεξηγῶντας τὸ παράδειγμά μας παρακινηθοῦν ἀπ᾿ αὐτὸ νὰ περιφρονοῦν τὸν
ναό, πήγαινε στὴ θάλασσα καὶ ρῖξε τὸ ἀγκίστρι)» [Ματθ. 17,27], πρᾶγμα
λοιπὸν ποὺ κάνει καὶ ἐδῶ· διότι μετὰ τὰ λόγια: «Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι
πάντοτέ μου ἀκούεις (:Ἐγὼ τὸ ἤξερα ὅτι πάντοτε μὲ ἀκοῦς)», πρόσθεσε
«ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν (:ἀλλὰ εἶπα
μεγαλόφωνα τὸ «εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ τὸ ἀκούσει ὁ λαὸς ποὺ στέκεται γύρω
μου. Κι ἔτσι ἀφοῦ ὅλοι αὐτοὶ δοῦν πόση βεβαιότητα ἔχω ὅτι θὰ εἰσακουσθῶ,
νὰ πιστέψουν ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες, ὅταν ἀκολουθήσει τὸ θαῦμα)» [Ἰω.
11,42]. Μήπως εἶναι δικά μας τὰ λόγια; Μήπως εἶναι ἀνθρώπινη σκέψη; Ὅταν
λοιπὸν κανεὶς δὲν ἀνέχεται ἀπὸ τὰ γραμμένα νὰ πειστεῖ, διότι
σκανδαλίζονταν μὲ τὰ ὑψηλοῦ περιεχομένου λόγια, ἀκούγοντας τὸν Χριστὸ νὰ
λέγει ὅτι γι᾿ αὐτὸ ὁμιλεῖ μὲ ταπεινὰ λόγια, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλισθοῦν,
πῶς λοιπὸν θὰ σκεφτεῖ ὅτι εἶναι λόγια εὐτελῆ ἐκ φύσεως καὶ ὄχι ἐκ
συγκαταβάσεως;
Ἔτσι καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση, ὅταν ἀκούστηκε φωνὴ
ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἔλεγε: «Οὐ δι᾿ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι᾿ ὑμᾶς
(:δὲν ἔγινε ἡ φωνὴ αὐτὴ γιὰ μένα, ποὺ γνωρίζω πόσο πολὺ μὲ ἀγαπᾷ ὁ
Πατέρας μου, ἀλλὰ γιὰ σᾶς· γιὰ νὰ πληροφορηθεῖτε ὅτι Αὐτὸς μὲ ἔχει
ἀποστείλει στὸν κόσμο)» [Ἰω. 12,30], ἂν καὶ βέβαια ἐκεῖνος ποὺ διαθέτει
πνευματικὸ ὕψος μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ πολλὲς ταπεινὲς ἐκφράσεις γιὰ τὸν
ἑαυτό του, ἐνῶ ὁ ταπεινὸς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ λέγει γιὰ τὸν ἑαυτό του
κάτι τὸ ἀνώτερο καὶ τὸ ὑψηλό. Στὴν πρώτη περίπτωση γίνεται αὐτὸ ἀπὸ
συγκατάβαση καὶ ἔχει ὡς αἰτία τὴν πνευματικὴ ἀδυναμία τῶν διδασκομένων,
καὶ πόσο μᾶλλον νὰ τοὺς προτρέψει στὸ νὰ ἀποβλέπουν πρὸς τὴν
ταπεινοφροσύνη καὶ νὰ τοὺς ὑπενθυμίσει ὅτι περιβάλλονται ἀπὸ σάρκα καὶ
νὰ διδάξει τοὺς ἀκροατὲς νὰ μὴ λένε τίποτε τὸ μεγάλο γιὰ τὸν ἑαυτό τους·
ἐπίσης νὰ ἤθελε στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ Κύριος νὰ δείξει τὸ ὅτι Τὸν
θεωροῦσαν ἀντίθετο ἀπὸ τὸν Θεὸ καί τὸ ὅτι δὲν γινόταν πιστευτὸ ὅτι εἶχε
ἔλθει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ ὅτι Τὸν ὑποπτεύονταν ὅτι τάχα κατέλυε τὸν νόμο
καὶ ὅτι Τὸν φθονοῦσαν οἱ ἀκροατὲς καί τὸ ὅτι εἶχαν ἐχθρικὴ διάθεση
ἀπέναντί Του (διότι ἔλεγε ὅτι εἶναι ἴσος μὲ τὸν Θεὸ). Στὴ δεύτερη
περίπτωση, ἀντίθετα, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ταπεινὸς καὶ νὰ λέγει γιὰ τὸν
ἑαυτό του κάτι τὸ ὑψηλό, δὲν ἔχει πραγματικὰ καμία αἰτία οὔτε εὔλογη
οὔτε παράλογη, ἀλλὰ εἶναι μόνο ἀνοησία, ἀναίδεια καὶ τόλμη ἀσυγχώρητη.
Γιὰ
ποιό λόγο λοιπὸν ὁμιλεῖ μὲ ταπεινὲς ἐκφράσεις ὁ Κύριος, ἐνῶ προέρχεται
ἀπὸ τὴν ἀπερίγραπτη καὶ μεγάλη ἐκείνη οὐσία; Καὶ ἐξαιτίας τῶν ὅσων
εἰπώθηκαν καὶ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ἀγέννητος· καθόσον ὁ Παῦλος φαίνεται νὰ
φοβᾷται κάτι παρόμοιο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔλεγε: «Πάντα γὰρ ὑπέταξεν
ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ. ὅταν δὲ εἴπῃ ὅτι πάντα ὑποτέτακται, δῆλον ὅτι
ἐκτὸς τοῦ ὑποτάξαντος αὐτῷ τὰ πάντα (:διότι, ὅπως διακηρύσσεται στοὺς
ψαλμούς, ὁ Πατὴρ ὑπέταξε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ τὰ πάντα, ἄρα
λοιπὸν καὶ τὸν θάνατο. Ὅταν λοιπὸν ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ πεῖ στὸν Χριστὸ ὅτι
«ὅλα πλέον ἔχουν ὑποταχθεῖ σὲ Ἐσένα» θὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ
αὐτὴ θὰ ἐξαιρεῖται ὁ Θεὸς καὶ Πατήρ, ὁ ὁποῖος ὑπέταξε στὸν Χριστὸ τὰ
πάντα)» [Α΄ Κορ. 15,27]· διότι αὐτὸ θὰ ἦταν ἀσέβεια καὶ τὸ νὰ τὸ σκεφτεῖ
κανείς.
Ἐὰν λοιπὸν ἦταν κατώτερος ἀπὸ τὸν Πατέρα Του καὶ εἶχε
διαφορετικὴ οὐσία καὶ θεωρεῖτο ἴσος, δὲν θὰ ἔκανε τὰ πάντα, ὥστε νὰ μὴ
σχηματιστεῖ αὐτὴ ἡ γνώμη; Ἐνῶ τώρα Αὐτὸς κάνει τὸ ἀντίθετο, λέγοντας:
«Εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι (:ἐὰν δὲν κάνω τὰ
ὑπερφυσικὰ ἔργα ποὺ μοῦ ζητᾷ ὁ Πατέρας μου καὶ μὲ βοηθᾷ νὰ τὰ ἐκτελῶ,
καὶ οὐσιαστικὰ αὐτὰ εἶναι τὰ ἴδια τὰ ἔργα τοῦ Πατέρα μου, μὴν πιστεύετε
στὴ μαρτυρία τοῦ στόματός μου καὶ στὶς δικές μου διαβεβαιώσεις)» [Ἰω.
10,37]· καὶ μὲ τὸ νὰ λέγει δὲ ὅτι «ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοὶ
ἐστι (:εἶμαι καὶ μένω μέσα στὸν Πατέρα, καὶ ὁ Πατέρας εἶναι καὶ μένει
μέσα μου)» [Ἰω. 14,10].
Ἔπρεπε ἐπίσης, ἐὰν ἦταν βέβαια κατώτερος,
μὲ πολλὴ σφοδρότητα νὰ ἐξαλείψει αὐτὴν τὴν σκέψη, καὶ οὔτε κἂν νὰ πεῖ:
«Ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοὶ ἐστι (:εἶμαι καὶ μένω μέσα στὸν
Πατέρα, καὶ ὁ Πατέρας εἶναι καὶ μένει μέσα μου)» ἢ ὅτι «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ
ἕν ἐσμεν (:ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας μου εἴμαστε ἕνα κι ἔχουμε τὴν ἴδια φύση καὶ
τὴν ἴδια δύναμη καὶ θέληση καὶ ἐξουσία· ὅλα τὰ ἔχουμε κοινά)» [Ἰω.
10,30] ἢ ὅτι «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα (:Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει δεῖ
ἐμένα κι ἔχει ἐκτιμήσει κατάλληλα τὴν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας μου, τὴν
ἁγιότητα τῆς ζωῆς μου καὶ τὴ θαυματουργικὴ δράση μου, εἶδε καὶ τὸν
Πατέρα. Διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ φυσικὸς Υἱός του, καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη
φύση μου ἐκλάμπει ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ ἁγιότητα τοῦ Πατρὸς μου)»
[Ἰω. 14,9].
Καθόσον καὶ ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴ δύναμη ἔλεγε: «ἐγὼ
καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν» [Ἰω. 10,30]· καὶ ὅταν ὁμιλοῦσε γιὰ τὴν ἐξουσία,
πάλι ἔλεγε: «ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω
καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ (:ὁ Υἱὸς ἀκόμη καὶ νεκροὺς θὰ ἀναστήσει·
διότι, ὅπως ὁ Πατὴρ ἀνασταίνει τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς δίνει ζωή, ἔτσι καὶ
ὁ Υἱὸς ἔχει ἀπεριόριστη ἐξουσία καὶ δύναμη ὥστε νὰ δίνει ζωὴ ὄχι μόνο
φυσικὴ ἀλλὰ καὶ πνευματική. Καὶ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ ζωὴ τὴν μεταδίδει σ᾿
ὅποιον θέλει καὶ σὲ ὅποιον κρίνει ἄξιο νὰ τὴν μεταδώσει)» [Ἰω. 5,21],
πρᾶγμα ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὸ κάνει ἐὰν ἦταν ἀπὸ ἄλλη οὐσία. Καὶ ἂν
ἀκόμη ἦταν δυνατὸ αὐτό, δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ πεῖ, γιὰ νὰ μὴ σκεφτοῦν ὅτι
εἶναι Αὐτὸς καὶ ὁ Πατὴρ μία καὶ ἡ ἴδια οὐσία· διότι, ἐὰν γιὰ νὰ μὴν
ὑποπτευτοῦν ὅτι εἶναι ἀντίθετος μὲ τὸν Θεό, πολλὲς φορὲς λέγει καὶ αὐτὰ
ποὺ δὲν ταιριάζουν σὲ Αὐτόν, πολὺ περισσότερο ἔπρεπε τότε.
Τώρα
ὅμως μὲ τὸ νὰ λέγει «ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν υἱόν, καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα
(:κι ἔδωσε ὁ Πατὴρ ὅλη αὐτὴ τὴν ἐξουσία στὸν Υἱό, γιὰ νὰ τιμοῦν καὶ νὰ
λατρεύουν ὅλοι τὸν Υἱὸ ὅπως τιμοῦν καὶ λατρεύουν τὸν Πατέρα. Ἐκεῖνος ποὺ
δὲν τιμᾷ τὸν Υἱό, δὲν τιμᾷ οὔτε τὸν Πατέρα, ποὺ τὸν ἀπέστειλε στὸν
κόσμο)» [Ἰω. 5,23], καθὼς ἐπίσης: «ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ
υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ (:ἀληθινά σᾶς βεβαιώνω ὅτι ὑπάρχει ἀπόλυτη συμφωνία
μεταξὺ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πατρός. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Υἱὸς εἶναι φυσικῶς ἀδύνατο νὰ
κάνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό Του τίποτε, ἐὰν δὲν βλέπει τὸν Πατέρα νὰ τὸ κάνει
αὐτό. Εἶναι ποὺ ἐνεργεῖ ὁ Πατήρ, αὐτὰ κάνει καὶ ὁ Υἱὸς ἀκριβῶς ὅπως τὰ
κάνει ὁ Πατήρ· διότι εἶναι κοινὴ καὶ μία ἡ θέληση, ἡ δύναμη καὶ ἡ
ἐνέργεια Πατρὸς καὶ Υἱοῦ)» [Ἰω. 5,19], καὶ τὸ νὰ ὀνομάζει τὸν ἑαυτό Του
ἀνάσταση καὶ ζωὴ καὶ φῶς τοῦ κόσμου, ἀποδεικνύουν ὅτι ἐξισώνει τὸν ἑαυτό
Του μὲ τὸν Πατέρα καὶ φανερώνουν τὴ γνώμη ποὺ εἶχαν ἐκεῖνοι.
Εἶδες
πὼς λέγει τόσα πολλὰ καὶ ἀπολογεῖται ὅτι δὲν καταργεῖ τὸν νόμο, ἐνῶ τὴ
γνώμη τῆς ἰσότητάς Του πρὸς τὸν Πατέρα ὄχι μόνο δὲν ἀπορρίπτει, ἀλλὰ καὶ
τὴν ἐπιβεβαιώνει: Ἔτσι καὶ ὅταν εἶπαν ὅτι «περὶ καλοῦ ἔργου οὐ
λιθάζομέν σε, ἀλλὰ περὶ βλασφημίας, καὶ ὅτι σὺ ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς
σεαυτὸν Θεόν (:δὲν θέλουμε νὰ σὲ λιθοβολήσουμε γιὰ κάποιο καλὸ ἔργο ἀπὸ
ἐκεῖνα ποὺ λὲς ὅτι ἔκανες. Ἀλλὰ θέλουμε νὰ σὲ λιθοβολήσουμε γιὰ τὴ
βλασφημία ποὺ ξεστόμισες, καὶ ἐπειδὴ ἐσύ, ἐνῶ εἶσαι ἄνθρωπος,
παρουσιάζεις τὸν ἑαυτό σου γιὰ Θεὸ καὶ λὲς ὅτι εἶσαι ἕνα μὲ τὸν Θεό)»
[Ἰω. 10,33], τὸ ἐπιβεβαίωσε αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἰσότητα τῶν ἔργων Του.
Καὶ
γιατί λέγω ὅτι ὁ Υἱὸς τὸ ἔκανε αὐτό, τὴν στιγμὴ ποὺ καὶ ὁ Πατέρας ποὺ
δὲν ἔλαβε σάρκα, κάνει τὸ ἴδιο; Καθόσον καὶ Αὐτὸς ἀνεχόταν νὰ λέγονται
πολλὰ ταπεινὰ γιὰ αὐτὸν χάριν τῆς σωτηρίας τῶν ἀκροατῶν· διότι τὸ «Ἀδάμ,
ποῦ εἶ; (:Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;)» [Γέν. 3,9] καὶ τὸ «εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν
αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρὸς μὲ συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ (:θὰ κατεβῶ
λοιπὸν ἐκεῖ, γιὰ νὰ δῶ ἐὰν πράγματι οἱ ἁμαρτίες τους εἶναι ὅπως οἱ
κραυγὲς ποὺ ἀνέρχονται πρὸς ἐμένα ἢ ὄχι. Ὁπωσδήποτε θέλω νὰ μάθω)» [Γέν.
18,21] καὶ τὸ «νῦν γὰρ ἔγνων, ὅτι φοβῇ σὺ τὸν Θεὸν (:διότι τώρα
κατάλαβα καλὰ ὅτι ἐσὺ σέβεσαι καὶ λατρεύεις τὸν Θεό)» [Γέν. 22,12] καὶ
τὸ «ἐὰν ἄρα ἀκούσωσι (:ἴσως καὶ νὰ ὑπακούσουν)» [Ἰεζ. 3,11] καὶ τὸ «ἐὰν
ἄρα ἐνδῶσι (:ἴσως καὶ συνετιστοῦν)» καὶ «τίς δώσει εἶναι οὕτω τὴν
καρδίαν αὐτῶν ἐν αὐτοῖς (:ποιός θὰ δώσει σὲ αὐτοὺς μία τέτοια καρδιὰ
ὥστε νὰ μὲ εὐλαβοῦνται;)» [Δευτ. 5,29] καὶ οἱ λόγοι «οὐκ ἔστιν ὅμοιὸς
σοι ἐν θεοῖς, Κύριε (:κανένας ἀπὸ τοὺς θεοὺς τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν δὲν
μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ Ἐσένα, Κύριε)» [Ψαλμ. 85,8] καὶ πολλὰ ἄλλα
παρόμοια ἐὰν ἤθελε κάποιος νὰ ἐκλέξει ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θὰ τὰ βρεῖ
νὰ εἶναι ἀνάξια τῆς ἀξίας τοῦ Θεοῦ.
Καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἀχαὰβ
ἔχει λεχθεῖ: «τίς ἀπατήσει τὸν Ἀχαὰβ (:ποιός καὶ μὲ ποιό τρόπο θὰ
ἐξαπατήσει τὸν Ἀχαάβ;)» [Β΄ Παραλ. 18,19]. Καὶ τὸ νὰ συγκρίνει αὐτὸν
συνεχῶς μὲ τοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς, ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀνάξια τοῦ Θεοῦ,
ὑπὸ ἄλλη ὅμως σκοπιὰ γίνονται ἄξια· καθόσον τόσο φιλάνθρωπος εἶναι, ὥστε
χάριν τῆς σωτηρίας μας νὰ παραβλέπει καὶ τοὺς λόγους ἐκείνους ποὺ
ἁρμόζουν στὴν ἀξία Του· διότι καί τὸ ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος εἶναι ἀνάξιο,
καί τὸ ὅτι ἔλαβε μορφὴ δούλου καὶ μιλοῦσε μὲ ταπεινὰ λόγια καὶ
περιβαλλόταν τὰ ταπεινά, εἶναι μὲν ἀνάξια γι᾿ αὐτόν, ἐὰν κάποιος ἤθελε
νὰ συγκρίνει πρὸς τὴ θεία ἐκείνη ἀξία, ἄξια δέ, ἐὰν ἀναλογιστεῖ κανεὶς
τὸν ἀπερίγραπτο πλοῦτο τῆς φιλανθρωπίας Του.
Ὑπάρχει ἐπίσης καὶ
ἄλλη αἰτία τῆς ταπεινότητας τῶν ἐκφράσεων ποὺ χρησιμοποιεῖ. Ποιά εἶναι
αὐτή; Το ὅτι τὸν μὲν Πατέρα καὶ Τὸν γνώρισαν καὶ Τὸν ὁμολογοῦσαν, ἐνῶ
Αὐτὸν δὲν Τὸν γνώρισαν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καταφεύγει συνεχῶς σὲ Ἐκεῖνον
ποὺ ἔχει ὁμολογηθεῖ, ἐπειδὴ Αὐτὸς δὲν ἦταν ἀκόμη ἀξιόπιστος. Ὄχι λόγῳ
τῆς δικῆς Του εὐτέλειας, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς ἀφροσύνης τῶν ἀκροατῶν καὶ
τῆς πνευματικῆς ἀδυναμίας τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ προσεύχεται καὶ
λέγει: «Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου (:Πάτερ, εἶμαι βέβαιος ὅτι
θὰ συντελεστεῖ ἀμέσως τὸ θαῦμα καὶ σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἄκουσες)» [Ἰω.
11,41]· διότι, ἐὰν ζωοποιεῖ ἐκείνους ποὺ θέλει καὶ ζωοποιεῖ ὅπως καὶ ὁ
Πατήρ, γιὰ ποιόν λόγο παρακαλεῖ τὸν Πατέρα;
Ὅμως εἶναι ὥρα πλέον
νὰ ἐξετάσουμε αὐτὸ τὸ χωρίο. «Ἦραν οὖν τὸν λίθον, οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς
κείμενος. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω, καὶ εἶπε (:μετὰ λοιπὸν
ἀπὸ τὴν παρατήρηση αὐτὴ τοῦ Κυρίου, ἔβγαλαν τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ
σπηλαίου, ὅπου βρισκόταν ὁ νεκρός. Ὁ Ἰησοῦς τότε ὕψωσε τὰ μάτια Του
στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε:) «Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου (:Πάτερ,
εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ συντελεστεῖ ἀμέσως τὸ θαῦμα καὶ Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ
ἄκουσες). Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις, ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν
περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ μὲ ἀπέστειλας (:Ἐγὼ τὸ ἤξερα
ὅτι πάντοτε μὲ ἀκοῦς. Ἀλλὰ εἶπα μεγαλόφωνα τὸ «εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ τὸ
ἀκούσει ὁ λαὸς ποὺ στέκεται γύρω μου. Κι ἔτσι ἀφοῦ ὅλοι αὐτοὶ δοῦν πόση
βεβαιότητα ἔχω ὅτι θὰ εἰσακουστῶ, νὰ πιστέψουν ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες,
ὅταν ἀκολουθήσει τὸ θαῦμα'')» [Ἰω. 11,41-42].
Ἄς ρωτήσουμε λοιπὸν
τὸν ὅποιον αἱρετικό: «Ἀπὸ τὴν προσευχὴ ἔλαβε τὴ δύναμη καὶ ἀνέστησε τὸν
νεκρό; Πῶς λοιπὸν ἔκανε τὰ ἄλλα θαύματα χωρὶς προσευχή, λέγοντας: «τὸ
πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγὼ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι
εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν (:Πνεῦμα ἄλαλο καὶ κουφό, ἐγὼ σὲ διατάζω, βγὲς ἀπ᾿
αὐτὸν καὶ μὴν ξαναμπεῖς ποτὲ πιὰ μέσα του)» [Μᾶρκ. 9,25] καὶ «θέλω,
καθαρίσθητι (:θέλω, καθαρίσου ἀπὸ τὴ λέπρα)» [Μᾶρκ. 1,41] καὶ «ἐγερθεὶς
ἆρόν σου τὴν κλίνην (:Σήκω ἐπάνω, πᾶρε τὸ κρεβάτι σου στὸν ὦμο σου καὶ
περπάτα)» [Ἰω. 5,8] καὶ «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου (:ἔχουν συγχωρηθεῖ
οἱ ἁμαρτίες σου)» [Ματθ. 9,2] καὶ στὴ θάλασσα: «Σιώπα, πεφίμωσο (:Σώπα,
φιμώσου)» [Μᾶρκ. 4,39];
Καὶ τί περισσότερο ἔχει ἀπὸ τοὺς
ἀποστόλους, ἐὰν καὶ ὁ Ἴδιος κάνει τὰ θαύματα κατόπιν προσευχῆς; Ἢ μᾶλλον
οὔτε ἐκεῖνοι ἔκαναν ὅλα τὰ θαύματα κατόπιν προσευχῆς, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς
καὶ χωρὶς προσευχή, ἐπικαλούμενοι μονάχα τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ἂν τὸ
ὄνομα Αὐτοῦ εἶχε τόσο μεγάλη δύναμη, πῶς θὰ εἶχε Αὐτὸς ἀνάγκη προσευχῆς;
Ἐὰν εἶχε ἀνάγκη προσευχῆς, δὲ θὰ εἶχε δύναμη τὸ ὄνομά Του. Ὅταν ἐπίσης
στὴν ἀρχὴ δημιουργοῦσε τὸν ἄνθρωπο, ποιά προσευχὴ χρειάστηκε; Μήπως δὲν
ὑπῆρξε ἐκεῖ πλήρης ἰσοτιμία; Διότι λέγει: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον (:ἂς
δημιουργήσουμε ἄνθρωπο)» [Γέν. 1,26]. Τί δὲν θὰ ὑπῆρχε ἀσθενέστερο, ἐὰν
εἶχε ἀνάγκη προσευχῆς;
Ἄς δοῦμε δὲ καὶ ποιά ἦταν ἡ προσευχή Του.
«Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου (:Πάτερ, εἶμαι βέβαιος ὅτι θὰ
συντελεσθεῖ ἀμέσως τὸ θαῦμα καὶ σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἄκουσες)» [Ἰω.
11,41]. Ποιός λοιπὸν προσευχήθηκε ποτὲ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο; Διότι, πρὶν
νὰ πεῖ κάτι, λέγει: «Σὲ εὐχαριστῶ», καθιστῶντας φανερὸ μὲ αὐτὸ ὅτι δὲν
ἔχει ἀνάγκη προσευχῆς. «Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις (:Ἐγὼ τὸ
ἤξερα ὅτι πάντοτε μὲ ἀκοῦς)». Αὐτὸ τὸ εἶπε ὄχι ἐπειδὴ ὁ Ἴδιος δὲν εἶχε
τὴ δύναμη, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι μία ἡ θέληση Αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατρός. Καὶ γιὰ
ποιό λόγο προσέδωσε μορφὴ προσευχῆς; Ὄχι ἐμένα, ἀλλὰ ἄκουσε τὸν Ἴδιο,
ποὺ λέγει: «ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι
σύ μὲ ἀπέστειλας (:Ἀλλὰ εἶπα μεγαλόφωνα τὸ «εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ τὸ
ἀκούσει ὁ λαὸς ποὺ στέκεται γύρω μου. Κι ἔτσι ἀφοῦ ὅλοι αὐτοὶ δοῦν πόση
βεβαιότητα ἔχω ὅτι θὰ εἰσακουσθῶ, νὰ πιστέψουν ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες,
ὅταν ἀκολουθήσει τὸ θαῦμα'')» [Ἰω. 11,41-42].
Διότι ὅλα αὐτὰ
προβάλλονται ὡς προσευχή, ἐὰν τὴν ἐκλάβουμε ἀπὸ τὴ γενικὴ ἄποψη. Δὲν
εἶπε: «ἀπέστειλες ἐμένα τὸν ἀνίσχυρο, αὐτὸν ποὺ γνώρισε τὴ δουλεία,
αὐτὸν ποὺ δὲν ἐκτελεῖ τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του», ἀλλὰ ἀφοῦ ἄφησε ὅλα
αὐτά, γιὰ νὰ μὴ σκεφτεῖς τίποτε ἀπὸ αὐτά, ἀναφέρει τὴν πραγματικὴ αἰτία
τῆς προσευχῆς. «Γιὰ νὰ μὴ μὲ θεωρήσουν ἀντίθεο, γιὰ νὰ μὴ λέγουν: ''Δὲν
προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό'', γιὰ νὰ δείξω ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνω εἶναι σύμφωνο
μὲ τὴ θέλησή Σου, σὰν δηλαδὴ νὰ λέγει ὅτι ἐὰν ἤμουν ἀντίθεος, δὲ θὰ ἦταν
δυνατὸ νὰ συμβεῖ αὐτὸ ποὺ συνέβῃ». Ἐπίσης τὸ «μὲ ἄκουσες», λέγεται καὶ
ἐπὶ φίλων καὶ ἐπὶ ἰσότιμων ἀνθρώπων. «Ἐγὼ τὸ γνώριζα ὅτι πάντοτε μὲ
ἀκοῦς»· δηλαδὴ «δὲν χρειάζομαι προσευχὴ γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ θέλω, ἀλλὰ
γιὰ νὰ πείσω τὸ πλῆθος, ὅτι ἔχουμε Ἐσὺ καὶ Ἐγὼ μία θέληση». Γιατί
λοιπὸν προσεύχεσαι; Γιὰ τοὺς πνευματικὰ ἀδύνατους καὶ προσκολλημένους
στὴν ὕλη.
«Καὶ ταῦτα εἰπὼν, φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο
ἔξω (:καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, δείχνοντας τὴν κυριαρχικὴ ἐξουσία Του καὶ
πάνω στὸν ἴδιο τὸν θάνατο, κραύγασε: ''Λάζαρε, βγὲς ἔξω'')». Γιατί δὲν
εἶπε «ἐν ὀνόματι τοῦ Πατρός μου ἔλα ἔξω»; Γιατί δὲν εἶπε «Πατέρα,
ἀνάστησε αὐτόν», ἀλλὰ ἀφοῦ τὰ ἄφησε ὅλα αὐτὰ καὶ ἔλαβε θέση
προσευχόμενου, φανερώνει τὴν ἐξουσία Του διὰ τῶν ἴδιων τῶν πραγμάτων·
διότι καὶ αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τῆς σοφίας Του, νὰ ἐπιδεικνύει διὰ μὲν τῶν
λόγων Του συγκατάβαση, διὰ δὲ τῶν ἔργων Του ἐξουσία· ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν
μποροῦσαν νὰ Τὸν κατηγορήσουν γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο ὅτι δὲν
προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἔτσι ἐξαπατοῦσαν πολλούς, γιὰ τοῦτο μὲ
ὑπερβολὴ ἀποδεικνύει αὐτὸ τὸ ἴδιο καὶ μὲ ὅσα λέγει καὶ ὅπως τὸ ἀπαιτοῦσε
ἡ πνευματική τους ἀδυναμία.
Διότι μποροῦσε καὶ μὲ ἄλλο τρόπο νὰ
δείξει τὴ συμφωνία Του μὲ τὸν Πατέρα, μὲ τὴν ἀξία Του, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε
νὰ ἀνεβεῖ τὸ πλῆθος σὲ τόσο πνευματικὸ ὕψος. Καὶ λέγει: «Λάζαρε, δεῦρο
ἔξω (:Λάζαρε, βγὲς ἔξω)». Δηλαδὴ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔλεγε: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω
ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς
τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται (:Ἀληθινά, ἀληθινά σᾶς λέω
ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ ἦλθε τώρα, ὁπότε οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι
νεκροὶ πνευματικῶς ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας θὰ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τοῦ Υἱοῦ
τοῦ Θεοῦ νὰ τοὺς προσκαλεῖ ν᾿ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του. Κι ὅσοι
ἀκούσουν τὴ φωνή του αὐτὴ μὲ προθυμία, ἔχοντας ἀνοιχτὰ τὰ πνευματικά
τους αἰσθητήρια, καὶ ἐγκολπωθοῦν ὅσα αὐτὴ διδάσκει καὶ ζητᾷ, θὰ ζήσουν
τὴν αἰώνια ζωή)» [Ἰω. 5,25]. Γιὰ νὰ μὴ νομίσεις, λοιπόν, ὅτι ἀπὸ ἄλλον
ἔλαβε αὐτὴ τὴ δύναμη, σοῦ τὸ δίδαξε αὐτὸ προηγουμένως καὶ τὸ ἀπέδειξε
διὰ τῶν ἔργων. Καὶ δὲν εἶπε «Ἀναστήσου», ἀλλὰ «Βγὲς ἔξω», συνομιλῶντας
μὲ τὸν ἀποθανόντα, σὰν νὰ ἦταν ζωντανός.
Τί θὰ μποροῦσε νὰ
ἐξισωθεῖ μὲ αὐτὴν τὴν ἐξουσία; Ἐὰν λοιπὸν δὲν τὸ κάνει αὐτὸ μὲ τὴ δική
Του δύναμη, τί περισσότερο θὰ ἔχει ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ λένε: «τί
θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτενίζετε ὡς ἰδίᾳ δυνάμει ἢ εὐσεβείᾳ
πεποιηκόσι τοῦ περιπατεῖν αὐτόν; (:γιατί μᾶς θαυμάζετε γιὰ τὴ θεραπεία
τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ καὶ γιατί ἔχετε καρφώσει τὰ μάτια σας πάνω μας, λὲς
καὶ μὲ δική μας δύναμη ἢ λόγῳ τῆς δικῆς μας εὐσέβειας ἔχουμε κατορθώσει
νὰ περπατᾷ αὐτός;)» [Πράξ. 3,12].
Διότι ἐὰν χωρὶς νὰ τὸ κάνει μὲ
τὴ δική Του δύναμη, δὲν πρόσθετε αὐτὸ ποὺ οἱ ἀπόστολοι ἔλεγαν γιὰ τὸν
ἑαυτό τους, τότε θὰ βρεθοῦν ἐκεῖνοι νὰ δίνουν κάπως μεγαλύτερη σημασία
στὴν ἀπομάκρυνση τῆς δόξας. Καὶ σὲ ἄλλη περίπτωση: «ἄνδρες, τί ταῦτα
ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι (:Ἄνθρωποι, τί εἶναι
αὐτὰ ποὺ κάνετε; Κι ἐμεῖς ἄνθρωποι εἴμαστε, μὲ τὴν ἴδια ἀσθενικὴ καὶ
θνητὴ φύση ποὺ ἔχετε κι ἐσεῖς)» [Πράξ. 14,15]. Ἔπειτα, οἱ μὲν Ἀπόστολοι,
ἐπειδὴ δὲν ἔπρατταν τίποτε ἀπὸ μόνοι τους, τὰ ἔλεγαν αὐτά, ὥστε νὰ τοὺς
πείσουν ὡς πρὸς αὐτό, ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς, ἐὰν εἶχε τέτοια γνώμη γιὰ τὸν ἑαυτό
Του, δὲ θὰ διέλυε τὴν ὑποψία αὐτήν, ἐὰν δὲν τὰ ἔπραττε μὲ τὴ δική Του
ἐξουσία; Καὶ ποιός θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ αὐτό; Καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς κάνει
τὸ ἀντίθετο, λέγοντας: «εἶπα μεγαλόφωνα τὸ «εὐχαριστῶ», γιὰ νὰ τὸ
ἀκούσει ὁ λαὸς ποὺ στέκεται γύρω μου. Κι ἔτσι ἀφοῦ ὅλοι αὐτοὶ δοῦν πόση
βεβαιότητα ἔχω ὅτι θὰ εἰσακουσθῶ, νὰ πιστέψουν ὅτι Ἐσὺ μὲ ἀπέστειλες,
ὅταν ἀκολουθήσει τὸ θαῦμα». Ὥστε ἐὰν πίστευαν, δὲν χρειαζόταν ἡ
προσευχή.
Ἐὰν ὅμως δὲν ἦταν γι᾿ αὐτόν τὸ νὰ προσεύχεται, γιατί
ἀποδίδει σὲ αὐτοὺς τὴν αἰτία; Γιατί δὲν εἶπε «γιὰ νὰ πιστέψουν ὅτι δὲν
εἶμαι ἴσος μὲ Ἐσένα» (διότι ἔπρεπε, ἐξαιτίας τῆς γνώμης ποὺ ὑπῆρχε, αὐτὸ
νὰ πεῖ), ἀλλά, ὅταν μὲν ὑπῆρχε ἡ ὑποψία ἐκ μέρους τοῦ πλήθους ὅτι
καταλύει τὸν νόμο, ἀνέφερε αὐτὴ τὴ λέξη (χωρὶς ἐκεῖνοι νὰ ποῦν τίποτε):
«Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον
καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι (:Μὴ νομίσετε ὅτι ἦλθα νὰ καταργήσω καὶ νὰ
ἀκυρώσω τὸν ἠθικὸ νόμο τοῦ Μωυσῆ ἢ τὴν ἠθικὴ διδασκαλία τῶν προφητῶν.
Δὲν ἦλθα νὰ τὰ καταργήσω αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ συμπληρώσω καὶ νά σᾶς τὰ
παραδώσω τέλεια)» [Ματθ. 5,17], ἐνῶ ἐδῶ ἀποδέχεται τὴν ἐπικρατοῦσα
γνώμη; Καὶ γενικὰ τί χρειάζονταν τόσο μεγάλες ἐκφράσεις καὶ αἰνίγματα;
Διότι ἦταν ἀρκετὸ νὰ πεῖ «Δὲν εἶμαι ἴσος» καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴ
γνώμη.
Τί λοιπόν; «Δὲν εἶπε», λέγει ἴσως κάποιος, «ὅτι: δὲν κάνω
τὸ θέλημα τὸ δικό μου»; Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ εἶπε συγκεκαλυμμένα, καὶ ἐν
σχέσει μὲ τὴν πνευματικὴ ἀδυναμία ἐκείνων καὶ λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν
ἴδια αἰτία ἀπὸ τὴν ὁποία ἔγινε καὶ ἡ προσευχή. Τί ἐπίσης σημαίνει ἡ
φράση «ὅτι ἤκουσάς μου (:διότι μὲ ἄκουσες)»; Δηλαδὴ «δὲν ἀντιτίθεμαι
καθόλου πρὸς Ἐσένα». Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν τὸ «ὅτι μὲ ἄκουσες» δὲ
φανερώνει αὐτό, ὅτι δηλαδὴ δὲν μπόρεσε Αὐτός -διότι ἐὰν συνέβαινε αὐτό,
δὲ θὰ ἦταν μόνο ἀδυναμία, ἀλλὰ καὶ ἄγνοια, ἐφόσον πρὶν ἀπὸ τὴν προσευχὴ
δὲ γνώριζε ὅτι πρόκειται νὰ συγκατανεύσει ὁ Θεός· ἐὰν λοιπὸν δὲν τὸν
γνώριζε, πῶς ἔλεγε «πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν (:πηγαίνω γιὰ νὰ τὸν
ξυπνήσω)» [Ἰω. 11,11] καὶ δὲν εἶπε «Πηγαίνω γιὰ νὰ προσευχηθῶ στὸν
Πατέρα μου γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσει»;
Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν αὐτὸ δὲν
φανερώνει ἀδυναμία, ἀλλὰ συμφωνία, ἔτσι καὶ τὸ «πάντοτέ μου ἀκούεις
(:πάντοτε μὲ ἀκοῦς)». Ἢ λοιπὸν μποροῦμε νὰ ποῦμε αὐτό, ἢ ὅτι εἰπώθηκε
ἐξαιτίας τῆς γνώμης ἐκείνων. Ἐὰν πάλι δὲν τὸ εἶπε οὔτε ἀπὸ ἄγνοια οὔτε
ἀπὸ ἀδυναμία, εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὁμιλεῖ μὲ ταπεινὰ
λόγια, ὥστε καὶ ἀπὸ τὴν ὑπερβολὴ αὐτῶν νὰ πειστεῖς καὶ νὰ ἀναγκαστεῖς νὰ
ὁμολογήσεις ὅτι αὐτὰ δὲν εἶναι λόγια τῆς ἀξίας Του ἀλλὰ τῆς
συγκαταβάσεώς Του.
Τί λένε λοιπὸν οἱ ἐχθροὶ τῆς ἀλήθειας; «Δὲν τὸ
εἶπε», λένε, «τό ''μὲ ἄκουσες'' ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τῶν ἀκροατῶν
του, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξει τὴν ὑπεροχή του». Καὶ ὅμως αὐτὸ δὲν ἦταν κάτι
ποὺ φανέρωνε τὴν ὑπεροχή Του, ἀλλὰ ποὺ μποροῦσε νὰ ταπεινώσει πάρα πολὺ
τὸν ἑαυτὸ Του καὶ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἔχει τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸν
ἄνθρωπο· διότι ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι γνώρισμα τοῦ Θεοῦ, οὔτε αὐτοῦ ποὺ
κάθεται στὸν ἴδιο θρόνο. Βλέπεις ὅτι γιὰ καμιὰ ἄλλη αἰτία δὲν κατέφυγε
σὲ αὐτό, παρὰ γιὰ τὴν ἀπιστία ἐκείνων;
Πρόσεχε λοιπὸν καὶ τὸ ἔργο
ποὺ ἐπιβεβαιώνει καὶ τὴν αὐθεντία Του. Τὸν κάλεσε καὶ ὁ νεκρὸς ἐξῆλθε
δεμένος μὲ τὰ σπάργανα. Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ τὸ πρᾶγμα φάντασμα
(διότι τὸ νὰ ἐξέλθει δεμένος δὲν φαινόταν λιγότερο παράδοξο ἀπὸ τὸ νὰ
ἀναστηθεῖ) ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν λύσουν, ὥστε πλησιάζοντάς τον καὶ
ἐρχόμενοι κοντά του, νὰ διαπιστώσουν ὅτι πράγματι ἐκεῖνος εἶναι ὁ πρώην
τετραήμερος νεκρὸς Λάζαρος καὶ λέγει: «Λύσατε αὐτὸν, καὶ ἄφετε ὑπάγειν
(:Λῦστε τον καὶ ἀφῆστε τὸν μόνο καὶ χωρὶς βοηθὸ νὰ πάει στὸ σπίτι του)».
Εἶδες ποὺ ἀποφεύγει τὴν καύχηση; Δὲν συνοδεύει τὸν ἀναστημένο Λάζαρο,
οὔτε τὸν διατάζει νὰ μείνει μαζί Του, ὥστε νὰ μὴ δώσει τὴν ἐντύπωση σὲ
μερικοὺς ὅτι ἐπιδεικνύεται· ἔτσι γνώριζε νὰ δείχνει τὴν ταπεινοφροσύνη
Του. Μετὰ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ θαύματος, ἄλλοι μὲν θαύμαζαν, ἄλλοι δὲ
προσῆλθαν καὶ εἶπαν αὐτὸ στοὺς Φαρισαίους.
Τί κάνουν λοιπὸν
ἐκεῖνοι; Ἐνῶ ἔπρεπε νὰ ἐκπλήττονται καὶ νὰ θαυμάζουν, συνεδριάζουν καὶ
ἀποφασίζουν νὰ φονεύσουν Αὐτὸν ποὺ ἀνέστησε τὸν νεκρό. Πόσο μεγάλη
ἀνοησία! Ἐκεῖνον ποὺ κατανίκησε τὸν θάνατο στὰ σώματα τῶν ἄλλων, νόμιζαν
ὅτι θὰ Τὸν παραδώσουν στὸν θάνατο καὶ λένε: «Τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ
ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ; (:Τί θὰ κάνουμε; Ὁ κίνδυνος ποὺ μᾶς
παρουσιάζεται εἶναι μεγάλος, διότι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος κάνει πολλὰ
θαύματα)» [Ἰω. 11,47]. «Ἄνθρωπο» ἀκόμη ὀνομάζουν Αὐτὸν ἐκεῖνοι ποὺ
ἔλαβαν τόσο μεγάλη ἀπόδειξη τῆς θεότητάς Του. «Τί νὰ κάνουμε;». Ἔπρεπε
νὰ πιστέψουν καὶ νὰ Τὸν λατρεύσουν καὶ νὰ Τὸν προσκυνήσουν καὶ νὰ μὴν
Τὸν θεωροῦν πλέον ἄνθρωπο.
«Ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, πάντες
πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ῥωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ
τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος (:ἂν τὸν ἀφήσουμε ἐλεύθερο, ὅπως τὸν εἴχαμε μέχρι
τώρα, ὅλοι θὰ πιστέψουν σὲ αὐτὸν ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, καὶ εἶναι ἑπόμενο
νὰ γίνει κάποια ἐπανάσταση. Καὶ τότε θὰ ἐπέμβουν οἱ Ρωμαῖοι καὶ θὰ μᾶς
πάρουν καὶ τὸν ἅγιο τόπο τοῦ ναοῦ καὶ θὰ καταλύσουν τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ
ἔθνους μας'')» [Ἰω. 11,48]. Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ σκέπτονται νὰ κάνουν;
Θέλουν στὴ συνέχεια νὰ ἐξεγείρουν τὸν λαὸ ὅτι τάχα πρόκειται νὰ
κινδυνεύσουν μὲ τὴ σκέψη ὅτι θὰ ἐγκαθιδρύσει τυραννικὸ καθεστώς.
«Διότι», λένε, «ἐὰν μάθουν οἱ Ρωμαῖοι ὅτι ξεσηκώνει τὸν λαό, θὰ
ὑποπτευθοῦν ἐμᾶς καὶ θὰ ἔλθουν καὶ θὰ κατακυριεύσουν τὴν πόλη μας».
Γιὰ
ποιό λόγο, πές μου, μήπως δηλαδὴ δίδασκε ἀποστασία; Δὲν ἐπέτρεψε νὰ
πληρώσουν φόρο στὸν Καίσαρα; Δὲν θελήσατε νὰ Τὸν κάνετε βασιλιᾶ καὶ
ἔφυγε; Δὲν ἐπιδείκνυε τὸν ἄσημο καὶ ἁπλὸ τρόπο ζωῆς, χωρὶς νὰ ἔχει οὔτε
οἰκία, οὔτε κάτι ἄλλο παρόμοιο; Αὐτὰ βέβαια τὰ ἔλεγαν ὄχι ἀναμένοντας
αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ φθόνο. Καὶ συνέβῃ, χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν αὐτοί, καὶ τὸ
ἔθνος τους κυρίευσαν οἱ Ρωμαῖοι καὶ τὴν πόλη τους, ἐπειδὴ φόνευσαν
Αὐτόν· καθόσον τὰ συμβαίνοντα ἦσαν ἀπαλλαγμένα ἀπὸ κάθε ὑποψία· διότι
Ἐκεῖνος ποὺ θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς καὶ δίδασκε ἄριστο τρόπο ζωῆς καὶ
ἔδινε ἐντολὴ νὰ ὑπακούουν στοὺς ἄρχοντες δὲν ἐγκαθιστοῦσε τυραννικὴ
ἐξουσία, ἀλλὰ τὴν καταργοῦσε.
«Ἀλλὰ αὐτό», λέει ἴσως κάποιος, «τὸ
συμπεραίνουμε ἀπὸ τὰ προηγούμενα». Καὶ ὅμως ἐκεῖνοι δίδασκαν ἀποστασία,
ἐνῶ Αὐτὸς τὸ ἀντίθετο. Βλέπεις ὅτι ἦσαν ὑποκρισία ὅσα ἔλεγαν; Διότι τί
παρόμοιο ἐπέδειξε; Εἶχε μαζί Του δορυφόρους ἐπιδεικτικούς; Ἔσυρε μαζί
Του ὀχήματα; Δὲν ἐπιδίωκε τοὺς ἔρημους τόπους; Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ φανοῦν ὅτι
τὰ λέγουν αὐτὰ ἀπὸ μοχθηρία λέγουν ὅτι κινδυνεύει ἡ πόλη καὶ ὅτι ὁ
Ἰησοῦς ἐπιβουλεύεται τὴν πολιτεία καὶ ὅτι φοβοῦνται μήπως βρεθοῦν στὸν
ἔσχατο κίνδυνο.
Δὲν ὑπῆρξαν αὐτὰ αἴτια τῆς αἰχμαλωσίας σας, ἀλλὰ
τὰ ἀντίθετα, καὶ αὐτῆς τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τῆς αἰχμαλωσίας στὴ Βαβυλῶνα
καὶ αὐτῆς ποὺ συνέβῃ στὴ συνέχεια ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀντίοχου. Σᾶς
παρέδωσε στοὺς ἐχθρούς σας αἰχμαλώτους, ὄχι ἐπειδὴ ὑπῆρχαν μεταξύ σας
ἄνθρωποι ποὺ λάτρευαν τὸν Θεό, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὑπῆρχαν μεταξύ σας ἄνθρωποι
ποὺ διέπρατταν ἀδικίες καὶ παρόργιζαν τὸν Θεό.
Ἀλλὰ τέτοιος εἶναι
ὁ φθόνος· ἅπαξ καὶ τυφλώσει τὴν ψυχὴ κάποιου δὲν τὸν ἀφήνει νὰ δεῖ
τίποτε ἀπὸ ὅσα πρέπει. Δὲν δίδασκε νὰ εἴμαστε ἐπιεικεῖς; Δὲν δίδασκε
ὅταν δεχόμαστε ραπίσματα στὸ δεξιό μας μάγουλο νὰ στρέφουμε καὶ τὸ ἄλλο;
Δὲν δίδασκε νὰ ὑπομένουμε τίς ἀδικίες ποὺ μᾶς γίνονται; Δὲν δίδασκε νὰ
ἐπιδεικνύουμε μεγαλύτερη προθυμία στὰ κακοπαθήματα, ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἄλλοι
ἐπιδεικνύουν στὸ νὰ διαπράττουν τὴν κακία; Αὐτὰ λοιπόν, πές μου, δὲν
εἶναι δείγματα κάποιου ποὺ καταργεῖ μᾶλλον τὴν τυραννικὴ ἐξουσία παρὰ
ποὺ τὴ συνιστᾷ;
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 74, σελ. 167-179, 185-193 καὶ 208-245.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.