Από το 1935-36 ως τα μέσα του 1939, η ελληνική πλευρά είχε σχεδόν αποκλείσει το ενδεχόμενο ιταλικής επίθεσης προς τη χώρα μας. Ήταν προσανατολισμένη προς μια επίθεση από τη Βουλγαρία και γι’ αυτό τον λόγο είχαν κατασκευαστεί μεγάλα οχυρωματικά έργα στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο (Γραμμή Μεταξά). Με την Τουρκία υπήρχε συμφωνία αμοιβαίου σεβασμού των συνόρων, κι έτσι όλο το βάρος δόθηκε σε Μακεδονία και Θράκη (στα σύνορα με τη Βουλγαρία).
Το γεγονός που θορύβησε (ή αφύπνισε…) την ελληνική πλευρά, ήταν η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς τον Απρίλιο του 1939. Έτσι, καταστρώθηκε το αμυντικό σχέδιο ΙΒ (Ιταλία – Βουλγαρία), το οποίο ήταν έτοιμο στις 4 Μαΐου 1939.
Διατέθηκαν στρατιωτικές δυνάμεις και στην ελληνοαλβανική μεθόριο και χρήματα για την κατασκευή αμυντικών έργων. Και πάλι όμως, αυτά ήταν πολύ λίγα. Από τα 851 εκατομμύρια δραχμές, που δαπανήθηκαν από τον Απρίλιο του 1939 ως τον Οκτώβριο του 1940, 769 εκ. δραχμές (ποσοστό 90,4%) κατευθύνθηκαν προς τον βουλγαρικό «τομέα» και μόνο 82 εκ. δραχμές (ποσοστό 9,6%) προς τον αλβανικό «τομέα». Η κυβέρνηση Μεταξά, από το 1936 ως το 1940, διέθεσε περίπου 15 δισεκατομμύρια δραχμές για τον επανεξοπλισμό της χώρας. Από αυτά, περίπου 1 δις 460 εκ. δραχμές, διατέθηκαν για οχυρωματικά έργα.
Όλες οι πηγές συμφωνούν στο ότι, τόσο ο Μεταξάς όσο και ο αρχιστράτηγος Παπάγος, δεν ήταν ιδιαίτερα αισιόδοξοι για την έκβαση ενός ελληνοϊταλικού πολέμου. Οι εκτιμήσεις του Γενικού Επιτελείου από τον Απρίλιο του 1939 ως τις πρώτες νίκες του στρατού μας στο μέτωπο, χαρακτηριζόταν από απαισιοδοξία για τη δυνατότητα αποτελεσματικής αντίστασης κατά των Ιταλών στη γραμμή των συνόρων. Επίσης, υπήρχε υπερεκτίμηση των μαχητικών ικανοτήτων των Ιταλών. Έτσι, τον Μάιο του 1939, η 8η Μεραρχία (Ηπείρου), είχε ως αποστολή την επιβράδυνση της προέλασης του εχθρού υποχωρώντας ως τον Άραχθο (το ποτάμι που διαρρέει την Άρτα…).
Ο Μεταξάς, είχε την άποψη ότι οι ελληνικές δυνάμεις, σε περίπτωση ιταλικής εισβολής, θα μπορούσαν να προβάλουν μια «τυπική αντίσταση», σε ελάχιστους τομείς. Δεν αναμενόταν νίκες, όπως τονιζόταν σε οδηγίες προς την 8η Μεραρχία, παρά μόνο η σωτηρία της τιμής των ελληνικών όπλων (23 Σεπτεμβρίου 1940). Ο Μεταξάς, είχε συμφωνήσει σε μια αμυντική στρατηγική, σύμφωνα με τη οποία οι ελληνικές δυνάμεις, θα έπρεπε να υποχωρήσουν και να συμπτυχθούν κατά 200 χιλιόμετρα από τη μεθόριο (με εξαίρεση «τυπικές» κινήσεις αντίστασης) και αν η επίθεση ήταν συντριπτική, να αποσυρθεί ως το όρος Όθρυς (!) ως την ανατολική ακτή, για να επικεντρωθεί εκεί η άμυνα. Έτσι, ολόκληρη η βορειοδυτική Ελλάδα θα αφηνόταν στους εχθρούς κάτι που αποτελούσε «μέγα λάθος επιτελικού σχεδιασμού». Υπήρχαν όμως κάποιοι αξιωματικοί που είχαν αντίθετη άποψη…
Ο αντιστράτηγος Δημήτριος Παπαδόπουλος, διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού, επέμενε ότι το ηθικό ενός στρατού διατηρείται καλύτερα με την επίθεση. Ο διοικητής της 8ης Μεραρχίας Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, που είχε διαγνώσει έγκαιρα τη μεγάλη στρατηγική σημασία του Καλπακίου και των περιοχών γύρω από αυτό και δεν είχε καμία διάθεση να υποχωρήσει την ώρα της μάχης. Ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Δαβάκης, που κλήθηκε εσπευσμένα τον Αύγουστο του 1940 να αναλάβει τη διοίκηση του Αποσπάσματος Πίνδου. Τρεις μόνο από τους πολλούς.
Ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος |
Στις 21 Οκτωβρίου 1940, ο υποπρόξενος της Ελλάδας στους Αγίους Σαράντα, Τριανταφυλλάκος, τηλεγραφεί στο ΥΠΕΞ ότι «προωθήθησαν προς τα σύνορα αι στρατιωτικαί δυνάμεις των Αγίων Σαράντα». Στις 23 Οκτωβρίου, ο πρεσβευτής μας στη Ρώμη Ι. Πολίτης, επικαλούμενες πληροφορίες από στρατιωτική πηγή (είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και οι πλέον εμπιστευτικές επικοινωνίες των Ιταλών εκείνη την περίοδο, ήταν διάτρητες και η ασφάλειά τους ανύπαρκτη), προσδιορίζει χρονικά την επίθεση μεταξύ 25 και 28 του μήνα. Έχοντας έγκυρη ενημέρωση από το Βερολίνο, ο πρεσβευτής μας στη Βέρνη Ψαρούδας, ενημερώνει στις 25 Οκτωβρίου ότι «η επίθεσις κατά της Ελλάδος είναι ζήτημα ημερών». Ο γενικός πρόξενος στα Τίρανα, Αργυρόπουλος, αναφέρει την ίδια ημέρα, πως επιβεβαιώνεται η πληροφορία «περί επιτάξεως των συγκοινωνιακών μέσων. Διάχυτος είναι η γνώμη, ότι ευρισκόμεθα εις τα πρόθυρα ιταλικής δράσεως».
Παρ’ όλα αυτά, ο Μεταξάς δεν φρόντισε να ενημερώσει τους επικεφαλής των μονάδων στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Το έκανε, μόνο όταν ο Γκράτσι του επέδωσε το πολεμικό τελεσίγραφο…
28η Οκτωβρίου 1940
Η επίσκεψη του Ιταλού πρέσβη Γκράτσι, που συνοδευόταν από τον στρατιωτικό ακόλουθο , συνταγματάρχη Μοντίνι και τον διερμηνέα της πρεσβείας Ντε Σάντο, στις 2.45 π.μ. της 28ης Οκτωβρίου 1940, στο σπίτι του Μεταξά στην Κηφισιά, η απαίτηση των Ιταλών από την «ελληνικήν κυβέρνησιν όπως μην εναντιωθεί εις την κατάληψιν ταύτην (ενν. της Ελλάδας) και όπως μη παρεμποδίσει την ελευθέρα διέλευσιν των στατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσι», η απάντηση του Μεταξά «Alors, c’est la querre» («Λοιπόν, τότε έχουμε πόλεμο») και το…κατευόδιό του προς τους Ιταλούς με τη φράση «Vous etes les plus forts» («Είσθε οι πιο δυνατοί»), έχουν μείνει στην ιστορία. Το ιταλικό τελεσίγραφο, έληγε στις 6.00 π.μ. Ωστόσο ο πόλεμος ξεκίνησε νωρίτερα…
Μετά την αποχώρηση των Ιταλών, ο Μεταξάς τηλεφώνησε στον βασιλιά Γεώργιο Β’ και στη συνέχεια στους υπουργούς του, για να τους ενημερώσει για τη σύγκληση έκτακτου υπουργικού συμβουλίου. Στις 4.00 π.μ., έφτασε στην κατοικία του Βρετανού πρεσβευτή σερ Μάικλ Πάλερετ, στο κέντρο της Αθήνας και του ζήτησε επίμονα να ειδοποιήσει τον ναύαρχο σερ Άντριου Κάνινγκαμ, διοικητή του Βασιλικού Ναυτικού στη Μεσόγειο, με έδρα την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, να στείλει πολεμικά πλοία για να μπλοκάρουν τις ιταλικές ναυτικές κινήσεις στο Ιόνιο και την Πελοπόννησο. Το σήμα στάλθηκε χωρίς κρυπτογράφηση. Πάντως στην καλύτερη περίπτωση, τα βρετανικά πλοία θα χρειαζόταν δύο μέρες για να φθάσουν από την Αλεξάνδρεια ως την Κρήτη. Ο Μεταξάς, ζήτησε επίσης από τον Βρετανό πρέσβη, να υποβάλει στον Τσόρτσιλ άμεση έκκληση για αεροπορική βοήθεια.
Στις 4.30 π.μ. ο Μεταξάς έφτασε στο Υπουργείο Εξωτερικών όπου συναντήθηκε με τον βασιλιά και τον διάδοχο Παύλο. Στις 5.30 π.μ., συνεδρίαζε εκτάκτως το υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο αποφασίστηκε γενική επιστράτευση. «Αν οποιοσδήποτε διαφωνεί, μπορεί να παραιτηθεί», είπε ο Μεταξάς και υπόγραψε πρώτος τη σχετική διαταγή. Όλα τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου τον ακολούθησαν. «Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα», ήταν μια ακόμα φράση του Μεταξά σ’ εκείνο το δραματικό υπουργικό συμβούλιο. Στις 6.00 π.μ., οι σειρήνες αεροπορικού συναγερμού ξύπνησαν τους Αθηναίους.
Το πρωινό της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου 1940, θα μείνει βέβαια στην ιστορία, αλλά και για λόγους που ίσως σήμερα ξενίζουν πολλούς. Οι Αθηναίοι βγήκαν στους δρόμους και τις πλατείες, εμφορούμενοι από πατριωτικό ζήλο και ενθουσιασμό. Με έκτακτες εκδόσεις, οι εφημερίδες, οι οποίες στα πρωτοσέλιδά τους είχαν ηχηρούς τίτλους και πύρινα κύρια άρθρα, ζητούσαν επιτακτικά να δοθεί ένα σκληρό μάθημα στους Ιταλούς. «Εις όλων τα πρόσωπα εζωγραφίζετο η αποφασιστικότης και η θέλησις της νίκης, η οποία εγκαρδιώνει αυτήν την στιγμήν σύσσωμον το Έθνος εις όλα τα τμήματα και εις όλας τας περιφερείας του», έγραφαν τα «Αθηναϊκά Νέα», στην εσπερινή τους έκδοση της 28ης Οκτωβρίου 1940. Στις 11.00 π.μ. ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και ο Μεταξάς, έκαναν μια σύντομη διαδρομή με ανοιχτό αυτοκίνητο στο κέντρο της πόλης, δεχόμενοι εκδηλώσεις λατρείας του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όταν ο Μεταξάς κατέβηκε κάποια στιγμή από το αυτοκίνητο και περπάτησε, κορίτσια τον έραιναν με λουλούδια και ο κόσμος τον αποθέωνε. Ο ίδιος, εντυπωσιασμένος από τις λαϊκές εκδηλώσεις, είπε σ’ ένα υπουργό που τον συνόδευε: «Με κατηγόρησαν, με εξόρισαν, με καταδίκασαν εις θάνατον, αλλά ήλθε επιτέλους και δι’ εμέ στα εβδομήντα μου χρόνια, η στιγμή της αναγνωρίσεως. Λέγουν ότι ο ελληνικός λαός υπήρξεν πάντα αχάριστος προς τους πολιτικούς του από αρχαιοτάτων χρόνων. Εγώ δεν το πιστεύω αυτό».
Ο φασίστας και δικτάτορας Μεταξάς, μετατράπηκε σε εθνικό ήρωα μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Πολιτικοί εξόριστοι και πολιτικοί κρατούμενοι, ζητούσαν να τους δοθεί η δυνατότητα να πολεμήσουν. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, εξόριστος στην Κάρυστο, ήταν ένας από αυτούς. Η επιθυμία του ικανοποιήθηκε 4 μέρες αργότερα. Ο Γ.Γ. του Κ.Κ.Ε. Νίκος Ζαχαριάδης, από τις φυλακές της Κέρκυρας όπου ήταν έγκλειστος, γράφει «Ανοιχτό Γράμμα», προς τον λαό της Ελλάδας: «…Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα. Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις χωρίς επιφύλαξη… Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θα’ ναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της…». Ο Τάσος Βουρνάς, στην «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», γράφει ότι «η θέση αυτή του Ζαχαριάδη βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με την Κομμουνιστική Διεθνή εκείνη την εποχή, η οποία είχε και την ευθύνη για το εργατικό κίνημα σε όλο τον κόσμο». Πάντως το αίτημα του Ζαχαριάδη και άλλων συντρόφων του να αφεθούν ελεύθεροι (χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα 600 κρατουμένων στο Ιτς Καλέ του Ναυπλίου), προκειμένου να πολεμήσουν τους Ιταλούς, δεν έγινε αποδεκτό από την κυβέρνηση Μεταξά.
Στο μεταξύ, όσοι Ιταλοί ζούσαν στην Αθήνα είχαν, όπως ήταν αναμενόμενο, πολλά προβλήματα. Το γραφείο των αερογραμμών Ala Littoria, τα ιταλικά σχολεία και πολιτιστικά γραφεία, δέχτηκαν επιθέσεις με ρίψεις αντικειμένων και πολλοί Ιταλοί συνελήφθησαν. Ο άυπνος, Γκράτσι, ένας εξαιρετικός διπλωμάτης όπως περιγράφεται, θορυβημένος, τηλεφώνησε στον Τσιάνο για να τον ενημερώσει. Ο Τσιάνο, βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο ίδιο δωμάτιο με τον Μουσολίνι. Ο Γκράτσι, τον άκουσε να λέει προς τον Ντούτσε: «Ο Γκράτσι μου λέει ότι όλα είναι μια χαρά». «Δεν σου είπα κάτι τέτοιο», απάντησε ο Γκράτσι. «Θα δεις. Στέλνουμε 20 μεραρχίες στην Αλβανία και μέσα σε 15 μέρες όλα θα έχουν τελειώσει», απάντησε ο Τσιάνο.
Εκείνο που… είδε ο Γκράτσι, ήταν η απέλασή του από την Ελλάδα λίγες μέρες αργότερα. Η «ανταμοιβή» του από τον Ντούτσε, ήταν να σταλεί σε… διακοπές με άδεια.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ, συναντήθηκαν στη Φλωρεντία. Ο Χίτλερ επισήμανε στον Μουσολίνι ότι θα έπρεπε να καθυστερήσει την επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Ο Μουσολίνι αντέτεινε ότι δεν γινόταν διαφορετικά. Αυτή ήταν η αλήθεια. Το τρένο της ιστορίας είχε μπει στις ράγες και τίποτα δεν μπορούσε ν’ ανακόψει την πορεία του…
Οι πολεμικές συγκρούσεις
Οι διαθέσιμες ελληνικές δυνάμεις ήταν 60.000 άνδρες στην Ήπειρο και 90.000 στη Μακεδονία. Στις 5.00 π.μ. της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ), αντιστράτηγος Γιάννης Πιτσίκας, τηλεφώνησε στον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, διοικητή του Αποσπάσματος Πίνδου, ενημερώνοντάς τον ότι η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα.
Ορισμένοι (Δ. Κόκκινος, Κ. Τριανταφυλλίδης, Α. Κύρου), διατυπώνουν την άποψη ότι η επίθεση είχε ξεκινήσει νωρίτερα, στις 4.00π.μ.: «Από της 4ης πρωινής, Αλβανοί και Βλάχοι από χωριά της περιοχής, στρατολογηθέντες από τους Ιταλούς, είχαν προχωρήσει έρποντας μέχρι των ελληνικών φυλακίων και απέκοπταν τα καλώδια. Εις πλείστα μέρη οι φρουροί ηχμαλωτίσθησαν ή εφονεύθησαν πριν προφθάσουν να κινηθούν ή αντιληφθούν καν την επίθεσιν» (Διονύσιος Κόκκινος, «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος 1800-1945, τόμος Δ’ σελ. 1431).
«Νύχτα περάσανε τη μεθοριακή γραμμή από γιδόστρατες και μέσα από χαράδρες, οι Αλβανοί λαθρέμποροι και οι Βλάχοι προδότες που θα χρησίμευαν για οδηγοί. Τους ακολουθούσαν Ιταλοί σαμποτέρ. Αυτοί ζυγώσανε τα φυλάκια, σύρθηκαν ολόγυρα, βρήκανε τα τηλεφωνικά καλώδια και, την ορισμένη ώρα, τα κόψανε, απομονώνοντας έτσι τις φρουρές. Ακολούθησαν οι άνδρες της Τζούλια» (Κώστας Τριανταφυλλίδης).
Το ΓΕΣ, αναφέρει ότι η ιταλική επίθεση άρχισε στις 5.00 π.μ. Ο πρώτος, και μάλλον μη αναμενόμενος, αντίπαλος των Ιταλών, ήταν όμως ο καιρός. Επί δύο μέρες έβρεχε ασταμάτητα. Αστραπόβροντα έσκιζαν τον ουρανό της Ηπείρου. Οι χείμαρροι, είχαν μετατραπεί σε ορμητικά ποτάμια. Άνθρωποι και ζώα, πάλευαν για να κινηθούν μέσα στη λάσπη. Ο αθεράπευτα αισιόδοξος Βισκόντι Πράσκα, πίστευε ότι τα προβλήματα θα ήταν τα ίδια και για τους Έλληνες. Είχε αμελήσει όμως κάτι βασικό. Η βροχή και η λάσπη, ήταν πολύ μεγαλύτερα εμπόδια για τους επιτιθέμενους παρά για τους αμυνόμενους…
Το XXV Σώμα Στρατού, με επικεφαλής τον Κάρλο Ρόσι, προήλαυνε στο κέντρο. Στα δυτικά, ένα σύνταγμα του Παραλιακού Συγκροτήματος, υπό τον Ενρίκο Αντρεΐνι, προχωρούσε δίπλα στο φουρτουνιασμένο και άγριο Ιόνιο. Στα ανατολικά, τα δύο πρώτα συντάγματα της Μεραρχίας «Σιένα», περνούσαν τα σύνορα. Στα αριστερά τους, προήλαυνε η Μεραρχία «Φεράρα», ενώ προς την κοιλάδα του Καλαμά, κινούνταν ένα σύνταγμα της Τεθωρακισμένης Μεραρχίας «Κένταυρος» και των βερσαλιέρων του συνταγματάρχη Σολίνας με τα χαρακτηριστικά φτερά στα καπέλα. Οι ελληνικές δυνάμεις, είχαν συμπτυχθεί σε καλύτερες αμυντικές θέσεις κατά μήκος του ποταμού Καλαμά. Ο Βισκόντι Πράσκα, τηλεγραφούσε ενθουσιασμένος στον Μουσολίνι: «Τα στρατεύματά μας προχωρούν με μεγάλο ενθουσιασμό πέρα από τη μεθόριο». Στο μέτωπο της Πίνδου, όπως είδαμε, η 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια», του στρατηγού Μάριο Τζιρότι, είχε εισχωρήσει σε αρκετό βάθος στο ελληνικό έδαφος. Η «Τζούλια» και οι μεραρχίες «Βενέτσια» και «Αρέτσο», είχαν στη δύναμή τους 35.000 άνδρες. Απέναντί τους, πολεμούσαν μόλις 2.000 Έλληνες υπό τον Κ. Δαβάκη…
Αλλά και η «Τζούλια» είχε ν’ αντιμετωπίσει πολύ κακές καιρικές συνθήκες, τα αφρισμένα ποτάμια και τις κατεστραμμένες γέφυρες, που είχαν ανατινάξει προληπτικά οι στρατιώτες μας. Οι Ιταλοί δεν διέθεταν υλικό γεφυροσκευής…
Η Μεραρχία «Σιένα», έφτασε στους Φιλιάτες μέσα σε 24 ώρες. Ο καιρός ωστόσο, δεν επέτρεπε τη σύνδεση με τις μεραρχίες που βρίσκονταν μπροστά από τον Καλαμά. Μια μικρή σύγχυση είχε αρχίσει να δημιουργείται στις ιταλικές δυνάμεις. Ο Κουιρίνο Αρμελίνι, αξιωματικός στο επιτελείο του, μάλλον νουνεχή, Μπαντόλιο έγραφε στο ημερολόγιό του «ότι η κατάσταση είχε χειροτερεύσει και είχε γίνει ένα απόλυτο τρελοκομείο»!
Στις 2 Νοεμβρίου ο καιρός βελτιώθηκε. Οι μεραρχίες «Σιένα», «Φεράρα» και «Κένταυρος», είχαν φτάσει κοντά στο Καλπάκι (περίπου 30 χλμ από τα ελληνοαλβανικά σύνορα). Ο διοικητής της 8ης Μεραρχίας, Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, προετοίμαζε για μήνες την ελληνική άμυνα στην περιοχή του Καλπακίου, αψηφώντας τις διαταγές των ανωτέρων του να παρατάξει τις δυνάμεις του, βαθύτερα στο ελληνικό έδαφος. Ήταν βέβαιος ότι η μάχη θα κριθεί στο Καλπάκι. Παράλληλα, είχε φροντίσει, η μεγάλη πλειοψηφία των ανδρών της 8ης Μεραρχίας να προέρχεται από την Ήπειρο. Οι άνδρες του, πολεμούσαν για την Ελλάδα αλλά και για τον ίδιο τον τόπο τους. Επίσης, ήταν άριστοι γνώστες των τοποθεσιών της περιοχής, κάτι που αναμφίβολα ήταν πολύ σημαντικό. Στην Ημερήσια Διαταγή της 30ης Οκτωβρίου 1940, ο Κατσιμήτρος ήταν αδιάλλακτος: «Επί της τοποθεσίας ταύτης (Καλπάκι) θα δοθεί ο αποφασιστικός αγών προς τον εχθρόν. Ο αγών θα διεξαχθεί μετά πείσματος και επιμονής ακαταβλήτου. Άμυνα κρατερά επί των θέσεών μας μέχρις εσχάτων. Ουδεμία ιδέα εις ουδένα να υπάρχει περί υποχωρήσεως».
Επίθεση Ιταλών στην Γκραμπάλα |
Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 1ης Νοεμβρίου μια επίλεκτη ομάδα Ιταλών ενισχυμένη με Αλβανούς εθελοντές, κατέλαβε το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Γκραμπάλα κοντά στο Καλπάκι. Στην Γκραμπάλα, που πέρασε ξανά σε ελληνικά χέρια, αργότερα πάλι στους Ιταλούς και τελικά στους ‘Έλληνες, δόθηκαν πολύ σκληρές μάχες με πολλά θύματα εκατέρωθεν. Ο Μεταξάς διέταξε να βομβαρδιστούν τη νύχτα της 1ης Νοεμβρίου, οι ιταλικές θέσεις στα Δολιανά, λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά απ’ το Καλπάκι. Ήταν η πρώτη φορά που η Ελληνική Βασιλική Αεροπορία θα πετούσε, για νυχτερινές επιχειρήσεις. Ωστόσο, τα αεροπλάνα Potez 63 γαλλικής κατασκευής, με επικεφαλής τον ανθυποσμηναγό Αναστάσιο Βλαδούση, έφεραν εις πέρας την αποστολή τους. Στις 4 Νοεμβρίου, το επιτελείο της 8ης Μεραρχίας, υπέκλεψε ένα ιταλικό σήμα:
«Οι Έλληνες, οίτινες είναι γνωστοί δια το πείσμα και την επιμονήν των, από του καιρού της ειρήνης, το φύσει τραχύ και ανώμαλον έδαφος της Ηπείρου, το οργάνωσαν μετά τοσαύτης μεθοδικότητας και επιμελείας, ώστε κάθε βράχος αποτελεί μίαν φωλεάν πολυβόλων και κάθε σπήλαιον μια θέση αμύνης και παρουσιάζουσι τόσην λύσσαν εις τον αγώνα, ώστε χρειάζονται περισσότερα και ισχυρότερα μέσα δια να τους εκδιώξωμεν».
Στις 7 Νοεμβρίου, Ιταλοί από τα επίλεκτα τάγματα «fanti della morte» (στρατιώτες του θανάτου), κατέλαβαν προσωρινά τη Γκραμπάλα. Μια σφοδρή ελληνική αντεπίθεση, τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, είχε σαν αποτέλεσμα, η Γκραμπάλα ν’ ανακαταληφθεί και 45 Ιταλοί fanti, με τις νεκροκεφαλές στις μεταλλικές τους ταυτότητες έχασαν τη ζωή τους στο στρατηγικής σημασίας ύψωμα.
Στις 8 Νοεμβρίου, ο Βισκόντι Πράσκα έλαβε εντολή να σταματήσει κάθε επιθετική ενέργεια. Αλλά και στο μέτωπο της Πίνδου, η «Τζούλια», συναντούσε δυσκολίες. Σε ενίσχυση των ανδρών του Δαβάκη, ήρθε η 1η Μεραρχία, με επικεφαλής τον υποστράτηγο Βασίλειο Βραχνό. Ορισμένα απαρχαιωμένα άρματα Vickers που ανήκαν στη Μεραρχία, ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη για το Μέτσοβο. Κάποια, δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους. Η διαδρομή με τους φοβερούς γκρεμούς, έγινε αιτία για δυστυχήματα και τον θάνατο Ελλήνων στρατιωτών.
Στη μάχη της Λυκορράχης, οι Έλληνες υπό τον αντισυνταγματάρχη Μισύρη, πέτυχαν μεγάλη νίκη επί της «Τζούλια». 210 Ιταλοί έχασαν τη ζωή τους. Οι Έλληνες νεκροί και τραυματίες, ήταν 31.
Ο Δαβάκης τραυματίστηκε σοβαρά στην έφοδο για κατάληψη του Προφήτη Ηλία. Οι Ιταλοί επιτελείς έχασαν κάθε επικοινωνία με την «Τζούλια». Την 1/11, ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος σκοτώθηκε στην προσπάθεια κατάληψης της Τσούκας (πρώτος νεκρός Έλληνας αξιωματικός του πολέμου). Αργότερα, το 1ο Σύνταγμα Ιππικού με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Σωκράτη Δημάρατο, από την Βούρμπιανη της Κόνιτσας κατέλαβε τη Σαμαρίνα. Μια σειρά από μάχες στα βουνά της Πίνδου, οδήγησαν στη διάλυση της «Τζούλια» η οποία έχασε πάνω από το 1/5 των ανδρών της. Αυτό ήταν ένα σοκ για την ιταλική στρατιωτική ηγεσία αλλά και για τον ιταλικό λαό. Οι μεραρχίες «Σιένα», «Φεράρα» και «Κένταυρος» που είχαν αναχαιτιστεί στο Καλπάκι υποχωρούσαν κακήν κακώς προς την ελληνοαλβανική μεθόριο. Αλλά και οι άντρες της «Τζούλια», καταδιωκόμενοι όχι μόνο από τους Έλληνες στρατιώτες αλλά και από χωρικούς και των δύο φύλων (μην ξεχνάμε και την τεράστια προσφορά των γυναικών της Πίνδου), έφτασαν…στο Βεράτι της Αλβανίας για να ανασυγκροτηθούν. Εκεί τραγουδούσαν με πικρία: «Στου Βερατίου τη γέφυρα, ένα λάβαρο μαύρο τους νέους θρηνεί που πίσω δεν θα γυρίσουν, της «Τζούλια» τους νέους που σπρώξαν στη μάχη». Οι Έλληνες στρατιώτες, ανάμεσα στα άλλα αντικείμενα που είχαν αφήσει πίσω τους οι Ιταλοί, βρήκαν και… κιθάρες!
Η αισιοδοξία ορισμένων υψηλόβαθμων Ιταλών αξιωματικών για καφέ στα Γιάννενα και υγιεινό περίπατο ως την Αθήνα, είχε διαπεράσει όλο το ιταλικό στράτευμα… Σύντομα και τα αρχικά εδαφικά κέρδη των Ιταλών στη Θεσπρωτία εξανεμίστηκαν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο αλβανικό έδαφος.
Ήταν αρκετές δεκαπέντε μέρες στον ελληνικό στρατό όχι μόνο να αποκρούσει την ιταλική επίθεση αλλά και να προλειάνει το έδαφος για νέους θριάμβους στα χώματα της Βορείου Ηπείρου…
ΥΓ 1. Ο Μουσολίνι από το 1904, ήταν μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και μάλιστα υπήρξε και διευθυντής της εφημερίδας «Avanti!» ,επίσημου οργάνου του κόμματος. Η μεταστροφή του, χρονολογείται από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ελπίζω να λύνονται οι απορίες κάποιων αναγνωστών με αυτή τη διευκρίνιση!
ΥΓ 2. Οι αριστουργηματικοί πίνακες του άρθρου, έχουν φιλοτεχνηθεί από τον ζωγράφο Αλέξανδρο Αλεξανδράκη(1913-1968) που πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Πηγές:
JOHN C. CARR, «Η ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, 1940-1941», εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2014
ΝΙΚΟΣ ΠΗΓΑΔΑΣ, «ΤΟ ΟΧΙ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ», εκδ. ΜΠΑΤΣΙΟΥΛΑΣ 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.