O Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος (1903-2002), καθηγητής Διοικητικού Δικαίου, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας (αλλά αποπεμφθείς το 1969 από το δικτατορικό καθεστώς), λογοτέχνης, ακαδημαϊκός και πρώτος Πρόεδρος της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας (άσκησε προσωρινώς τα καθήκοντά του μέχρι την εκλογή του Κωνσταντίνου Τσάτσου), καθώς και προταθείς για το Νόμπελ Ειρήνης, είχε εκδώσει κάποια δοκίμια για τη συμπεριφορά των ανθρώπων σε ένα βιβλίο με τίτλο «Το πινάκιον φακής και ο νόμος των λύκων» (Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1972).
Στο πρώτο από αυτά τα δοκίμια, o Στασινόπουλος καταπιάσθηκε με το θέμα «Η αξία και η τύχη» (σελ. 9 επ.), σκιαγραφώντας το προφίλ των άξιων και ανάξιων προσώπων που καταφέρνουν να φθάσουν στην κορυφή.
Ενώ οι άξιοι, για να ανελιχθούν, χρησιμοποιούν τις αρετές τους, κορωνίδα των οποίων είναι η εντιμότητά τους, οι ανάξιοι χρησιμοποιούν όπλα που οι άξιοι δεν γνωρίζουν να τα χειρίζονται. Πολλοί από τους ανάξιους πετυχαίνουν τον στόχο τους:
«με όπλο την ακαταμάχητη εκείνη επιτηδειότητα, την ακούραστη, την ανεξάντλητη, την εφευρετική, την υποκριτική εκείνη ειλικρίνεια που ξέρει να εξαπατά και τους πιο έμπειρους. Σπρώχνουν, μεριάζουν, κλωτσούν, κολακεύουν, ποδοπατούν, τρέχουν […] και τέλος, να τους που έφθασαν στην κορυφή χωρίς να έχουν αξία. “Ουκ εξ αρετής μάλλον ή κακουργίας η Προεδρία!” φώναζε από τότε, οργισμένος ο θαυμάσιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, αγανακτώντας για τις τόσες περιπτώσεις. Και προσθέτει: “ου των αξιωτέρων, αλλά των δυνατωτέρων οι θρόνοι!”».
Εν συνεχεία, ο Στασινόπουλος αναδεικνύει την ισοπεδωτική εξομοίωση που επέρχεται σε εκείνους που φτάνουν ψηλά χωρίς να το αξίζουν, παραλληλίζοντάς την με το νερό που βράζει πάνω από τους 100 βαθμούς: Όπως δεν κάνει διαφορά για το βρασμένο νερό αν είναι στους 101, 102 ή 103 βαθμούς, αφού μετά από το 100, όλοι οι αριθμοί είναι ίσοι και η θερμοκρασία εξίσου καυτή, το ίδιο συμβαίνει και με τους ανάξιους:
«Εφ’ όσον έφτασαν εκεί χωρίς αξία, κανείς τους δεν είναι πιο ψηλά ή πιο χαμηλά. Αρχηγός ή κλητήρας, είναι όλοι ίσιοι. Τους ισοπεδώνει όλου η μέθοδος η κακή, η χρήση των “άλλων” μέσων».
Επιπλέον, ο Στασινόπουλος διαπιστώνει ότι:
«ο ανάξιος που φτάνει στην κορυφή, αισθάνεται ήσυχος κι ευτυχισμένος. Αντίθετα, ο άξιος που έφτασε με την αξία του, διαρκώς ανησυχεί, μήπως δε φανεί πραγματικά άξιος». Μάλιστα, «ο ανάξια φτασμένος τις πιο πολλές φορές δε θα σιωπήσει. Ζαλισμένος από την τυχαία επιτυχία, θα προσπαθήσει να την παραστήσει ως έργο δικό του. Στο κάτω-κάτω γιατί δε μπορεί να είναι έργο δικό του; Με λίγη επιτηδειότητα, μπορεί να το παραστήσει έτσι το πράγμα, ώστε να πιστέψουν μερικοί ότι δεν θα ήταν η επιτυχία τυχαία, αλλά αποτέλεσμα ιδικής του ενεργείας. Και ίσως-ίσως, στο τέλος θα το πιστέψει κι ο ίδιος».
Ο δοκιμιογράφος συνεχίζει:
«Όταν, στη δική μας τη χώρα, μεγάλοι εθνικοί ηγέτες καταψηφίσθηκαν, ενώ βγήκαν στην ίδια περιφέρεια άλλοι υποδεέστεροι, και άσημοι, οι τελευταίοι αυτοί για κάμποσον καιρό δεν μιλούσαν. Αν όμως με τον καιρό ξεθάρρευαν και μιλούσαν, θα έλεγαν κάτι ανάλογο με» εκείνο που είχε πει ένας ανάξια εκλεγείς Γάλλος βουλευτής: «Με ψήφισαν απλούστατα, γιατί είμαι ο καλύτερος!».
Από την άλλη πλευρά, όταν καταφέρνουν να φθάσουν στην κορυφή οι άξιοι, πράγμα πολύ σπάνιο, ειδικά στις μέρες μας που κυριαρχεί σχεδόν παντού η λογική, ορθότερα: ο παραλογισμός του Θαυμαστού Ανάποδου Κόσμου (στην κορυφή οι ανάξιοι, στον πάτο η άξιοι), νιώθουν «ήρεμοι, γαλήνιοι, χωρίς ν’ αντιτάξουν μηχανεύματα στις πλεκτάνες και σωσίβια στις παγίδες». Στην κορυφή έφθασαν «βαδίζοντας, κατ’ ευθείαν, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, και χωρίς να λοξοδρομήσουν», πρέπει δε να «ευχαριστούν αυτοί το Θεό, γιατί είναι σπάνιο να το επιτύχεις αυτό, χωρίς να φθείρεις την αρετή σου».
Ο μεγάλος κίνδυνος για τους άξιους που πιάνουν κορυφή είναι να ζαλιστούν και να πέσουν στην αλαζονεία. Μάλιστα, η πτώση αυτή συμβαίνει ολίγον κατ’ ολίγον:
«η εξουσία, το μεγάλο αξίωμα, μπορεί να σε χαλάσει, από μέσα, αδιόρατα, χωρίς να αντιληφθείς εσύ ο ίδιος αυτή την αργή μεταμόρφωση. Γίνεται τόσο αργά, τόσο αθόρυβα, ωσάν να θέλει να κρυφτεί από τα ίδια μας τα μάτια».
Ο άξιος, λοιπόν, θα πρέπει να είναι και φρόνιμος, ώστε να κρατεί το αξίωμά του με νηφαλιότητα και μετριοφροσύνη, που είναι η υψηλότερη αρετή:
«Η μετριοφροσύνη είναι, κατά τον La Bruyère, καθώς οι σκιές στις φιγούρες ενός πίνακα. Αυτές οι σκιές κάνουν φανερές κι έντονες τις μορφές και τις εικόνες».
Επικαλούμενος τα λόγια του Ρενάν, ο Στασινόπουλος σημειώνει ότι:
«κανένας αληθινά σπουδαίος άνθρωπος δεν πιστεύει κατά βάθος ότι είναι σπουδαίος. Από τη στιγμή που θα το πιστέψει, θα πάψει να είναι σπουδαίος». Ο φρόνιμος «ανησυχεί κάθε στιγμή μήπως εγκαταλείψει τη μετριοφροσύνη του και πέσει στην αλαζονεία. Κι αυτή η ανησυχία είναι η ουσία της μετριοφροσύνης».
Τέλος, ο Στασινόπουλος συμπληρώνει ότι είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς συμπεριφέρονται στον άξιο που έπιασε την κορυφή όσοι ανάξιοι βρίσκονται δίπλα του, οι οποίοι δεν πέτυχαν να τον παραγκωνίσουν: Τώρα αυτοί υποκρίνονται ότι ουδέποτε διανοήθηκαν να τον βγάλουν από την μέση. «Συνήθως μάλιστα, είναι οι πρώτοι που θα τον συγχαρούν πρωί-πρωί, θα του στείλουν και λουλούδια! Κι ας ξέρει όλος ο κόσμος τι είχαν κάνει στα παρασκήνια».
Υπάρχουν, όμως, δίπλα στον άξιο και άλλοι άξιοι, οι οποίοι δεν κατάφεραν να φθάσουν στην κορυφή. Αυτοί όμως, αναγνωρίζουν ότι ηττήθηκαν τίμια και τώρα χαίρονται για το αποτέλεσμα.
Προσαρμόζοντας στην σχετική περίσταση τα λόγια του Αβραάμ Λίνκολν, ο οποίος είχε πει ότι «καθώς δε θέλω να είμαι δούλος, έτσι δε θέλω και να είμαι αφέντης, αυτό είναι η δημοκρατία», ο Στασινόπουλος ολοκληρώνει το δοκίμιό του με την εξής μετάπλαση της ρήσης αυτής:
«Καθώς δε θέλω να με αδικήσουν και να μου πάρουν τη θέση που ανήκει στην αξία μου, έτσι δε θέλω να πάρω μια θέση που ανήκει στην αξία ενός άλλου. Κι αυτό, με μια λέξη, είναι ο πολιτισμός».
Δυστυχώς, οι πολιτικοί ηγέτες του 21ου αιώνα προέρχονται κατ’ εξοχήν από την συνομοταξία των αναξίων. Ο Αλεξάντερ Ντούγκιν, θεωρητικός της γεωπολιτικής στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, ο οποίος αναλύει τα χαρακτηριστικά της μετα-ανθρωπότητας του μετα-μοντερνισμού, δηλαδή την απο-πολιτικοποίηση, τον αυτονομισμό, τον μικροσκοπισμό, τον απανθρωπισμό και τον κατακερματισμό, παρατηρεί ότι στο πλαίσιο της πολιτικής μετα-ανθρωπολογίας κυριαρχεί ο κανόνας της αντιστροφής.
Οι πολιτικοί, «αντί να είναι σεβάσμια και επιβλητικά πρόσωπα, επιλέγονται και προβάλλονται για τα νιάτα τους, τη γοητεία τους, το στυλ τους και πάνω απ’ όλα (αν και δεν ομολογείται εύκολα) για την απειρία τους (είναι δε “ιδανικοί” αν κρύβουν σημαντικούς “σκελετούς στο ντουλάπι”, ώστε να υπόκεινται σε εκβιασμούς και να γίνονται υποχείρια)» (για το πλήρες χωρίο βλ. Βαθιώτη, Από την πανδημία στην κλιματική αλλαγή. Συντονισμένα τρομο-κράτη σε φόντο παγκόσμιας διακυβέρνησης, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2021, σελ. 45).
Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα εφαρμογής του Θαυμαστού Ανάποδου Κόσμου αποτελεί ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, «ο πρώτος τηλε-πρόεδρος της ιστορίας» που «τη δεκαετία του ΄80 εξελέγη επί δύο συνεχείς θητείες».
Στο εξαιρετικό βιβλίο του «Ένας κόσμος ανάποδα» (μτφ.: Γ. Ζακοπούλου, εκδ. Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα 2019, σελ. 307/308), ο Εδουάρδο Γκαλεάνο σχολιάζει το φαινόμενο Ρέιγκαν, το οποίο επανελήφθη αργότερα και σε άλλες χώρες (το 1990 στη Βραζιλία εξελέγη Πρόεδρος ένα πρώην μοντέλο του Dior, και το 1994 στην Ιταλία ο προσφάτως αποθανών Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος ήλεγχε το 80% της ιδιωτικής τηλεόρασης και έγινε ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας Μίλαν):
«Ένας μέτριος ηθοποιός, που στη μακρά πορεία του στο Χόλλυγουντ έμαθε να λέει ψέματα με ειλικρίνεια μπροστά στην κάμερα και ο οποίος χάρη στη βελούδινη φωνή του είχε βρει δουλειά σαν παρουσιαστής σε show της General Electric. Στην εποχή της τηλεόρασης, ο Ρέιγκαν δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για να κάνει πολιτική καριέρα. Οι ιδέες του, όχι πάρα πολλές, προέρχονταν από το περιοδικό Reader’s Digest. Κατά τον συγγραφέα Γκορ Βιντάλ, η πλήρης συλλογή του Reader’s Digest είχε για τον Ρέιγκαν την ίδια σημασία που είχαν τα έργα του Μοντεσκιέ για τον Τζέφερσον. Χάρη στη μικρή οθόνη, ο πρόεδρος Ρέιγκαν μπόρεσε να πείσει την κοινή γνώμη της Βόρειας Αμερικής ότι η Νικαράγουα ήταν απειλή».
Ο παραλογισμός του Θαυμαστού Ανάποδου Κόσμου επαληθεύθηκε το 2019 με την εκλογή του κωμικού ηθοποιού Ζελένσκι στην θέση του Προέδρου της Ουκρανίας, στο όνομα του οποίου πίνουν νερό και οι Έλληνες Νεοταξίτες. Aυτοί είναι πρωτίστως όσοι θριάμβευσαν στις πρόσφατες εκλογές υπό την αρχηγία ενός πρωθυπουργού που έχει παρομοιασθεί με τον… Μίστερ Μπιν».
Σύμφωνα με όσα επεσήμανε παραπάνω ο Μιχαήλ Στασινόπουλος, μπροστά στο επίτευγμα της πολυπόθητης αυτοδυναμίας του κόμματος που ηγείται ο Κυρ. Μητσοτάκης, είναι πολύ πιθανό ότι θα επαίρεται με την προαναφερθείσα φράση:
«Με ψήφισαν απλούστατα γιατί είμαι ο καλύτερος!».
Τώρα, ας ανατρέξει ο αναγνώστης στο βιογραφικό του Στασινόπουλου (ο οποίος είχε εκλεγεί βουλευτής επικρατείας με την Ν.Δ. στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές) κι ας μελαγχολήσει για την ουρανομήκη απόσταση που το χωρίζει από τα βιογραφικά των νεοεκλεγέντων βουλευτών της μητσοτακικής Νέας Δικτατορίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το ανωτέρω κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, 2/7/2023, ΣΕΛ. 07β/23.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.