Σελίδες

7 Δεκεμβρίου 2022

Ο γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης

Ο γέροντας πα­πα Ἐ­φρα­ίμ ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της ἀ­πό λα­ϊ­κός εἶ­χε πο­λύ με­γά­λη κα­θα­ρό­τη­τα. Δέν ἤ­ξε­ρε, τί ση­μαί­νει σαρ­κι­κή ἁ­μαρ­τί­α καί πῶς ἐ­πι­τε­λεῖ­ται. Οἱ κο­πέλ­λες τόν κο­ρό­ϊ­δευ­αν «μι­σο­γύ­νη». 
 
Ἀ­γα­ποῦ­σε πο­λύ τήν μη­τέ­ρα του. Ὁ πα­τέ­ρας του τόν κα­τα­ρά­στη­κε, ὅ­ταν τοῦ εἶ­πε ὅ­τι θέ­λει νά γί­νη μο­να­χός. «Νά ἔ­χης τήν κα­τά­ρα τῶν 318 Θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων τῆς Πρώ­της Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου», τοῦ εἶ­πε. Ἀρ­γό­τε­ρα ὅ­μως με­τά­νοι­ω­σε καί ἦρ­θε καί ὁ ἴ­διος καί ἐ­μό­να­σε μα­ζί του, καί ὁ πα­πα–Ἐ­φρα­ίμ τόν γη­ρο­κό­μη­σε.
 
Ὅ­ταν ἦ­ταν δό­κι­μος, τόν ἔ­στει­λε ὁ Γέροντάς του στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο νά δώ­ση τό ἐρ­γό­χει­ρο. Ἔ­λε­γε στόν δρό­μο τήν εὐ­χή καί εἶ­χε μέ­σα του μί­α πο­λύ κα­λή κα­τά­στα­ση πού αὐ­ξα­νό­ταν. Ἔ­κα­νε 30 τρι­α­κο­σά­ρια ἀ­πό τό Κελ­λί τους μέ­χρι τό Μο­να­στή­ρι. Ὅ­μως στό Μο­να­στή­ρι εἶ­δε μί­α σκη­νή καί μέ­σα του κα­τέ­κρι­νε ἕ­ναν μο­να­χό. Ἔ, αὐ­τό ἦ­ταν! Ἄρ­χι­σε νά συ­στέλ­λε­ται ἡ χά­ρις καί στόν γυ­ρι­σμό ἔ­λε­γε μέ πολ­λή δυ­σκο­λί­α τήν εὐ­χή. Μόλις κα­τά­φε­ρε νά κά­νη 4 τρι­α­κο­σά­ρια. «Ἤ­μουν νέ­ος τό­τε», εἶ­πε, «καί δέν γνώ­ρι­ζα νά ἀν­τι­με­τω­πί­ζω το­ύς λο­γι­σμο­ύς. Πῶς πῆ­γα καί πῶς γύ­ρι­σα!».
 
Ὅ­ταν ὁ Γέ­ρον­τάς του ἀ­πε­φά­σι­σε νά τόν κά­νη πα­πᾶ, πῆ­γαν στήν Δάφ­νη γιά νά βγοῦν ἔ­ξω γιά τήν χει­ρο­το­νί­α. Εἶ­δαν τό κα­ρά­βι ἀ­πό μα­κρυ­ά νά ἔ­χη βά­λει μπρο­στά, ἀλ­λά δέν μπο­ροῦ­σε νά ξε­κι­νή­ση. Ὁ π. Ἐ­φραίμ πα­ρα­κα­λοῦ­σε ἀ­πό μέ­σα του νά φύ­γη, νά χά­σουν τό κα­ρά­βι, γιά νά μή γί­νη ἡ χει­ρο­το­νί­α, δι­ό­τι ἀ­πό τα­πεί­νω­ση δέν ἤ­θε­λε νά γί­νη πα­πᾶς. Ἀλ­λά μό­λις ἔ­φθα­σαν καί ἀ­νέ­βη­καν στό κα­ρά­βι, τό­τε μπό­ρε­σε καί ξε­κί­νη­σε. Λές καί τούς πε­ρί­με­νε.

Κάποτε στήν Με­γά­λη Εἴ­σο­δο εἶ­δε τόν ἑ­αυ­τό του ὑ­πε­ρυ­ψω­μέ­νο καί αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι πα­τοῦ­σε πά­νω σέ φλό­γες. Μόλις ἔ­φθα­σε κά­τω ἀ­πό τόν πο­λυ­έ­λε­ο εἶ­πε μέ­σα του, «Παναγία μου, Χρι­στέ μου­», καί σι­γά–σι­γά πά­τη­σε καί μπῆ­κε ἀ­πό τήν Ὡ­ρα­ί­α Πύλη. Τότε κα­τε­νό­η­σε τό ψαλ­μι­κό, «ὁ ποι­ῶν το­ύς Ἀγ­γέ­λους Αὐ­τοῦ πνε­ύ­μα­τα καί το­ύς λει­τουρ­γο­ύς Αὐ­τοῦ πυ­ρός φλό­γα».

Ὁ πα­πα Ἐ­φραίμ ἔ­βλε­πε ἄν ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἔ­χη χά­ρι. Μόνο νά ἔ­βλε­πε τόν ἱ­ε­ρέ­α ἀ­πό τό πα­ρα­πόρ­τι τοῦ Ἱ­ε­ροῦ, κα­τα­λά­βαι­νε πό­ση χά­ρι ἔ­χει.

Ἔ­μει­νε 42 χρό­νια στήν ὑ­πα­κο­ή σκλη­ροῦ καί αὐ­στη­ροῦ Γέ­ρον­τος. Ἀ­πό τήν ὑ­πα­κο­ή πῆ­ρε τήν χά­ρι. Πολ­λές φο­ρές σκέ­φτη­κε νά φύ­γη, για­τί δέν ἄ­κου­γε μία κα­λο­γε­ρι­κή κου­βέν­τα, ἀλ­λά ἔ­κα­νε ὑ­πο­μο­νή. Στό τέ­λος ἔ­λε­γε: «Ἄν ἔ­φευ­γα τό­τε, δέν θά σω­ζό­μουν».

Ἔ­λε­γε κά­πο­τε ὅ­τι πῆ­γε στό Κελ­λί τους ἕ­νας Κα­ρου­λι­ώ­της ἀ­σκη­τής καί ζή­τη­σε ἕ­να κρεμ­μύ­δι ἀ­πό τόν πα­ρα­δελφό του π. Προ­κό­πιο. Ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἔ­δω­σε χω­ρίς νά ρω­τή­ση καί ὁ γέ­ρον­τάς του πα­πα Νι­κη­φό­ρος τόν ἔ­στει­λε νά τό πά­ρη πί­σω, θέ­λον­τας φυ­σι­κά νά τοῦ δι­δά­ξη τήν ἀ­κρί­βεια τῆς ὑ­πα­κο­ῆς.

Εἶ­χαν ἕ­να γα­τά­κι καί κά­ποι­α μέ­ρα ἔ­κα­νε μία ζη­μιά. Ὁ Γέ­ρον­τάς του γιά κα­νό­να τό ἔ­δε­σε καί τό ἄ­φη­σε νη­στι­κό. Αὐ­τό νι­α­ού­ρι­ζε συ­νέ­χεια καί ὁ πα­πα Ἐ­φραίμ τό λυ­πό­ταν καί πα­ρα­κα­λοῦ­σε τόν Γέ­ρον­τά του νά τό λύ­ση, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νος ἀρ­νιό­ταν. Τό­τε τοῦ λέ­γει: «Αὔ­ριο δέν θά κοι­νω­νή­σεις», ἐ­πει­δή ἦ­ταν Πνευ­μα­τι­κός τοῦ Γέροντός του, καί ὁ Γέ­ρον­τάς του τό­τε τοῦ εἶπε: «Καί σύ δέν θά λει­τουρ­γή­σεις εἰς τόν αἰ­ῶ­να τόν ἅ­παν­τα». Σάν Γέ­ρον­τας εἶ­χε αὐ­τήν τήν ἐ­ξου­σί­α. Τό­τε ὁ πα­πα–Ἐ­φραίμ τά χρει­ά­σθη­κε. Τα­πει­νώ­θη­κε καί πῆ­γε ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α στόν Γέ­ρον­τά του. Ἐ­κεῖ­νος τοῦ εἶ­πε: «Ἐν­τά­ξει, ἐν­τά­ξει καί σύ θά λει­τουρ­γή­σεις, καί ἐ­γώ θά κοι­νω­νή­σω».

«Ρώτησα κά­πο­τε τόν Γέροντα, τόν Δάσκαλο­ (γε­ρω Ἰ­ω­σήφ): ”Γέροντα, τί τό ἰ­δι­α­ί­τε­ρο ἔ­κα­νες ὥ­στε ἡ Πα­να­γί­α νά σέ φι­λή­ση τρεῖς φο­ρές στό στό­μα;” καί μοῦ ἀ­πάν­τη­σε: ”Ἐμβάθυνα πο­λύ στό γνῶ­θι σαὐτό­ν”».

«Μοῦ εἶ­πε κά­πο­τε ὁ γε­ρω Ἰ­ω­σήφ: “Ἐ­σύ, παι­δί μου, ἔ­τσι ὅ­πως ἀ­γω­νί­ζε­σαι, καί μό­νος σου θά εὕ­ρι­σκες τήν χά­ρι, ἀλ­λά δέν θά ἤ­ξε­ρες πῶς νά τήν κρα­τή­σης”. Ἐ­γώ τό­τε δέν τόν ρώ­τη­σα πῶς κρα­τι­έ­ται ἡ χά­ρις. Ἀρ­γό­τε­ρα κα­τά­λα­βα ὅ­τι τήν χά­ρι τήν κρα­τᾶ­με μέ τήν τα­πε­ί­νω­ση καί τήν εὐ­χα­ρι­στί­α».

Ὑ­πῆρ­χε πα­λαιά ἕ­νας μο­να­χός Μάξιμος πού ὅ­ταν ἔ­ψαλ­λε μέ τό κα­τα­νυ­κτι­κό ὕ­φος του, οἱ πα­τέ­ρες ἔ­κλαι­γαν καί ἡ Πα­να­γί­α τρό­πον τι­νά ἀν­τα­με­ί­βον­τάς τον ἔ­κα­νε νά κου­νιοῦν­ται τά καν­τή­λια. Καί στήν Λα­ύ­ρα τόν ἔ­βα­λαν νά ψά­λη στήν Πα­να­γί­α τήν Οἰ­κο­νό­μισ­σα ὅ­που πά­λι κου­νι­όν­ταν τά καν­τή­λια. Εἶ­χε φή­μη ἁ­γί­ου μο­να­χοῦ καί θέ­λη­σε ὁ παπα Ἐ­φρα­ίμ νά τόν συ­ναν­τή­ση. Καθ᾿ ὁ­δόν εἶ­χε ἕ­ναν ἐ­σω­τε­ρι­κό δι­ά­λο­γο:

Ὁ γε­ρω Ἰ­ω­σήφ σοῦ ἄ­φη­σε κά­ποι­ο κε­νό πού θά χρεια­σθῆ νά τό κα­λύ­ψης μέ ἄλ­λον Γέροντα;

–Ὄ­χι βέ­βαι­α.

–Τότε για­τί πη­γα­ί­νεις στόν π. Μάξιμο; Γιά νά ἔχης μέ­σα σου συγ­κρί­σεις μέ τόν Γέροντα;

Ἀ­μέ­σως γύ­ρι­σε στό Κελ­λί του καί ἔ­λε­γε: «Στόν Γέροντα πού σᾶς ὡδή­γη­σε ὁ Θε­ός, σ᾿ αὐ­τόν νά κά­νε­τε ὑ­πα­κοή καί νά ρω­τᾶ­τε. Μή ζη­τᾶ­τε κά­τι ἄλ­λο».

Ἦ­ταν πο­λύ βια­στής στά πνευ­μα­τι­κά. Πί­σω ἀ­πό τήν πόρ­τα τοῦ κελ­λιοῦ του εἶ­χε γρά­ψει: «Ἀ­δέ­κα­στος κρι­τής», καί κά­θε βρά­δυ μι­σή ὥ­ρα μέ τρία τέ­ταρ­τα «ἔ­βα­ζε τόν ἑ­αυ­τό του στό σκα­μνί» καί ἔ­κρι­νε τίς πρά­ξεις του καί προ­σπα­θοῦ­σε νά μήν ξα­να­πέ­ση στά ἴ­δια σφάλ­μα­τα.

Εἶ­χε με­γά­λη ἀ­κρί­βεια στήν ζω­ή του. Τίς εὐ­λογί­ες πού τοῦ πή­γαι­ναν, τίς ὑ­πο­λό­γι­ζε σέ χρή­μα­τα καί τίς ξε­χρέ­ω­νε τρα­βών­τας κομ­πο­σχο­ί­νι. Εἶ­χε κα­νο­νί­σει τό 300άρι γιά 25 δραχ­μές κα­τά τό 1985 πε­ρί­που. Ἄν π.χ. κά­τι κό­στι­ζε 250 δραχ­μές, ἔ­κα­νε 10 τρια­κο­σά­ρια κομ­πο­σχοί­νια καί τούς μνη­μό­νευ­ε στίς θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες πού ἔ­κα­νε κά­θε μέ­ρα.

Δι­η­γεῖ­το ὁ πα­πα–Δι­ο­νύ­σιος ὁ Μι­κρα­γι­αν­να­νίτης ὅ­τι ὁ πα­πα–Ἐ­φραίμ, ὅ­ταν σπα­νί­ως ἔ­βγαι­νε στόν κό­σμο, ὕ­στε­ρα ἔ­κα­νε τρεῖς καί τέσ­σε­ρις μῆ­νες νά βρῆ ξα­νά τήν κα­τά­στα­ση πού εἶ­χε. Κά­ποι­α φο­ρά εἶ­χε στε­νο­χω­ρη­θῆ πο­λύ πού ἔ­χα­σε τήν προ­τέ­ρα κα­τά­στα­σή του, καί ζή­τη­σε ἀ­πό τόν πα­πα Δι­ο­νύ­σιο νά τοῦ δώ­ση στό Κελ­λί του γιά λί­γο και­ρό τό Λεί­ψα­νο τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου, γιά νά τόν πα­ρα­κα­λέ­ση νά τόν βο­η­θή­ση.

Ὁ πα­πα Ἐ­φραίμ ὁ Κα­του­να­κι­ώ­της κά­πο­τε πήγαι­νε στό Κελ­λί τοῦ γέ­ρον­τος Γε­ρα­σί­μου τοῦ Ὑ­μνο­γρά­φου. Οἱ πα­τέ­ρες τόν εἶ­δαν ξαφ­νι­κά νά γυ­ρί­ζη πί­σω καί νά κα­τευ­θύ­νε­ται πρός τό Ἐκ­κλη­σά­κι τῶν ἁ­γί­ων Δι­ο­νυ­σί­ου καί Μη­τρο­φά­νους. Μό­λις ἀ­νέ­βη­κε στό Κελ­λί δι­η­γή­θη­κε δα­κρυ­σμέ­νος: «Ἐρ­χό­με­νος πρός τά ἐ­δῶ ξαφ­νι­κά ἄρ­ρη­τος εὐ­ω­δί­α μέ κτύ­πη­σε ἐρ­χό­με­νη ἀ­πό τήν σπη­λιά καί τό Ἐκ­κλη­σά­κι τῶν Ἁ­γί­ων. Γι᾿ αὐ­τό ἐ­πέ­στρε­ψα πί­σω, γιά νά πά­ω νά προ­σκυ­νή­σω τούς Ἁ­γί­ους στήν σπη­λιά».

Εἶ­χε πολ­λά δά­κρυ­α. Τόν συ­νάν­τη­σε κά­ποι­ος μο­να­χός στόν δρό­μο νά ἐ­πι­στρέ­φη ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Ἄν­να καί τά μά­τια του ἔ­τρε­χαν δά­κρυ­α συ­νέ­χεια. Εἶ­χε ἕ­να μαν­τη­λά­κι καί τά σκού­πι­ζε. Στό ἐρ­γό­χει­ρο εἶ­χε ἕ­να πα­νί καί τά σκο­ύ­πι­ζε. Φο­ροῦ­σε μαῦ­ρα γυα­λιά γιά νά κρύ­βε­ται.

Κά­θε μέ­ρα εἶ­χαν ἐ­νά­τη. Τρί­τη, Πέμ­πτη, Σάβ­βα­το τό πρωΐ, ὅ­ποι­ος ἤ­θε­λε ἔ­πι­νε μό­νο κα­φέ. Πολ­λές ἡ­μέ­ρες νη­στεί­ας δέν ἔ­κα­νε, ἀλ­λά στήν τρά­πε­ζα τό φα­γη­τό ἦ­ταν λι­γο­στό καί δέν χόρ­ται­νε. Τό με­ση­μέ­ρι σκε­φτό­ταν νά κρα­τή­ση κα­νέ­να πα­ξι­μά­δι γιά τό βρά­δυ για­τί πει­νοῦ­σε. Γι᾽ αὐ­τό προ­σβλή­θη­κε ἀ­πό φυ­μα­τί­ω­ση. Μία φο­ρά πού πή­γαι­νε στήν Ἁ­γί­α Ἄν­να βρῆ­κε μί­α συ­κιά καί πῆ­ρε ἕ­να σῦ­κο. Μό­λις τό ἔ­φα­γε, σκέ­φτη­κε: «Τί ἔ­κα­νες; Οἱ παπ­ποῦ­δες τρῶ­νε πά­νω τέ­τοι­α ὥ­ρα;» καί ἔ­βα­λε τό δά­κτυ­λό του καί ἔ­κα­νε ἐ­με­τό.

Ἔ­λε­γε ὁ πα­πα–Ἐ­φραίμ: «Εἶ­δες κα­λό­γε­ρο νά μή ρω­τᾶ; Θά πλα­νη­θῆ. Γιά νά γλυ­τώ­ση κα­νείς τήν πλά­νη πρέ­πει νά ρω­τᾶ».

«Οἱ Πα­τέ­ρες τήν κα­λο­γε­ρι­κή τήν θε­με­λί­ω­σαν στήν ὑ­πα­κο­ή».

«Ὁ κα­λό­γε­ρος, ὅ­ταν δέν κά­νη τόν κα­νό­να του ἀ­φο­πλί­ζε­ται».

«Λέ­ω στά κα­λο­γέ­ρια μου: “Μέ­σα στήν πε­ρι­ο­χή μας ἔ­χε­τε εὐ­λο­γί­α νά κι­νῆσθε ἐ­λεύ­θε­ρα. Ἅ­μα βγῆτε ὅ­μως ἔ­ξω ἀ­πό τό πορ­τό­νι, πρέ­πει νά πά­ρε­τε εὐ­χή”».

«Εἶ­δες μο­να­χό νά μή λέ­η “εὐ­λό­γη­σον”, μήν πε­ρι­μέ­νης προ­κο­πή».

«Ξέρεις τί δύ­να­μη ἔ­χει τό “εὐ­λό­γη­σον”; Συν­τρί­βει τά κέ­ρα­τα τοῦ δι­α­βό­λου».

«Θέ­λεις δά­κρυ­α; Ἀ­πό τήν ὑ­πα­κο­ή θά τά βρεῖς, ὄ­χι ἀ­πό τήν προ­σευ­χή».

«Πά­τερ μου, δέν θέ­λω τήν προ­σευ­χή σου, οὔ­τε τήν δι­α­κο­νί­α σου. Τήν ὑ­πα­κο­ή σου θέ­λω».

«Βά­ση τῆς εὐ­χῆς εἶ­ναι ἡ ὑ­πα­κο­ή».

«Ἡ ὑ­πα­κο­ή εἶ­ναι τό πᾶν. Στό Μο­να­στή­ρι πᾶ­με γιά ὑ­πα­κο­ή. Μέ τήν ἀ­λη­θι­νή ὑ­πα­κο­ή μα­θαί­νου­με τήν ἀ­λη­θι­νή προ­σευ­χή».

«Δέν μᾶς σώ­ζει οὔ­τε ἡ εὐ­λά­βεια οὔ­τε τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρά μό­νο ἡ ὑ­πα­κο­ή».

«Ἀ­πό πεῖ­ρα τό λέ­ω. Μήν κοι­τᾶς ἐρ­γό­χει­ρο, μήν κοι­τᾶς προ­σευ­χή· αὐ­τό σᾶς πα­ρα­δί­δω, τό ”νἆναι εὐ­λο­γη­μέ­νο­” νά κρα­τή­σε­τε. Αὐ­τό θά σᾶς ἁ­γι­ά­σει. Τότε καί ὁ Θε­ός ”νἆναι εὐ­λο­γη­μέ­νο­” εἶ­πε στόν Πα­τέ­ρα Του, ”δέν ἦλ­θα νά κά­νω τό θέ­λη­μά μου, ἀλ­λά τό θέ­λη­μα τοῦ πέμ­ψαν­τός με­”. Ἀλ­λά καί ὁ Πα­ρά­κλη­τος δέν λέ­ει ὅ,­τι θέ­λει ἀλ­λά ὅ­,τι τοῦ πεῖ ὁ Ἄλ­λος. Εἴ­δα­τε ἀ­πό ποῦ ξε­κι­νά­ει ἡ ὑ­πα­κοή;».

«Αὐ­στη­ρός Γέ­ρον­τας, ἅ­για κα­λο­γέ­ρια».

«Γέ­ρον­τας ἀ­σκη­τής ἀ­πό τήν ἔ­ρη­μο ἔ­στει­λε κά­πο­τε τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό του στήν Λαύ­ρα γιά μί­α ὑ­πό­θε­ση, μέ τήν ρη­τή ἐν­το­λή τό βρά­δυ νά γυ­ρί­ση στό Κα­λύ­βι τους. Ὁ γε­ρω Σπυ­ρί­δων ὁ Καμ­πα­νά­ος, ὁ για­τρός, εἶ­δε τόν και­ρό βρο­χε­ρό καί κρά­τη­σε τό κα­λο­γέ­ρι γιά νά μή βρα­χῆ. Ὁ Γέ­ρον­τάς του ἔ­βα­λε κα­νό­να στόν Καμ­πα­νά­ο ἀ­κοι­νω­νη­σί­α ἕ­να μῆ­να».

«Ἀ­πό πεῖ­ρα φαρ­μα­κε­ρή σᾶς λέ­ω, μό­νο τό ”νἆ ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο­” θά σᾶς ἁ­γι­ά­σει καί θά σᾶς σώ­σει. Σοῦ λέ­ει κά­τι ὁ Γέροντας. ”Νἆναι εὐ­λο­γη­μέ­νο­”. Μήν κά­νης δι­ά­κρι­ση ἄν σοῦ ἀ­ρέ­ση ἤ δέν σοῦ ἀ­ρέ­ση αὐ­τό πού σοῦ λέ­ει ὁ Γέροντας ἤ ὁ ἀ­δελ­φός σου. Πές ”νἆναι εὐ­λο­γη­μέ­νο­”».

«Ἔ­γι­νε πα­πᾶς κά­ποι­ος μο­να­χός καί με­τά ἀ­πό ἕ­να χρό­νο πα­ρά­τη­σε τήν Ἱ­ε­ρω­σύ­νη. Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη καί τοῦ ἔ­κα­ναν ἀ­να­κο­μι­δή, πῆ­γαν τήν κά­ρα του στόν ἁ­γι­ο­γρά­φο νά γρά­ψη τό ὄ­νο­μά του, ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται. Ὅ­ταν ἔ­γρα­φε Ἀ­βέρ­κιος Ἱ­ε­ρο­μό­να­χος ἐκ τῆς Κα­λύ­βης… βγῆ­κε μί­α εὐ­ω­δί­α, ἕ­να ἄ­ρω­μα ἀ­πό τήν κά­ρα καί φώ­να­ξε ὁ ἁ­γι­ο­γρά­φος: ”Πατέρες, τρε­χᾶ­τε, ὁ Γέ­ρον­τάς σας εὐ­ω­δί­α­σε­”. Ὅ­ταν εὐ­ω­δι­ά­ζη κά­ποι­ος τό­τε ση­μα­ί­νει ὅ­τι ὄ­χι μό­νο ἐ­σώ­θη, ἀλ­λά ὅτι προ­σέγ­γι­σε καί τήν ἁ­γι­ό­τη­τα».

«Ἡ Χάρις δέν πλη­ρώ­νε­ται. Ἡ πί­στις πού ἔ­χεις στόν Γέροντα αὐ­τή πλη­ρώ­νε­ται».

«Ὅ­ταν κά­ποι­ος πῆ “εὐ­λό­γη­σον” γιά ἕ­να σφάλ­μα αὐ­τό εἶ­ναι ἡ τι­μω­ρί­α του, ὁ κα­νό­νας του. Κα­νό­να ἄλ­λον βά­ζο­υμε, ὅ­ταν δέν πῆ τό ”εὐ­λό­γη­σον”∙ ὅ­ταν δέν ἔ­χη εἰ­λι­κρι­νῆ με­τά­νοι­α».

Τόν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος πῶς ὁ­ρᾶ­ται ἡ θεί­α Χά­ρις, καί ἀ­πάν­τη­σε: «Στούς ἀρ­χα­ρί­ους σάν νε­φέ­λη, στούς προ­χω­ρη­μέ­νους (με­σαί­ους) σάν πῦρ καί στούς τέ­λει­ους σάν φῶς».

«Δι­και­οῦ­σαι τό­ση χά­ρι, ὅ­σο μέ­γε­θος πει­ρα­σμοῦ μπο­ρεῖς νά βα­στά­σης μέ εὐ­χα­ρι­στί­α».

Ἔ­λε­γε συ­χνά: «Χρι­στέ μου, τά κου­λο­ύ­ρια σου εἶ­ναι πο­λύ νό­στι­μα, ἀλ­λά τά που­λᾶς πο­λύ ἀ­κρι­βά», ἐν­νο­ών­τας τήν ἀ­πό­κτη­ση τῆς χά­ρι­τος.

«Ἀ­νά­λο­γα μέ τήν πί­στη καί τήν εὐ­λά­βεια πού ἔ­χεις σέ κά­ποι­ον, ὠ­φε­λεῖ­σαι καί πα­ίρ­νεις χά­ρι».

«Μέχρι τρεῖς ὧ­ρες ἔρ­χε­ται καί πα­ρα­μέ­νει ἡ Χάρις. Ὕ­στε­ρα ὑ­πο­βι­βά­ζε­ται».

«Ἡ Χάρι δέν στη­ρί­ζε­ται στά γέ­λια καί στίς χα­ρές. Στίς θλί­ψεις καί στίς δο­κι­μα­σί­ες στη­ρί­ζε­ται ἡ Χάρις».

«Ὅ­λος ὁ κό­πος εἶ­ναι νά μή λυ­πή­σου­με τήν Χά­ρι πού πή­ρα­με στό Βάπτισμα εἴ­τε μέ τό κρυ­φό, ὅ­ταν κά­νου­με κά­τι κρυ­φά, χω­ρίς νά τό ξέ­ρη ὁ Γέ­ρον­τας, εἴ­τε μέ τήν ἀ­μέ­λεια, ὅ­ταν δέν κά­νου­με τά κα­θή­κοντά μας. Τότε ἐ­λατ­τώ­νε­ται ἡ θερ­μό­της, ὁ ζῆ­λος στά πνευ­μα­τι­κά, ὁ­πό­τε κα­τό­πιν ἀ­φο­πλι­ζό­μα­στε».

«Ὁ λό­γος πού βγα­ί­νει ἀ­πό τήν Χάρι καί τήν πεῖ­ρα, ἔ­χει δύ­να­μη».

«Νά μήν εἰ­σέλ­θη ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός εἰς κρί­σιν τῆς

ἐν­το­λῆς (τοῦ Γέ­ρον­τός του)».

«Ὅ­ταν ἤ­μουν ὑ­πο­τα­κτι­κός ἤ­μουν ἀ­ε­τός, τώ­ρα (πού ἔ­γι­να Γέ­ρον­τας μέ συ­νο­δεί­α) ἔ­γι­να χε­λώνα».

«Ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός εἶ­ναι ἄ­γρα­φο χαρ­τί. Ὅ­ταν κά­νη ὑ­πα­κο­ή, δέν δί­νει λό­γο αὐ­τός στόν Θε­ό, ἀλ­λά ἀ­πο­λο­γεῖ­ται γι᾽ αὐ­τόν ὁ Γέ­ρον­τάς του».

«Ὁ δι­ά­βο­λος ξέ­ρει τί εἶ­ναι ὑ­πο­τα­κτι­κός. Τόν κα­λό ὑ­πο­τα­κτι­κό τόν φο­βᾶ­ται».

«Δέν πρέ­πει ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός νά ἐ­ξα­ναγ­κά­ζη τόν Γέ­ρον­τα νά τοῦ δώ­ση εὐ­λο­γί­α νά κά­νη τό θέ­λη­μά του».

«Ἡ σχέ­ση με­τα­ξύ ὑ­πο­τα­κτι­κῶν καί Γέ­ρον­τος εἶ­ναι ἱ­ε­ρή καί ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός δύ­σκο­λα τήν κα­τα­λα­βαί­νει. Ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­γα­πή­ση τόν Γέ­ρον­τα, ὅ­σο ἀ­γα­πᾶ ὁ Γέ­ρον­τας τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό. Εἶ­ναι με­γά­λη ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Γέ­ρον­τα πρός τόν ὑ­πο­τα­κτι­κό, ἀλ­λά ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός δέν τήν νι­ώ­θει πάν­τα».

«Ἄν ἐ­σύ κρί­νης τόν Γέ­ρον­τα, τό­τε δέν εἶ­σαι ὑ­πο­τα­κτι­κός».

Ρώ­τη­σε Κοι­νο­βιά­τη πού τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε:

–Πῶς πά­ει ὁ ἀ­γώ­νας στό Μο­να­στή­ρι.

–Πῶς νά πά­η, Γέ­ρον­τα, τρέ­χου­με καί δέν προ­λα­βαί­νου­με οὔ­τε τόν κα­νό­να μας νά κά­νου­με κα­λά κα­λά.

–Μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι γι᾽ αὐ­τό. Ἔ­τσι πρέ­πει νά εἶ­ναι ὁ μο­να­χός. Νά μήν προ­λα­βαί­νη νά προ­σευ­χη­θῆ ὅ­σο θέ­λει, ὥ­στε, ὅ­ταν πη­γαί­νη γιά προ­σευ­χή, νά τρέ­χη σάν τήν δι­ψῶ­σα ἔ­λα­φο. Νά προ­σεύ­χε­ται, νά προ­σεύ­χε­ται καί νά μή χορ­ταί­νη τόν Κύ­ριο.

«Οἱ προ­σευ­χές πο­τέ δέν πᾶ­νε χα­μέ­νες, ἄν καί στήν ἀρ­χή φαί­νε­ται ὅ­τι δέν πιά­νουν, ὅ­τι δέν μᾶς ἀκού­ει ὁ Θε­ός».

«Ὁ γε­ρω Πα­ΐ­σιος πρέ­πει νά ἔχη εἰ­δι­κό χά­ρι­σμα ἀ­πό τόν Θε­ό. Ἐ­γώ μό­λις ἀ­να­λώ­νο­μαι στήν ὁ­μι­λί­α, ἡ προ­σευ­χή μου εἶ­ναι σέ κα­τά­στα­ση ὑ­φέ­σε­ως. Σί­γου­ρα ὁ Θε­ός εὐ­λο­γεῖ κά­τι ἰ­δι­αί­τε­ρο σ᾿ αὐ­τόν τόν ἄν­θρω­πο».

Κάποιος ρώ­τη­σε τόν πα­πα Ἐ­φρα­ίμ γιά το­ύς κε­κοι­μη­μέ­νους γο­νεῖς του, σέ τί κα­τά­στα­ση βρί­σκον­ται. Ἔκα­νε προ­σευ­χή καί τοῦ εἶ­πε: «Ἡ μάν­να σου σώ­θη­κε. Ὁ πα­τέ­ρας σου (Ἱ­ε­ρέ­ας) ἁ­γί­α­σε».

Τοῦ ἀ­νέ­φε­ρε Κοι­νο­βιά­της ὅ­τι στό Μο­να­στή­ρι τους ἔρ­χον­ται πολ­λοί προ­σκυ­νη­τές, κά­νουν θό­ρυ­βο καί ὁ ἴ­διος ἀ­γα­να­κτεῖ με­ρι­κές φο­ρές. Ὁ Γέ­ρον­τας ἀπάν­τη­σε: «Νά μήν ἀ­γα­να­κτῆς, για­τί ἡ δι­κή σας γε­νε­ά ἀ­πό αὐ­τό θά σω­θῆ. Σή­με­ρα ὁ κό­σμος τρέ­χει στά Μο­να­στή­ρια, για­τί δέν βρί­σκει που­θε­νά ἀλ­λοῦ ἀ­νά­παυ­ση ἡ ψυ­χή του. Ἔρ­χον­ται σέ σᾶς καί ἀ­να­παύ­ον­ται. Γιά κά­θε ψυ­χή πού ἀ­να­παύ­ε­ται παίρ­νε­τε μι­σθό ἀ­πό τόν Θε­ό. Καί μπο­ρεῖ νά μήν προ­λα­βαί­νε­τε νά κά­νε­τε πολ­λή προ­σευ­χή, ἀλ­λά τόν λί­γο ἀ­γῶ­να σας τόν πολ­λα­πλα­σιά­ζει ὁ Θε­ός. Μπο­ρεῖ ἐ­σεῖς νά βλέ­πε­τε ὅ­τι με­ρι­κοί ἔρ­χον­ται γιά του­ρι­σμό, ἀλ­λά ὅ­λοι παίρ­νουν κά­τι. Ὅ­πως λέ­νε καί οἱ Πα­τέ­ρες, μί­α φο­ρά νά βά­λης μύ­ρο στό δο­χεῖ­ο, ἡ μυ­ρω­διά θά μεί­νει κι ἄς μήν ἔ­χη μέ­σα τί­πο­τε. Ἔ­τσι συμ­βαί­νει καί μέ αὐ­τούς. Αὐ­τό τό λί­γο πού θά πά­ρουν ἀ­πό δῶ, ὅ­ταν ἔρ­θη ἡ ὥ­ρα, θά τό χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ὁ Θε­ός γιά νά τούς σώ­ση καί ὁ δι­κός σας μι­σθός θά εἶ­ναι με­γά­λος».

Κάποτε εἶ­δε τό ἄ­κτι­στο φῶς καί τό πε­ρι­έγραψε ὡς ἑ­ξῆς: «Αὐ­τό τό φῶς πού ἔ­βλε­πα μέ­σα μου μοῦ ἔ­λυ­νε δι­ά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα, μέ κα­τη­χοῦ­σε, μέ δί­δα­σκε. Ἔ­βλε­πα μέ­σα μου τό συ­κώ­τι, τά ἔν­τε­ρα, ὅ­λα τά ἔ­βλε­πα. Ὁ γε­ρω Ἰ­ω­σήφ μοῦ εἶ­χε πεῖ: ”Παπᾶ σέ φο­βᾶ­μαι­”. ”Γιατί Γέροντα;”. ”Διότι εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι πού ἔ­χουν 30 40 χρό­νια στήν κα­λο­γε­ρι­κή καί δέν ἔχουν φθά­σει ἐ­κεῖ πού ἔ­φθα­σες ἐ­σύ σέ 3 4 χρό­νια. Φο­βᾶ­μαι μή­πως σκον­τά­ψης, πέ­σης καί με­ί­νης ἐ­κεῖ­”.

»Καί ὅ­πως εἶ­πε ἔ­τσι ἔ­γι­νε. Καί ἔ­χουν πε­ρά­σει τό­σα χρό­νια τώ­ρα καί δέν εἶ­δα πά­λι αὐ­τό τό φῶς μέ­σα μου. Μόνο μία φο­ρά στόν ὕ­πνο μου εἶ­δα αὐ­τό τό φῶς καί αἰ­σθάν­θη­κα χα­ρά. Προ­σευ­χή πού βρῆ­κα τό­τε!».

Κά­πο­τε ἔ­μει­νε τέσ­σε­ρις ὧ­ρες σέ θε­ω­ρί­α.

«Ὅ­ταν ὁ­μι­λῆ ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­ρε­ύ­γε­ται ἀ­πό τήν πνευ­μα­τι­κή του κα­τά­στα­ση».

«Ἕ­νας ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νά κα­τα­λά­βη κά­ποι­ον πού εἶ­ναι σέ κα­τώ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση. Δέν μπο­ρεῖ ὅ­μως νά κα­τα­λά­βη αὐ­τόν πού εἶ­ναι σέ ἀ­νώ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση ἀπ᾿ αὐ­τόν».

«Θέλεις νά ἀ­πο­κτή­σης κα­τά­στα­ση πνευ­μα­τι­κή; Βίασε τόν ἑ­αυ­τό σου πρῶ­τα στήν ὑ­πα­κοή, ὕ­στε­ρα στήν εὐ­χή καί σέ ὅ­λα».

«Ἡ (πνευ­μα­τι­κή) ἀ­νά­γνω­ση γιά τόν κα­λό­γε­ρο εἶ­ναι σάν δε­ύ­τε­ρη θε­ί­α Με­τά­λη­ψη. Ἔ­χει τό­ση δύ­να­μη ἡ ἀ­νά­γνω­ση τρό­πον τι­νά ὡ­σάν νά με­τά­λα­βες».

«Ἀ­πό τήν ὑ­πο­μο­νή στίς θλί­ψεις δι­α­κρί­νον­ται ὅσοι ἀ­γα­ποῦν τόν Θε­ό».

«Ὅ­ταν ὁ Θε­ός θε­λή­ση νά βο­η­θή­ση μία ψυ­χή βα­σα­νι­σμέ­νη, δέν τήν ἀ­παλ­λάσ­σει ἀ­πό τίς θλί­ψεις, ἀλ­λά τῆς χα­ρί­ζει ὑ­πο­μο­νή».

«Ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι στήν θλί­ψη ἐ­δο­κι­μά­σθη­καν καί ὄ­χι στήν χα­ρά. Καί ὁ Χρι­στός στούς μα­κα­ρι­σμούς τήν θλί­ψη ἐ­μα­κά­ρι­σε καί ὄ­χι τήν χα­ρά».

«Ἀ­πό τό 1933 πού ἦρ­θα γιά κα­λό­γε­ρος μό­νο τρί­α χρό­νια εἶ­δα εὐ­τυ­χί­α στόν ἑ­αυ­τό μου. Καί τό­ση εὐ­τυ­χί­α πού εἶ­πα ὅ­τι ἄλ­λος ἄν­θρω­πος σάν κι ἐ­μέ­να εὐ­τυ­χής σ᾽ αὐ­τήν τήν ζω­ή δέν ὑ­πάρ­χει. ”Ὁ εὐ­τυ­χέ­στε­ρος ἄν­θρω­πος τοῦ κό­σμου εἶ­μαι ἐ­γώ­”, ἔ­λε­γα. Τά δέ ὑ­πό­λοι­πα χρό­νια εἶ­μαι πνιγ­μέ­νος στίς θλί­ψεις. Ἔ­φθα­σα στό ση­μεῖ­ο νά πῶ ὅ­τι ὁ δυ­στυ­χέ­στε­ρος ἄν­θρω­πος τοῦ κό­σμου εἶ­μαι ἐ­γώ. Πολ­λές φο­ρές εἶ­πα: “Ὁ Θε­ός μέ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε”. Ἡ δέ πεῖ­ρα, ἡ φαρ­μα­κε­ρή πεῖ­ρα, μέ ἔ­μα­θε οὔ­τε στό ἕ­να νά χαί­ρω­μαι ὑ­περ­βο­λι­κά καί νά τό ρί­χνω ἔ­ξω οὔ­τε πά­λι στό ἄλ­λο νά ἀ­πελ­πί­ζω­μαι καί νά ἀ­πο­γο­η­τεύ­ω­μαι. Γνω­ρί­ζει ὁ Θε­ός τί κά­νει˙ θέ­λει νά μέ σώ­ση».

«Νά εὐ­χώ­με­θα ὁ Θε­ός νά μᾶς δί­δη ὑ­πο­μο­νή καί ὄ­χι νά μᾶς πά­ρη τά βά­σα­να, για­τί αὐ­τά μᾶς πη­γαί­νουν στόν Πα­ρά­δει­σο».

«Ὁ ἄν­θρω­πος δο­κι­μά­ζε­ται μέ τά βά­σα­να, μέ τήν θλί­ψη, μέ τήν ἀ­σθέ­νεια, μέ τίς κα­κου­χί­ες. Ἐ­κεῖ θά πά­ρεις τόν μι­σθό σου. Ξάπλα, κοι­μώ­με­νος δέν πα­ίρ­νεις μι­σθό».

«Στήν εὐ­ρυ­χω­ρί­α καί στήν ἀ­νά­παυ­ση δέν μαν­θά­νει ὁ ἄν­θρω­πος. Γι᾿ αὐ­τό ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός πει­ρα­σμούς­. Οἱ πει­ρα­σμοί δι­δά­σκουν τόν ἄν­θρω­πο. Ἡ χά­ρις δέν δι­δά­σκει τό­σο ὅ­σον οἱ πει­ρα­σμοί».

Εἶ­πε σέ κά­ποι­ον: «Οὐ­δέ­πο­τε λει­τούρ­γη­σα χω­ρίς δά­κρυ­α».

«Τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα πα­ρα­κο­λου­θεῖ τήν καρ­διά νά δῆ τούς λο­γι­σμούς. Ἄν ἔ­χη κα­κούς λο­γι­σμούς (ὁ μο­να­χός), ἄν με­τε­ω­ρί­ζε­ται, τό­τε δέν ἔρ­χε­ται νά κα­τοι­κή­ση μέ­σα του».

«Νά μήν ὑ­πάρ­χη κε­νό με­τα­ξύ τοῦ νοῦ καί τοῦ Θε­οῦ, γιά νά μήν εἰ­σχω­ροῦν ξέ­νοι λο­γι­σμοί».

«Οἱ λο­γι­σμοί ἔρ­χον­ται καί πα­ρέρ­χον­ται, τά φρο­νή­μα­τα μέ­νουν».

«Ὅ­ταν πᾶ­με στήν Λει­τουρ­γί­α καί κοι­νω­νᾶ­με καί με­τά κα­θώ­μα­στε νά κε­ρα­στοῦ­με, καί πέ­φτου­με σέ ἀρ­γο­λο­γί­α καί κα­τά­κρι­ση, τό­τε εἶ­ναι σάν νά ξερ­νᾶ­με τόν ἁ­για­σμό πού πή­ρα­με».

«Οἱ ἐ­λε­η­μο­σύ­νες πρέ­πει νά δου­λε­ύ­ων­ται. Νά ξε­χρε­ώ­νων­ται μέ προ­σευ­χές καί Λει­τουρ­γί­ες».

«Ὅ­σο κα­λύ­τε­ρα προ­ε­τοι­μά­ζε­σαι γιά τήν Λει­τουρ­γί­α, τήν θε­ί­α Με­τά­λη­ψη, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν αἰ­σθά­νε­σαι».

«Μοῦ ἔ­δω­σαν ἕ­να 40λείτουργο γιά ἕ­ναν Ρῶσ­σο μο­να­χό. Ἔ­κα­να 7 λει­τουρ­γί­ες μέ πο­λύ με­γά­λη δυ­σκο­λί­α καί ἀ­φοῦ εἶ­δα τόν πε­θα­μέ­νο μο­να­χό μέ πλη­γές στό πρό­σω­πο, γύ­ρι­σα πί­σω τά χρή­μα­τα καί στα­μά­τη­σα τό 40λείτουργο. Δέν ξέ­ρω τί συ­νέ­βαι­νε, ἀλ­λά δέν μπο­ροῦ­σα νά συ­νε­χί­σω, δέν μπο­ροῦ­σα. Ἔ­μα­θα ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων ὅ­τι ἀ­νῆ­κε στήν αἵ­ρε­ση τῶν ὀ­νο­μα­το­λα­τρῶν καί ἐ­ξωρί­στη­κε στόν Κα­ύ­κα­σο. Ἐκεῖ ἔ­δει­ξε προ­σποι­η­τή με­τά­νοι­α καί γύ­ρι­σε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος».

«Ἡ εὐ­χή θέ­λει ἐγ­κλει­σμό, ὄ­χι γυ­ρί­σμα­τα καί βόλ­τες».

Πολ­λές φο­ρές ἔ­βρα­ζε ἡ εὐ­χή μέ­σα του καί ὅ­ταν κοι­μό­ταν ἀ­κό­μη. Ξυ­πνοῦ­σε καί ἔ­λε­γε: «Ἔ­κα­να τήν ἀ­κο­λου­θί­α, πά­λι θά τήν κά­νω;».

Ἦ­ταν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ψυ­χο­τε­χνι­σμοῦ καί τοῦ κρα­τή­μα­τος τῆς ἀ­να­πνο­ῆς γιά τήν ἀ­πό­κτη­ση τῆς εὐ­χῆς. Ἔ­λε­γε: «Εἰς τόπον καρ­δί­ας, ὄ­χι εἰς κτύ­πον καρ­δί­ας».

«Ἡ εὐ­χή ἔ­χει βαθ­μο­ύς. Ἡ εὐ­χή φέρ­νει τά δά­κρυ­α. Δάκρυα ἀ­πό δά­κρυ­α ἔ­χουν δι­α­φο­ρά. Ὑ­πάρ­χουν τά δά­κρυ­α πού ξη­ρα­ί­νουν τόν ἄν­θρω­πο. Τόν κά­νουν πε­τσί καί κόκ­κα­λο. Αὐ­τά εἶ­ναι δά­κρυ­α με­τα­νο­ί­ας. Εἶ­ναι ἄλ­λα δά­κρυ­α χα­ρᾶς, εἶ­ναι ἄλ­λα δά­κρυ­α εὐ­χα­ρι­στί­ας εἰς τόν Θε­όν. Εἶ­ναι ἄλ­λα δά­κρυ­α ἔ­ρω­τος θεί­ου. Αὐ­τά τά δά­κρυ­α, ὅ­ταν ὁ γε­ρω Ἰ­ω­σήφ ἦ­ταν σέ πε­ρί­ο­δο θε­ί­ου ἔ­ρω­τος, εἶ­χε ἕ­να μαν­τή­λι καί τά σκο­ύ­πι­ζε. Καί ἔ­πει­τα, ὅ­ταν πέ­ρα­σε αὐ­τή ἡ πε­ρί­ο­δος, τό μαν­τή­λι εὐ­ω­δί­α­ζε τό­σο πο­λύ, πού νό­μι­ζες ὅ­τι ὅ­λα τά ἀ­ρώ­μα­τα τοῦ κό­σμου τά εἶ­χε τό μαν­τή­λι αὐ­τό ἐ­πά­νω του. Τόσο εὐ­ω­δί­α­ζε».

«Ἡ εὐ­χή ἔ­χει στά­δια. Μέχρις ἑ­νός ση­με­ί­ου λές τήν εὐ­χή, αἰ­σθά­νε­σαι δά­κρυ­α χα­ρᾶς, δά­κρυ­α ἔ­ρω­τος (θε­ί­ου), δά­κρυ­α ἐκ­στα­τι­κοῦ ἔ­ρω­τος, ἀλ­λά τόν ἑ­αυ­τό σου τόν ὁ­ρί­ζεις. Μπο­ρεῖς νά κά­νης κά­τι, ἄν θέ­λης, ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα. Πολ­λές φο­ρές, ὅ­ταν λει­τουρ­γοῦ­σα, δέν μπο­ροῦ­σα νά στα­μα­τή­σω τά δά­κρυ­α. Ἀ­πό τά δά­κρυ­α τά πολ­λά, ἀ­πό τήν χά­ρι δέν μπο­ροῦ­σα νά λει­τουρ­γή­σω στήν Μι­κρή Ἁ­γί­α Ἄν­να. Αὐ­τά μέ­χρις ἑ­νός ση­με­ί­ου. Με­τά ὑ­πάρ­χει ἄλ­λη κα­τά­στα­ση ἀ­νω­τέ­ρα ἀπ᾿ αὐ­τήν, κα­τά τήν ὁ­πο­ί­α δέν λές τήν εὐ­χή. Ὄ­χι πώς δέν τήν λές. Δέν τήν ἀ­κοῦς. Εἶ­ναι ἐκ­στα­τι­κός θεῖ­ος ἔ­ρως, νά ποῦ­με. Κάθεσαι καί ἀ­πο­λαμ­βά­νεις ἐ­κε­ί­νη τήν γλυ­κύ­τη­τα, τό πῶς δέν γνω­ρί­ζω. Θέλει πνευ­μα­τι­κή γλῶσ­σα νά μι­λή­σης ἐ­κε­ί­νη τήν ὥ­ρα. Πρέ­πει ἡ ψυ­χή νά μι­λή­ση. Ὅ­ταν ὁ Ἀ­πό­στο­λος (Παῦ­λος) συ­νῆλ­θε δέν μπό­ρε­σε νά μι­λή­ση τί εἶ­δε στόν οὐ­ρα­νό, ”ἅ οὐκ ἐ­ξόν ἀν­θρώ­πῳ λα­λῆ­σαι­”. Με­τά, ὅ­ταν ὑ­πο­βι­βά­ζε­ται ἡ κα­τά­στα­ση, ἄ­κου­α καί ἐ­γώ τήν καρ­διά καί ἔ­λε­γε: ”Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με­”. Με­τά ἀπ᾿ αὐ­τό δέν ἄ­κου­α εὐ­χή. Εἶ­ναι δη­λα­δή ἕ­νας βαθ­μός πιό κά­τω ἀ­πό τήν ἔκ­στα­ση. Καί ἐ­γώ ἔ­γι­να αἰ­τί­α δη­λα­δή καί ὑ­πο­βι­βά­στη­κε ἡ προσ­ευ­χή μου».

«Μέ τήν ἁρ­πα­γή θε­ώ­νε­ται τό λο­γι­στι­κό μέ­ρος τῆς ψυ­χῆς κυ­ρί­ως, μέ τήν ἔκ­στα­ση θε­ώ­νον­ται καί τά τρί­α μέ­ρη τῆς ψυ­χῆς. Ἡ ἔκ­στα­ση εἶ­ναι κά­τι πιό κα­θο­λι­κό, πιό ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νο ἀ­πό τήν ἁρ­πα­γή».

«Εἶ­δες πολ­λά χα­ρί­σμα­τα; Ὑ­πάρ­χει πο­λλή τα­πε­ί­νω­ση».

«Αὐ­τοί πού ζοῦν μό­νοι τους, στό θέ­λη­μά τους, εἶ­ναι ἀ­τα­πε­ί­νω­τοι, γι᾿ αὐ­τό ἔ­χουν σαρ­κι­κό πει­ρα­σμό».

«Ὅ­,τι εἶ­ναι τῆς ἀ­νάγ­κης (ἀ­πό τά ὑ­λι­κά) δέν εἴ­με­θα ὑ­πό κα­τά­κρι­ση. Ὅ­,τι δέν εἶ­ναι τῆς ἀ­νάγ­κης καί τό χει­ρί­ζε­σαι ὡς ἀ­νάγ­κη, αὐ­τό εἶ­ναι ὑ­πό μέμ­ψη».

«Ἄν στά μι­κρά εἶ­σαι ἀ­με­λής, στά με­γά­λα θά προ­κό­ψεις;».

«Δύο πα­τέ­ρες, ἀ­φοῦ ἔ­φα­γαν καί ἔ­κα­ναν τό Ἀ­πό­δει­πνο, εἶ­πε ὁ ἕ­νας στόν ἄλ­λο: ”Νά πι­οῦ­με ἕ­να πο­τή­ρι κρα­σί νά ξε­πλύ­νου­με τό στό­μα μας” καί ἀπαν­τᾶ ὁ ἄλ­λος πού ἦ­ταν πιό πνευ­μα­τι­κός: ”Ὄ­χι τό στό­μα, τό Ἀ­πό­δει­πνο θά ξε­πλύ­νου­με”».

«Στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα εἶ­ναι Ἅ­γιοι οἱ τό­ποι. Ἐ­δῶ στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος εἶ­ναι ἅ­για ἡ ζω­ή μας».

«Ἀ­πό τό στό­μα (δηλ. ἀ­πό τό φα­γη­τό) προ­έρ­χε­ται καί ἡ ὑ­γε­ί­α καί ἡ ἀ­σθέ­νεια τοῦ σώ­μα­τος».

«Οἱ ἄν­θρω­ποι σέ ἀ­κοῦν ἐ­άν ὅ­σα το­ύς λές, συμ­φω­νοῦν μέ τό δι­κό τους τό μυα­λό· ἐ­άν ὅ­μως δέν συμ­φω­νοῦν, δέν σέ ἀ­κοῦν».

«Ἔρ­χον­ται ἐ­δῶ δι­ά­φο­ροι, ἀλ­λά ὅ­λους δέν μπο­ρῶ νά τούς ἀ­να­παύ­σω. Ἦρ­θε μία φο­ρά ἕ­νας κα­θη­γη­τής Πα­νε­πι­στη­μί­ου καί μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἔ­χει πρό­βλη­μα μέ τήν γυ­ναῖ­κα του. Τοῦ εἶ­πα ὅ­τι φταῖς ἐ­σύ, για­τί δέν τήν ἀ­γα­πᾶς πραγ­μα­τι­κά, καί ἔ­φυ­γε σκαν­δα­λι­σμέ­νος. Πε­ρί­με­νε νά τοῦ δώ­σω δί­και­ο».

«Κά­ποι­α γυ­ναῖ­κα μοῦ ἔ­στει­λε γράμ­μα. Πῆ­γα νά τ᾿ ἀ­νοί­ξω καί βρω­μοῦ­σε. Κα­τά­λα­βα ὅ­τι εἶ­χε πά­ει σέ μά­γους».

Ὁ γέ­ρον­τάς του, πα­πα Νι­κη­φό­ρος, στό τέ­λος τοῦ ζή­τη­σε συγ­χώ­ρη­ση τρεῖς φο­ρές ρω­τών­τας τον: «Μέ συγ­χω­ρεῖς, παι­δί μου;» καί στούς ἄλ­λους εἶ­πε: «Αὐ­τός εἶ­ναι ἄγ­γε­λος». 

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.