Εξέγερση Πολυτεχνείου 17η Νοεμβρίου 1973 = Πτώση Παπαδόπουλου και αναλαμβάνει τα ηνία ο σκληρός πραξικοπηματίας Ιωαννίδης, μέχρι την προδοσία και άλωση της Ελληνικής Κύπρου το 1974, οπότε και οριστικά επέρχεται και η πτώση της Χούντας παρασυρόμενη από τον χείμαρρο αίματος 5000 νεκρών, 1619 αγνοουμένων και το 37% των πατρίων εδαφών υπό τουρκική κατοχή! (550 εκκλησίες συλημένες, 850 όμηροι γυναίκες κακοποιημένες, 30000 εγκλωβισμένοι, 300 – 350000 γηγενείς ΕΚ εκτοπισμένοι. Τίποτα όρθιο Ελληνικό και Ορθόδοξο δεν άφησαν οι βάρβαροι. Αν αυτό δεν είναι υπέρτατη θυσία της Κύπρου, τότε τι άλλο είναι; Τι άλλο θα μπορούσε η να πράξει η μεγαλόνησος που σε βωμό Ελληνικό θυσιάστηκε από τον τότε Κάλχα;)
Δεν γράφω σήμερα, Αντιγράφω αρχικά αποσπάσματα ενός προοδευτικού συγγραφέα με αυτονόητα συμπεράσματα …
Μ.Ρ. – Ερευνήτρια από κατεχόμενη Κερύνεια, που θρήνησε στενούς συγγενείς και φίλους.
Έγραψε λοιπόν το 2019, ο κ. Δοξιάδης. Αποσπάσματα.
Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της νιότης μου, «Ερασιτέχνης Επαναστάτης», εστιάζω στα χρόνια της Απριλιανής δικτατορίας και τη μικρή και ασήμαντη συμμετοχή μου στον αντιδικτατορικό αγώνα, φοιτητής τότε. Σε ένα και μοναδικό σημείο του βιβλίου σταματώ την αφήγηση και περνώ σε λόγο δοκιμιακό. Αυτό αφορά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, και γίνεται γιατί νιώθω την ανάγκη να καταρρίψω με επιχειρήματα τον τοξικό μύθο, ιδεολογικό δημιούργημα της μεταδικτατορικής Ελλάδας, που σημαδεύει ακόμα την πολιτική μας ζωή: ότι τη δικτατορία την έριξε τάχα η κατάληψη του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973.
11 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2019
Οσο για την επταετή στρατιωτική δικτατορία, που άρχισε στις 21 Απριλίου του 1967, γιορτάζουμε την ημέρα της χειρότερης ήττας των δημοκρατικών πολιτών, την 17η Νοεμβρίου του 1973, ενώ την ημέρα της αποκατάστασης της δημοκρατίας—τη μόνη άξια να εορταστεί—κάνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στον κήπο του ένα πάρτι, του οποίου οι κύριες ειδήσεις αφορούν τις ενδυματολογικές επιλογές των καλεσμένων—άντε και καμιά κρυάδα που είπε κάποια ή κάποιος πολιτικός αρχηγός, κάτω από την τέντα που κάθονται όλοι μαζί και πίνουν το ποτό τους. Μένω όμως ειδικά στη λεγόμενη Γιορτή του Πολυτεχνείου. Το ότι γιορτάζουμε με πανηγυρισμούς την ημέρα μιας αιματηρής ήττας της δημοκρατίας, είναι το λιγότερο παράξενο. Η ουσιαστική παραμόρφωση είναι ότι τη γιορτάζουμε ως μεγάλη νίκη. Και βέβαια, σε αρμονία με τον εορτασμό, έχουμε διδάξει επί δεκαετίες και συνεχίζουμε να διδάσκουμε σε γενιές ανυποψίαστων νέων Ελληνόπουλων, ότι η 17η Νοεμβρίου του 1973 οδήγησε, λέει, κατευθείαν στην πτώση της Χούντας. Αλλωστε, το σύνθημα των πρώτων ετών της Κρίσης, «Ένα-δύο-τρία, η Χούντα δεν τελείωσε το ’73», που τάχα ήθελε να μας πει ότι ζούμε ακόμα σε καθεστώς δικτατορίας, ξεκινούσε από την παραίσθηση των φωνασκούντων ότι η Χούντα όντως τελείωσε το 1973 —λόγω του Πολυτεχνείου δηλαδή. Για να το πω αλλιώς, την επέτειο του Πολυτεχνείου τη γιορτάζουμε σαν να ήταν κάτι όπως το Βατερλό για την νίκη επί του Ναπολέοντα, ή η Απόβαση της Νορμανδίας για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έχω αποκτήσει το κουσούρι να ρωτώ τα τελευταία χρόνια διάφορα παιδάκια, μικρά και όχι τόσο μικρά —ενίοτε και παιδάκια τριάντα ή σαράντα ετών— «ξέρεις, τι έριξε τη δικτατορία;». «Το Πολυτεχνείο», μου απαντούν όλα, περήφανα για τις ιστορικές τους γνώσεις. Τέτοια είναι η στραβωμάρα που έκρινε το κράτος μας, σε αρμονία με κάποια ηττολάγνα διαστροφή στο συλλογικό μας ασυνείδητο, ότι έπρεπε να μας χώσει στα κεφάλια των μετεχόντων της ημετέρας σύγχρονης παιδείας. Και με αυτή και παρόμοιες στραβωμάρες πάμε να καταλάβουμε την ιστορία μας, που πάει να πει και την ταυτότητά μας. Αλλά ένα έθνος που γαλουχείται με στραβωμάρες και ψέματα, είναι φυσικό να προχωράει βλέποντας στραβά και ψεύτικα και την καθημερινή πραγματικότητα. Στραβή εικόνα για το παρελθόν, σημαίνει και στραβή εικόνα για το μέλλον.
Γράφοντας σε βιβλίο μου, πώς έζησα τα γεγονότα [της κατάληψης του Πολυτεχνείου] έστω και από μακριά, αλλά και περιγράφοντας τις συναισθηματικές μου αντιδράσεις, είναι πιθανό να φανεί σε όσους γνωρίζουν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου από τον μύθο, που επεκράτησε γι᾽αυτά, ότι αυτόν τον μύθο τον υιοθετώ κι εγώ. Άλλωστε δήλωσα ότι, αν βρισκόμουν στην Αθήνα εκείνες τις ημέρες, θα ήμουν μέσα στο Πολυτεχνείο. Και μάλιστα δεν είμαι διόλου σίγουρος πως, αν ήμουν μέσα, θα δεχόμουν την άποψη του αγαπημένου μου Σταύρου Τσακυράκη για την την οικειοθελή λήξη της κατάληψης, το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου—την άποψη που μειοψήφισε κατά δύο ψήφους στη γενική συνέλευση που έγινε αργά εκείνο το απόγευμα. Αλλο όμως το τι σκέφτεσαι όσο εξελίσσεται η πραγματικότητα και άλλο η γνώση που έρχεται μετά, με την πάροδο του χρόνου που φέρνει τον αναγκαίο αναστοχασμό. Και, κυρίως, άλλο ο μύθος και άλλο η ιστορία. Άλλο το τι θέλουμε να πιστεύουμε ότι συνέβη και άλλο το τι πράγματι συνέβη. Άλλο το νόημα που μας αρέσει να δίνουμε στα γεγονότα και άλλο αυτό που πραγματικά έχουν, όπως τουλάχιστον το αναδεικνύει, κατά το δυνατόν, η προσεκτική ανάλυση της πραγματικότητας. Το λέω εξαρχής, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων.
Ως «Μύθο του Πολυτεχνείου» δεν εννοώ εδώ αυτό που αποκαλούν έτσι κάποιοι ακραίοι δεξιοί κύκλοι, ανάμεσα τους και υποστηρικτές της Χούντας, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι στις 17 Νοεμβρίου του 1973 δεν υπήρξαν νεκροί, ως αποτέλεσμα της κρατικής καταστολής της κατάληψης. Φυσικά και υπήρξαν, αν και δεν ήταν εκατοντάδες, ούτε ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο, όπως το θέλουν κάποιες εκδοχές. Σύμφωνα με τη Δίκη του Πολυτεχνείου, που έγινε τον χειμώνα του 1975, και που ήταν αντικειμενική με βάση την τότε γνώση των γεγονότων, οι νεκροί ήταν τουλάχιστον δώδεκα, ενώ μεταγενέστερες εισαγγελικές έρευνες κατέληξαν σε αριθμούς που προσέγγιζαν τους 30. (Ιδιώτες ερευνητές ανεβάζουν τον αριθμό μέχρι και τους ογδόντα, αλλά χωρίς τεκμηριωμένα στοιχεία.) Δεν τιμάς τους νέους ανθρώπους που πήραν μέρος στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, κι ακόμα λιγότερο τους νεκρούς, με το να τους στολίζεις με ψεύτικες δάφνες.
Αυτό που εγώ αποκαλώ εδώ «μύθο του Πολυτεχνείου» —ο πραγματικός μύθος, αν μου επιτρέπεται το οξύμωρο—είναι αυτός που επικράτησε ευρέως στη μεταδικτατορική περίοδο, και μάλιστα διδάσκεται στα σχολεία μας ακόμα και σήμερα ως Ιστορία. Αυτός ο μύθος λέει, στην πιο ακραία μορφή του, ότι η κατάληψη («εξέγερση», όπως αποκαλείται συνήθως) του Πολυτεχνείου είχε ως άμεση συνέπεια την πτώση της δικτατορίας, ενώ σε μια άλλη, «ηπιότερη» εκδοχή, ότι ήταν ο καθοριστικός παράγων που οδήγησε πολύ γρήγορα σε αυτή. Αυτά όμως δεν ισχύουν, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και δεν τιμάς τους νέους ανθρώπους που πήραν μέρος στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, κι ακόμα λιγότερο τους νεκρούς, με το να τους στολίζεις με ψεύτικες δάφνες.
Η πράξη των νέων ανθρώπων, που μπήκαν στο Πολυτεχνείο είχε τόλμη και θάρρος —συνάμα και, για τους περισσότερους, την άγνοια κινδύνου που κουβαλά αναγκαστικά η νιότη. Και αναμφισβήτητα, στη συντριπτική τους πλειονότητα, όσοι μπήκαν εκείνες τις ημέρες του Νοεμβρίου στο Πολυτεχνείο ήταν για να πετύχουν μια ώρα αρχύτερα την πτώση της δικτατορίας, δηλαδή για τον ίδιο ακριβώς λόγο που θα έμπαινα κι εγώ αν ήμουν εκεί —αν δεν με κρατούσε στο Παρίσι η πληροφορία ότι μόλις πατούσα το πόδι μου στην Ελλάδα θα με συλλάμβανε η ΕΣΑ, που με είχε βάλει στα κιτάπια της. Αλλά η Ιστορία είναι πολύ πιο σύνθετη από τις προθέσεις ακόμα και των αγνότερων πρωταγωνιστών της. Ο μεγάλος φιλελεύθερος ρώσος στοχαστής του 19ου αιώνα, Αλεξάντερ Χέρτσεν, είχε απόλυτο δίκιο: στο δράμα της Ιστορίας προδιαγεγραμμένο λιμπρέτο, όπως το λέει, δεν υπάρχει. Και βέβαια ούτε γίνεται πάντα το επιθυμητό, ούτε κερδίζουν πάντα οι καλοί.
Εν προκειμένω, το αποτέλεσμα της κατάληψης του Πολυτεχνείου, ήταν το ακριβώς αντίθετο από το επιθυμητό: αντί η απελευθέρωση, η σκληρότερη καταστολή. Και στην περίπτωση αυτή κέρδισαν κατά κράτος οι κακοί, όπως ακριβώς το είχε προβλέψει την πρώτη μέρα της εξέγερσης ο τότε καθοδηγητής μου, στο ΚΚΕ Εσωτερικού, ο Άξελ (Σωτήρης Βαλντέν). Στη λογική αυτής, άρχισε η κατάληψη του Πολυτεχνείου.
Αυτοί που την άρχισαν δεν εκπροσωπούσαν ούτε παλιούς πολιτικούς όμως, ούτε κόμματα, ούτε καν τα δύο κομμουνιστικά, δηλαδή το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού. Ηταν οι λεγόμενες αριστερίστικες (αριστερά των ΚΚΕ) οργανώσεις, κάποιοι αναρχικοί, αλλά και μικρές κεντρώες-δημοκρατικές αυτόνομες κινήσεις. Αυτοί ήταν που μπήκαν στον περίβολο του Μετσόβιου Πολυτεχνείου το απόγευμα της 14ης Νοεμβρίου, 1973, και κλείστηκαν μέσα. Πίστευαν άραγε αυτοί που ξεκίνησαν την κατάληψη την πρώτη μέρα —οι «γκοσίστες», όπως λέγανε οι παρισινοί Ελληνες τους αριστεριστές— ότι η κατάληψη θα οδηγούσε κατευθείαν στην πτώση της Χούντας; Μάλλον όχι: την έβλεπαν σαν μια ακόμη ενέργεια αντίστασης. Βέβαιο είναι ότι όσοι μπήκαν στον Πολυτεχνείο την πρώτη ημέρα έδειξαν με τη στάση τους ότι αρνούνταν να κάνουν τα καλά παιδιά στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη, αντιτιθέμενοι στη στρατηγική που είχαν ουσιαστικά, αν και σιωπηλά, επιλέξει αρκετοί αντιχουντικοί πολιτικοί, και κάποιες αντιχουντικές οργανώσεις και κόμματα που πίστευαν στις προοπτικές που άνοιγε το όραμα των εκλογών, το ΚΚΕ Εσωτερικού όντας το πιο αριστερό ανάμεσά τους.
Με την οπτική της πρώτης ημέρας λοιπόν, η κατάληψη των λίγων εκατοντάδων φοιτητών ήταν μια ακόμα κίνηση αντίστασης —τίποτε περισσότερο. Ήδη όμως από τη δεύτερη, όταν τους αρχικούς «γκοσίστες», αναρχικούς και ανένταχτους δημοκρατικούς άρχισαν να πλαισιώνουν και άλλες οργανώσεις, αλλά και φοιτητές και άλλοι νέοι άνθρωποι με προσωπική τους πρωτοβουλία, άρχισε να φαίνεται ότι η κατάληψη του Πολυτεχνείου μπορούσε να εξελιχθεί στην ισχυρότερη μαζική κίνηση αντίδρασης στη Χούντα μέχρι τότε, ακόμη μεγαλύτερη και από την κατάληψη της Νομικής, ένα εξάμηνο νωρίτερα. Αυτό ήταν ξεκάθαρο και από τις αντιδράσεις του ξένου Τύπου, πράγμα που εξέφραζε πιστεύω όχι τόσο κάποια αντικειμενική εικόνα γενικευμένης εξέγερσης αλλά και την αγανάκτηση πολλών ξένων προοδευτικών πολιτικών ανταποκριτών, των ευρωπαϊκών και των αμερικάνικων μέσων, στην ουσιαστική απραξία των δυτικών κυβερνήσεων ως τότε, και στην έλλειψη κάθε ουσιαστικής πολιτικής κίνησης κατά της Χούντας. Κανείς δεν μπορεί να να είναι βέβαιος ότι το αντιπραξικόπημα του Ιωαννίδη δεν θα είχε γίνει και χωρίς την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Αντ’ αυτών, ήρθε η καταστολή της εξέγερσης από τον στρατό, τις πρώτες ώρες της 17ης Νοεμβρίου, με πιο συμβολική κίνηση την εισβολή του τανκ στην κεντρική πύλη του Μετσόβιου. Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, κάποιοι θιασώτες της πρώτης εναλλακτικής, δηλαδή της ελπιζόμενης φιλελευθεροποίησης υπό τον Μαρκεζίνη και της προοπτικής των εκλογών—αλλά όχι το ΚΚΕ Εσωτερικού, που άλλαξε άποψη για την κατάληψη, από εναντίον σε υπέρ, βλέποντας την απήχησή της—θεώρησαν την εξέγερση του Πολυτεχνείου τραγικό λάθος, που ανέκοψε την πορεία προς τη δημοκρατία. Είχαν δίκιο; Πιθανόν. Ενας πιθανός αντίλογος σε αυτό είναι ότι, γυρνώντας στο κλίμα εκείνης της εποχής, κανείς δεν μπορεί να να είναι βέβαιος ότι το αντιπραξικόπημα του Ιωαννίδη δεν θα είχε γίνει και χωρίς την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ίσα-ίσα για να ανακόψει την πορεία προς τις εκλογές —ίσως το Πολυτεχνείο να έδωσε στους σκληροπυρηνικούς της Χούντας απλώς μια αφορμή, και να μην ήταν η αιτία της ανατροπής του Παπαδόπουλου, και της αντικατάστασής του από το νέο, πολύ σκληρότερο καθεστώς, που μπορεί να συνέβαινε ούτως ή άλλως. Βέβαια, αν ο Ιωαννίδης είχε κινηθεί για να εκτοπίσει τον Παπαδόπουλο χωρίς την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η πράξη του θα θεωρούνταν μετωπική επίθεση στη φιλελευθεροποίηση, που ύστερα από εξήμιση χρόνια δικτατορίας είναι πολύ πιθανό να έβαζε σε αδιέξοδο την πλειονότητα των χουντικών αξιωματικών — ακόμα και να έκανε τον Παπαδόπουλο ήρωα της δημοκρατίας. Αντίθετα, το Πολυτεχνείο και η αιματηρή καταστολή του από τον Παπαδόπουλο έδωσαν στον Ιωαννίδη την ευκαιρία να φανεί τις πρώτες ημέρες, παραδόξως, εκτός από πραξικοπηματίας, και κατά κάποιον τρόπο τιμωρός των σκληρών.
Όσο και να φαίνεται σήμερα περίεργο, τις πρώτες ημέρες του αντιπραξικοπήματός του, αρκετοί εχθροί της Χούντας έτρεφαν ψευδαισθήσεις ότι μπορεί η κίνηση του Ιωαννίδη να είχε και αγαθές προθέσεις —να ήταν αντίδραση στην αιματηρή καταστολή του Πολυτεχνείου και να οδηγούσε εκείνος, αντί ο Μαρκεζίνης, στη φιλελευθεροποίηση. Μάταιες ελπίδες. Αλλά στην ελληνική περίπτωση οι υποστηρικτές και των δύο εναλλακτικών στρατηγικών, της ήπιας και της δυναμικής, εθελοτυφλούσαν ή και αγνοούσαν ένα σημείο: τον βαθμό στον οποίο ο Παπαδόπουλος δεν ήταν απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Έτσι του άρεσε να εμφανίζεται, πάσχοντας από μεγαλομανιακή εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Αλλά δεν ήταν μόνος του. Πίσω του υπήρχε μια αρκετά πολυάριθμη και ετερόκλητη ομάδα αξιωματικών (η ίδια η «χούντα»), διασπασμένη σε υπο-ομάδες, φράξιες και ιδεολογικές τάσεις, που είχαν ως μόνο κοινό χαρακτηριστικό να θεωρούν την εξουσία ιδιοκτησία τους. Κάποιοι λάτρευαν τον Παπαδόπουλο, άλλοι τον μισούσαν, ενώ πολλοί τοποθετούνταν ως προς αυτόν οπορτουνιστικά, ανάλογα με τα σημάδια των καιρών.
Στη δημόσια σκηνή, ο Παπαδόπουλος, ιδιαίτερα αφού είχε αυτοδιορισθεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τεράστιες εξουσίες, έκανε σε μεγάλο βαθμό κουμάντο. Αλλά δεν είχαν πάψει να έχουν ισχύ, στο παρασκήνιο, οι αντίπαλές του ομάδες. Ως προς αυτό, οι οπαδοί της πρώτης εναλλακτικής που περίγραψα, ήταν πιο ρεαλιστές: στηρίζοντας τον Μαρκεζίνη, στήριζαν έμμεσα και τον Παπαδόπουλο απέναντι στις άλλες ομάδες—που ήταν σαφώς πιο ακραίες από την δική του γραμμή. Αντίθετα, όσοι ήθελαν τη δυναμική αναμέτρηση, παραγνώριζαν ότι αυτή αφ’ ενός θα συσπειρώσει τις ομάδες που συγκροτούσαν τη Χούντα, και κυρίως θα ενθαρρύνει τις δυναμικότερες, με εξέχουσα αυτή του διοικητή της ΕΣΑ, του Ιωαννίδη.
Προωθώντας την πολιτική της σύγκρουσης με τη Χούντα, όσοι υποστήριζαν την κατάληψη, και την κλιμάκωσή της σε εξέγερση, παραγνώριζαν τους κινδύνους από την εσωτερική δυναμική της Χούντας. Και κατ’ αυτή την έννοια, ο Παπαδόπουλος παρενέβη δυναμικά στο Πολυτεχνείο για να προλάβει παρέμβαση του Ιωαννίδη. Ήταν όμως πια αργά: το ίδιο το γεγονός της κατάληψης/εξέγερσης έδειχνε στους πιο σκληροπυρηνικούς αξιωματικούς ότι ο Παπαδόπουλος δεν μπορούσε να διεκπεραιώσει τα σχέδιο ομαλής, σταδιακής αλλαγής καθεστώτος, που έφτιαχνε με τον Μαρκεζίνη.
Με το ξεκίνημα της κατάληψης του Πολυτεχνείου, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τον Παπαδόπουλο — είτε την αντιμετώπιζε με μετριοπάθεια ή δυναμικά, όπως τελικά έκανε: είτε θα έχανε την εξουσία από τους πολιτικούς, είτε από τους σκληροπυρηνικούς, όπως και έγινε. Και ως προς αυτό, οι παλιοί πολιτικοί, από τον Ηλιού ως τον Αβέρωφ και τον Μητσοτάκη, είχαν λογαριάσει σωστά. Δεν ξέρω πόσο ήταν σοφοί, και πόσο ξεκάθαρα άκουγαν τη «μυστική βοή… των πλησιαζόντων γεγονότων», που λέει ο Καβάφης, αλλά πάντως κάτι μυρίζονταν από αυτήν. Το είπε ο Λεωνίδας Κύρκος το πρωί της 15ης Νοεμβρίου στον Σταύρο Τσακυράκη: «Είμαι πολύ επιφυλακτικός για τη συμμετοχή μας στην κατάληψη». (Η μαρτυρία είναι του Σταύρου Τσακυράκη σε εμένα, λίγους μήνες πριν πεθάνει. Σημειώνω ότι ο Σωτήρης Βαλντέν επ’ αυτού διαφώνησε μαζί μου, και μου είπε ότι σε κατ’ ιδίαν συζήτησή τους, ο Σταύρος του είπε ότι τον Κύρκο τον συνάντησε στις 16 το απόγευμα, όταν εκείνος τον προέτρεψε σε συντεταγμένη αποχώρηση των φοιτητών από το Πολυτεχνείο, για να αποφευχθούν τα χειρότερα). Έτσι ή αλλιώς, «εις την οδόν έξω, οι λαοί ουδέν ήκουαν», πάντα κατά τον ποιητή. Κυρίως τα νεαρά μέλη του λαού που επέμεναν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, όπου παρέμειναν, κατόπιν της ήττας της πρότασης της αποχώρησης, με ελάχιστη διαφορά, στη γενική συνέλευση που έγινε αργά το απόγευμα της 16ης. (Ο Σταύρος απέδωσε την νίκη της σκληρής γραμμής στη λευκή ψήφο των επροσώπων της ΚΝΕ, Ιωάννας Καρυστιάνη και Αλέκου Αλαβάνου.)
Βλέποντας όμως τα πράγματα από το σήμερα, δεν μπορώ να πω ότι κάποιος ακριβώς φταίει για τη λάθος εκτίμηση της κατάστασης. Ήταν όλα τόσο ρευστά, τόσο χαοτικά, τόσο ασαφή, αλλά και τόσο συναισθηματικά έντονα, και επιπλέον όλοι οι πρωταγωνιστές της κατάληψης είχαν το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας. Δυστυχώς, όμως, τέτοια ελαφρυντικά είναι για τα δικαστήρια, όχι για την Ιστορία. Στην Ιστορία, ο γέγονε γέγονε. Και, δυστυχώς, δεύτερη ευκαιρία δεν υπάρχει για ένα δραματικό ιστορικό συμβάν, όπως κατέληξε να είναι η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Κρίνοντας τα γεγονότα λοιπόν με βάση τη σημερινή γνώση, το συμπέρασμα είναι σαφές: όσοι φοβούνταν ότι το Πολυτεχνείο θα οδηγούσε στη ματαίωση της πορείας φιλελευθεροποίησης που ήταν σε εξέλιξη το φθινόπωρο του 1973 ήταν πιο κοντά στην αλήθεια από τους άλλους· ή, αν θέλετε μια πιο ουδέτερη έκφραση—καθώς ήταν πιθανό να κινούνταν ο Ιωαννίδης έτσι κι αλλιώς—ήταν πολύ πιθανότερο να πέσουν μέσα. Όπως και έπεσαν. Από κει και πέρα, αυτό δεν έγινε με βάση προκαθορισμένα δρομολόγια, κάποιο προϋπάρχον ιστορικό «λιμπρέτο», κατά Χέρτσεν, αλλά τη σύνθετη, χαοτική δυναμική που αναπτύχθηκε εκείνες τις ημέρες, ανάμεσα σε πολλές απόψεις και πολλές ομάδες πολιτικών συμφερόντων.
Ένα είναι το βέβαιο: η κατάληψη-εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν έριξε τη Χούντα. Τουναντίον μάλιστα. Έληξε με τρόπο βάρβαρο και τραγικό, και λίγες ημέρες μετά ήρθε μια άλλη Χούντα, χειρότερη από την πρώτη, μια επιδείνωση της κατάστασης που μάλλον δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχε προηγηθεί η κατάληψη του Πολυτεχνείου. Η κατάληψη αποδείχθηκε εκ των υστέρων μια τραγική αποτυχία, που μας πήγε πολύ πίσω —προς ένα στρατοκρατικό καθεστώς πολύ πιο σκληρό και αυταρχικό, που διέλυσε στους επόμενους μήνες κάθε ίχνος αντίστασης: από την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο και μέχρι την πτώση της Χούντας, μέσα σε λίγους μήνες, η αντίσταση στη Χούντα εκμηδενίστηκε. Όταν η Χούντα κατέρρευσε, τον Ιούλιο του 1974, ή σωστότερα αυτοκτόνησε, λόγω του φρικτού εγκλήματος του κυπριακού πραξικοπήματος που προκάλεσε, οι φυλακές ήταν γεμάτες αντιστασιακούς, και δεν κυκλοφορούσε ούτε ένας ελεύθερος, και ενεργός.
Τα όσα έγραψα παραπάνω σημειωτέον, δεν προκύπτουν μόνο από μια ψύχραιμη σημερινή ματιά στα γεγονότα. Είναι κατά βάση και ο τρόπος με τον οποίο διαβάσαμε τις εξελίξεις από τις 17 Νοεμβρίου και μετά, τότε, όλοι όσοι εναντιωνόμασταν στο καθεστώς, αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί, φανατικοί και μετριοπαθείς. Για να το πω πιο λαϊκά, μετά το Πολυτεχνείο όλοι είχαμε την εντύπωση ότι την πατήσαμε άσχημα. Κανείς μας δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία περί του τι θα συνέβαινε από εκεί και εμπρός: τα πράγματα είχαν πάει και θα πήγαιναν προς το χειρότερο. Κανείς δεν χάρηκε από τα όσα έγιναν, κανενός δεν αναπτερώθηκαν οι ελπίδες— εκτός ίσως κάποιων που μεταχουντικά το γύρισαν στην τρομοκρατία. Το πολυακουσμένο απόφθεγμα του Μίμη Δεσποτίδη «η κατάστασις επιδεινουμένη βελτιούται» αποδείχθηκε στην περίπτωση του Πολυτεχνείου 100% λάθος. Η κατάσταση επιδεινούμενη είχε επιδεινωθεί, και πολύ μάλιστα. Είχε γίνει, για την ακρίβεια, μαύρο χάλι. Μετά την καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, και το αντιπραξικόπημα του Ιωαννίδη, μας κόπηκαν όλων τα φτερά. Νοιώσαμε ξαφνικά ότι η Χούντα μπορεί κάλλιστα να κρατήσει άλλα δέκα χρόνια, ή και παραπάνω. Και όποιες στρατηγικές αντίστασης είχαμε αναπτύξει ως τότε, τουλάχιστον στον κεντρώο, κεντροαριστερό και ηπίως κομμουνιστικό χώρο (ΚΚΕ Εσωτερικού) φάνηκαν ξαφνικά εντελώς ανήμπορες να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση. Για όσους έζησαν τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1973, η βίαιη καταστολή του Πολυτεχνείου ήταν η αρχή μόνον ενός πράγματος: Της Χούντας του Ιωαννίδη, που ήταν πολύ χειρότερη ………
Π.Β. Δικό μου πρόσθετο σχόλιο:
Στο δια ταύτα, ας τιμούμε τους νέους του Πολυτεχνείου μεν, αλλά ο αγώνας τους έφερε αντίθετα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα. Την τελική πτώση της χούντας ΕΠΕΦΕΡΕ η εσχάτη προδοσία και άλωση της πολύπαθης ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Κύπρου και το αίμα των χιλιάδων Ε/Κ, που κατέσφαξαν οι βάρβαροι … Η ΑΔΕΚΑΣΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΓΡΑΨΕ ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΑΡΑΞΟΥΝ ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΤΑΙΟ …. ΚΑΙ ΑΣΕΒΕΙΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΟΛΥΠΑΘΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΠΟΥ ΠΛΗΡΩΣΕ ΒΑΡΥΤΑΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΕΙ Η ΧΟΥΝΤΑ ΚΑΙ ΕΡΘΕΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΣΑΝ «ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ» ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕ ΤΗΝ «ΝΟΘΑ» ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΚΥΠΡΟ. ΚΑΙ ΕΑΛΩ …
Αλλ’ ουδέν έρπει ψεύδος εις γήρας χρόνου.
Κανένα ψέμα δεν αντέχει στο χρόνο.
Στις 20 Ιουλίου η βάρβαρη τουρκική εισβολή. Στις 23 Ιουλίου, υπό το βάρος της θυσίας της Ελληνικής Κύπρου κατέρρευσε η χούντα. Στις 24 Ιουλίου 1974 ο Καραμανλής αφού επιστρέφει από Γαλλία όπου ζούσε από την *9η Δεκεμβρίου 1963 ορκίζεται, από τον «επίορκο» Γκιζίκη στις 4.20.
*Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ σε πρωτοσέλιδο της, την επομένη της αναχώρησης του Καραμανλή για Γαλλία πανηγύριζε, «Ο κ. Καραμανλής ώχετο απιών». Στο κύριο άρθρο της, η εφημερίδα θριαμβολογούσε: «Εξήλθε χθες του δημοσίου βίου από την θύραν της υπηρεσίας όπως ακριβώς είχε εισέλθη. Υπήρξεν ηγέτης διά της δοτής εξουσίας. Αυτή, με τα “παραφερνάλιά” της, του έδωσεν ανάστημα. Η απώλειά της τον συνέτριψε».(Διάδοχος του Καραμανλή στη ΕΡΕ ορίσθηκε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.)
14η Αυγούστου έναρξη δεύτερης φάσης εισβολής ΑΤΤΙΛΑΣ 2.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις 14 Αυγούστου 1974, κατά τη διάρκεια του Αττίλα ΙΙ και όταν ο τότε Προεδρος Γλαύκος Κληρίδης απεγνωσμένα ζητούσε βοήθεια …. «για να μην κατασφαγώμεν», ασυγκίνητος έκανε την περίφημη δήλωση: «Η Κύπρος κείται μακράν». Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνόψισε την αδυναμία, απροθυμία και δειλία της νέας τότε κυβέρνησής του να συνδράμει την Κύπρo εναντίον της τουρκικής εισβολής. Έτσι, οι Τούρκοι εισβολείς, παρά την σθεναρή αντίσταση της άοπλης Εθνικής Φρουράς κατέλαβαν το 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας, διχοτομώντας το νησί. Η Κύπρος λοιπόν, «έκειτο μακράν« για τα υπερσύγχρονα τελευταίου τύπου Φάντομς και με δεδομένη την αεροπορική υπεροχή μας έναντι των Τούρκων, ενώ ήταν κοντά για τις Τριήρεις του Κίμωνα το 450 π. Χ. Που προσέτρεξε να βοηθήσει την Ελληνική Κύπρο που απειλείτο από τους Πέρσες…. Και τους κατατρόπωσε….. ΚΑΙ ΝΕΚΡΟΣ ΕΝΙΚΑ….
Σημειώνεται ότι ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Γεώργιος Μαύρος της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό το Κ. Καραμανλή, όταν έληξαν άδοξα οι ειρηνευτικές συνομιλίες με τους Τούρκους και διαφαινόταν πλέον ότι η Τουρκία θα προχωρούσε σε κατάληψη νέων Κυπριακών εδαφών, προς τιμή του δήλωσε μετά το τέλος της διάσκεψης και ενώπιον του Γλαύκου Κληρίδη…. Μεταξύ πολέμου και ντροπής θα επιλέξουμε το πρώτο…. Επική φράση που βρήκε σύμφωνο και τον Γλαύκο Κληρίδη και τον τότε Υπουργό Άμυνας της Κύπρου κ. Ομήρου….
Ο Καραμανλής σε λίγες ώρες και όταν πλέον ήταν σε εξέλιξη η νέα εισβολή των Τούρκων, δηλώνει ιταμά στον Γλαύκο Κληρίδη… Άλλο τι λέει ο Μαύρος και άλλο τι θα αποφασίσω ΕΓΩ. Και μεταξύ πολέμου και ντροπής επέλεξε το δεύτερο……
Σημειώνεται ότι μετά την άρνηση να βοηθηθεί η Κύπρος, οι κ.κ. Κληρίδης και Ομήρου απευθύνθηκαν στον Καραμανλή με πολύ έντονες εκφράσεις… Εάν μας αφήσετε να κατασφαγώμεν … πρέπει να ντρέπεσθαι….. Ακολούθησε ..έντονος διάλογος και αποχώρηση χωρίς καν να ανταλλάξουν χειραψία… Ο κ. Ομήρου μόλις έφτασαν στην Κύπρο σε ένδειξη δυσαρέσκειας και ντροπής για την στάση του Καραμανλή παραιτήθηκε. Ήδη ο Κυπριακός λαός εγκαταλελειμμένος κατασφαζόταν …
Αυτό ήταν το βαρύ κλίμα στην μεν Κύπρο, αλλά εν μεσω πανηγυρισμών στην Ελλάδα ….όταν επήλθε η Δημοκρατία στην Ελλάδα και …ακολούθησε η διχοτόμηση της Κύπρου.
Εν μέσω πανηγυρισμών λοιπόν και εις …αντίποινα …. *«αποχωρούμε» από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ κάτι που απετέλεσε μάννα εξ ουρανού για την Τουρκία η οποία αφού χαρακτήρισε την Ελλάδα …αναξιόπιστο σύμμαχο του ΝΑΤΟ …άρχισε από τότε τις απειλές και διεκδικήσεις σε αέρα, ξηρά και θάλασσα …. Και στο Ελληνικό Αιγαίο, που ΠΟΤΕ δεν της ανήκε …όπως και η Ελληνική Μ. Ασία…
*Είχαν την εντύπωση οι δόλιοι νεοκυβερνώντες , ότι ρίχνοντας στάχτη στα μάτια και του Κυπριακού και του Ελληνικού λαού… ότι πλέον «εξιλεώθηκαν.» !!!
Και χρωστάμε και χάρη στους Βαρβάρους διότι όπως δήλωσε ο εγκληματίας πολέμου πρωθυπουργός της εισβολής «Επαναφέραμεν την Δημοκρατίαν εις την Ελλάδα. Επαναφέραμεν τον κ. Καραμανλήν». Ο Τουργκούτ Οζάλ είχε πει επίσης: «Χάρις εις τους Τούρκους στρατιώτες, επανήλθε η Δημοκρατία εις την Ελλάδα. Εμείς βοηθήσαμε να επανέλθει ο Καραμανλής». Ενώ η ιδιοκτήτρια της «Καθημερινής» Ελένη Βλάχου δήλωνε στη τουρκική Μιλιέτ στις 16 Ιουνίου 1976: «Δεν είμαι εναντίον των Τούρκων. Είμαι εναντίον της Χούντας». Ας έλεγε τουλάχιστον μόνο ότι … ήμουν εναντίο της Χούντας … αλλά σήμερα είμαι και εναντίο των τουρκων εισβολέων.ΦΕΥ!
Όλοι οι πολιτιστικοί θησαυροί, μνημεία, μουσεία, θησαυροφυλάκια, τράπεζες, ιερά χριστιανικά σκεύη, από όλες τις εκκλησίες λεηλατήθηκαν. Ακόμη και ο οικιακός εξοπλισμός των νοικοκυρεμένων κατεχόμενων κυπριακών σπιτιών, μεταφέρθηκε στην Τουρκία … Πλήρης λαφυραγωγία, σύληση, βανδαλισμοί και κλεψιές από τους βαρβάρους. Δεν άφησαν τίποτα όρθιο…. Οι αξιωματικοί του τουρκικού στρατού είχαν τον πρώτο λόγο στα λάφυρα…. Ήρθαν πένητες και έφυγαν εκατομμυριούχοι….. Οι δε στρατιώτες γιουρούκηδες, σαν κοράκια δεν άφηναν τίποτα στους αιχμαλώτους στρατιώτες και αμάχους αλλά και στους νεκρούς…..
Το 37% των Κυπριακών εδαφών κατελήφθη….. Η άοπλη και εγκαταλελειμμένη Ελληνική Κύπρος ΕΑΛΩ…. Και επανήλθε η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ στην Ελλάδα …..
Επιμέλεια από Μ.Ρ. – Ερευνήτρια από πολύπαθη ΕΛΛΗΝΙΚΗ Κύπρο. Με την βοήθεια της ομάδας εργασίας και έρευνας του συγγραφέα κ. Α. Αντωνά.
Ευχαριστούμε το KOYKFAMILY για την καταχώρηση. Ενοχλούν κάποιους οι ωμές αλήθειες όπως τις γράφουμε, αλλά και όπως η αδέκαστη ιστορία κατέγραψε, αλλά δεν τους ενοχλεί και συγκινεί η άλωση της Κύπρου, η οποία αυτή και μόνο έφερε την Δημοκρατία στην Ελλάδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΙδιαίτερες ευχαριστίες και στον κ. Αντωνά για την βοήθεια, που μας πρόσφερε και ο οποίος δεν ξεχνά ότι η πατρίδα του προδόθηκε και λόγω αυτής της προδοσίας θρήνησε στενούς συγγενείς και φίλους μεταξύ των οποίων και τον ήρωα αδελφό του. Όλοι και όλες στην ομάδα εργασίας ήμαστε πρόσφυγες και εκτός από τις πατρογονικές μας εστίες απωλέσαμε αγαπημένα πρόσωπα.
Δεκάδες θετικά σχόλια δεχόμαστε από τους προσωπικούς μας αποδέκτες.
ΑΣ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΟΤΙ Η ΘΥΣΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΚΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΕΦΕΡΕ ΤΗΝ ΠΟΛΥΠΟΘΗΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.
Και εσύ αδελφέ Έλληνα, σαν ο δρόμος σου,
στη Κύπρο σ΄ οδηγήσει, μαζί σου φέρε,
τον «Κάλχα», που την Κύπρο, εθυσίασε
και ποτέ στα ματωμένα κυπριακά,
χώματα, το πόδι δεν επάτησε,
για να εξιλεωθεί, να τα προσκυνήσει,
φόρο τιμής ν΄ αποδώσει και να τα τιμήσει.
Και όταν ο θύτης Αρχιερέας, ρωτήθηκε,
στη πολύπαθη Κύπρο, αν θα πάει,
ρητά αρνήθηκε και από ντροπή, τύψεις,
αλλά κι΄ οδύνη, έσκυψε το κεφάλι…..
Λευτεριάς και αυτοθυσίας, θα βρεις,
μονοπάτια, μοναχικέ Έλληνα αδελφέ,
που από μακριά ήρθες, Ελληνικές σημαίες,
από σφαίρες, διάτρητες, φθαρμένες,
μισοσβησμένα συνθήματα της Ένωσης,
σ΄ ερειπωμένα μετερίζια, αντίστασης κι΄ ελευθερίας.
Τα μονοπάτια οδηγούν σε Θερμοπύλες,
στα «ελεύθερα φυλακισμένα μνήματα».
Και όταν διαβάτη Έλληνα θα φτάσεις,
στα μνήματα τα φυλακισμένα,
σ΄ αυτόν της Κύπρου τον ιερό χώρο,
την αγχόνη κοίταξε και εσύ κατάματα,
τους σταυρούς, των ηρώων Κυπραίων άγγιξε.
Δεν θ΄ αντέξεις, θα λυγίσεις, ρίγη,
αναφιλητά, τα δάκρυα σου ποτάμια,
λάβας θα ρέουν, θα σε καίνε,
θ΄ αχνίζουν πέφτοντας στο
καθαγιασμένο χώμα των θαμμένων ηρώων.
Και νοερά θα ακούς, τα ποιήματα τους,
π΄ απάγγελλαν και τα εμβατήρια,
π΄ αλύγιστα περήφανα τραγουδούσαν..,
ακόμη και στο ικρίωμα, δεν λυγούσαν,
όταν την νεκρική θηλειά, τους περνούσαν.
Και τον εθνικό ύμνο θ΄ ακούς,
που τις τελευταίες τους στιγμές,
στα χείλια είχαν και υμνούσαν….
Και όταν αδελφέ Έλληνα,
στην Ελλάδα, επιστρέψεις, το μήνυμα δώσε,
« Ω Ξειν αγγέλλειν….,
ότι η Κύπρος εγκαταλείφθηκε,
ποτέ της δεν λιποψύχισε και δεν ηττήθηκε!
Ελληνικές Θερμοπύλες φύλαττε,
..τοις κείνων ρήμασι πειθόμενη…»,
πάντα με ηρωισμό και αυτοθυσία,
μόνη κ΄ έρμη, χρυσοπράσινο φύλλο,
των κυμάτων έρμαιον ριγμένο,
στο φουρτουνιασμένο μακρινό πέλαγος…..
Η Κύπρος, θ΄ αναστηθεί διαβάτη αδελφέ Έλληνα.
Σ΄ όλους τους χαλεπούς αιώνες,
ποτέ της δεν ελύγισε
βάρβαρους κατακτητές,
ποτέ της δεν προσκύνησε!
Μισοσβησμένα συνθήματα,
ύμνους Ελληνισμού και Ένωσης,
διαβάτη Έλληνα στη Κύπρο,
θα συναντούσες.
Τώρα, συνθήματα δεν θα δεις,
θυσία απ΄ τον Κάλχα,
σε ελληνικούς βωμούς εγίναν,
μαζί με τα προδομένα όνειρα χαθήκαν.
ΟΥΔΕΝ ΑΛΛΟ ΣΧΟΛΙΟ.
Για την Ομάδα Εργασίας και Έρευνας του κ. Αντωνά.
Μ.Ρ.
Τα πιο κάτω αφιερώνονται σε επιλήσμονες και παραχαράκτες της πραγματικής ιστορία της πολύπαθης Ελληνικής Κύπρου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕσύ δεν λες τίποτα… – Μιχάλης Πασιαρδής
Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω γι’ αυτό το νησί
που ήταν όνειρο χτες και θυμάρι κι αμίαντο
και σήμερα ποτάμι οδύνης
ποτάμι που δεν λέει να σιγήσει
κατρακυλώντας απ’ τους αιώνες όχι νερό
μα τις πέτρες μας, πέτρες αρχαίες που χτίσαν ναούς
και υψώσανε κάστρα και πολιτείες που χάραξαν
τ’ όνομά τους στο χρόνο
βαθιά, και για πάντα.
Εδώ, σ’ αυτό το νησί, υδρίες λαδιού με παραστάσεις του μόχθου
υδρίες κρασιού με παραστάσεις αγάπης
ο χαλκός στου ανθρώπου τη δούλεψη
ο χρυσός, η εικόνα, το κέντημα,
το ξύλο που ευωδιάζει το χέρι,
τάφοι προγόνων παλιών και χτεσινών πατεράδων.
Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω για τα παιδιά
που σκύψανε άξαφνα με το χέρι στο στήθος
εκεί στις πλαγιές του βουνού Πενταδάχτυλος και φωνάζαν
τη μάνα τους ώσπου ξεψύχησαν.
Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω για τα σπίτια, τα δέντρα
του κάμπου μας, τα πικρολέμονα του ίδρωτά μας
που τα διαγούμισαν άλλοι
και πέρα τα πήγανε.
Εσύ δεν λες τίποτα
μα εγώ θα σου πω γι’ αυτό το μαρτύριο
που δένει τη γη μας, τον τροχό* που στενάζει
η πατρίδα μας, την πληγή στο σώμα του Ιησού.
Εσύ δεν λες τίποτα
μα η πληγή στο σώμα του Ιησού
δεν στερεύει.
Μένουμε μ’ ανοιχτές τις πληγές στο σταυρό του ορίζοντα.
Δεσπόζει το αίμα. Η Κύπρος καλεί. Στους
δρόμους του κόσμου αντηχεί η φωνή μας.
Ας μην αναπαύονται οι άνθρωποι.
Παιδί με μια φωτογραφία* – Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι
με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά
και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.
Ο κόσμος γύρω του πολύς· κι αυτό
είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,
στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα–
στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,
στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.
Ήταν ανάμεσα σε κόσμο με συνθήματα
και την κρατούσε ανάποδα· μου κακοφάνη.
Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες
αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές
που ’χαν παγώσει και δεν σάλευε καμιά.
Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία.
Του τήνε γύρισα ίσια κι είδα πάλι
τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω.
Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα
ανάποδα ιδωμένοι βρίσκονται ίσια,
έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια
γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει.
Π.Β.
Αφιερώστε λίγο χρόνο αδελφοί Έλληνες και διαβάστε τα πιο κάτω. Το οφείλετε στους Κυπρίους της θυγατέρας Ελληνικής Κύπρου τιμής και ευγνωμοσύνης ένεκεν, αλλά και επειδή η θυσία αυτών σας απάλλαξε από τη χούντα, η οποία και διοργάνωσε το προδοτικό πραξικόπημα. Όσον αφορά και μεταπολιτευτική νέα κυβέρνηση... ένιψε και έτριψε τας χείρας της εν μέσω πανηγυρισμών όταν οι Κύπριοι κατασφάζονταν, από βαρβάρους αφού πλέον θα απολάμβανε θώκους εξουσίας ... και μεταξύ ντροπής και πολέμου επέλεξε το πρώτο και εάλω η Κύπρος. ΝΑΙ ή ΟΧΙ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠ.Β. Μικρασιάτισσα.
Ο πικραμένος ο Ελληνολάτρης ΕΝΩΤΙΚΟΣ Μόντης, από την προδοσία και εγκατάλειψη της πατρίδας του, που η θυσία της και μόνο έφερε την δημοκρατία στην μητέρα πατρίδα
αδυνατεί να συνηθίσει στην ιδέα ότι η ΕΝΩΣΗ προδόθηκε και δεν είναι πλέον πραγματοποιήσιμος στόχος και γράφει: «Και τι θα γίνει τώρα, θα σχίσουμε τα παλιά μας τετράδια που ‘ταν γεμάτα χρωματιστή «Ένωση», θα σχίσουμε τα παλιά μας σχολικά τετράδια που ‘ ταν γεμάτα «Ένωση» διακοσμημένη με γιασεμιά και λεμονανθούς και μαργαρίτες, θα σχίσουμε τα παλιά αναγνωστικά των παιδιών μας με τις ελληνικές σημαίες, θα πετάξουμε τ’ αγαπημένο αναμνηστικό σκουφί του Γυμνασίου με την «Ένωση» στο γείσο, θα πετάξουμε το χάρακά τους και την τσάντα και τη μπάλα και το ποδήλατο που ‘γραφαν «Ένωση»; Αλήθεια, πέστε μου, τι θα γίνει τώρα;»
Και το καλοκαίρι του ΄74, όταν αντιλαμβάνεται ότι η Κύπρος δεν μπορεί να περιμένει ουσιαστική βοήθεια από την Μάνα Ελλάδα, δεν μεμψιμοιρεί και δεν την καταριέται όπως έκαναν πολλοί άλλοι! Βουτά την πένα του στο αίμα της καρδιάς του και γράφει: «…Την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό στη θάλασσα της Κερύνειας, συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει. Φυλλομετρούσαμε την Ιστορία της. Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της -«να εδώ κ’ εδώ κ’ εδώ»- και την περιμέναμε, κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει», λέγαμε κι «όχι, δεν γίνεται να μην έρθει», λέγαμε κι όπου να’ ναι άκου την με τους Σπαρτιάτες της και τα «Υπό σκιάν» και τα «Μολών λαβέ» και τον «Αέρα», κι όπου να’ ναι άκου την!
Και πραγματικά μια νύχτα έφτασε το μήνυμα πως η Ελλάδα ήρθε. Τι νύχτα ήταν εκείνη, μητέρα, τι αντίλαλος ήταν εκείνος, τι βουητό ήταν εκείνο που σάρωσε το νησί! Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν κ’ η καρδιά μας χτυπούσε να της ανοίξουμε να βγει. οι χαροκαμένοι ξέχασαν τα παιδιά τους και τους αδελφούς και τους πατέρες κ’ έκλαιγαν για την Ελλάδα πια….
Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απ’ το βυθό… ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι Σόλοι και το Κούριο κ’ οι αγχόνες της Λευκωσίας γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε, γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα… γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά και ψέμα οι Ιστορίες μας, ψέμα, όλα ψέμα. Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα, κάτι πανηγυρισμούς, κ ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει, λυπόταν, δεν το περίμενε, ειλικρινά λυπόταν, ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ….. Κ’ οι δάσκαλοί μας έσκυψαν ντροπιασμένοι, και τα «Εγχειρίδια» έσκυψαν ντροπιασμένα κ’ οι δάσκαλοί μας τρέμουν τώρα πια, και τα «Εγχειρίδια» τρέμουν τώρα πια όσο πλησιάζουν τα περί Θερμοπυλών και τα περί Σαλαμίνος… Δεν κάνω ποίηση, μητέρα, έχω αντίγραφα.»
Οι Έλληνες όπου γης, βρίσκουν στους στίχους του συμπυκνωμένη, τη δική τους έκφραση, απέναντι κι ενάντια όσων τους επιβουλεύονται: «Χρόνια σκλαβκιές ατέλειωτες – τομ πάτσον τζιαί τον κλώτσον τους. Εμείς τζιαμαί: Ελιές τζιαί τερατσιές πάνω στον ρότσον τους!». Κ.Μόντη.
Π.Β.
Ένα παλαιότερο μικρό απόσπασμα από λυρικό αφήγημα του κ. Αντωνά, που αφορά την αχάπαρη μάνα μας και τα παιδιά της, που όταν οι Κύπριοι κατεσφάζοντο πανηγύριζαν το 74, για την έλευση της Δημοκρατίας, που η εξέγερση του Πολυτεχνείου έφερε από το 73 ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνε πρόλαβαν το μήνυμα στην μάνα μας να πάνε,/τα τρία της Κύπρου, περιστέρκα../ Απεγνωσμένα μάχουνται,/ στης Κύπρου της ματοτζιηλισμένης/, στην αχάπαρη την μάνα για να πάσιν,/ να ικετεύσουν, ύστατη στιγμή,/ βοήθεια μητρική να κελεύσουν/ Εν είχαν απ΄αλλού βοήθεια,/ τα άμοιρα να εκλιπαρήσουν,/ για την έρμην κόρη, που ψυχομαχούσε./ Εθέλασιν μόνο στην μάνα της,/ τα μαύρα μαντάτα να της λαλήσουν,/ για την βαρβαροκτυπημένη θυγατρί,/ απού τα σιέρκα τα ΄γκληματικά κατασφαγμένης,/ αυτόνων των βάρβαρων, τ΄ Αττίλα απογόνων./ Εν πρόλαβε το μαυροπικραμμένο μαντάτο/, το ΄να άσπρο περιστέρι για να πάει/, μες΄ τους καπνούς εχάθην./ Απού ψηλά την Κύπρο εθώρεντην,/ που εκαύκετου…, εν άντεξε τζι΄ εποστάθην,/η θλίψη το παράλυσε, τζιαί χάμου ππέφτει,/ οϊμένανε..στ’ Απόστολου Βαρναβα σκλαβωμένο μοναστήρι!/ Το άλλο στου Τζιύκκου το ψηλό βουνί,/ της Παναγιάς Τζιυκκώτισσας, στο άγιο το θρονί της,/ ψυχομασιεί τζιαί σέρνεται το πισσομαυρισμένο/το τρίτο απ τον ουρανό, την Κύπρο/ που τους καπνούς, θολά εθώρεντην / τζι΄ απ την πύρινη θωρκά του, αστραπόβροντα γενιούνται./ τζιαι επιθανάτιο Ύστατο ανακάλημα, μες την ανεμοζάλη του την μαυρογέρημη/, σαν Διγενή Ακρίτα μεταμόρφωση,/ στα θεία ουράνια με βροντερήν ανθρώπινην λαλιά/, ανακράζει το πικροποτισμένο/ τζιαί αναπέμπει ικεσία έσχατη,/ που σαν ιερή ψαλμουδκιά απόκοσμη,/ απαντοχή στα πέρατα ακούστην,/ « Την Κύπρο σώστε, Ω! Θεέ, Χριστέ μας,/ τζιαί συ Τζιυκκώτισσα Παναγιά μας»
Σ.Μ.
ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΖΕΙ. Η ΚΥΠΡΟΣ ΠΡΟΔΟΜΕΝΗ ΑΠΕΘΑΝΕ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜίνως.