Σελίδες

28 Οκτωβρίου 2022

Ο πρώτος εορτασμός της επετείου του ΟΧΙ στην κατοχή

27 Όχτώβρη 1941 
 
Μεγάλη μέρα σήμερα. Σά ν’ ανοίξαμε τά πα­ράθυρα καί νά πλημμύρισε ήλιος τό σπίτι. Ό Κωστάκης (σημ. Κων/νος Τσάτσος) είχε μάθημα στο Πανεπιστήμιο αύριο, ε­πέτειο της κήρυξης του έλληνοϊταλικού πολέ­μου. Δήλωσε όμως στους φοιτητάς πώς θά τό κάνη σήμερα, άντίθετα προς την έντολή τής Κυ­βέρνησης (*), γιατί την 28 Όκτωβρίου τή θεω­ρούσε μέρα γιορτής εθνικής.
 
Έτσι κι’ έκανε. Τό βράδυ μετά τό μάθημα όταν γύρισε στο σπίτι πολλά παιδιά τον συνώδευαν. Όλα είχαν μιάν έκφραση θλίψης καί περη­φάνιας μαζί. Κατασυγκινημένοι άπό τά λόγια του ένοιωθαν σάν έλεύθεροι σκλαβωμένοι.
 
Όταν μείναμε μόνοι, γιά νά περάση ή ώρα, άποφασίσαμε νά βάλωμε τάξη στη βιβλιοθήκη. Εκεί­νη τή στιγμή χτυπά τό κουδούνι τής εξώπορτας. Ανοίγω ή ίδια. Κάποιος φίλος άπό τήν Ασφάλεια μάς ειδοποιεί πώς έρχονται νά συλλάβουν τον Κωστάκη. Μιά στιγμή συζητούμε τί πρέπει νά γίνη. Είμαστε άναποφάσιστοι. Μά καλύτερα νά φύγη άπό τό σπίτι, μιά πού πίσω άπ’ αύτή τή δίωξη είναι ό εχθρός. Φεύγει λοιπόν άμέσως καί πάει στού παλιού καλού του φίλου, στού Γιώργου Λάπα.  
 
(*) Καί ή Σύγκλητος τού Πανεπιστημίου είχε τοιχοκολλήσει ανακοίνωση πώς ή 28η Όκτωβρίου δεν είναι εξαιρετέα καί όλα τά μαθήματα θά γίνουν.  
 
Σέ μισή ώρα χτυπά πάλι ή πόρτα. Ανοίγω. Δυο νέοι, ο ένας κάτι μου θυμίζει, ζητούν τον άνδρα μου. Τούς λέω πώς λείπει. Μέ ρωτούν πότε θά γυρίση. Απαντώ στις εννιά τό βράδυ. Φεύγουν.  
 
Πλησιάζει οχτώ. Τά παιδιά πλαγιάζουν νά κοι­μηθούν. Ή Δέσποινα μέ την κούκλα της άγκαλιά, ή Ντόρα μέ τον Τέντυ της, την πελούρια άρκούδα της. Γρήγορα βυθίστηκαν στον ύπνο. Στις έννιά χτυπάει πάλι ή πόρτα. Ήταν οί ίδιοι άνθρωποι.  
– «Ό κ. Τσάτσος;
-« Δέν είναι εδώ».  
 
Δείχνουν τις ταυτότητές των καί λένε: «Α­σφάλεια. Θά κάνωμε έρευνα στο σπίτι». Καί αρχίζουν νά ψάχνουν μέ τούς δυνατούς φακούς των παντού. Ψάχνουν στά δωμάτια, στις τουαλέτες, στις αποθήκες. Φωτίζουν επίμονα καί τή Ντόρα μέ τον Τέντυ της. Δέν καταλαβαίνουν ποιά είναι αύτή ή σκιά κοντά στο παιδί. Εύτυχώς πού ή Ντό­ρα κοιμάται βαθιά.  
Μετά την έρευνα μου δηλώνουν πώς έχουν έντολή ό ένας νά έγκατασταθή στο σπίτι, καί οί δυο άλλοι νά φυλάνε την έξώπορτα.  
 
Πραγματικά οί δυο φεύγουν καί ό άλλος ξα­πλώνει σέ μιά βαθειά πολυθρόνα. Ή ώρα περνά* έντεκα., μεσάνυχτα.. ’Έχω μιά νύστα άβάσταχτη.
Ό άνθρωπος πού εχει μείνει στο σπίτι μου λέει:
- «Τον γνωρίζω τον κ. Τσάτσο, εγώ τον συ­νέλαβα καί επί Μεταξά»!
Τον κοιτάζω μέ οίκτο.
- «Μά δέν είσαι πολύ νέος νά κάνης συνέχεια αύτή τή δουλειά;» τον ρωτώ.
Δέν μου άπαντα* μά σά νά ντράπηκε, γιατί σέ λίγο ξεκάρφωτα ψιθυρίζει:
-«Πρέπει νά κατέβω νά ίδώ τί κάνουν οί άλ­λοι» καί εξαφανίζεται.
Κλείνω μέ άνακούφιση τήν πόρτα μου καί πάω έπιτέλους στο κρεββάτι μου.
 
28 ‘Οχτώβρη 1941  
 
Τέτοιο θρίαμβο εθνικής γιορτής δέν τον έχω ξαναζήσει.  
Άπό τις εφτά μέ ξύπνησαν τά τηλέφωνα πού άπό κείνη τή στιγμή κουδουνίζουν άκατάπαυστα. Οί σημερινές έφημερίδες γράφουν: «Ό Κων­σταντίνος Τσάτσος άπολύεται καί στερείται τής συντάξεώς του ». Τό σπίτι γεμίζει άπο γνωστούς καί άγνωστους. Τήν έξώπορτα τήν έχω άφήσει άνοιχτή. Πολιτικοί, άξιωματικοί καί άξιωματούχοι, κοινοί θνητοί, ολοι είναι εδώ.
Ένας άγνωστος λοχαγός ζητάει νά μου μιλήση χωριστά.
- «Μετά τό άλβανικό μέτωπο, πρώτη μέρα σήμερα νοιώθω ελεύθερος» μου λέει σιγά. Τά μά­τια του είναι θολά άπό δάκρυα. « Θέλω νά σάς προσφέρω ο,τι διαθέτω » καί βγάζει δειλά άπό τή τσέπη του μιά χρυσή λίρα.  
Μιά στιγμή χάνω τά λόγια μου, συγκινημένη άπό τό αίσθημα αυτού τού άνθρώπου.
– «Τώρα δέν χρειάζομαι τίποτα, αν χρειαστώ… » ψιθυρίζω μέ φόβο μή τον προσβάλω, «Σας ευχαριστώ, σάς εύχαριστώ άληθινά ».  
 
Φωνές άκούγονταί στήν οδό Κυδαθηναίων. Τρέχω στο μπαλκόνι. Ο δρόμος έχει μαυρίσει άπό φοιτητές. Τά παιδιά, άφού καταθέσανε λουλούδια στον ’Άγνωστο Στρατιώτη, έρχονται κατ’ ευθείαν στην οδό Κυδαθηναίων, κάτω άπο τό σπίτι μας.  
- «Θέλομε τον Τσάτσο, θέλομε τον Τσάτσο » φωνάζουν μέ ρυθμό. “Άλλο θύμα τού Άξονα, ό Τσάτσος ».
Τό τηλέφωνο χτυπά επίμονα. Παίρνω τό άκουστικό. Είναι άξιωματικός της Αστυνομίας.
- «Προσπαθήστε νά διαλύσετε τούς φοιτητάς » μου λέει, “έρχονται οί ίταλοί».
 
Κατεβαίνω τρέχοντας τή σκάλα, βγαίνω στο δρόμο καί λέω στους νέους: «Τό μεγαλύτερο κα­κό πού μπορεί νά συμβή στο δάσκαλό σας, είναι νά χτυπηθή ένας άπό σάς. Σάς παρακαλώ νά διαλυθήτε, νά πάτε ήσυχα στά σπίτια σας. Πολύ σύν­τομα θά είμαστε πάλι όλοι μαζί ».
Καταλαβαίνουν, καί μέ δυσκολία αρχίζουν νά διαλύωνται(**).
 
Ώς άργά τή νύχτα τό σπίτι είναι ένα προσκύνημα. Οί άνθρωποι τής άσφάλειας. φυλάνε πάντα στήν οδό Κυδαθηναίων.
 
(**)Από τά παιδιά αυτά οί ίταλοί πιάσανε εφτά, τούς πιό ζωηρούς, πού, άφού τούς δείρανε για νά τούς αποσπάσουν ομολογίες εις βάρος του Κ. Τσάτσου, τους άφησαν μετά τρεις ήμέρες ελεύθερους.
 
από το βιβλίο: Φύλλα Κατοχής, της Ιωάννας Τσάτσου,εκδόσεις Εστίας,σ. 20-21
φωτο από Σαν Σήμερα: Αιματηρή διαδήλωση στην κατεχόμενη Αθήνα
για την αντιγραφή: ιστολόγιο “Αντέχουμε…”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.