μὲ λαχτάρα σταματῶ,
ὑπερήφανα δακρύζω,
ταπεινὰ σὲ χαιρετῶ.
κάθε θεία σου πτυχὴ
καὶ μαζί σου φτερουγίζει
τῆς πατρίδος ἡ ψυχῆ.
τ᾿ ἀγεράκι τ᾿ ἀλαφρό,
μοιάζεις κύμα, ποὺ σαλεύει
μὲ χιονόλευκον ἀφρό.
στὴν ψηλή σου κορυφή,
εἶν᾿ ὁ φάρος ποὺ φωτίζει
μίαν ἐλπίδα μας κρυφή.
καὶ τὰ χέρια μου χτυπῶ,
σὰν ἁγία σὲ λατρεύω,
σὰ μητέρα σ᾿ ἀγαπῶ.
μία χαρούμενη φωνή:
«Νἆσαι πάντα δοξασμένη,
ὦ Σημαία γαλανή!»
Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;
Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;
Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;
Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι
καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;
κάθε νησάκι της ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,
κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;
ἀρχαία μνημεῖα της χρυσὴ στολή,
ποὺ ἡ τέχνη ἐφόρεσε καὶ τὸ καθένα
μία δόξα ἀθάνατη ἀντιλαλεῖ;
καὶ κάτι πού ῾χουμε μὲς τὴν καρδιὰ
καὶ λάμπει ἀθώρητο σὰν ἥλιου ἀχτίνα
καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρὸς παιδιά!
πικρῆς σκλαβιᾶς χειροπιαστὸ σκοτάδι,
καὶ μέσα στὴ θολόκτιστη ἐκκλησιά,
στὴν ἐκκλησιά, ποὺ παίρνει κάθε βράδυ
τὸ φοβισμένο φῶς τοῦ καντηλιοῦ
τρεμάμενο τὰ ὀνείρατα ἀναδεύει,
καὶ γύρω τὰ σκλαβόπουλα μαζεύει.
τοῦ σκλάβου ἡ ἁλυσόδετη πατρίδα,
βραχνὰ ὁ παπάς, ὁ δάσκαλος ἐκεῖ
θεριεύει τὴν ἀποσταμένη ἐλπίδα
ἐκεῖ ἡ ψυχὴ πικρότερο ἀγροικὰ
τὸν πόνο τῆς σκλαβιᾶς της, ἐκεῖ βλέπει
τί ἔχασε, τί ἔχει, τί τῆς πρέπει.
ποῦ ἐβούβανε τὰ στόματα τῶν πλάνων,
καὶ ρίχνει καὶ συντρίβει καὶ κυλᾶ
στὴν ἄβυσσο τοὺς θρόνους τῶν τυράννων,
κι ἀπ᾿ τῶν προγόνων τ᾿ ἄφθαρτα βιβλία,
ποῦ δείχνουν τὰ πανάρχαια μεγαλεῖα,
σὰ μελῳδίες ἑνὸς κόσμου ἄλλου,
κι ἀνατριχιάζει ἀκούοντας καθεὶς
προφητικὰ τὰ λόγια του δασκάλου
«Μὴ σκιάζεστε στὰ σκότη! Ἡ λευτεριὰ
σὰν τῆς αὐγῆς τὸ φεγγοβόλο ἀστέρι
τῆς νύχτας τὸ ξημέρωμα θὰ φέρει».
Του Οκτώβρη αυτή η μέρα,
Που διώξανε τους Ιταλούς
Απ’ την Ελλάδα πέρα.
Ευλογημένος ο λαός
που απάντησε το όχι
ευλογημένος ο στρατός
που με τη ξιφολόγχη,
πάνω στην Πίνδο έγραψε
«Ζήτω η ελευθερία»
Και μια σελίδα έγραψε
Χρυσή στην ιστορία.
Έχει γιορτή και πάλι
Γιορτάζει υπερήφανη
Μια νίκη της μεγάλη.
απάντησαν το Όχι
και νίκησαν τους Ιταλούς
με το όπλο και τη λόγχη.
τους Ιταλούς νικήσαν
και την ελευθερία τους
με αίμα εκερδίσαν.
Κρύα χωρίς λιακάδα
Οι Ιταλοί θελήσανε
Να πάρουν την Ελλάδα.
ΟΧΙ με ένα στόμα
Εχθρού ποδάρι δεν πατά
Στο Ελληνικό το χώμα.
Με αίμα ποτισμένο
Κι από τα χρόνια τα παλιά
Δάφνες μυρτιές, σπαρμένο.
Βροντόλαλο αντιλάλησε το ΌΧΙ.
Κι όλοι το ξέρουν από τότε και για πάντα,
Αθάνατο πως είναι το Σαράντα!
με της δάφνης τα κλωνάρια
να γιορτάσουμε και φέτος
τα γενναία παλικάρια.
Με ωραία σημαιάκια
Και γιορτάζουμε το ΌΧΙ
Του σχολείου μας τα παιδάκια.
Της Ελλάδας τα παιδιά
Πολεμούνε τον εχθρό μας
Όλα τους με μια καρδιά
Μπρος στην πρώτη τη γραμμή
Απ’ το χώμα μας μην πάρει
Ο εχθρός μια σπιθαμή.
Μην περάσει η σκλαβιά
Και προσφέρουν τη ζωή τους
Για τιμή και λευτεριά.
Ούτε χιόνι και βοριά
Και την πείνα τους ξεχνούνε
Πάντα για τη λευτεριά.
Τραγούδια για τη λευτεριά
Και ας υμνήσουμε και πάλι
τη δόξα την παλικαριά.
Που βροντοφώναξε το ΌΧΙ
Τιμή και δόξα στους φαντάρους
Που με το όπλο και τη λόγχη
Με μια ψυχή με μια καρδιά
Κι έδειξαν ότι δε νικάνε
Τα όπλα αλλά η καρδιά.
Η γενιά η τιμημένη,
Που στη μνήμη της πατρίδας
Αλησμόνητη θα μένει.
Στον τσολιά και στον φαντάρο
Η εικοστή ογδόη ανήκει
Γιατί αυτοί μας εχαρίσαν
Με το αίμα τους τη νίκη.
Στου Χριστού το φως λουσμένη
Μιαν Ελλάδα ευτυχισμένη
Μιαν Ελλάδα δοξασμένη.
κομμάτι απ’ ανοιξιάτικο και ξάστερο ουρανό
που’ ναι λευκό σαν τον αφρό, του κύματος που ανθίζει
σε περιγιάλι ολόμορφο, σε πέλαο μακρινό.
υγραίνονται τα βλέφαρα και σπαρταράει η καρδιά.
Έκλαψαν μάτια και καρδιές, επάνω της κι οι κόρες
τις νύχτες την υφαίνανε κρυφά στον αργαλειό.
μες στης σκλαβιάς το τρίσβαθο κι απόκρυφο σχολειό
είναι μια αθάνατη πνοή, που ορμάει να ζωντανέψει
με ανατριχίλα ανέκφραστη το δίχρωμο πανί.
κι αντιλαλούν τα καταράχια,
πλαγιές βροντούν, σπηλιές και βράχια
κι ως τ’ άστρα φτάνουν οι φωτιές
σαν αετοί ορμούν στη μάχη,
κάθε κορφή κι αετοράχη
φωτίζει τώρα η Λευτεριά.
μια τρομερή ιαχή “αέρα”
σαν τούτη τη μεγάλη μέρα
άλλη δε γνώρισε η ψυχή.
είπανε το “ΟΧΙ” κάποια μέρα!
Τιμή σε εκείνους που “αέρα”
με στήθη φώναζαν γερά.
Τα βόλια που σφυρίζουνε, δε σκιάζουν το λεβέντη.
Κι είναι χαρά, Πατρίδα μου, για σε να πολεμήσω
και τη ζωή που μού ‘δωσες, να σου τη δώσω πίσω.
γέροι, γυναίκες και παιδιά, θε να γενούμε ταίρι.
Ένας στρατός, με μια καρδιά, σε μια φωνή θ’ ακούμε!
“Ελεύθερα πεθαίνουμε και δούλοι εμείς δε ζούμε”!
και τό ‘δαν και θαμπώθηκαν χώρες, λαοί και αιώνες.
Μες στην καρδιά με γράμματα, γραμμένο μια για πάντα
πάντ’ άσβηστο, πάντ’ άγρυπνο, θα ζει και το Σαράντα.
σου περσεύει η πίστη κι η καρδιά.
Τρεις χιλιάδες ένδοξα όλα χρόνια
τη χρυσή σου αγιάζουν λευτεριά.
ένα στέφος άυλο, ένας στρατός.
Άνισος στα σίδερα ο αγώνας
άνισος και στα όπλα του φωτός.
Κάλλιο να’ χεις θάνατο αντρίκειο,
παρά να ζεις δίχως αρετή.
όπως δεν επέθανες ποτέ.
Ζεις αιώνια κι όλους ανασταίνεις,
όταν ξαναλές “Μολών λαβέ”.
σύμβολο θα’ ναι πάντα
οι Έλληνες, το ΟΧΙ τους
κι ο Οκτώβρης του Σαράντα!
και τα πουλιά απ’ τη Δύση,
σ’ όλο τον κόσμο τραγουδούν
κι οι ουρανοί αντιλαλούν.
το δρόμο για τη Λευτεριά,
το δρόμο για τη Λευτεριά
στον άνθρωπο θα δείξει!
κι απάνω στ’ άσπρο χιόνι,
της νιότης και της λεβεντιάς
ο ανθός με το αίμα της καρδιάς.
του Λεωνίδα η ψυχή
του Λεωνίδα η ψυχή
και του Κολοκοτρώνη.
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ, ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ ΜΕ ΒΑΘΥ ΝΟΗΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣΥΓΚΙΝΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΕΜΨΥΧΩΝΑΝ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ.
ΤΑ ΑΦΑΙΡΕΣΑΝ ΟΛΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΟΙ ΔΟΛΙΟΙ. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ. ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΥΠΟΤΕΛΕΙΣ ΚΑΙ ΡΟΜΠΟΤΑΚΙΑ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ, ΤΗΝ ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΗ.
ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΟΝΕΙΣ ΑΝΕΧΘΗΚΑΜΕ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΚΕΥ ... ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΟΜΟΦΟΒΙΑΣ ...
Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΑΣ ΜΙΛΟΥΝ ΤΩΡΑ ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΑΛΑΖΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΡΙΔΑ ...
ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΝΑ ΣΩΠΑΙΝΟΥΜΕ.... Ο ΣΙΩΠΩΝ ΔΟΚΕΙ ΣΥΝΑΙΝΕΙΝ..
Α.Α.
Οδυσσέας Ελύτης: Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
ΑπάντησηΔιαγραφήΑρχή ....
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού
Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
B´
Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·
O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!