Σελίδες

11 Μαΐου 2022

Η διεθνής θέση της Ελλάδος κατά την περίοδο 1920 - 1922 σύμφωνα με τον Πρωτοπαπαδάκη.

Γράφει ο Γιώργος Αθ. Τσούτσος
Πολιτικός Επιστήμων (e-mail: goertsou1@gmail.com)
 
Πολιτικός με διεθνή εμπειρία και παιδεία, αφού σπούδασε στο Παρίσι μαθηματικά, μηχανική και μεταλλειολογία (1879- 87), ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (1860- 1922), διετέλεσε καθηγητής πανεπιστημίου, βουλευτής, υπουργός Οικονομικών, και εν τέλει πρωθυπουργός ενώ υπήρξε ένας από τους εκτελεσθέντες στη δίκη των Εξ.1 Στη σχετική βιβλιογραφία ευλόγως τονίζεται η δήλωση του Ελευθερίου Βενιζέλου, το 1932, από το κοινοβουλευτικό βήμα ότι ο Πρωτοπαπαδάκης υπήρξε ο «αδικώτερον τυφεκισθείς» και πως η καταδίκη του σε θάνατο οφειλόταν «εις μίαν ανδρικήν πράξιν την οποίαν έκαμε εις το να προτιμήση να κόψη το χαρτονόμισμα εις δύο παρά να αρχίση να εκτυπώνη χαρτονομίσματα και να καταντήση την δραχμήν εις την τύχην του μάρκου». Μάλιστα ο Βενιζέλος στον ίδιο λόγο εκτιμά ότι «...σπανίως προσεφέρθη τόση μεγάλη υπηρεσία εις μίαν χώραν από εκείνην την οποίαν προσέφερεν τότε ο Πρωτοπαπαδάκης». Την απόφαση να κόψει στα δύο το χαρτονόμισμα έλαβε ο Πρωτοπαπαδάκης ως υπουργός Οικονομικών προκειμένου να αντιμετωπίσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού χρήσεως 1921- 1922. Το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει έγκειτο στο ύψος του τακτικού ελλείμματος το οποίο ανερχόταν στο ποσόν των 685 εκατομ. δρχ. ενώ το έλλειμμα που αντιστοιχούσε σε πολεμικές δαπάνες στο ποσόν των 993 εκατομ. δρχ. Κόβοντας το χαρτονόμισμα σε δύο μέρη εκ των οποίων το ένα διετίθετο στους πολίτες για τις συναλλαγές τους και το άλλο ανταλλασσόταν από την τράπεζα ως ομόλογο, προέβη σε εσωτερικό δανεισμό 1.500 εκ. δρχ. με εικοσαετή διάρκεια και τόκο 6, 5 %2. 
 
Οι απόψεις του Πρωτοπαπαδάκη για τη διεθνή θέση της Ελλάδος, όπως αναπτύσσονται στην απολογία του, εστιάζονται στο οικονομικό πεδίο λόγω της σχετικής αρμοδιότητάς του στην κυβέρνηση Γούναρη. Γι’ αυτό και οι χειρισμοί του στα οικονομικά αποτέλεσαν μέρος του κατηγορητηρίου της δίκης των Εξ. Oι απαντήσεις που δίδει είναι λίαν διαφωτιστικές για τα οικονομικά προβλήματα των κυβερνήσεων που προέκυψαν ύστερα από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 στις οποίες έχασε το Κόμμα των Φιλελευθέρων και επανήλθε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Eπί τη βάσει των διπλωματικών αρχείων και των πρακτικών των συνδιασκέψεων, ως επί το πλείστον του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών, προήλθαν νεότερα στοιχεία τα οποία διασταυρώθηκαν με τα όσα περιέχονται στην απολογία του Πρωτοπαπαδάκη και επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του. Τοιουτοτρόπως, ο Βρετανός διπλωμάτης Michael Llewellyn Smith στο έργο του «Το Οραμα της Ιωνίας», στο οποίο αξιοποιεί το υπάρχον αρχειακό υλικό, μεταξύ των βιογραφικών σημειωμάτων που παραθέτει χαρακτηρίζει τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη «υπουργό με ικανότητες». 
 
Μετά από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, οι Σύμμαχοι επέβαλαν στην Ελλάδα ένα περιορισμένο «οικονομικό αποκλεισμό», παγώνοντας τις πιστώσεις που είχαν ανοίξει την περίοδο 1918- 1919. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Αγγλία και η Γαλλία στερούσαν από την Ελλάδα περίπου 600 εκατομ. δρχ. μετατρέποντάς τα σε χαρτονομίσματα αναγκαστικής κυκλοφορίας. Τούτο είχε ως συνέπεια την απώλεια της εμπιστοσύνης στη δραχμή και την επιτάχυνση της πτώσης του συναλλάγματος. Επιπρσθέτως η χώρα εστερείτο περαιτέρω στρατιωτικής βοήθειας με πίστωση. Βάσει της μελέτης του αρχειακού υλικού ο Smith προχώρησε ασφαλώς στην εξαγωγή ενός γενικότερου συμπεράσματος. Γράφει: «Είναι ορισμένως αλήθεια ότι η πτώση του Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920 και η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου και της φιλοβασιλικής κυβέρνησης είχαν βλαβερές συνέπειες. Επέφεραν πλήγμα στην πολεμική οικονομία της Ελλάδας, γιατί οι Σύμμαχοι μπλόκαραν τις πιστώσεις τους στη νέα κυβέρνηση. Επέτρεψαν στη Γαλλία και την Ιταλία να κάνουν πιο εύκολα αυτό που οπωσδήποτε ήθελαν και να έρθουν σε συνεννόηση με τον Κεμάλ. Αλλά η Ελλάδα δεν είχε ποτέ την υποστηριξή τους και πιστεύω ότι θα είχαν εγκαταλείψει τον Βενιζέλο, ακριβώς όπως με πιο ήσυχη συνείδηση, εγκατέλειψαν τον Κωνσταντίνο»3. Ο Πρωτοπαπαδάκης στην απολογία του υπολογίζει σε 850 εκατομ. δρχ. το υπόλοιπο των πιστώσεων που οι Σύμμαχοι αρνήθηκαν να δώσουν στην ελληνική κυβέρνηση και τοποθετείται επ’ αυτών ως εξής: 
 
«...Ηρωτήθην όταν απελογούμην ενώπιον του ανακριτού, εάν δεν είχον την πεποίθησιν ότι πραγματικώς αι Δυνάμεις, λόγω της ελεύσεως του βασιλέως Κωνσταντίνου, ηρνήθησαν να μας δώσουν τα οφειλόμενα υπόλοιπα εκ των δανείων τούτων απήντησα τότε ότι δεν το νομίζω και το επαναλαμβάνω και ενταύθα ότι δεν το νομίζω, βεβαίως η αφορμή ήτο η έλευσις του βασιλέως Κωνσταντίνου. Αν ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος δεν ήρχετο εις την Ελλάδα, δεν θα είχον αι Δυνάμεις ουδεμίαν αφορμήν, δια να αιτιολογήσουν την άρνησίν των να μας δώσουν τα υπόλοιπα εκείνα. Είπον τότε ότι η οικονομική στενοχωρία και αυτών των κρατών τα ηνάγκασε να εύρουν την αφορμήν και να μη μας δώσουν τα υπόλοιπα ποσά». 
 
Παρακάτω ο Πρωτοπαπαδάκης αναφέρεται με στοιχεία στον πραγματικό αγώνα τον οποίο διεξήγαγε ο προκάτοχός του στο υπουργείο Οικονομικών και ο Ελευθέριος Βενιζέλος για να λάβουν μέρος αυτών των πιστώσεων. Εξαιτίας αυτών των δυσχερειών,, η κυβέρνηση Βενιζέλου συνήψε εσωτερικά δάνεια συνολικού ύψους 1 δις. δρχ. από τους Συμμάχους στο διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου 1919 έως τον Σεπτέμβριο 1920. Αναφέρεται επίσης και σε άλλες περιπτώσεις συνάψεως εσωτερικών δανείων διότι οι Σύμμαχοι δεν έδιναν «...ποσόν τι απέναντι του δανείου τού συνομολογηθέντος με τας Δυνάμεις...» αντιπροτείνοντας κάθε φορά προς την ελληνική κυβέρνηση να καταβάλλει και αυτή «εσωτερικές προσπάθειες». Πάντως ο Πρωτοπαπαδάκης εκτιμά ότι ακόμη και εάν οι Σύμμαχοι έδιναν στην Ελλάδα μέρος των πιστώσεων θα έφθαναν και οι ίδιοι εν τέλει σε κατάσταση οικονομικής αδυναμίας καταβολής επιπλέον ποσών. 
 
Στις 22 Δεκεμβρίου 1921 η βρετανική κυβέρνηση παρείχε εγγύηση προς την Ελλάδα να συνάψει νέο δάνειο αξίας 15 εκατ. λιρών παρά το γεγονός ότι «... αι δυνάμει τής από 10 Φεβρουαρίου 1918 χορηγηθείσαι προς την Ελλάδα προκαταβολαί δεν εξωφλήθησαν...». Οι άλλες δυνάμεις δεν ήραν τον αποκλεισμό. Οπως παρατηρεί ο Πρωτοπαπαδάκης, η Γαλλία ήταν εύκολο να άρει τον αποκλεισμό αφού δεν είχε δώσει κανένα ποσόν εκ του δανείου. Η Αμερική όμως, η οποία είχε δώσει 15 εκατομ. δολλάρια δεν ήρε τον αποκλεισμό. Σημειωτέον ότι και η Αγγλία από τα 12 εκατομ. λίρες που έπρεπε να δώσει, έδωσε περίπου το ήμισυ4.
 
Αναμφίβολα οι όροι του δανείου που συνήψε η κυβέρνηση Βενιζέλου με τις συμβάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 1918 και 19ης Μαϊου 1919 ήταν ευνοϊκοί αφού το δάνειο ήταν άτοκο για απροσδιόριστο χρόνο, ο τόκος προς 5% «...θα ήρχιζε τρέχων μόνον υπέρ του εκάστοτε πραγματοποιουμένου ποσού. Ητο δάνειον άνευ προμηθείας ή άλλου τινός εξόδου. Το ονομαστικόν δάνειον και το πραγματικόν κεφάλαιον ήσαν απολύτως ίσα»5. Στην πράξη όμως ένα μεγάλο μέρος του ποσού ουδέποτε δόθηκε στην Ελλάδα, όπως εξήγησε στην απολογία του ο Πρωτοπαπαδάκης. Το κύριο προβλημα της ελληνικής οικονομίας ήταν ο πληθωρισμός ο οποίος εμφανίστηκε ήδη από το 1916 εξαιτίας της υπερβολικής έκδοσης χαρτονομίσματος από την πλευρά της τότε Εκδοτικής Τράπεζας. Η έκδοση χαρτονομίσματος από τις ελληνικές αρχές βασιζόταν -όπως αναφέρθηκε προηγουμένως –σε πιστώσεις των Συμμάχων οι οποίες όμως ήταν απλές εγγραφές σε βιβλία χωρίς ουδεμία εγγύηση ως προς την έκδοση χαρτονομίσματος. Ο καλπάζων πληθωρισμός οφειλόταν στην αδυναμία εισπράξεως φόρων, στην αύξηση των δημοσίων δαπανών, στην αύξηση των δανειοδοτήσεων και των απαιτήσεων τρίτων έναντι του ελληνικού κράτους και στην αύξηση των εμμέσων φόρων. Η μέθοδος καταπολέμησης του πληθωρισμού που εφάρμοσε ο Πρωτοπαπαδάκης, πρωτοφανής στην οικονομική ιστορία, υπήρξε μεγαλοφυής κατά τον Χουμανίδη ο οποίος επικαλείται και την ευνοϊκή προς τον Πρωτοπαπαδάκη γνώμη που είχε και «...ο μέγιστος των ιστορικών της Οικονομίας εν Ελλάδι Ανδρέας Ανδρεάδης...».
 
Ο Bierstadt αμφιβάλλει εάν οι Σύμμαχοι είχαν «...ηθικό ή νομικό δικαίωμα να λάβουν ένα τέτοιο μέτρο εξαναγκασμού, γιατί το δάνειο είχε γίνει προς τον ελληνικό λαό και όχι προς μια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη». Εξαίρεση αποτέλεσε η αγόρευση του Λόυδ Τζωρτζ στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 23-7-1922 ή 5-8 στην οποία μεταξύ άλλων είπε ότι το εάν η Ελλάδα παραμένει πιστή στον Βασιλέα της είναι δική της υπόθεση. Εχουν δίκιο οι Ελληνες να διαμαρτύρονται για τον εξ Ευρώπης εφοδιασμό του Κεμάλ και την απαγόρευση σε αυτούς να πραγματοποιούν νηοψίες. Δεν πρέπει να εξαντληθεί αυτή η χώρα της οποίας οι άνδρες παραμένουν υπό τα όπλα δέκα ή δώδεκα έτη. Χαρακτήρισε μάλιστα απίστευτη την οικονομική θυσία του Ελληνικού λαού ο οποίος δέχθηκε χωρίς μεμψιμοιρία να διχοτομηθεί το νόμισμά του και να δοθεί το ήμισυ στην κυβέρνησή του6. 
 
Από την άλλη πλευρά, δώδεκα ημέρες προ των ελληνικών εκλογών είχαν πραγματοποιηθεί εκλογές στις ΗΠΑ στις οποίες αποδοκιμάστηκε ευρέως το Δημοκρατικό Κόμμα του Προέδρου Wilson και ανήλθε στην εξουσία το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του οποίου η εξωτερική πολιτική ήταν φαινομενικά ουδέτερη στα ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Η Μεγάλη Βρετανία εξακολουθούσε να τάσσεται υπέρ της Ελλάδος τουλάχιστον στο διπλωματικό πεδίο αλλά το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών είχε δυσμενή αντίκτυπο στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Κατά τον συγγραφέα, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ αρχίζει κατ’ ουσίαν να γίνεται πιο ευνοϊκή προς τον τουρκικό παράγοντα όπως προηγουμένως έπραττε η Γαλλία, η Ιταλία και η Σοβιετική Ενωση προσδοκώντας οικονομικά οφέλη τα οποία, τουλάχιστον για τις ΗΠΑ, εντοπίζονται στον χώρο της ενέργειας7. Οι Βρετανοί αρχικώς επιδίωκαν τη δημιουργία ενός ή περισσότερων κρατών στη Μεσόγειο προκειμένου να εξασφαλίσουν την οδό των Ινδιών και των πετρελαίων του Ιρακ. Ο Λόυδ Τζωρτζ είχε δηλώσει ότι αν η Βρετανία προσφέρει τη φιλία της στην Ελλάδα κατά την περίοδο της εθνικής της εξάπλωσης στο άμεσο μέλλον θα είναι από τους πιο πρόθυμους υπερασπιστές της μεγάλης οδού που εξασφαλίζει την ενότητα της βρετανικης αυτοκρατορίας. Τούτο προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Ιταλίας και τη δυσανασχέτηση της Γαλλίας8. 
 
Η άρση του οικονομικού αποκλεισμού στην πράξη σήμαινε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πλήρωνε στην Εθνική Τράπεζα 1371,5 εκατομ. δρχ. τα οποία ήταν εγγυημένα με το ποσόν των 51,5 εκατομ. λιρών. Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση κατά τις συμφωνίες του 1918, θα πλήρωνε το αντίτιμο των πολεμοφοδίων που της παραχώρησε η Αγγλία εν όλω ή έν μέρει «... αναλόγως της αποφάσεως την οποία θα αναλάβουν από κοινού η Αγγλία και η Γαλλία εξεταζομένης της οικονομικής καταστάσεως εις την οποίαν θα ευρίσκεται η Ελλάς κατά την στιγμήν της πληρωμής»9. Mε τη συμφωνία Γούναρη- Χορν της 22- 12- 1920 η ελληνική πλευρά παραιτήθηκε από τη χρήση του ποσού των 6,5 εκατομ. λιρών το οποίο δεν είχε χρησιμοποιήσει προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να προσπαθήσει να λάβει δάνειο από τη βρετανική χρηματαγορά. Μάλιστα ένα μέλος της βρετανικής κυβέρνησης, ο Λόρδος Curzon διευκρίνισε πως η συμφωνία δεν αποτελεί «άρση του οικονομικού αποκλεισμού» ούτε υπονοεί πως η βρετανική κυβέρνηση προτίθεται να ενισχύσει οικονομικώς την Ελλάδα. Τον Απρίλιο του 1921 η Βρετανία δήλωσε επισήμως ότι πρόκειται να τηρήσει ουδέτερη στάση στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Εντούτοις η Βρετανία μολονότι δεν πρόσφερε ηθική συμπαράσταση στην ηττηθείσα Οθωμανική αυτοκρατορία, ούτε την εξόπλισε δεν πρόσφερε καμμία ουσιαστική βοήθεια στην Ελλάδα. Η στάση της ελέγχεται διότι με βρετανική πρωτοβουλία έγινε η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη. Ο φιλελληνισμός του Λόυδ Τζωρτζ προκάλεσε τον φιλοτουρκισμό των αντιπολιτευόμενων βρετανών πολιτικών10. Ο Γούναρης επιχείρησε χωρίς επιτυχία να λάβει δάνειο από την Armstrong Bank11. 
 
Οι απόψεις Πρωτοπαπαδάκη για την οικονομική δυσχέρεια των Συμμάχων και την απροθυμία τους να ενισχύσουν τις ελληνικές κυβερνήσεις κατά τη διεξαγωγή της Μικρασιατικής Εκστρατείας και η εκτίμησή του ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του 1920 υπήρξε απλώς πρόσχημα για τη στάση τους, εκτιμούμε ότι επαληθεύεται από τη σύγχρονη έρευνα. Πράγματι, πέραν των αντιτιθέμενων συμφερόντωνΑγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας και την ουδέτερη εν τέλει στάση των ΗΠΑ, για να κατανοήσει κανείς την πολιτική τους στη Μικρά Ασία, πρέπει να συνεκτιμήσει και την οικονομική εξάντληση των ευρωπαϊκών λαών και την εν γένει εξουθένωσή τους από τον προηγηθέντα Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι λαοί αυτοί «... δεν ήθελαν να ακούσουν λέξιν περί πολέμου εις την Ανατολήν, πράγμα όπερ κατ’ ανάγκην, είχεν αποφασιστικόν αντίκτυπον επί της εν προκειμένω πολιτικής των Κυβερνήσεών των. Ούτως, εμείωσαν ούτοι τας εις την Ανατολήν στρατιωτικάς των δυνάμεις εις το ελάχιστον, εις τρόπον ώστε η εις την Τουρκίαν παρουσία των Συμμάχων να αποβή σκιώδης»12. 
 
Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1920 είχε δυσμενή απήχηση στη διεθνή κοινή γνώμη και στις συμμαχικές κυβερνήσεις. Σε αυτό συνετέλεσε και η εσωτερική κομματική διαμάχη που από την αρχή του Εθνικού Διχασμού μεταφερόταν στις ξένες πρωτεύουσες. Καταλυτικός παράγων όμως για τις εξελίξεις που ακολούθησαν την υπογραφείσα- αλλά ουδέποτε επικυρωθείσα από κανένα κράτος- Συνθήκη των Σεβρών υπήρξε αφενός τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των Συμμάχων και αφετέρου η ενδυνάμωση και τελικά επικράτηση του κεμαλικού κινήματος. 13 Ο Βερέμης αναφέρει επιγραμματικά ότι η επάνοδος του Κωνσταντίνου συνδυάστηκε με «...την ανασύνταξη των Τούρκων, την εχθρότητα των Ιταλών, την καιροσκοπική διάθεση των Γάλλων, την αναποφασιστικότητα των Αγγλων και ...τη σοβιετική βοήθεια προς τον Κεμάλ»14. 
 
Μία άλλη πλευρά των απόψεων Πρωτοπαπαδάκη σχετικά με τη διεθνή θέση της Ελλάδος διαρκούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, παρουσιάζεται από το Ημερολόγιο του Ιωάννη Μεταξά. Ο Πρωτοπαπαδάκης ζητάει αρχικώς μαζί με τους Δημ. Γούναρη, Αθαν. Εξαδάκτυλο και Ν. Θεοτόκη από τον Μεταξά να συμμετάσχει στον σχεδιασμό της Μικρασιατικής Εκστρατείας και εν συνεχεία ο Πρωτοπαπαδάκης ζητάει εντονότερα από τoυς άλλους από τον Μεταξά να αναλάβει αρχηγός του Επιτελείου. Στην αρχή ο Πρωτοπαπαδάκης είναι επηρεασμένος από την αισιόδοξη οπτική των πραγμάτων που έχει καλλιεργηθεί από τους στρατιωτικούς προς την κυβέρνηση. Επιθυμεί την παρουσία του Μεταξά σε θέση ευθύνης περισσότερο για να καθησυχάσει το τμήμα εκείνο της κοινής γνώμης που ανησυχεί για την έκβαση του πολέμου. Ομως βαθμιαία δείχνει να συμμερίζεται τις απόψεις Μεταξά περί ανάγκης απεμπλοκής της Ελλάδος από το μικρασιατικό μέτωπο έναντι ανταλλαγμάτων, ίσως πιο τολμηρά από τους υπόλοιπους. Ομως ο Πρωτοπαπαδάκης φοβάται για την εκτός ελέγχου πολιτική κρίση που θα μπορούσε να ξεσπάσει από τη δημοσιοποίηση αυτής της πολιτικής απεμπλοκής της χώρας σε περίπτωση που αυτή θα υιοθετείτο από την κυβέρνησή του. Συμμερίζεται επίσης την άποψη του Γούναρη ότι εάν εγκαταλειφθούν οι ελληνικές αξιώσεις επί της Μικράς Ασίας κινδυνεύει η ελληνική διεκδίκηση της Θράκης. 
 
Ο Πρωτοπαπαδάκης φοβάται ότι τυχόν απόσυρση του ελληνικού στρατού από τη Σμύρνη θα προκαλέσει ακόμη και πτώση του καθεστώτος. Γνωστοποιεί στους συνομιλητές του ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να συντηρήσει την πολεμική αναμέτρηση για τρεις, το πολύ, μήνες. Ως εξάγεται από τη συζήτηση, ο Πρωτοπαπαδάκης είναι μάλλον ο πρώτος που πείθεται από τον Μεταξά για τους κινδύνους που εμπερικλείει μια μόνιμη παρουσία της Ελλάδος στα όρια της Συνθήκης των Σεβρών. Ο Μεταξάς πιστεύει ότι ακόμη και εάν ο Κεμάλ δεχόταν την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία αυτή θα αποτελούσε αντικείμενο συνεχούς και ατέρμονης αμφισβήτησης από την τουρκική πλευρά. Ο Πρωτοπαπαδάκης ελπίζει ότι εάν ο ελληνικός στρατός επιτύγχανε έστω και μία νίκη επί των κεμαλικών δυνάμεων θα μπορούσε να διαπραγματευθεί μία συμβιβαστική λύση με τον Κεμάλ χωρίς σοβαρές αντιδράσεις από την ελληνική κοινή γνώμη. Αντίθετα ο Μεταξάς πιστεύει ότι, ύστερα από νίκη του ελληνικού στρατού, η κοινή γνώμη και η αντιπολίτευση θα αναμένουν θριάμβους. Η συζήτηση διεξάγεται σε υψηλούς τόνους ανάμεσα στον Πρωτοπαπαδάκη και τον Μεταξά ύστερα από την άρνηση του τελευταίου να αναλάβει αρχηγός. Ο πρώτος επιδιώκει μια στρατιωτική διευθέτηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας η οποία ταυτοχρονως θα διαφυλάξει την πολιτική εξουσία της παράταξής του. Αδυνατεί όμως να πείσει τον Μεταξά να συστρατευθεί πολιτικά μαζί του. Ο Πρωτοπαπαδάκης αντιλαμβάνεται ακόμη τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Γούναρη στην προσπάθειά της να διεξαγάγει ουσιαστικές διπλωματικές συνεννοήσεις με τους Συμμάχους ενώ παράλληλα τον απασχολεί και η διασφάλιση του βασιλικού θεσμού στο μέλλον. Στη συζήτηση αυτή δείχνει να τρέφει ιδιαίτερη εκτίμηση στις στρατιωτικές και διπλωματικές ικανότητες του Μεταξά. Ενδεχομένως υποβαθμίζει τις συνέπειες μιας ήττας στο μικρασιατικό μέτωπο ενθυμούμενος την ήττα του 1897 γι’αυτό και ο Μεταξάς αντιδιαστέλλει την ήττα του 1897 και τα προβλήματα των Βαλκανικών Πολέμων από την περίπτωση της Μικρασιατικής Εκστρατείας15. 
 
Πολιτικός με μεγάλες ικανότητες, ο Πρωτοπαπαδάκης υπήρξε και αυτός θύμα της πολιτικής οξύτητας και των παθών αυτής της ταραγμένης περιόδου. Υπό άλλες συνθήκες θα είχε πολλά ακόμη να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο. Ο Γεράσιμος Βασιλάτος, ως βοηθός συνηγόρου δύο εκ των κατηγορουμένων, του πρώην πρωθυπουργού Νικολάου Στράτου και του Αρχηγού της Στρατιάς Γεωργίου Χατζηανέστη, παρακολούθησε τη δίκη και ένιωσε βαθύτατη λύπη και πικρία για την απόφαση του δικαστηρίου. Γράφει χαρακτηριστικά: 
 
«Πως να μη συγκινηθώ ακούγοντας ένα γέροντα με τετράγωνο μυαλό, τον κατηγορούμενο Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, όταν τέλειωνε την απολογία του, ενώ από τα μάτια του κυλούσανε τα δάκρυα σαν χοντρές σταγόνες βροχής, να λέει: « Επιτρέψατέ μου κ. Δικασταί να ευχηθώ όπως ο εξευτελισμός τον οποίον υπέστησαν τα ανώτατα αξιώματα του Κράτους εν τω προσώπω μου και εν τω προσώπω των συναδέλφων μου μη παρεμποδίση όσους ακόμη δύνανται να προσφέρουν εις την Πατρίδα τας υπηρεσίας τους να τας προσφέρουν»16. Η εκ των υστέρων δικαστική αποκατάσταση των Εξ αποτελεί πράξη δικαιοσύνης προς πολιτικούς οι οποίοι επ’ ουδενί ήθελαν να βλάψουν τη χώρα τους. Αλλωστε, όπως επισημαίνει ο Χρήστος Αγγελομάτης «Ο ελληνικός στρατός ενικήθη από την προπαγάνδαν και την ψευδολογίαν των τούρκων, από την απαισίαν προπαγάνδα των συμμάχων, από την φανεράν ενίσχυσιν των τούρκων από μέρους των ρώσσων πρώτον και ακολούθως των συμμάχων της Ελλάδος...και από τον εθνοκτόνον διχασμόν»17. 
 
Παραπομπές  
 
1. Δ. Κούκουνα, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια του Νεωτέρου Ελληνισμού 1830- 2016, Αρχεία Ελληνικής Βιογραφίας, Τόμ. Γ΄, Αθήνα, 2016, σ.636. Ως χρονολογία γέννησης αναγράφεται το έτος 1859 αλλά νεότερες πηγές αναφέρουν τον Ιανουάριο 1860.  
2. Σοφία Βούλτεψη, «Η Διχοτόμηση του Χαρτονομίσματος», Ναξιακά 31, (Δεκ.2008- Ιαν. 2009), σ.35-37. 
3. M.L.Smith, Το όραμα της Ιωνίας, η Ελλάδα στη Μικρά Ασία 1919-1922 Μτφρ. Λίνα Κάσδαγλη, ΜΙΕΤ, σ.σ.593, 306, 27.  
4. Η Δίκη των Εξ. Τα Εστενογραφημένα Πρακτικά 21 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου 1922, Εκδοσις της Πρωϊας, Αθήναι, 1931, σ.σ.497- 500. 
5. Δ. Τσιριγώτης, Η ελληνική στρατηγική στη Μικρά Ασία 1919-1922, Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία και Εξωτερική Πολιτική, Πρόλ. Γιώργος Κοντογιώργης, Ποιότητα, Βάρη Αττικής, 2010, σ.σ.255-256.
6. Λ. Χουμανίδης, «Ο πληθωρισμός εν Ελλάδι κατά την από του Α΄ Παγκ. Πολέμου μέχρι το 1922 περίοδον και η νομισματική πολιτική του Π. Πρωτοπαπαδάκη», ΙΣΤ’ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Θεσαλονίκη, 1996, σ.σ 519-522. E.H.Bierstadt, Η Μεγάλη Προδοσία, Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μικρασιατική Κατστροφή και στη Συνθήκη της Λοζάνης, Πρόλογος Γιάννης Καψής, Νέα Σύνορα- Α.Α.Λιβάνη, Αθήνα, 1997, σ.σ.158-161.
7. Αλ. Οικονόμου, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης 1859 - 1922 Ενας άνθρωπος και μια εποχή, Αθήναι, 1972, σ.σ. 489-490.
8. Faruk Sönmezoğlu “Η διπλωματία της περιόδου 1919- 1922” εις Μύθος και Πραγματικότητα 22 τούρκοι ακαδημαϊκοί αναλύουν την τουρκική εξωτερική πολιτική μτφρ. Χρήστος Τσιβιτζίογλου Αθήνα, 2001, Εκδ. Ινφογνώμων - Πολιτική, σ. 25.
9. Η Δίκη των Εξ., όπ.π.
10. Τζ. Χόρτον, Αναφορικά με την Τουρκία η κατάρα της Ασίας Προξενικά ντοκουμέντα των ΗΠΑ πρόλ. Γιάννη Καψή, Αθήνα, 1992, Εκδ. Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη, σ.σ. 229- 230.
11. Smith, όπ.π., σ. 429. 
12. Α. Ι. Κοραντής, Διπλωματική Ιστορία της Ευρώπης (1919-1945) Η χωλαίνουσα ειρήνη (1919-1930), Τόμ. Α, Ελεύθερη Σκεψις, Αθήνα, 1996, σ. 174.
13. Αρετή Τούντα- Φεργάδη, Πολιτικές και διπλωματικές πτυχές ενός ατελεσφόρητου εγχειρήματος: Η εφαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών, Ανάτυπο από τον 27ο τόμο του Δελτίου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, Αθήνα, 1984, σ. 283.
14. Θ. Βερέμης, Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα- Κομοτηνή, 1986, σ.50. 
15. Ι. Μεταξάς, Το προσωπικό του ημερολόγιο, Τόμ. Τρίτος 1921- 1932, Επιμ. Παν. Σιφναίος Ικαρος, 1964,σ.σ.71- 101
16. Γ. Βασιλάτος, Η δίκη και η εκτέλεση των Εξ, Αποκορύφωμα πολιτικού φανατισμού, Αθήνα, 1980, σ.σ.23-24.
17. Χρ. Αγγελομάτης, Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Αθήναι χ.χ. σ. 402.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).

Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.

Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.