Γράφει ο Κωνσταντίνος Βαθιώτης
Ζούμε σε μια κοινωνία που σιχαίνεται τον κόπο και φοβάται τον πόνο. Τόσο η στιγμή της γέννησης του ανθρώπου όσο και εκείνη του θανάτου του επηρεάζονται πολύ συχνά από το σύνθημα «λιγότερος κόπος – μικρότερος πόνος».
Έτσι, μια εγκυμονούσα μπορεί να πεισθεί από τον γιατρό της ότι είναι προτιμητέα η καισαρική έναντι της φυσιολογικής γέννας, αφού παρέχει το πλεονέκτημα του προγραμματισμού και διαρκεί πολύ λιγότερο.
Αντιστοίχως, ένας καρκινοπαθής που υποφέρει από έντονους πόνους, είναι πιθανό να επιλέξει τον τερματισμό της βασανιστικής ζωής του είτε υπό την μορφή της αυτοκτονίας είτε υπό την μορφή της ευθανασίας.
Στον ενδιάμεσο χρόνο της ζωής του, ο σύγχρονος άνθρωπος διαπαιδαγωγείται από την κοινωνία της ήσσονος προσπάθειας στο να αποφεύγει τον πόνο και τις δυσκολίες και να αποκτά αυτό που θέλει με τον μικρότερο δυνατό κόπο. Εξού και το στρατιωτικό σύνθημα: «Ήσσων προσπάθεια, μεγίστη απολαβή».
Υπό το πρίσμα της φυγοπονίας μπορούμε να εξηγήσουμε τα εξής φαινόμενα:
- Μητέρες προτιμούν να ταΐσουν το βρέφος τους με γάλα από το μπιμπερό αντί να το θηλάσουν.
- Μαθητές ή φοιτητές, αντί να προσπαθήσουν να κατανοήσουν την διδακτέα ύλη με τις δικές τους δυνάμεις, προτιμούν να εμπιστευθούν έναν φροντιστή που θα τους ανοίξει το μυαλό για να το ταΐσει μασημένη τροφή.
- Οδηγοί αυτοκινήτου, αντί να μπουν στον κόπο να ρωτούν περαστικούς αριστερά και δεξιά για τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν ώστε να φθάσουν στον προορισμό τους, προτιμούν να καθοδηγούνται από το GPS. Είναι οι ίδιοι που προτιμούν να οδηγούν αυτόματα αυτοκίνητα αντί να αλλάζουν ταχύτητες και εκείνοι που θα σπεύσουν να προμηθευτούν αυτοκίνητο χωρίς πεντάλ και τιμόνι.
Τα παραπάνω παραδείγματα, τα οποία θα μπορούσαν ευχερώς να πολλαπλασιασθούν, αποδεικνύουν ότι στην μέχρι πρότινος διδακτική παροιμία «τα αγαθά κόποις κτώνται» έχει παρεισφρήσει ένα ρο, το οποίο αναποδογυρίζει το νόημά της: «τα αγαθά κόπροις κτώνται».
Ο Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν, Γερμανοκορεάτης καθηγητής Φιλοσοφίας και Πολιτισμού, στο εξαίρετο πόνημά του με τίτλο «Η κοινωνία της παρηγοριάς. Ο πόνος σήμερα»1 σημειώνει εύστοχα: «Ο πόνος είναι πραγματικότητα. Παράγει πραγματικότητα. Αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα στον πόνο που προκαλεί η αντίσταση. Η διαρκής αναισθητοποίηση στην κοινωνία της παρηγοριάς αποπραγματοποιεί τον κόσμο. […] Ο πόνος αυξάνει την αυτογνωσία. Σκιαγραφεί τον εαυτό. Σχεδιάζει το περίγραμμά του».
Αυτός είναι και ο λόγος που η αυξανόμενη τάση αυτοβλαπτικής συμπεριφοράς είναι ερμηνεύσιμη «ως μια απελπισμένη προσπάθεια του ναρκισσιστικού, καταθλιπτικού Εγώ να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του, να νιώσει τον εαυτό του».
Έτσι, διαμορφώνεται το δόγμα «πονάω, άρα υπάρχω». Ο Χαν συνεχίζει:
«την αίσθηση της ύπαρξης τη χρωστάμε στον πόνο. Αν εξαλειφθεί εντελώς, αναζητούμε υποκατάστατα. Η τεχνητή πρόκληση πόνου είναι μια λύση. Τα ακραία αθλήματα και οι παρακινδυνευμένες συμπεριφορές είναι απόπειρες επιβεβαίωσης της ύπαρξής μας».
Η κοινωνία της παρηγοριάς παράγει εξτρεμιστές – η απουσία της κουλτούρας του πόνου παράγει βαρβαρότητα.
Υιοθετώντας την θεώρηση του Αυστριακού φιλοσόφου Ιβάν Ίλλιτς, ο Χαν παρατηρεί ότι: «απαιτούνται όλο και πιο συχνά διεγερτικά για να δώσουν στον άνθρωπο της αναισθητοποιημένης κοινωνίας την αίσθηση της ζωντάνιας. Ναρκωτικά, βία και τρομοκρατία είναι τα μόνα διεγερτικά που μπορούν να εξασφαλίσουν μια υπαρξιακή εμπειρία».
Και καταλήγει:
«Η ζωή υποβιβάζεται σε μια εξασθενημένη ευχάριστη επιβίωση. Η υγεία αναγορεύεται σε νέα θεότητα»2.
Ευλόγως, λοιπόν, στην «Φόνισσα»3 ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης καταγράφει διαπιστώσεις που, με βάση τη σημερινή διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, φαίνεται να απηχούν ανάποδη λογική:
«Αφού η λύπη είναι χαρά, και ο θάνατος είναι ζωή και ανάστασις, τότε και η συμφορά ευτυχία είναι και η νόσος υγεία. Άρα όλαι αι μάστιγες εκείναι, αι κατά το φαινόμενον τόσον άσχημοι, όσαι θερίζουν τα άωρα βρέφη, η ευλογιά κ΄ η οστρακιά κ΄ η διφθερίτις, και άλλαι νόσοι, δεν είναι μάλλον ευτυχήματα, δεν είναι θωπεύματα των πτερών των μικρών Αγγέλων, οίτινες χαίρουν εις τους ουρανούς όταν υποδέχωνται τας ψυχάς των νηπίων; Και ημείς οι άνθρωποι, εν τη τυφλώσει μας, νομίζομεν ταύτα ως δυστυχήματα, ως πληγάς, ως κακόν πράγμα».
Ως γνωστόν, στα ευτυχήματα της αρρωστίας είχε αναφερθεί και ο Εμμανουήλ Ροΐδης.
Μόλις είκοσι επτά χρόνια νωρίτερα, ο Γερμανός φυσικός Γκέοργκ Κρίστοφ Λίχτενμπεργκ έγραφε στο Σημειωματάριο G.H. (1776-1779) το ακόλουθο απόφθεγμα:
«Όταν είσαι υγιής, όμορφος και καλοφτιαγμένος, τα βρίσκεις όλα ευχάριστα. Με την πάθηση αποκτάς άποψη»4.
Η αντίρροπη τάση του σύγχρονου ανθρώπου να αποφεύγει τις δυσκολίες, τους πόνους και τους κόπους συνδέεται άμεσα με την ενδοτικότητα που έδειξε το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού στο προσκλητήριο του μαζικού εμβολιασμού:
Ο μαζάνθρωπος που τρομοκρατήθηκε από την προπαγανδιζόμενη επέλαση του κορωνοϊού ως «αόρατου εχθρού», αντί να αφήσει τον οργανισμό του να στείλει τον δικό του στρατό για να πολεμήσει ενάντια στον επίδοξο εισβολέα, προτίμησε να εμπιστευθεί το παρασκεύασμα των νεοταξίτικων μισθοφόρων και να επιστρατευθεί ο ίδιος στο πολεμικό μέτωπο με όπλο το μπράτσο του! Πίστεψε αφελώς ότι, με ένα-δυο τρυπήματα, θα τελείωνε ο πόλεμος και θα επέστρεφε ξανά στην πολυπόθητη κανονικότητα.
Στην πραγματικότητα, έμελλε να μετατραπεί σε φαρμακευτικό όμηρο της «επιχείρησης ελευθερία» – διάβαζε ανάποδα: της «επιχείρησης σκλαβιά».
Είναι ο ίδιος μαζάνθρωπος που χρησιμοποιεί σήμερα, για ψύλλου πήδημα, κάρτα ανέπαφων συναλλαγών, επειδή βαριέται να ψάχνει στις τσέπες του για μετρητά ή να περιμένει για ρέστα. Επομένως, δεν θα έχει κανέναν σοβαρό δισταγμό να δεχθεί στο εγγύς ή το απώτερο μέλλον να του εμφυτεύσουν μικροτσιπ, ώστε να συναλλάσσεται γρήγορα, εύκολα και με ασφάλεια!
Ας θυμηθούμε τι έχει προβλέψει ο καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας Frédéric Gros στη μονογραφία του με τίτλο «Η αρχή της ασφάλειας»5: «Ένας μειωμένης ικανότητας ασθενής μπορεί εύκολα να ξεχάσει την ασθένειά του ή ακόμα και την ταυτότητά του. Όλο το ιστορικό του μπορεί να περιληφθεί σε ένα υποδόριο μικροτσίπ: αρκεί να το σκανάρουν όταν ο ασθενής εισαχθεί στο νοσοκομείο. Το μικροτσίπ αναπληρώνει τις διανοητικές του ικανότητες. Ο θαμώνας των κλαμπ δεν χρειάζεται πλέον να κουβαλάει μέσο πληρωμής ή ταυτότητα: αρκεί να τον σκανάρουν στο πάνω μέρος του μπράτσου, στην είσοδο και, μετά, κάθε φορά που καταναλώνει. Είναι πιο “πρακτικό”, η λειτουργικότητα δεν έχει όρια».
Όποιος θέλει να ανησυχήσει περισσότερο, ας διαβάσει το βιβλίο του Mark O’Connell με τίτλο «Ο άνθρωπος του μέλλοντος. Η προσπάθεια να επιμηκύνουμε τη ζωή μας και να λύσουμε το πρόβλημα του θανάτου»6.
«Είδα το στίγμα του διανθρωπισμού σε δηλώσεις όπως αυτή του γενικού διευθυντή της Google, του Έρικ Σμιντ, ο οποίος έλεγε ότι “τελικά όλοι θα έχουμε ένα εμφύτευμα· εσύ απλώς θα σκέφτεσαι κάτι και εκείνο θα σου δίνει την απάντηση”. Αυτοί οι άντρες –ήταν άλλωστε σχεδόν όλοι τους άντρες– μιλούσαν για ένα μέλλον στο οποίο οι άνθρωποι θα γίνονταν ένα με τις μηχανές. Αναφέρονταν με διάφορους τρόπους σε ένα μετα-ανθρώπινο μέλλον, ένα μέλλον στο οποίο ο τεχνολογικός καπιταλισμός θα επιβίωνε περισσότερο και από τους ίδιους τους επινοητές του, βρίσκοντας νέες μορφές για να διαιωνίσει τον εαυτό του, να εκπληρώσει το πεπρωμένο του».
Άραγε, ο εθισμός του πολίτη στη μασημένη τροφή και την εύκολη λύση αποτελεί προετοιμασία για την μετάβαση στον διανθρωπισμό;
Μετά τον homo fugiens laboris, δηλ. τον φυγόπονο άνθρωπο, θα περάσουμε στον homo automaton;
Με τα λόγια του Μανώλη Ανδριωτάκη από το πόνημά του «Homo Automaton. Η τεχνητή νοημοσύνη κι εμείς»7: «Για τον Ναζισμό, η τελική λύση ήταν η εξόντωση των Εβραίων και η επικράτηση των Αρείων. Για τον τεχνολογισμό, η τελική λύση είναι η εξόντωση των αναλογικών ανθρώπων και η επικράτηση των ψηφιακών τους διαστάσεων, δηλαδή των Αυτομάτων. Τα κριτήρια επιβίωσης σ’ αυτό το καθεστώς θα έχουν κωδικοποιηθεί μέσα στους μεροληπτικούς αλγόριθμους. Ήδη ο ψηφιακός, ο προνομιούχος εικονικός εαυτός κινείται παράλληλα στην πραγματικότητα, και διεκδικεί δικαιώματα που θα έμοιαζαν εντελώς παρανοϊκά μερικά χρόνια νωρίτερα. Θ’ αφήσουμε το ολοκληρωτικό όραμα να εξελιχθεί και να αποκτήσει περαιτέρω νομιμοποίηση στη συνείδησή μας;».
* Το κείμενο αυτό αποτελεί ελαφρώς εμπλουτισμένη εκδοχή του άρθρου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Κυριακάτικη Δημοκρατία, φ. της 17.4.2022, σελ. 08β/24 με τον τίτλο «Ήσσων προσπάθεια, μεγίστη απολαβή».
Σημειώσεις
1. Mτφ.: Β. Τσαλής, εκδ. opera, Αθήνα 2021, σελ. 61.
2. Ό.π., σελ. 66.
3. Άπαντα, Τόμ. Γ΄, επιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1989, σελ. 446, αριθμ. 22-29.
4. Έτη Φωτός από τα σημειωματάρια του Γκέοργκ Κρίστοφ Λίχτενμπεργκ, μτφ.: Κ. Νησιώτης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2021, σελ. 116, αριθμ. 504.
5. Μτφ.: Αλ. Κιουπκιολής, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2016, σελ. 209. Βλ. και Βαθιώτη, Από την πανδημία στην κλιματική αλλαγή. Συντονισμένα τρομο-κράτη σε φόντο παγκόσμιας διακυβέρνησης, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2021, σελ. 115/116.
6. Μτφ.: Γ. Στάμου, εκδ. Κλειδάριθμος, Αθήνα 2020, σελ. 23. Βλ. και Βαθιώτη, ό.π., σελ. 115
7. Εκδ. Garage Books, Αθήνα 2020, σελ. 58.
...πιεζόμενος ο πολίτης σε απάνθρωπους ρυθμούς
ΑπάντησηΔιαγραφήμ α ζ ι κ ή ς παραγωγής
απ'όπου το μ ε ρ ά κ ι και η μαστοριά είχαν εξοριστεί...
και έχουν τώρα πια εντελώς ξεχαστεί
(κι έτσι φαίνονται -γιά τίς μάζες-σαν πράγματα που ποτέ δεν υπήρξαν
...φανταστικές ....ρομαντικές...
ιστορίες...)
σ'αυτές τίς συνθήκες ζωής λοιπόν
-συνθήκες "ζωής" ίσως κατάλληλες
για...ρομπότ...
μα όχι γι ανθρώπινα πλάσματα...
(δείτε την ποσότητα τής ύλης, που φορτώνεται ένας μαθητής...
...σχολική και εξωσχολική...)
σ'αυτές τίς συνθήκες...
η... κουλτούρα τής...λούφας
βρίσκει όχι απλά κατάλληλο έδαφος
μα γίνεται βασικό στοιχειο...
ε π ι β ί ω σ η ς...στίς ...
ακραίες συνθήκες..."περιβάλλοντος"
που καλούμαστε να
προσαρμοστούμε
κι έτσι πλέον οι βασανιστές μας...
-δουλεύοντάς μας με απίστευτη πανουργία-
μάς προτείνουν ως τάχα λύση...
την...απόλυτη ρομποτοποίηση...!