Το οθωμανικό φορολογικό σύστημα βασίστηκε στο διανεμητικό μοντέλο. Δηλαδή, οι φόροι εισπράττονταν από το κάθε ανώτερο κλιμάκιο στην κλίμακα της οθωμανικής διοίκησης, προς το αμέσως κατώτερο. Για να καταλάβουμε τον τρόπο είσπραξης των φόρων, θα πρέπει να παρουσιάσουμε συνοπτικά την διοικητική δομή της αυτοκρατορίας.
Σπάνια μινιατούρα της εποχής του Σουλειμάν του Μεγαλοπρεπή, που απεικονίζει το περίφημο devsirme ή παιδομάζωμα. Με κόκκινους μανδύες στο κάτω δεξιό μέρος, απεικονίζονται οι νεαροί χριστιανόπαιδες-μελλοντικοί γενίτσαροι.
Επικεφαλής της αυτοκρατορίας δεν ήταν άλλος από τον οθωμανό σουλτάνο, δηλαδή τον απόγονο του Οσμάν Γαζή (Νικητή) (1258-1326 μ.χ.), υιό του τουρκομάνου φύλαρχου Ερτογρούλ, από τον οποίο πήρε το όνομά της η αυτοκρατορία. Το αμέσως επόμενο στάδιο διαίρεσης της αυτοκρατορίας είναι τα βιλαέτια ή εγιαλέτια. Τα βιλαέτια ήταν μεγάλες περιφέρειες, αντίστοιχα των βυζαντινών Θεμάτων και διοικούνταν από τους βαλήδες. Τα βιλαέτια χωρίζονταν σε σαντζάκια, αντίστοιχα των νομών και αυτά σε καζάδες, δηλαδή επαρχίες. Σε κάθε επαρχία υπήρχαν οι κοινότητες που θεωρούνταν αυτόνομες φορολογικές μονάδες. Η απαίτηση των φόρων γινόταν από πάνω προς τα κάτω, ενώ η ροή-πληρωμή αντίστροφα. Κατ’αυτό το τρόπο, κάθε κοινότητα απέδιδε τους φόρους στον καζά που ανήκε, ο καζάς στο σαντζάκι, το σαντζάκι στο βιλαέτι και το βιλαέτι στο σουλτάνο.
Η διαδικασία αυτή δεν γινόταν με το αζημίωτο. Αναπόφευκτα, οι εμπλεκόμενοι κρατικοί υπάλληλοι όλων των βαθμίδων, προσπορίζονταν ένα μέρος των φόρων. Η φορολογική απαίτηση, από το ένα σκαλί διοίκησης στο άλλο πολλές φορές διπλασιαζόταν, με αποτέλεσμα η βάση του φορολογικού συστήματος, να υφίσταται οικονομική εξουθένωση. Εκείνο που ιδιαίτερα χαρακτηρίζει το φορολογικό σύστημα είναι οι πολλοί και επαχθείς φόροι του, οι μάλιστα οποίοι εισπράττονται μέσα από έναν ανεξέλεγκτο μηχανισμό, με αποτέλεσμα οι φορολογούμενοι υποτελείς να υφίστανται βιαιότητες και κάθε λογής αυθαιρεσίες. Για τον αγρότη σπάνια μένει κάτι παραπάνω από ό,τι είναι απαραίτητο για τη διατήρησή του στη ζωή. Ένα τέτοιο σύστημα που διαρκώς απαιτεί, είτε με τη φορολογία είτε με την τοκογλυφία, ολοένα μεγαλύτερο τμήμα του προϊόντος είναι λογικό να οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Γενικά οι φόροι κατα την οθωμανική περίοδο χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στους τακτικούς και στους έκτακτους φόρους.
Οι τακτικοί φόροι
Δύο είναι οι βασικοί φόροι αυτής της κατηγορίας, ο cizye ή κεφαλικός φόρος και το χαράτσι ή harac.
Ο cizye ή κεφαλικός φόρος
Αυτόν τον φόρο τον κατέβαλλαν κάθε χρόνο μόνο οι μη μουσουλμάνοι υγιείς άνδρες, οι ικανοί για εργασία, και προοριζόταν για ειδικό τμήμα του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου. Το ποιοί όμως ήταν ικανοί για εργασία, αυτό θα πρέπει να υποθέσουμε ότι επαφίετο στη διάκριση των εισπρακτόρων που πάντα έδειχναν έναν υπερβάλλοντα ζήλο, όσο η αξιοσύνη τους μετριόταν και η αμοιβή τους εξαρτόταν από το ποσό που θα προωθούσαν στην Κωνσταντινούπολη, στο σουλτανικό ταμείο.
Ο κεφαλικός φόρος είναι το τίμημα, που με βάση τον ιερό νόμο πλήρωναν οι «άπιστοι» προκειμένου να εξασφαλίζουν τη ζωή τους και την άδεια να κατοικούν στην επικράτεια του Ισλάμ, διατηρώντας τη θρησκεία τους με την εγγύηση και την προστασία του κράτους. Από την πληρωμή του εξαιρούνταν οι γυναίκες, τα άνηβα παιδιά, οι κληρικοί και οι ανάπηροι και όσοι απασχολούνταν σε κρατική υπηρεσία. Φυσικά και οποιοσδήποτε άλλος που δεν ήταν μουσουλμάνος είχε τη δυνατότητα να απαλλαγεί από αυτόν, αν βέβαια ασπαζόταν τον Ισλαμισμό.
Το harac ή χαράτσι
Το χαράτσι βασίστηκε σε αρχή του Κορανίου και η καταβολή του συμβόλιζε την υποταγή των απίστων εξαγοράζοντας την ανεκτικότητα του κράτους. Ως βασικός τακτικός φόρος, είχε διττό χαρακτήρα. Από τη μια ήταν φόρος επί της γης (haraci muvazzaf) και από την άλλη φόρος επί του εισοδήματος (haraci mukaseme). Ο πρώτος ήταν πάγιος ετήσιος φόρος που βάρυνε την γη και όχι την παραγωγή. Ήταν δηλαδή έγγειος φόρος. Οι διάφορες ονομασίες που απαντόνται στα οθωμανικά αρχεία, ispence, resm-i cift, resm-i bennak, resm-i mucerred, αποτελούν διαφορετικές κατά περίπτωση ονομασίες του έγγειου αυτού φόρου που ήταν γνωστός ως harac-i muvazzaf.
Ουσιαστικά πρόκειται για φόρο που κατέβαλαν οι ραγιάδες σε αντάλλαγμα για την κατοχή και καλλιέργεια δημόσιας γης, μη διαθέτοντας την κυριότητα στη γή αυτή. Μαζί με την δεκάτη (πληρωμή του 10 τοις εκατό) αποτελούσε τον πυρήνα των εισοδημάτων των γαιοκτημόνων-τιμαριούχων ή των διαχειριστών των ιδρυμάτων, όταν επρόκειτο για βακουφικές γαίες, ή τέλος των αντιπροσώπων του σουλτάνου προκειμένου για σουλτανικές γαίες. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, όπως σε κάποια σαντζάκια της Μ. Ασίας, ο έγγειος φόρος κατανέμονταν ανάμεσα στον τιμαριούχο, το ζαϊμη, τον σούμπαση ή τον σαντζακμπέη.
Ασημένιες οθωμανικές «πιάστρες» με την σουλτανική τούγκρα Τέλη 18ου αιώνα.
Τα πρώτα χρόνια οι φόροι αυτής της κατηγορίας καταβάλλονταν και σε είδος, κυρίως ζώα, αργότερα όμως το οθωμανικό δημόσιο ζητούσε όλο και πιο συχνά την καταβολή τους σε χρήμα. Άλλοτε πάλι μεταφράζονταν σε προσφορά υπηρεσιών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε μαρτυρίες της εποχής εκείνης: ¨… όπου άραζαν τα καράβια του στόλου και όπου σταματούσαν τα άλογα του ιππικού των οθωμανών οι κάτοικοι της περιοχής έπρεπε να φροντίσουν για το κονάκι τους και το ταϊνι τους¨, δηλαδή για την διαμονή και την τροφή τους. Και αυτό το «δόσιμο» δεν ήταν λίγο, όταν ολόκληρες στρατιές συχνά όργωναν την αυτοκρατορία. Αλλά και σε καιρό ειρήνης τα σώματα των αγάδων και των μπέηδων ξεχύνονταν στις διοικητικές τους περιφέρειες και ζούσαν, άνθρωποι και ζώα, σε βάρος των ραγιάδων. Το ίδιο λέγεται ότι συνέβαινε ακόμη και με περιηγητές που ταξίδευαν με την έγκριση της εξουσίας και ένοπλους συνοδούς.
Οι έκτακτοι φόροι.
Η επόμενη μεγάλη κατηγορία είναι οι έκτακτοι φόροι, στους οποίους μπορούμε να συγκαταλέξουμε και τα πρόστιμα. Αυτοί επιβάλλονταν για να αντιμετωπιστούν διάφορες έκτακτες ανάγκες, όπως οι ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις των διοικητικών οργάνων, η επισκευή των οχυρωματικών έργων και των σεραγιών, η συντήρηση των οδών και των γεφυρών, η εξάρτυση του στρατού και του στόλου, ακόμη και η διατροφή των αλόγων και υποζυγίων του οθωμανικού στρατού.
Οι έκτακτοι φόροι ήταν πάρα πολλοί, μερικοί μάλιστα είναι δύσκολο να καταταγούν σε κάποια ειδική κατηγορία, και δεν εξαντλούνται έστω και στην καταγραφή τους, καθώς τα ονόματά τους και μόνο καταλαμβάνουν ένα σοβαρό ποσοστό από το ελληνικό ή τουρκικό λεξιλόγιο. Υπήρχαν για παράδειγμα: το «αλατιάτικο», «γρασιδιάτικο», «πανιάτικο», «σουρσάτ», «σουγιέμ», «πεσινάτι», «πακιγιέ», «συνεισφορά», «προσφορά», «δραγομανιά», «ρέσιμο», «βικιαλέτι», «χισμέτι», «ταϊνάτι» και άλλα. Ο αριθμός τους μεγαλώνει δραματικά αν συνυπολογίσουμε όπως είπαμε και τα διάφορα πρόστιμα που απομυζούσαν τους φτωχούς ραγιάδες.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι τόσο για τους φόρους, όσο και για τα πρόστιμα οι οθωμανοί θεωρούσαν συνυπέυθυνους τα μέλη μιάς κοινότητας ή μιάς εργασιακής ομάδας. Οι ψαράδες σε μια περιοχή για παράδειγμα, πλήρωναν όλοι πρόστιμο αν κάποιος εξ αυτών χρησιμοποιούσε τριχιές αλόγου για πετονιές ή αν αλίευε αντικανονικά. Επίσης, το «φονικό», από τα πλέον γνωστά πρόστιμα, που το κατέβαλε ολόκληρη η κοινότητα αν γινόταν κάποιο έγκλημα στην περιοχή, το «κερατιάτικο» και άλλα.
Μέσα στο σύστημα των έκτακτων φόρων συμπεριλαμβάνονται και οι αγγαρείες, αν και σχετικά πρόσφατα υποστηρίχθηκε κυρίως από Τούρκους ιστορικούς ότι το οθωμανικό κράτος δημεύοντας τα περισσότερα κτήματα των αρχόντων και των μοναστηριών, τις κατάργησε, πράγμα που έφερε μια πραγματική κοινωνική μεταρρύθμιση υπέρ των χριστιανών χωρικών. Βέβαια, το κατα πόσο αυτό έγινε για να ελαφρύνει τους χριστιανούς ή τελικά είναι μια παράπλευρη απώλεια της δήμευσης είναι εξαιρετικά ασαφές. Αλλιώς δεν εξηγούνται οι συνεχείς ρητές απαγορεύσεις των σουλτάνων προς τους σπαχήδες (ελαφρύ ιππικό, με περίοπτη θέση στην κοινωνία) να αγγαρεύουν τους χριστιανούς ραγιάδες.
Οι συνέπειες για τους ραγιάδες, κυρίως για τους χριστιανούς, εξαιτίας των πολυπληθών και δυσβάστακτων φορολογικών τους υποχρεώσεων προς το οθωμανικό κράτος ήταν ανυπολόγιστες. Για να καταλάβουμε τους δύο πρώτους επιθετικούς προσδιορισμούς που συνοδεύουν το ουσιαστικό «υποχρεώσεις», αρκεί να αναφέρουμε το εξής: έχει υπολογιστεί ότι στο διάστημα 1555-1655, ενώ ο πληθωρισμός ήταν 225%, ο κεφαλικός φόρος αυξήθηκε κατά 300-480%, ενώ οι άλλοι έκτακτοι φόροι μονιμοποιήθηκαν, και διπλασιάστηκαν ή και τετραπλασιάστηκαν ανάλογα με την περιοχή.
Χρυσό οθωμανικό νόμισμα της εποχής του σουλτάνου Σελίμ Β’
Αποτελέσματα
Πρώτα και κύρια, οι εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης που επέβαλλε η οθωμανική κυριαρχία στους υπόδουλους χριστιανικούς πληθυσμούς, προπάντων με τους επαχθείς φόρους της, είχαν ως άμεση συνέπεια τη μαζική φυγή των τελευταίων προς περιοχές που φαίνονταν να παρέχουν εγγυήσεις για ασφαλέστερη και, σχετικά τουλάχιστον, ελεύθερη ζωή. Έτσι πολλοί κάτοικοι μετακινήθηκαν, προσωρινά ή μόνιμα, με τη θέλησή τους ή βίαια, από έναν τόπο σε άλλον, από τα αγροτικά προς τα αστικά κέντρα, από τα πεδινά προς τα ορεινά (από τότε χρονολογείται η έκφραση: «θα πάρω τα βουνά»), από τις τουρκοκρατούμενες στις βενετοκρατούμενες περιοχές, ακόμη προς την Ιταλία και γενικά προς τις χώρες της Δύσης, την Ιβηρία, τη Γεωργία, τον Καύκασο και αλλού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτές οι μετακινήσεις ή μεταναστεύσεις χριστιανών προς ασφαλείς περιοχές ή έξω από τα σύνορα του οθωμανικού κράτους προκάλεσαν, σε συνάρτηση και με άλλους φθοροποιούς παράγοντες, δημογραφικές μεταβολές, σημαντική δηλαδή αλλοίωση της συστάσεως του πληθυσμού τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο.
Αρκετοί χριστιανοί ραγιάδες για λόγους και οικονομικούς, ιδίως η σημαντική διαφοροποίηση των φόρων που κατέβαλλαν έναντι των μουσουλμάνων και γενικότερα οι σε βάρος τους διακρίσεις, αναγκάστηκαν να μεταπηδήσουν από την κοινωνία των κατακτημένων στην κοινωνία των κατακτητών. Η επιλογή του εξισλαμισμού, ακούσιου ή εκούσιου, ατομικού ή ομαδικού, σε πολλές περιπτώσεις, αποτελούσε για αυτούς τη μόνη διέξοδο. Με το πέρασμα μάλιστα των χρόνων η επιδείνωση των παραπάνω παραγόντων και ιδιαίτερα ο πολλαπλασιασμός των φορολογικών επιβαρύνσεων των υπόδουλων χριστιανών ενίσχυσε το ρεύμα των εξισλαμισμών. Παρουσιάστηκε θα λέγαμε ένα ιδιότυπο φαινόμενο, αυτό που αποκαλώ «φορολογικό εξισλαμισμό».
Επιπλέον, οι φόροι και οι εισπρακτικοί μηχανισμοί του οθωμανικού κράτους είχαν επιπτώσεις στον εκχρηματισμό της αγοράς, καταδικάζοντας σε διαρκή υπανάπτυξη ένα μεγάλο τμήμα του αγροτικού κόσμου της αυτοκρατορίας. Ο υποχρεωτικός εκχρηματισμός της οικονομίας των χωριών για την απόκτηση του ρευστού χρήματος που προορίζεται για την πληρωμή των φόρων, δεν αφήνει παρά ένα στενό περιθώριο για καθαρά χρηματικά εισοδήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο, στις περισσότερες κοινότητες οι συναλλαγές γίνονταν σε είδος. Φαίνεται, ότι τα διάφορα συστήματα ενοικίασης των προσόδων, που εφαρμόστηκαν από το οθωμανικό δημοσιονομικό καθεστώς, κατέληξαν σε αυξανόμενη εκμετάλλευση των αγροτών και κάρπωση του μεγαλύτερου τμήματος των φορολογικών και εν γένει των έγγειων προσόδων από τους φορείς του γραφειοκρατικού, στρατιωτικού μηχανισμού του οθωμανικού κράτους.
Ο ελάχιστος εκχρηματισμός της αγροτικής οικονομίας σε επίπεδο άμεσης οικογενειακής εκμετάλλευσης προέρχεται από εξω-οικονομικές ανάγκες και είναι αποτέλεσμα του φορολογικού καταναγκασμού, δηλαδή είναι απότοκος της εμπορευματοποίησης μέρους του πλεονάσματος, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο υποχρεωτικός χρηματικός τομέας της οικονομίας. Επομένως, τα χρηματικά εισοδήματα που αποκτά ο αγρότης από την επαφή με την αγορά, δεν οδηγούν σε μία οικονομία μικτών εισοδημάτων, που με την σειρά της θα επέτρεπε τη δημιουργία χρηματικών ανταλλαγών στο εσωτερικό των αγροτικών οικονομιών, αλλά προορίζονται για την εξυπηρέτηση του φόρου και έτσι μηδενίζονται τα πιθανά κίνητρα για την επέκταση ή τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Tελικά, η οθωμανική αυτοκρατορία παρέμεινε ένα βαθιά μεσαιωνικό κράτος με φορολογικό σύστημα άδικο και με άμεση εμπλοκή όλων των κρατικών λειτουργών στη οθωμανική ιεραρχία. Το κράτος αυτό όχι μόνο δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη στους υπηκόους του, απεναντίας προκαλούσε καχυποψία και οδηγούσε σε εσωστρέφεια και μαρασμό την οικονομία της υπαίθρου. Οι κάτοικοι των πόλεων ζούσαν σε σχετικά καλύτερες συνθήκες, αφού οι οθωμανοί είχαν αφήσει τον τομέα του εμπορίου στους αλλόθρησκους συμπολίτες τους.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός της φορολογικής αντιμετώπισης των υπηκόων ανάλογα με τη θρησκεία τους, ένα πραγματικά μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία, οδήγησε στη δημογραφική αλλοίωση των βαλκανίων, με δραματική μείωση των χριστιανικών πληθυσμών και αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των μουσουλμάνων. Ακόμη και σε περιπτώσεις που εμφανίζονταν φορολογικές εξαιρέσεις, σε βακούφια, σε διάφορες περιοχές, σε συγκεκριμένες μονές κ.λ.π., με μια πιο προσεκτική ματιά θα διαπιστώσουμε, ότι οποιαδήποτε φορολογική ¨εύνοια¨ από πλευράς οθωμανικής διοίκησης συνοδευόταν από αδρά πληρωμή. Κάτι τέτοιο συνέβαινε για παράδειγμα, με την εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη, ο οποίος για να διοριστεί από το κράτος έπρεπε να πληρωθεί ένα τεράστιο ποσό για την έκδοση του σχετικού βεράτιου. Είναι άδικο να χρησιμοποιούμε τον όρο ¨εύνοια¨ ή ¨προνόμια¨ για τους ομόδοξούς μας που έζησαν στην οθωμανική περίοδο. Οι κατακτητές απλά έδειχναν ανοχή και τίποτε περισσότερο, όπως αναλύσαμε και παραπάνω.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ασδραχάς Σπύρος, «Προβλήματα οικονομικής ιστορίας της Τουρκοκρατίας» στο Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας ΙΕ΄-ΙΘ΄ αι., Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1979, σ. 19-42.
Βακαλόπουλος Απόστολος, «Η θέση των Ελλήνων και οι δοκιμασίες τους υπό τους Τούρκους», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ι΄, Αθήνα 1974.
Βακαλόπουλος Απόστολος, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τουρκοκρατία (1453-1669), Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας», τ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1976, β΄ έκδοση, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 2003.
Δημητρόπουλος Δημήτριος, «Η αλιεία στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας», Τα Ιστορικά, τ. 23ος, τεύχος 45, Δεκέμβριος 2006.
Inalcik Halil, «The Ottoman State: Economy and Society, 1300-1600» An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Cambridge 1994.
Inalcik Halil, «Η Οθωμανική αυτοκρατορία. Η κλασική εποχή 1300-1600», μτφρ. Μιχάλης Κοκολάκης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995.
Kunt Ibrahim Metin, «Οι υπηρέτες του Σουλτάνου. Ο μετασχηματισμός της επαρχιακής διακυβέρνησης 1550-1650», μτφρ. Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2001.
Lewis Bernard, «Η πολιτική γλώσσα του Ισλάμ», μτφρ. Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2011.
Lowry Heath, «Η φύση του πρώιμου οθωμανικού κράτους», μτφρ. Στέφανος Παπαγεωργίου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2004.
Schacht Joseph, «An introduction to Islamic law», Oxford University Press 1964.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.