Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος
είχε συνήθεια να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό
τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.
Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο,
με πάνου έως κάτου την αφοβιά σαν σημαία,
οι νέοι με τα πρησμένα πόδια
που τους έλεγαν αλήτες…
«Άξιον Εστί»
Οδυσσέας Ελύτης
Καθώς πλησιάζει η μέρα του μεγάλου ΟΧΙ του Ιωάννη Μεταξά, που εδώ και 80 χρόνια γιορτάζεται με υπερηφάνεια από όσους σε αυτό τον τόπο έχουν την αίσθηση της πατρίδας και νοιώθουν Έλληνες, όχι απλά ελληνόγλωσσοι και ελληνόφωνοι, αλλά ελληνόψυχοι και ελληνόκαρδοι, ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να αποτυπώσουμε την τρέχουσα εικόνα μιας πραγματικότητας που εξελίσσεται και μεταλλάσσεται συνεχώς μπροστά στα μάτια μας, χωρίς πάντοτε να μπορούμε να την δούμε καθαρά ή όταν την βλέπουμε να έχουμε το θάρρος να μιλήσουμε ευθαρσώς και με παρρησία γι’ αυτήν.
Η σημερινή κατάντια της χώρας μας, γιατί αποχωρητήριο χώρο την κατάντησαν, έχει τις ρίζες της πίσω στο μακρινό ένδοξο παρελθόν της 28ης Οκτωβρίου του 1940, που μόλις προαναφέραμε. Γιατί αμέσως μετά τη νικηφόρο πανεθνική αντίδραση του λαού μας στην εχθρική εισβολή, και ενώ η Ελλάς ως νικητήρια δύναμις του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου θα έπρεπε να είχε δικαιωθεί, και ως προς την ανάκτηση της κοινωνικής της δυναμικής και ως προς τις εθνικές της διεκδικήσεις, βρέθηκε αιματοκυλισμένη σε έναν δεκαετή αγώνα επιβίωσης, γιατί κάποιοι με το έτσι θέλω προσπάθησαν να επιβάλουν βίαια ένα κομμουνιστικό καθεστώς, στο όνομα των δικών τους ιδιοτελών φιλοδοξιών και συμφερόντων, υπηρετώντας τυφλά τις διεθνιστικές ονειρώξεις της τότε Σοβιετίας, αποδεχόμενοι μάλιστα και την αποκοπή της Μακεδονίας μας από τον εθνικό μας κορμό.
Όλοι αυτοί όπως και οι απόγονοι και επίγονοί τους, έκτοτε καταπολέμησαν και καταπολεμούν συστηματικά την όποια προσπάθεια ανάτασης του εθνικού μας φρονήματος (αρνητές των παρελάσεων, των εορτών της εθνικής νίκης των Ελλήνων έναντι της κομμουνιστικής ανταρσίας - τις οποίες αποκαλούν, άκουσον, άκουσον, «εορτές μίσους» - εμπαθείς πολέμιοι του εξοπλισμού της Ελλάδας). Μια τέτοια αντίδραση είναι κατανοητή ως σύνδρομο της ψυχολογίας των ηττημένων από τις εθνικές δυνάμεις του λαού μας. Το πρόβλημα δεν είναι με αυτούς. Το πρόβλημα είναι με την εθνική κατάπτωση των αστικών διαστρωματώσεων της πατρίδας μας, των «ασπόνδυλων ιδεολογικά αστών» οι οποίοι δίκην ερπετοειδών, άλλοι αναρριχόμενοι στην εξουσία και άλλοι σε θρόνους ή πολυθρόνες της οικονομικής επιτηδειότητας, εξελίχθηκαν σταδιακά σε ιδιοτελή αρπακτικά μέσα σε ένα περιβάλλον διάχυτης ασυδοσίας.
Η κατάλυση των ορίων ανοχής στη χώρα μας, η οποία ταχύτατα μετατρέπεται σε πολυφυλετικό και πολυδαίδαλο οντολογικό σουπερμάρκετ, με την ετσιθελική διείσδυση απρόσκλητων αφρο-ασιανών μουστερήδων, και την απλόχερη γενναιοδωρία προς αυτούς των εκάστοτε κυβερνώντων, που κατασπαταλούν έτσι το δημόσιο χρήμα, σε αντίθεση με την παντελή εγκατάλειψη των άνεργων, ανέστιων, σεισμόπληκτων και πυρόπληκτων Ελλήνων συνανθρώπων μας, είναι καθημερινά όλο και περισσότερο ορατή. Και το χειρότερο, είναι κραυγαλέα αποδεκτή ακόμα και από πολιτικούς ταγούς που αναρριχήθηκαν σε υπουργικούς θώκους, κραδαίνοντας την σημαία αντίστασης στο «λαθρομεταναστευτικό κύμα». Τα παραδείγματα είναι εξόφθαλμα (κάτι σαν εξόφθαλμη βρογχοκήλη) και περιλαμβάνουν όλο το φάσμα της πάλαι ποτέ «εθνικιστικής δεξιάς», από τους σοβαρούς και τους σοβαροφανείς τέως εκπροσώπους της, μέχρι και τους αρλεκίνους του είδους.
Έτσι, νέα παιδιά εμφορούμενα από ελληνικά ιδεώδη, που αντιδρούν ορμέμφυτα μπροστά στην ανυπαρξία πολιτικής έκφρασης του αληθούς «Ελληνικού Λόγου», στηλιτεύονται από τα φερέφωνα της «τηλεοπτικής δημοκρατορίας» ως αντικοινωνικά στοιχεία, και απαξιώνονται από διάφορους και παντός φύλου (τα φύλα είναι ως γνωστόν περισσότερα από δύο) «παπουτσωμένους γάτους» και «γραβατωμένους τζιτζιφιόγκους» του σαθρού αστικού κατεστημένου.
Όμως, το «Ελλάς ή Τέφρα» εκφράζει μία υπολανθάνουσα πραγματικότητα. Ο Τούρκος, για όσους μπορούν να δουν, βρίσκεται και πάλι προ των πυλών του εδάφους μας και σίγουρα ήδη μέσα στις θάλασσές μας. Όσο κι αν κάποιοι ψοφοδεείς της εξουσίας προσπαθούν (όρα διερευνητικές συνομιλίες) να τον εξευμενίσουν, φοβούμενοι για την απώλεια των προνομίων τους, η σύγκρουση είναι εγγύς. Το εάν μετά τη σύγκρουση θα υπάρχει Ελλάς ή Τέφρα, μένει να το δούμε σύντομα. Ίσως και να μην υπάρχει αυτή η Ελλάς που ζούμε σήμερα. Ίσως και να μην αξίζει να υπάρχει. Ούτως ή αλλιώς μια Νέα Ελλάδα είναι απαραίτητο να ξαναγεννηθεί. Μια Ελλάδα των Ελλήνων, από τους Έλληνες για τους Έλληνες. Όμοια με αυτήν που γεννήθηκε 200 χρόνια πριν, όταν «το ελληνικόν έθνος εκήρυξε εις εθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν». Αυτή ίσως και να είναι η μοίρα της πατρίδας μας. Ο Φοίνικας που θα ξαναγεννηθεί από την ελληνική τέφρα του και όχι από την τέφρα που πλανάται σήμερα στην ατμόσφαιρα, όπως και τότε το 1821, από τα ασιανά ηφαίστεια και την αφρικανική σκόνη. Οψόμεθα σύντομα ες Φιλίππους…
Δύο νέες εκδόσεις του Χρίστου Γούδη
ΚΑΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ....
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ λαός δεν πεθαίνει
Η Λευτεριά του Σολωμού κι η Αρετή του Κάλβου
ξανάρθανε στην πατρικιά τους γη του Εικοσιένα,
όπου «διπλή παράδεισο» κι όπου «γλυκύς ο ύπνος».
Κι η μια στης άλλης πέσανε την αγκαλιά και κλαίνε.
5
—Όχου! μανάδων κλάηματα και βρόντημ’ αλυσίδων
και των ηρώων τα κόκαλα στη λάσπη πατημένα! …
«Μητέρα η μεγαλόψυχη» των ξένων βιλαέτι!
Μάιδε πατρίδα κι ανθρωπιά και μνήμη· δε φελάνε!
Βγαίνουν από το τίποτα, στο τίποτα τελειώνουν.
10
Περαστικοί, χωρίς καμιά στο χώμα ετούτο ρίζα,
ζούνε το σήμερα. Το χτες και τ’ αύριο δεν υπάρχουν! …
Απ’ το παλιό μας πέρασμα σε γη και σε πελάγη
τ’ αχνάρι δεν απόμεινε μηδέ και τ’ όνομά μας.
Εδώ ’ναι ο τάφος μας κι εδώ της Ιστορίας ο τάφος!
15
Κι εδώ ’ναι η στάχτη ενός λαού, πού ηταν αιώνια φλόγα!
—Λαός δεν είν’ αυτό που βλέπετε, είναι πολιτεία.
Θα τονε βρείτε δουλευτή κι αγωνιστή σε κάμπο,
σε θάλασσα, σε φάμπρικα, σε κάτεργα, σε τάφους.
Αυτός πατρίδα κι ανθρωπιά, το σήμερα και τ’ αύριο
20
και το μεγάλο χτες. Και στ’ άγιο βήμα της ψυχής του,
σεις, Αρετή και Λευτεριά, στημένες στον αιώνα.
Κι είναι μαζί του όλ’ οι λαοί του κόσμου αναστημένοι
κι «όθε χαράζει, ώσπου βυθά», του ηλιού το δρόμο παίρνουν
για σε, Αρετή και Λευτεριά, με το σπαθί στο χέρι.