Του Αντώνη Αντωνά.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου έχει ορίσει την 29η Οκτωβρίου κάθε έτους ως Ημέρα Αγνοουμένων. Πρόκειται για έναν ελάχιστο φόρο τιμής στο δράμα χιλιάδων οικογενειών του κυπριακού ελληνισμού που κατά την διάρκεια της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής του 1974, δολοφόνησαν, εκτόπισαν και ξερίζωσαν αμάχους ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΥΠΡΙΟΥΣ …
«Σήμερα, ημέρα μνήμης των αγνοουμένων, θυμόμαστε και τιμούμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Με ευθύνη και πίστη στεκόμαστε δίπλα στις οικογένειες των αγνοουμένων μας υποσχόμενοι να συνεχίσουμε για όσο χρειαστεί τον αγώνα για διακρίβωση της τύχης ενός εκάστου.βίαια όποιον στάθηκε εμπόδιο στα σχέδιά τους.» Ν. Αναστασιάδης.
Η ΜΑΝΑ ΤΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ.
Φώτο από εγκαίνια το 2018.
Το μνημείο αποτελείται από το άγαλμα της Μάνας, σε φυσικό μέγεθος, κατασκευασμένο από ηφαιστειογενή πετρώματα (λάβα) Σαντορίνης και περιβάλλεται από 42 και 1619 ηφαιστειογενείς πέτρες με την κάθε μια να αναγράφει το όνομα του καθενός αγνοουμένου των περιόδων 1963 – 1964 και 1974. Tοποθετήθηκε στην είσοδο του Τύμβου Μακεδονίτισσας στην Λευκωσία, όπου βρίσκονται μνήματα Κυπρίων και εξ Ελλάδος αξιωματικών και οπλιτών, οι οποίοι έπεσαν κατά τη τουρκική εισβολή του 1974, υπερασπιζόμενοι την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κ.Δ.
Το μνημείο αποτελεί δωρεά του υπουργείου Εθνικής ‘Αμυνας της Ελλάδας, και για την υλοποίηση του έργου υπήρξε συνεργασία με το κυπριακό υπουργείο Άμυνας. Το μνημείο έγινε στην βάση σχεδιαστικής πρότασης του υποπτέραρχου (Ι) ε.α. της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, Νίκου Ήμελλου, ο οποίος μαζί με τον εξ Ελλάδος γλύπτη, Αχιλλέα Βασιλείου, προς τιμή τους εργάσθηκαν αφιλοκερδώς. ΕΥΓΕ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ.
Σχεδιαστικά, το μνημείο αποτελείται από το άγαλμα της Μάνας, σε φυσικό μέγεθος, κατασκευασμένο από ηφαιστειογενή πετρώματα (λάβα) Σαντορίνης. Το άγαλμα περιβάλλεται από 42 και 1619 ηφαιστιογενείς πέτρες με την κάθε μια να αναγράφει το όνομα του καθενός αγνοουμένου.
ΤΙΜΗΤΙΚA ΠΟΝΗΜΑΤΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑTA. (Αναδημοσιεύσεις από ιστορικά βιβλία ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΗ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΚΥΠΡΟΣ, ΕΣΧΑΤΗ ΙΚΕΣΙΑ, ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΓΝΩΣΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ κ.ά. του Α. Αντωνά)
ΣΤΙΣ ΜΑΝΕΣ ΤΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ
του Αντώνη Αντωνά.
Με Κεφαλαία.
ΜΕ ΠΟΝΟ ΤΟΥΣ ΓΙΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ,
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ, ΤΙΣ ΜΑΧΕΣ.
ΑΚΟΥΜΠΙΣΜΕΝΕΣ ΞΑΓΡΥΠΝΕΣ,
ΟΙ ΠΟΝΕΜΕΝΕΣ ΜΑΝΕΣ,
ΣΤΗ ΚΑΓΚΕΛΕΝΙΑ ΕΞΩ ΠΟΡΤΑ,
ΜΕΣ΄ΤΑ ΛΙΟΠΥΡΙΑ, ΤΗΝ ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ….
ΣΚΟΥΡΙΑΣΕ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ, ΛΥΓΙΣΕ Η ΠΟΡΤΑ,
ΤΟ ΣΚΟΥΡΙΑΣΑΝ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ,
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΑ ΣΙΔΕΡΑ ΛΥΓΙΣΕ,
ΚΥΡΤΩΣΑΝ ΟΙ ΜΑΡΑΖΩΜΕΝΕΣ ΜΑΝΕΣ,
ΑΠ΄ ΤΗΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΣΠΛΑΧΝΩΝ ΤΟΥΣ.
ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΛΥΓΙΖΑΝ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ,
ΟΙ ΕΛΠΙΔΕΣ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΤΟΥΣ ΕΔΙΝΑΝ,
ΚΑΙ ΑΝ ΓΟΝΑΤΟΥΣΑΝ ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ,
ΗΤΑΝ ΓΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΙΚΕΣΙΑ,
ΣΤΟΝ ΘΕΟ, ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ.
ΠΕΡΑΣΑΝ ΜΑΥΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΣΕΚΤΑ,
ΔΕΝ ΑΝΤΕΞΑΝ ΑΛΛΟ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΟΥΣ,
ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ ΑΙΩΝΙΑ, ΣΤΕΡΕΨΑΝ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥΣ,
ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ, Ν΄ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ ΚΑΙ ΑΥΤΕΣ,
ΚΛΕΙΣΑΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΕ ΠΙΚΡΑ, ΕΦΥΓΑΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΤΟΥΣ,
ΣΥΝΕΧΙΣΑΝ ΝΑ ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΖΟΥΝ, ΓΥΡΩ, ΟΛΟΓΥΡΑ ΚΑΙ ΨΑΧΝΑΝ
ΤΟΥΣ ΛΕΒΕΝΤΕΣ ΤΟΥΣ, ΤΟΥΣ ΡΙΖΩΜΈΝΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ,
ΠΟΥ ΑΝ ΚΑΙ ΗΞΕΡΑΝ ΟΤΙ ΟΙ ΜΥΡΙΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΘΑ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ,
ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΟΥΚ ΕΛΑΤΩ ΒΡΟΝΤΟΦΏΝΑΖΑΝ,
ΚΑΙ ΗΡΩΙΚΑ ΕΠΕΦΤΑΝ ΞΑΝΑ ΣΗΚΩΝΟΝΤΑΝ,
ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΑΝ ΜΕ ΠΕΙΣΜΑ ΠΟΛΕΜΟΥΣΑΝ.
ΤΙ ΨΑΧΝΕΤΕ ΠΟΝΕΜΕΝΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΤΗ ΓΗ;
ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ ΑΝΕΒΕΙΤΕ, ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΣΑΣ
ΘΑ ΤΟΥΣ ΑΝΤΑΜΏΣΕΤΕ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ ΕΚΕΙ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ,
ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΥΣ,
ΠΟΥ ΗΡΘΑΝ ΣΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ,
ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ,
ΝΑ ΣΜΙΞΟΥΝ ΞΑΝΑ, Ν΄ΑΝΑΠΑΥΘΟΥΝ
ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΜΟ ΝΑ ΕΧΟΥΝ.
ΠΥΡΡΕΙΑ ΔΑΚΡΥΑ ΧΑΡΑΣ ΑΝΑΜΙΚΤΑ ΜΕ ΛΥΠΗ,
ΣΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΤΑ ΑΓΙΟΧΩΜΑΤΑ ΠΕΦΤΟΥΝ,
ΧΕΙΜΑΡΡΟΙ ΘΕ ΝΑ ΓΕΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ,
ΣΤΑ ΤΑΡΑΓΜΕΝΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΘΕ ΝΑ ΠΝΙΞΟΥΝ,
ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ ΣΤΑ ΤΑΡΤΑΡΑ ΘΑ ΡΙΞΟΥΝ.
ΑΣ ΑΝΑΠΑΥΣΕΙ Ο ΠΟΝΟΨΥΧΟΣ ΘΕΟΣ,
ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ, ΠΟΥ ΜΕ ΤΟΣΟ ΠΟΝΟ ΦΥΓΑΝ,
ΝΑ ΑΠΟΤΑΞΕΙ ΤΟ ΚΑΚΟ, ΤΗΝ ΛΥΠΗ ΤΗΝ ΑΝΕΙΠΩΤΗ
ΚΑΙ ΛΥΤΡΩΜΟ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΕΚΕΙ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΟΠΟΥ ΠΗΓΑΝ …
Α.Α.
Οι νεκροί αδελφοί μας ήρωες.
(Ποίηση, λυρική και επική)
Του Αντώνη Αντωνά.
Αφιερωμένο τιμής ένεκεν στον ήρωα αδελφό μου, Χριστάκη Αντωνά και τους συμπολεμιστές του Έλληνες και Ελληνοκύπριους, που την ζωή τους πρόσφεραν αντίδωρο θυσίας, αλλά και αθανασίας.
Οι νεκροί μας αδελφοί ήρωες. Εσχάτη Ικεσία.
Η μέρα εσκοτείνιασε,
ολική έκλειψη ο ήλιος έχει..
Μαύροι καπνοί υψώνονται,
τους ουρανούς καλύπτουν.
Τα λεύτερα πουλιά τα θεόθρεφτα,
της Κύπρου, μαζί με τα περιστέρια,
μαυρισμένα, φοβισμένα φεύγουν.
Φεύγουν τα ειρηνικά άσπρα περιστέρια,
φεύγουν, φεύγουν τρομαγμένα.
Μαύρα κοράκια, νεκρικά, σαν χάροντες,
πετούν πια, στους ουρανούς μας μένουν,
μαζί με τα τουρκικά αεροπλάνα,
που βόμβες σε γυναικόπαιδα σπέρνουν.
Η νύχτα που φεγγαρόφωτη ήταν,
μ΄ολόγιομο λαμπρό φεγγάρι,
κακός οιωνός, έκλειψη είχε και αυτό.
Μαύρισ΄ η νύχτα, αβυσσαλέο σκότος,
χάθηκαν το φεγγάρι και τ΄ αστέρια.
Οι Κύπριοι ήρωες, όρθιοι τα τανκς,
με τα παλιά μαρτίνια πυροβολούν.
Τα τούρκικα τανκς τους κανονιοβολούν,
μ΄ αυτοί μένουν στις θέσεις τους ακλόνητοι,
που η πατρίδα, τους όρκισε, να υπερασπιστούν,
ποτέ μην κάνουν πίσω, οι ριζωμένοι βράχοι.
«Την πατρίδα ουκ ελάττω παραδόσω»,
ορκιστήκανε και τον όρκο τον τιμήσανε.
Πληγωμένα κατακαμένα, τα ουρανόφταστα,
παλληκάρια, πεισματικά όρθια συνεχίζουν νάναι.
Ηρωικά να πολεμούν, τα τιμημένα,
σκαλοπάτια ανεβαίνοντας της λευτεριάς.
Από τα τανκς περικυκλώθηκαν,
αλλά ποτέ δεν παραδόθηκαν.
Και όταν η μοιραία στιγμή,
αναπάντεχα έρχεται,
με οδύνη την τελευταία πνοή,
αρχίζουν να αφήνουν.
Τους Τούρκους δεν μπορούν
πιά μ΄ αυτοθυσία να πολεμούν.
Κάποιοι τους εγκατέλειψαν.
Σφαίρες άλλες δεν έχουν,
μία μόνο, για τον εαυτό τους φύλαξαν…
Ψυχομαχούν, ικετεύουν και προσεύχονται,
δεν θέλουν για να φύγουν,
τους Τούρκους θε΄ να πολεμούν.
Βοήθεια για νάρθει, μάταια προσδοκούν!
Πέφτουν κορμιά λεβέντικα, αιματοβρεγμένα,
με τα χώματα, τα ιερά της Κύπρου σμίγουν.
Η τιμημένη δόξα, με τον χάροντα,
χέρι – χέρι, για τα πάνθεα ουράνια, ωδεύουν…
Αγιάζεται το αίμα τους,
τα λεβεντοκορμιά τους,
τα πολεμοκαπνισμένα,
που μυροφόρες νύφες τ΄ αλείψανε,
έτοιμα στην αθανασία,
στον παράδεισο να παν.
Με μύρα αθάνατα της θεάς,
Κύπριδας Αφροδίτης καμωμένα.
Σε κύπελλο, απ΄ του Τρόοδους,
το χρυσόδενδρο, την Λατζιά*,
τα χρυσοπράσινα φύλλα καμωμένο.
Απ΄ της Κερύνειας τα γιασεμιά,
τα μοσχομυρισμένα ρόδα.
Της Μόρφου τους λεμονανθούς,
των κυκλάμινων, των γλαδιόλων.
Του Πενταδάκτυλου του Διγενή
Ακρίτα, θρυλικού βουνού, απόσταγμα,
αγριολούλουδων, ανεμώνων,
γλιστροκουμαριάς, δάφνης, άλλιου,
της άνθεμις, του κρόκου της Αφροδίτης.
Των λυγερόκορμων κυπαρισσιών
του Κυπαρισσόβουνου τ΄ άρωμα,
Της Μεσαρκάς τα φούλια,
των μεθυστικών νυχτολούλουδων,
της ζουλατζιάς, της αροδάφνης.
Της Αμμοχώστου το θαλασσινό,
άρωμα της Σαλαμίνας,
με την χρυσή την άμμο.
Του Καρπασιού του θυμαρίσιου,
του χαμομηλιού άρωμα,
αιώνιο κράμα μύρου αθανασίας.
Νεκρά τα σώματα τα ιερά,
όχι νεκρές οι ψυχές τους,
πλανώνται μέχρι σήμερα,
σαν άσβεστοι κομήτες πεντάχρυσοι,
πάνω απ΄ της Κύπρου τ΄ άπειρο,
του ολόφωτου ξάστερου ουρανού.
Σαν λαμπάδες με ιερή φλόγα Αγίου Φωτός,
μετέωρα κρεμασμένες στον θόλο,
του Αποστόλου Ανδρέα, της σκλαβωμένης,
Αγίας Καρπασίας, πολιορκημένη εκκλησιά.
Το πνεύμα τους, αγέρηδες δυνατούς,
μελτέμια θα σηκώσει, σίφουνας,
καταιγίδα, θα γενεί κάποια στιγμή,
τους Τούρκους ν΄ αποδιώξει.
Η Κύπρος, τα μαύρα σύννεφα,
σκλαβιάς σύντομα θα τα σπρώξει…
Τιμημένα και ένδοξα νέα μας παλληκαριά,
που την ζωή σας δώσατε στην ηρωική πατρίδα…
Αυτή η μικρή Κύπρος σας, η πολύπαθη,
αλλά ηρωική και περήφανη,
πάντα θα σας θυμάται,
θα σας ευγνωμονεί,
που με το αίμα σας το ιερό,
το αίμα της υπέρτατης θυσίας,
την γη της την ποτίσατε,
αθάνατη έγινε, αγίασμα την βρέχει.
Νέα βλαστάρια αναγέννησης,
φυτρώνουν παλληκάρια,
της δικής σας αυτοθυσίας,
τιμής κι΄ ευψυχίας.
Ούριοι άνεμοι ελευθερίας, στη Κύπρο,
θα φυσήξουν, τα μαύρα σύννεφα,
και τους κατακτητές, θε΄ ν’ αποτραβήξουν.
Τα λευκά ειρηνικά περιστέρια πάλι,
τον ουρανό της Κύπρου θε΄ να πλημυρίσουν.
Ω! νεκροί μας, τιμημένοι ένδοξοι αδελφοί,
δικά μας αδέλφια, ηρωικά παλληκάρια…
Αιωνία σας η μνήμη…
Α.Α.
Οι ήρωες.
Μέσα σε βόλια και οβίδων κρότους,
έπεσαν τα νιάτα μες στον ανθό τους.
Πάνε λεβέντες πάνε κορμιά,
κι άγνωστα τα θάψαν στην ερημιά.
Κανείς δεν ξέρει που τα΄χουν θάψει,
κανείς δεν πήγε για να κλάψει
κανείς δεν έκαψε γι΄ αυτά λιβάνι,
κανείς δεν έμπλεξε γι΄ αυτά στεφάνι.
Ανώνυμ΄ ήρωες άγνωστοι τάφοι,
κανένας όνομα σ αυτούς δε γράφει,
μήτε το χώμα τους φιλούνε χείλη,
σταυρό δεν έχουνε μήτε καντήλι.
Μόνο μιας κόρης μαργαριτάρια,
κυλούν σε τάφους που κάποια μέρα,
θα γίνουν κόσμου προσκυνητάρια,
και φάροι Νίκης για μια μητέρα ….
Γ. Σουρρή.
Καρτερούμεν μέραν νύχταν
να φυσήσει ένας αέρας
στουν τον τόπον πο `ν καμένος
τζι’ εν θωρεί ποτέ δροσιάν
Για να φέξει καρτερούμεν
το φως τζιήνης της μέρας
πο `ν να φέρει στον καθ’ έναν
τζιαι δροσιάν τζαι ποσπασιάν
Του Δ. Λιπέρτη.
ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΥΠΡΙΟΥΣ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΙΤΕΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΠΕΣΟΝΤΕΣ, ΠΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΑΝ ΤΟ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΑΙΜΑ, ΤΟΥΣ ΩΣ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΔΩΡΟ, ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ.
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΙ ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΤΑ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΒΑΡΝΑΒΑ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΑ.
ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΤΙΜΗΜΕΝΟΥΣ ΧΑΡΟΚΑΜΕΝΟΥΣ ΜΑΣ ΓΟΝΕΙΣ, ΕΛΛΑΔΙΤΕΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΥΠΡΙΟΥΣ, ΠΟΥ ΕΦΥΓΑΝ ΝΩΡΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΗΡΩΩΝ.
ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ.
Του Αντώνη Αντωνά, αδελφού εθνομάρτυρα.
Δημοτικό Σχολείο Πάφου «Ευαγόρας Παλληκαρίδης», τα δικά μας ποιήματα Τμήμα: Στ 3 Σχολική χρονιά:
ΑπάντησηΔιαγραφή2 Μάνα που εσταυρώθηκες τζιαι έχασες τον γιο σου, ποσιερέτα τη Γιαλούσα σου τους τάφους των γονιών σου. Επήραν τον για ανάκριση, τάχα οι Τούρτζιοι είπαν. Μα άλλα είχασιν στον νουν τζιαι δεν στο μαρτυρήσαν. Στην γλάστραν η Βασιλιτζιά, η τριανταφυλλιά στον κήπον, εμείνασιν απότιστες, μαυρίσαν την ψυσιή σου. Ώρες πολλές περίμενες ν ακούσεις το όνομά του, που τζείνους που εστρέφουνταν που τα δόντια του βαρβάρου. Μα ν έκαμεν το ράδιο εσέναν τούντην χάρη, τον γιον σου έχασες τον ποιον τίποτε εν σε βαστάει. Σηκώστου θεία Ευτυχού να πάμε εις την Χώρα, τώρα ποιον εσκοτείνιασεν, τα μάθκια σου βουρκόσαν. Σκλέρυνε την ψυσιή σου θκειά τζιαι να στραφούμε πίσω. Η γη τούτη εν Ελληνική, εν μεσα το παιδίν σου. Η Κύπρος θα λευτερωθεί γιατί ο Θεός το θέλει. Τσιούλου του κόσμου τα καλά, πίσω θα ξαναφέρει. Παπαγεωργίου Λουκάς
3 Θυμάται τότε η μάνα τον γιο της μικρό που του άλλαζε την πάνα να παίζει στην αλάνα. Μα τώρα δεν είναι εδώ τον έχουνε οι Τούρκοι, τον έχουνε νεκρό ή μήπως ζωντανό. Και καρτερεί η μάνα τον γιο της καρτερεί να γυρίσει πίσω μα αυτός δεν λέει να φανεί. «Αλέξανδρε, πού είσαι; σε φωνάζω εδώ καιρό στο πλευρό μου να γυρίσεις σε θέλω πίσω, για σένα ζω». Τσιακκούρη Νικολέτα Παφίτη Έλλη Φόβος και τρόμος κυριαρχεί στα μάτια μίας μάνας τον αντικρίζεις. Τον γιο της που χασε ή μήπως όχι; Πού να ναι το δικό της παιδί; Δεν μπορεί να σκεφτεί ούτε να συγκεντρωθεί σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά κανείς δεν ξέρει για αυτόν ειλικρινά. Γιαπάνης Φίλιππος Του Αλέξανδρου η μάνα περιμένει μάταια τόσα χρόνια το γιο της αναμένει. Μέρα με τη μέρα μεγαλώνει η απελπισία το μονάκριβο παιδί της περιμένει μ αγωνία. Θλίψη, πόνος και οργή τα συναισθήματα που ζει. Της πικραμένης μάνας η φωνή έχει γίνει πια κραυγή! Εθελοντής Φοίβος
4 Ο καημός και ο πόνος μου, απ τα δάκρυα μου κυλάνε κι η αγωνία μου κρυφή, μες την καρδιά μου τη νεκρή. Μέσα στο δρόμο περπατώ, με το γιο μου απόψε να βρεθώ. Να του πως πόσο πολύ τον αγαπώ και πως για κείνον μόνο ζω. Από το μοιρολόι μου δεν έμεινε ούτε δάκρυ, χρόνια και χρόνια αγωνιώ το πρόσωπο σου να ειδώ στου περβαζιού την άκρη. 40 χρόνια έχω να σε δω αγνοούμενό μου παιδάκι, έχω γεράσει τώρα πια και θέλω μόνο μια φορά, να σ αγκαλιάσω δυνατά. Παπαριστοδήμου Μαρία Η μάνα καθισμένη στην καρέκλα περιμένει το γιο της τον λεβέντη και πως τον περιμένει. Ζει το παιδί της; Είναι καλά; Ποιος θα της το πει; Μόνο ο χρόνος το μπορεί την αλήθεια να της πει. Και η μάνα μένει εκεί καθισμένη στο σκαμνί. Μακρής Χριστόδουλος Μάνα που έχασε παιδί άντρα και πατέρα δεν μπορεί να μην τους θυμηθεί κάθε στιγμή και μέρα. Κυλάει όμως η ζωή και η θλίψη μεγαλώνει θα δει ποτέ τον άντρα της τον γιο και τον πατέρα; Θα ακούσει πάλι τη φωνή θα νιώσει πάλι το φιλί και την καθημερινή ευχή: Αυγούλα καλημέρα; Τσιακκούρη Έλλη
5 Οι ώρες περνούν η μάνα τρομαγμένη, απάνω απ το ράδιο σκυμμένη, κουρασμένη. Καθημερινά χαμένος, ζει εγκλωβισμένος; Ο Αλέξανδρος έρχεται; Ποιος ξέρει; Η μάνα δεν αντέχει πια, είναι απελπισμένη! Ο πόνος την επηρεάζει και η μοναξιά την αγκαλιάζει. Βγάζοντας μια κραυγή, μοιράζεται η Γη! Κόκου Χρήστος Περιμένει η μάνα, η μάνα αναμένει. Καθισμένη στην πολυθρόνα, σκέφτεται η μάνα τρομαγμένη. Βάζει μια κραυγή και την ακούει όλη η γη. Κρατά την ψυχραιμία, μα νιώθει αγωνία! Κάνει μια ευχή, κι Τούρκοι κάνουν αλλαγή. Νομίζει πως είναι φαντασία, μα ζει μες την απελπισία! Είναι κουρασμένη, αλλά συνεχίζει απελπισμένη. Το όνομα Αλεξανδρος αν ακούσει θα ζει ευτυχισμένη! Κόκου Ηλέκτρα Όλοι οι άνθρωποι έχουν αγωνία τι θα γίνει και πονάνε όταν βλέπουν σιωπή θέλουν να φωνάξουν με μια φωνή ειρήνη ειρήνη να γίνει. Ο κόσμος είναι απεγνωσμένος και βγάζει μια κραυγή. Όχι, άλλοι πόλεμοι και σκοτωμοί. Χαραλάμπους Χαράλαμπος Τον έστειλε, τον έχασε στον πόλεμο τον γιο της, σαράντα χρόνια πέρασαν. Σαράντα χρόνια περιμένει, περιμένει και μένει στην καρέκλα της, να ακούει, τους αιχμάλωτους, μα πουθενά ο γιος της, το μαύρο χρώμα σκέπασε τη ψυχή της. Χαλκίδης Αντρέας