Oι στρατιωτικές προετοιμασίες του Ρωμανού καί η φήμη γιά τήν ανδρεία του, έπεισαν τόν Αλπ Αρσλάν ότι δέν θά ήταν συνετό νά αναμετρηθεί μέ τόν αυτοκρατορικό στρατό σέ μάχη εκ παρατάξεως, γι' αυτό οπισθοχώρησε πρός τό εσωτερικό της Ιβηρίας. Έδωσε όμως εντολή σέ δύο μοίρες ιππικού νά εφορμούν σέ κατάλληλες περιστάσεις πρός τό εσωτερικό της μικρασιατικής ενδοχώρας καί σέ συνδυασμό μέ τούς Σαρακηνούς, νά προκαλούν σύγχυση στόν αργοκίνητο Ελληνικό στρατό. Βλέποντας ο Βασιλέας τήν απροθυμία του σουλτάνου γιά μάχη, κατευθύνθηκε πρός τήν ορεινή περιοχή του θέματος του Λυκανδού της Καππαδοκίας, ώστε νά αναπαύσει τό στράτευμα κατά τούς θερινούς μήνες καί νά εκστρατεύσει από εκεί κατά των Σελτζούκων της περιοχής του Χαλεπίου πού ερήμωναν τήν Κιλικία καί τήν Βόρεια Συρία.
Τόν Σεπτέμβιο του έτους 1068 ομάδα Τούρκων επιδρομέων εισέβαλε καί κατέστρεψε εντελώς αιφνιδιαστικά τή Νεοκαισάρεια του Πόντου. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης στό παρακάτω απόσπασμα μας περιγράφει αναλυτικά τό περιστατικό.
Σύμφωνα λοιπόν μέ αυτή τήν περιγραφή του Ατταλειάτη πού συνόδευε τόν Αυτοκράτορα, οι Τούρκοι αποσύρονταν μέσα από τά εδάφη της Αυτοκρατορίας μέ αργό ρυθμό καί έφεραν μαζί τους πλούσια λεία σέ λάφυρα καί αιχμαλώτους. Ο Ρωμανός μόλις τό πληροφορήθηκε πήρε μαζί του ελαφρύ ιππικό καί κάνοντας μία ξέφρενη πορεία μέσα από ορεινά μονοπάτια, έφτασε ύστερα από οκτώ ημέρες τούς επιδρομείς καί κατέπεσε πάνω τους. Οι εχθροί αιφνιδιάστηκαν καί κατεσφάγησαν ενώ οι αιχμάλωτοι ελευθερώθηκαν καί ο γενναίος αυτοκράτορας επανέκαμψε στήν Σεβάστεια τήν πρώτη Οκτωβρίου 1068.
Τό Νοέμβριο τό στράτευμα των Βυζαντινών προσέγγισε τήν Ιεράπολη, σημαντική εμπορική πόλη στό δρόμο πού συνέδεε τήν Αντιόχεια καί τήν Έδεσσα (Ούρφα) μέ τό Χαλέπιον. Η φρουρά καί οι κάτοικοι της πόλης τήν εγκατέλειψαν έντρομοι, παρέμεινε όμως υπό τόν έλεγχο των Σαρακηνών η Ακροπόλη η οποία περιστειχίζοταν από πελώρια τείχη. Ο Ρωμανός δέν επιθυμούσε τήν παράταση της πολιορκίας καί ύστερα από διαπραγματεύσεις μέ τούς πολιορκημένους, τίς οποίες εκ μέρους των Βυζαντινών τίς διεξήγαγε ο Σύρος χριστιανός Πέτρος Λιβέλλιος, αποφασίστηκε οι Σαρακηνοί νά αποχωρήσουν μέ τίς οικογένειές τους καί τά υπάρχοντά τους. Στό μεταξύ, στά περίχωρα της Ιεραπόλεως βρίσκονταν στρατοπεδευμένα δύο τάγματα του Βυζαντινού στρατού, γιά νά επιτηρούν τήν περιοχή. Εναντίον τους επιτέθηκαν οι Σαρακηνοί του εμίρη Μαχμούτ του Χαλεπίου καί οι Σελτζούκοι του Αμέρ Ταχάς. Οι Ρωμηοί στρατιώτες συνετρίβησαν καί κατεσφάγησαν χωρίς νά σημειώσουν αξιόλογη αντίσταση, κατί πού επιβεβαιώνει ότι ο βυζαντινός στρατός δέν είχε προλάβει νά γίνει αξιόλογη δύναμη ενώ του έλλειπε τό ηθικό καί η ψυχολογία εν τη απουσία του ίδιου του αυτοκράτορα.
Ο Ρωμανός, λυπημένος αλλά καί εξοργισμένος από τήν συντριβή των δύο ταγμάτων, επανήλθε στό, εκτός των τειχών της Ιεραπόλεως, στρατόπεδο. Τό κλίμα ηττοπάθειας είχε κλονίσει τό βυζαντινό στράτευμα καί μόνο τό τάγμα των Καππαδοκών, των καλύτερων μαχητών της αυτοκρατορίας, καί τό πιό πιστό στόν Καππαδόκη ηγέτη τους, ήταν ετοιμοπόλεμο καί μέ υψηλό ηθικό. Οι ώρες ήταν κρίσιμες διότι Άραβες καί Τούρκοι είχαν περικυκλώσει τό Ελληνικό στρατόπεδο καί κάλπαζαν δαιμονισμένα γύρω από αυτό, επιδεικνύοντας τά κομμένα κεφάλια των στρατιωτών πού είχαν σκοτωθεί στήν τελευταία μάχη. Ο ατρόμητος αυτοκράτορας δέν τά έχασε ούτε στιγμή, καί αμέσως άρχισε νά καταστρώνει τό σχέδιο επίθεσης. Γνώριζε πού καλά ότι ο αιφνιδιασμός ήταν η μόνη διέξοδος καί όταν οι άνδρες του είχαν τόν ίδιο επικεφαλής, νά μάχεται σάν απλός στρατιώτης, αγωνίζονταν μέ ορμή καί αποφασιστικότητα.
Όταν λοιπόν τελείωσαν οι προετοιμασίες, χωρίς βούκινα καί σάλπιγγες, άνοιξαν οι πύλες του στρατοπέδου καί εξήλθε πρώτο τό ιππικό, σχηματίζοντας μέ τούς κατάφρακτους ιππείς τρείς φάλαγγες. Επικεφαλής της μεσαίας, ήταν όπως πάντα ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Αμέσως μετά ακολουθούσε τό πεζικό. Ηταν 20 Νοεμβρίου του σωτήριου έτους 1068. Σύσσωμο τό στράτευμα κινήθηκε πρός τά εμπρός. Άστραψαν κάτω από τόν εκτυφλωτικό ήλιο οι αλυσιδωτοί θώρακες, οι περικεφαλαίες καί οι αιχμές των δοράτων. Η κατάφρακτη μάζα των Βυζαντινών ιπποτών σάν έμβολο εισχώρησε βαθιά στήν παράταξη των Αράβων καί των Τούρκων. Τά σώματα των εχθρών έπεφταν σάν τά στάχυα καί η σφαδάζουσα μάζα τους τράπηκε σέ άτακτη φυγή. Επακολούθησε μανιώδης καταδίωξη καί χιλιάδες νεκροί σωριάζονταν στό έδαφος. Ξαφνικά ο Ρωμανός διέταξε τήν διακοπή της καταδίωξης καί τήν επιστροφή στό στρατόπεδο, φοβούμενος αιφνιδιαστική αντεπίθεση. Μέ δεδομένη τήν αμφιλεγόμενη μαχητική αξία των στρατιωτών του ίσως νά είχε δίκηο γι'αυτή του τήν απόφαση, αλλά δέχτηκε έντονες επικρίσεις από εχθρούς καί φίλους, καί δυστυχώς είχε πολλούς εχθρούς καί μέσα στό στράτευμα καί στήν Βασιλεύουσα. Ενας από αυτούς ήταν ο Ανδρόνικος Δούκας, γιός του Ιωάννη Δούκα ο οποίος ήταν ένας από τούς στρατηγούς πού είχε μαζί του ο Ρωμανός καί ο οποίος δούλευε γιά τον Ψελλό καί υπέσκαπτε αθόρυβα τό έδαφος κάτω από τά πόδια του Αυτοκράτορα.
Στήν συνέχεια ο Διογένης εγκατέστησε ισχυρή φρουρά στήν Ιεράπολη, ενώ προέβη στόν εποικισμό της μέ Αρμένιους καί Έλληνες. Ο στόχος του ήταν νά δημιουργήσει μία ζώνη ασφαλείας στή βυζαντινοσυριακή μεθόριο, ώστε νά παρεμποδίζει διειδύσεις εχθρικών στρατευμάτων πρός τό εσωτερικό της Αυτοκρατορίας. Δέν τά κατάφερε διότι οι παρενοχλήσεις από τό ευέλικτο καί ταχύ αραβικό ιππικό ήσαν συνεχείς. Έτσι αφού κατέλαβε τό ισχυρό οχυρό Αρτάχ κατευθύνθηκε βορειοδυτικά πρός τήν Αλεξανδρέττα (Ισκεντερούμ), περνώντας μέσα από τό δύσβατο ορεινό πέρασμα του Αμανού όρους πού διαχωρίζει τήν Συρία καί τήν Κιλικία. Από τήν Αλεξανδρέττα κινήθηκε βόρεια καί διήλθε από τό μοναδικό πέρασμα της οροσειράς του Ταύρου της Κιλικίας, γνωστό ως Κιλίκιαι Πύλαι μέ προορισμό τήν Καππαδοκία. Από τήν πορεία αυτή πού έγινε τό μήνα Δεκέμβριο του 1068, εξαιτίας του ψύχους καί των γκρεμών χάθηκαν αρκετοί στρατιώτες καί κινδύνεψε νά σκοτωθεί καί ο ίδιος ο ιστορικός Ατταλειάτης.
Κατά τό διάστημα πoύ ο Ρωμανός είχε εμπλακεί στίς πολεμικές επιχείρησεις κατά των Αράβων στήν βόρεια Συρία, οι Τούρκοι δέν έχασαν τόν καιρό τους καί εισέβαλαν στήν περιοχή της Μελιτηνής (Μαλάτιας) καταστρέφοντας τήν ενδοχώρα. Ο διοικητής των δυνάμεων αυτής της περιοχής, ονόματι Αυσινάλιος, ήταν ανίκανος καί άτολμος. Δεδομένου καί του χαμηλού ηθικού του βυζαντινού στρατού, ο οποίος δέν μαχόταν μέ αποφασιστικότητα όταν δέν ηγείτω ο ίδιος ο αυτοκράτορας, τά στρατεύματα πoύ στάθμευαν στήν Μελιτηνή άφηναν ανενόχλητους τους Τούρκους ιππείς νά λεηλατούν καί τελικά νά καταλάβουν καί τή σημαντική πόλη του Αμορίου. Ο πληθυσμός της πόλεως αυτής σφαγιάστηκε ανηλεώς καί τότε μόνο ο βυζαντινός διοικητής στράφηκε κατά των εισβολέων. Αλλά επειδή όπως μνημονεύει καί ο Σκυλίτζης "βέλτιον λέοντα άρχειν ελάφων ήπερ λεόντων έλαφον" οι Ρωμηοί στρατιώτες κατετροπώθηκαν στή διάβαση του Τζαμανδού, από υποδεέστερες εχθρικές δυνάμεις καί υποχώρησαν έντρομοι. Ο Ρωμανός απογοητευμένος από τήν ανεπάρκεια των διοικητών του επέστρεψε στή Βασιλεύουσα, τόν Ιανουάριο του 1069.
O Έλληνας Βασιλέας χωρίς νά πετύχει κάποια αποφασιστική νίκη, κατάφερε νά αναχαιτίσει μερικώς τήν ορμή των Σαρακηνών καί των Σελτζούκων. Σέ όσες μάχες προΐστατο ο ίδιος οι εχθροί τρέπονταν σέ φυγή, ενώ η κατάληψη των πόλεων της Ιεραπόλεως καί του Αρτάχ έφεραν κάποια ανακούφιση στούς κατοίκους της Κιλικίας καί της Αντιοχείας. Η επιστροφή του στήν Κωνσταντινούπολη συνοδεύτηκε από αλλαζονική συμπεριφορά εκ μέρους του εναντίον της ηγεσίας του Πολιτικού Κόμματος καί της συζύγου του Ευδοκίας. Απασχολήθηκε μέ τά διοικητικά θέματα του κράτους γιά δύο μήνες, αλλά οι ακούραστοι Σελτζούκοι επανέλαβαν τίς επιδρομές τους στήν Ανατολία, μέ συνέπεια, όπως αναφέρει στό παρακάτω εδάφιο ο Ψελλός, ο Ρωμανός νά ετοιμαστεί γιά νέα εκστρατεία.
Αναχωρεί λοιπόν ο Αυτοκράτορας από τήν Πρωτεύουσα τόν Απρίλιο του 1069, έχοντας επιπλέον νά αντιμετωπίσει καί τήν ανταρσία του μισθοφόρου Νορμανδού Κρισπίνου, ο οποίος στασίασε καί άρχισε νά ληστεύει τούς φοροεισπράκτορες καί τούς κατοίκους του θέματος των Αρμενιακών. Ο Ρωμανός διέπλευσε τήν Προποντίδα καί κατευθύνθηκε πρός τό Δορυλαίον (Εσκί Σεχίρ). Στή νέα εκστρατεία συμμετείχε ο Ατταλειάτης καί σύμφωνα μέ τήν παραπάνω περιγραφή καί ο Ψελλός. Έφθασε στήν πολύπαθη πρωτεύουσα της Καππαδοκίας, τήν Καισάρεια, καί κατόπιν στήν Λάρισσα. Εκεί πληροφορήθηκε ότι οι Τούρκοι ερήμωναν τήν χώρα καί απέστειλε εναντίον τους μία προφυλακή η οποία συνετρίβη. Ακολούθησε ο Ρωμανός επικεφαλής της κύριας στρατιάς. Οι εχθροί όμως συνεχώς παραμόνευαν, κάτι πού η μορφολογία των οροπεδίων καί των μικρών λόφων της Καππαδοκίας τό επιτρέπει, καί αργά τό βράδυ περικύκλωσαν τούς Ρωμηούς στρατιώτες οι οποίοι ταλαιπωρημένοι από τήν πεζοπορία είχαν στρατοποδεύσει καί ξεκουράζονταν. Ενώ πάλι επακολούθησε πανικός στό Βυζαντινό στρατόπεδο, ο ψύχραιμος ηγέτης της Ρωμηοσύνης διέταξε επίθεση. Ο κάμπος δονήθηκε από τίς οπλές του κατάφρακτου Ελληνικού ιππικού καί τό ποδοβολητό των ταγμάτων του πεζικού. Η μάχη ήταν σκληρή καί μέ απώλειες αμφοτέρων των παρατάξεων. Οι Σελτζούκοι πάντα μηχανεύονταν τό ίδιο τέχνασμα. Έκαναν ότι υποχωρούσαν, τούς ακολουθούσαν αυτοκρατορικά τμήματα καί όταν η αργοκίνητη Βυζαντινή στρατιά διεσπάτω έκαναν μεταβολή καί μέ ενισχύσεις πού εμφανιζόταν από τό πουθενά έκαναν αντεπίθεση. Έτσι έγινε καί σέ αυτή τήν μάχη οι Βυζαντινοί όμως, χάρις τήν βοήθεια των μισθοφόρων Φράγγων (Γερμανών καί Νορμανδών) κατάφεραν νά αποκρούσουν καί νά απωθήσουν τούς εχθρούς.
Ακολούθησε σύσκεψη στήν οποία ο Ρωμανός πρότεινε νά τερματίσουν τήν εκστρατεία, αφού η Καππαδοκία είχε εκκενωθεί πλήρως από τούς επιδρομείς, καί μόνο ο Ατταλειάτης διεφώνησε καί πρότεινε στόν Αυτοκράτορα νά κτυπήσουν σέ εχθρικό έδαφος, προκειμένου νά πληγούν καίρια τά ορμητήρια των εισβολέων. Σάν τέτοιο προτάθηκε τό Χλιάτ της Αρμενίας, πλησίον της λίμνης Βάν. Στόν Ρωμανό προκάλεσε εντύπωση η πρόταση του Ατταλειάτη καί ανήγγειλε στούς στρατιώτες του ότι η εκστρατεία θά συνεχιζόταν. Αφού διέβη τόν Ευφράτη, έφθασε στήν Ρωμανόπολη του θέματος της Μεσοποταμίας καί εισήλθε στίς εκεί ορεινές διαβάσεις. Στό σημείο αυτό έκανε τό μοιραίο λάθος νά διχοτομήσει τή στρατιά σέ δύο μέρη από 15000 άνδρες τό καθένα. Στό πρώτο μέρος έδωσε τήν αρχηγία στόν Αρμένιο Φιλάρετο καί μέ τό υπόλοιπο ακολούθησε ο ίδιος. Ο Φιλάρετος, γνώστης της περιοχής θά προπορεύοταν γιά νά αιφνιδιάσει τό Χλιάτ καί θά ερχόταν ως επικουρία ο Ρωμανός. Ομως ο Βυζαντινός στρατός δέν είχε τό ίδιο αγωνιστικό φρόνημα, όταν δέν διοικούσε ο ίδιος ο Βασιλέας καί παρά τήν αριθμητική του υπεροχή τό στράτευμα του Φιλάρετου συνετρίβη καί υποχώρησε άτακτα πρός τό μέρος πού ερχόταν ο Ρωμανός, ο οποίος περισυνέλλεξε τούς φυγάδες. Έτσι ματαιώθηκε άδοξα η εκστρατεία πρός τήν Αρμενία, καί σάν νά μήν έφτανε αυτό οι Τούρκοι ξεχύθηκαν πάλι πρός τήν Καππαδοκία συνεχίζοντας τό καταστρεπτικό τους έργο. Ο στρατός χωρίς τόν Ρωμανό δέν πολεμούσε. Δέν είχε απαλλαγεί από τό σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι των Τούρκων, πού είχε καλλιεργηθεί μετά τίς αλλεπάλληλες ήττες πού υπέστη τήν περίοδο του ανίκανου Κωνσταντίνου Ι' Δούκα (1059-1067).
Οι Τούρκοι ανενόχλητοι κατέλαβαν τήν πρωτεύουσα της Λυκαονίας, Ικόνιο τήν λεηλάτησαν, σφαγίασαν τόν πληθυσμό της καί αποχώρησαν μέ κατεύθυνση τό Χαλέπιον μή πλήθος από λάφυρα καί αιχμαλώτους, ενώ ο αυτοκρατορικός στρατός ακολουθώντας τήν διαδρομή δια μέσου των θεμάτων της Κολωνείας, Αρμενιακών, Σεβάστειας, Καισάρειας τούς κατεδίωκε. Παράλληλε ειδοποίησε τά Αρμενικά τάγματα του γενναίου Δούκα της Αντιοχείας Χατατούριο, ότι καταφθάνει ο εχθρός. Οι Αρμένιοι φύλακες των διαβάσεων της Σελεύκειας (Ισαυρίας) έστησαν ένεδρα στούς Σελτζούκους καί κυριολεκτικά τούς αποδεκάτισαν. Στό τέλος του 1069, ο Ρωμανός επέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη, τερματίζοντας μία ακόμα εκστρατεία.
Μετά από τόσες λυσσαλέες αναμετρήσεις τό Ελληνικό κράτος δέν είχε καταφέρει νά απαλλαγεί από τούς Τούρκους εισβολείς, αλλά ούτε αυτοί είχαν καταφέρει κάποιο μοιραίο κτύπημα εναντίον του. Σύμφωνα μέ τόν Ψελλό: "Εγεγόνει δέ ουσ' ο δεύτερος αυτώ πόλεμος έχων τι του προτέρου πλέον, αλλ'εν ίση τη στάθμη καί πάντη ισόρροπος ει δέ κατά μυρίους μέν ημείς πίπτοιμεν, δύο δέ ή τρείς αλοίεν πολέμιοι, ου νενικήμεθα, καί πολύς εφ'ημίν κατά των βαρβάρων ο κρότος".
Στό μεταξύ στήν Βασιλεύουσα οι σχέσεις του Ρωμανού μέ τούς αριστοκράτες καί τούς αυλικούς χειροτέρευε ημέρα μέ τήν ημέρα. O Kαππαδόκης Βασιλέας δέν ακολούθησε τήν τακτική τού Βασιλείου του Β' νά απαλλαγεί τελείως από τά παράσιτα πού έτρωγαν τό σώμα της αυτοκρατορίας καί νά δυναμώσει τήν θέση του στόν θρόνο, κάτι πού θά τό πλήρωνε στή συνέχεια ακριβά ο ίδιος αλλά καί η Ρωμηοσύνη ολάκερη. Τό τρίτο έτος της βασιλείας του (1070), ο Διογένης παρέμεινε στήν Θεοφύλακτη καί ανέθεσε στό νεαρό Μανουήλ Κομνηνό τήν καθιερωμένη κατά των Τούρκων καί Αράβων εκστρατεία. Ο Μανουήλ ήταν ο ανηψιός του πρώην αυτοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού (1057-1059), καί αδελφός του μετέπειτα αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού (1081-1118). Οι Κομνηνοί ήταν μία εξέχουσα στρατιωτική οικογένεια καί κατάγονταν από τήν Κασταμονή της Παφλαγονίας. Ο γενναίος καί νεότατος Μανουήλ αναχώρησε γιά τό ανατολικό μέτωπο καί σάν κέντρο των επιχειρήσεων κατέστησε τήν Καισάρεια, δεύτερη γραμμή αμύνης τήν Μελιτηνή καί τρίτη γραμμή τό πέρασμα του Τζαμανδού. Η σύνεση καί η ευφυΐα του νεαρού στρατηγού, καθώς καί οι στρατιωτικές του νίκες κατέπληξαν τούς πάντες καί σύντομα κέρδισε τήν αγάπη καί τήν εκτίμηση όλων, όπως βεβαιώνουν οι ιστορικοί Σκυλίτζης, Ζωναράς καί Ατταλειάτης.
Στό μεταξύ ο Αλπ Αρσλάν, ο ηγέτης των βαρβάρων εισβολέων καί ταυτόχρονα μία έξοχη στρατιωτική προσωπικότητα, τό έτος 1070, πραγματοποίησε μία επιχείρηση αστραπή, καί κατέλαβε τό Χαλέπι του ανεξάρτητου ηγεμόνα Μαχμούτ, χωρίς αντίσταση. Ετσι τώρα πίεζε την Αυτοκρατορία καί από τά νότια καί από τά ανατολικά. Στό εσωτερικό της Ανατολίας εξαπέλυσε τίς ορδές του, υπό τήν ηγεσία του νάνου πρίγκηπα Χρυσόσκουλου (κατά τόν χρονικογράφο Νικηφόρο Βρυέννιο). Καί ενώ ο Μανουήλ αντιμετώπιζε μέ επιτυχία καί άνεση τίς ίλες του εχθρικού ιππικού, ο Ρωμανός διέπραξε μία εγκληματική καί μοιραία ενέργεια. Εστειλε χρυσόβουλο στόν Μανουήλ, διατάζοντάς τον νά αποσπάσει 10000 μαχητές από τήν στρατιά του καί νά τούς αποστείλει στήν Ιεράπολη της Συρίας πού απειλούνταν από τούς Σελτζούκους. Σέ αυτή τήν ενέργεια οι Βυζαντινοί ιστορικοί απέδωσαν δόλο στόν Αυτοκράτορα, κάτι πού μπορεί νά αφμισβητηθεί γιά τό λόγο ότι ο Ρωμανός συνήθιζε νά διασπά τό στρατό του. Οι εχθροί αμέσως μόλις αποδυναμώθηκε η δύναμη του Κομνηνού, επιτέθηκαν καί τόν κατενίκησαν στήν περιοχή της Σεβάστειας, ενώ πιάστηκε αιχμάλωτος ο ίδιος καί οι αξιωματικοί Μιχαήλ Ταρωνίτης καί Νικηφόρος Μελισσηνός. Μετά από αυτή τήν ήττα επαναλήφθηκε τό σενάριο των προηγούμενων ετών. Οι Τούρκοι έφιπποι διέσχισαν ως πύρινη λαίλαπα τό οροπέδιο της Καππαδοκίας, δηώνοντας καί καταστρέφοντας πόλεις καί χωριά ενώ κατέλαβαν καί τίς Χωνές (Αρχαίες Κολοσσές) γενέτειρα του ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη.
Ο σουλτάνος εκμεταλευόμενος τίς ευνοϊκές συγκυρίες, δέν άφησε χρονικά περιθώρια γιά ανάπαυλα στό Ρωμανό. Τόν Δεκέμβριο του 1070 εξαπέλυσε τούς ταχύτατους ιππείς του καί κατέλαβε τίς πόλεις Μάντζικερτ καί Άρτσε της Αρμενίας. Σύμφωνα μέ τόν Ψελλό: "ου γάρ ανίεσαν ούτοι υποφαινομένου του έαρος ληΐζοντες γήν των Ρωμαίων καί παμπληθεί κατατρέχοντες." Επόμενος στόχος του Αρσλάν ήταν η Έδεσσα (Ούρφα), αλλά ο Ρωμηός Βασιλέας είχε ήδη αποφασίσει νά κτυπήσει τόν εχθρό στά εδάφη του αντί νά τόν καταδιώκει σέ βυζαντινό έδαφος. Έτσι έθεσε σέ κίνηση τήν πολεμική του μηχανή, αφού προηγουμένως εξόρισε τόν άσπονδο εχθρό του, Καίσαρα Ιωάννη Δούκα στήν Βιθυνία. Ο Ρωμανός αφού πέρασε τήν Ελενόπολη, πόλη πρός τιμή της Αγίας Ελένης καί μητέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στάθμευσε πρώτα στή Μαλάγγεια καί μετά στό Δορύλαιο, όπου συγκέντρωνε σταδιακά τούς στρατιώτες πού θά τόν ακολουθούσαν. Διέσχισε τόν Σαγγάριο καί προκειμένου νά καταστήσει αξιόμαχη τήν στρατιά προέβη σέ εντατικές ασκήσεις, ώστε νά εξοικοιωθούν μεταξύ τους, οι πολυάριθμοι Νορμανδοί, Φράγκοι, Βαράγγοι, Χάζαροι, Κουμάνοι, Πατζινάκες, Βούλγαροι μισθοφόροι μέ τούς Έλληνες μαχητές.
Στίς αρχές Μαΐου 1071, έφθασε στήν Καισάρεια όπου συνεκάλεσε πολεμικό συμβούλιο. Εκεί ειπώθηκαν πολλά επιχειρήματα από στρατηγούς, γιά νά μήν διεκπεραιωθεί η εκστρατεία σέ εχθρικό έδαφος αλλά νά ακολουθήσουν τήν ίδια αμυντική τακτική πού ακολουθούσαν τά προηγούμενα έτη. Ο Ρωμανός όμως επέμενε νά προχωρήσουν, δεδομένου ότι η αμυντική τακτική των προηγούμενων ετών ήταν ατελέσφορη. Ο κύβος ερίφθη καί η στρατιά προχώρησε μέσω Σεβάστειας καί Κολωνείας πρός τήν Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), ενώ ο Βασιλέας ήλπιζε ότι αυτή η κίνηση θά ανάγκαζε τόν Τούρκο σουλτάνο νά έρθει σέ διαπραγματεύσεις πρός σύναψη συμφώνου ειρήνης. Στήν Θεοδοσιούπολη συγκεντρώθηκαν Ιβηρικά, Αρμενικά καί Συριακά τάγματα υπό τόν Νικηφόρο Βασιλάκη. Η συνολική δύναμη της στρατιάς ανήρχετω σέ 120.000 άνδρες μεταξύ των οποίων εκτός από μάχιμους, υπήρχαν μηχανικοί, οπλουργοί, εργάτες, ποιμένες, σιδηρουργοί, ξυλουργοί, αμαξηλάτες, νοσοκόμοι, σαγματοποιοί καί πολλοί άλλοι. Γιά τήν μεταφορά των τροφίμων χρησιμοποιήθηκαν χιλιάδες υποζύγια καί άμαξες. Αρχές Ιουνίου 1071, ατελείωτες φάλαγγες εκκινούν από τή Θεοδοσιούπολη μέ προορισμό τό Μαντζικέρτ καί τό Χλιάτ.
Ο Ρωμανός, όταν έφτασε μπροστά από τήν πόλη του Μαντζικέρτ, στίς 15 Αυγούστου, πάλι διέσπασε τή στρατιά του καί απέστειλε ως εμπροσθοφυλακή τό Νορμανδό Ρουσέλιο καί τόν Ίβηρα Τραχανειώτη γιά νά πολιορκήσουν καί νά καταλάβουν τό Χλιάτ. Η κίνηση αυτή του Ρωμανού, επικρίθηκε από πολλούς, διότι αποδυναμώνονταν η στρατιά του, ιδιαίτερα σέ καιρούς πού ο βυζαντινός στρατός δέν είχε υψηλό φρόνιμα καί ηθικό ενώ υπήρχε σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι των Μογγόλων εισβολέων ή σαυρομάτηδων, όπως αποκαλούσαν οι βυζαντινοί τούς Σελτζούκους. Η φρουρά του Χλιάτ, έντρομη απέστειλε αγγελιαφόρους στό στρατόπεδο του Αρσλάν στήν Ιεράπολη γιά νά του αναγγείλουν τό τρομερό νέο.
Ο Σουλτάνος αιφνιδιάστηκε από τήν έξοχη στρατηγική κίνηση του αντιπάλου του καί κατάλαβε ότι αν έχανε τά αρμενικά εδάφη, τή στιγμή πού αυτός ήταν στήν Συρία, θά διαλυόταν τελείως η δύναμή του, τό κύρος του καί τό κράτος του δέν θά είχε πλέον μέλλον. Η αντίδρασή του ήταν ακαριαία: έστειλε παντού ταχυδρόμους ζητώντας από τούς μουσουλμάνους της Βαγδάτης, του Ισπαχάν, τούς Κούρδους του Βορείου Ιράκ, τούς Μαμελούκους της Συριακής ερήμου, βοήθεια γιά ιερό πόλεμο (Τζιχάντ) κατά των απίστων. Αμέσως ξεκίνησε μία ξέφρενη πορεία γιά νά καλύψει τήν απόσταση πού τόν χώριζε από τά αυτοκρατορικά στρατεύματα, κατά τήν διάρκεια της οποίας έσκασαν από τήν εξάντληση πολλά άλογα. Στίς 20 Αυγούστου μέ ξαφνική έφοδο, ο Ρωμανός κατέλαβε τό Μαντζικέρτ ενώ τί ειρωνεία, τήν ίδια ώρα οι Ρουσέλιος καί Τραχανειώτης λιποτακτούσαν καί εγκατέλειπαν τόν άτυχο αυτοκράτορα, ο οποίος αγνοούσε τήν προδοσία τους. Η αριστοκρατία της πρωτεύουσας, φαίνεται ότι έκανε καλά τή δουλειά της, έχοντας πλέον ως μοναδικό σκοπό της, τήν εξόντωση όχι των εισβολέων αλλά εκείνου πού προσπαθούσε νά σώσει τήν πατρίδα του.
Στίς 21 Αυγούστου, ο ηγέτης της Ρωμηοσύνης, χωρίς νά γνωρίζει ότι ο δαιμόνιος σουλτάνος είχε καλύψει τήν τεράστια απόσταση από τήν Ιεράπολη μέχρι τό Χλιάτ, απέστειλε μοίρα ιππικού γά ανίχνευση, υπό τίς οδηγίες του Δούκα του Δυρραχίου (αρχαίας Επιδάμνου) Νικηφόρου Βρυέννιου. Αυτός δέχτηκε τήν επίθεση 28000 Τούρκων ιππέων καί ζήτησε επειγόντως βοήθεια, τήν οποία ο αυτοκράτορας δέν έστελνε διότι αγνοούσε ότι ήταν δυνατό νά είναι αντιμέτωπος μέ τόσο σημαντική εχθρική δύναμη, ενώ μάλιστα κατηγόρησε δημόσια τό Βρυέννιο ως δειλό καί ανίκανο. Επειδή οι εκλήσεις έρχονταν συνέχεια ο Ρωμανός έστειλε τό Νικηφόρο Βασιλάκιο, Δούκα Θεοδοσιουπόλεως γιά βοήθεια. Οι δύο άνδρες ένωσαν τίς δυνάμεις τους καί πραγματοποίησαν μία θυελλώση επέλαση κατά των Σελτζούκων, Σαρακηνών καί Κούρδων αντιπάλων τους μέχρι τό στρατόπεδο τους. Όμως προέκυψε ασυννενοησία καί ενώ ο Βασιλάκιος συνέχιζε τήν καταδίωξη, ο Βρυέννιος θεώρησε ότι ήταν ασύνετο νά συνεχίσει καί σταμάτησε. Έτσι ο γενναίος Βασιλάκιος πού είχε προσεγγίσει τό εχθρικό στρατόπεδο, δέχτηκε αντεπίθεση καί χάθηκαν καί οι τρείς χιλιάδες ιππείς πού τόν ακολουθούσαν ενώ ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος.
Ο Βρυέννιος επέστρεψε στό αυτοκρατορικό στρατόπεδο, τό οποίο εκείνο τό βράδυ περικυκλώθηκε από τούς εχθρούς. Σύμφωνα μέ τόν Ατταλειάτη, εκείνη τήν ασέληνη νύκτα κατέλαβε πανικός τούς στρατιώτες του στρατοπέδου, όταν μάλιστα οι εχθροί σάρωσαν τούς εκτός στρατοπέδου ευρισκόμενους αναρίθμητους εμπόρους, ζητιάνους, τσαρλατάνους, θεατρίνους, πόρνες κλπ. καθώς καί τούς βάρβαρους συμμάχους του Βασιλέα Πατζινάκες, Ούζους καί Κουμάνους. Τό επόμενο πρωΐ της 22ας Αυγούστου 1071, ο Ρωμανός σύμφωνα μέ τήν πάγια τακτική του, όταν βρισκόταν περικυκλωμένος, εξαπέλυσε ξαφνική έξοδο καί επίθεση κατά των Μουσουλμάνων. Εξερχόμενο τό πεζικό σχημάτισε τετράγωνα, μέσα στά οποία είχαν τοποθετηθεί τοξότες, οι οποίοι ενώ τόξευαν τούς ιππείς του εχθρού, οι ίδιοι προστατεύονταν από τίς ασπίδες του κατάφρακτου πεζικού καί τίς αιχμές των δοράτων. Παρά τήν αυτομόληση 2000 Ούζων πρός τούς Σελτζούκους ομοεθνείς τους, καί ενώ τά Βυζαντινά τετράγωνα δέχονταν τίς ορδές του μουσουλμανικού ιππικού τήν μία μετά τήν άλλη, τά αυτοκρατορικά βέλη σκόρπιζαν τόν θάνατο σέ ιππείς καί άλογα καί έτσι οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν μία περίλαμπρη νίκη. Αυτή η νίκη έδειξε ότι όταν ο αυτοκρατορικός στρατός πολεμούσε μέ οργάνωση, πειθαρχία καί στηρίζονταν στούς στρατιωτικούς κανόνες οι οποίοι επί αιώνες προστάτευαν τήν Αυτοκρατορία, ήταν ανίκητος.
Παρασκευή 26 Αυγούστου 1071, γράφεται η τελευταία πράξη του δράματος. Ο Ρωμανός αποφάσισε νά επιτεθεί στόν αντίπαλο παρατάσσοντας τήν στρατιά του, στήν άγονη πεδιάδα του Μαντζικέρτ, βορείως της λίμνης Βάν. Σύμφωνα μέ τήν πάγια Βυζαντινή τακτική, ο στρατός χωρίστηκε σέ δύο παράλληλες γραμμές, πού απείχαν η μία από τήν άλλη μερικές εκατοντάδες μέτρα. Η πρώτη γραμμή αποτελούσε τήν εμπροσθοφυλακή καί τό κέντρο της κατείχε ο ίδιος ο Βασιλέας μέ 15.000 επίλεκτα στρατεύματα. Από αυτούς 5000 ήταν η περίφημη αυτοκρατορική φρουρά πού αποτελείτω από 3000 κατάφρακτους ιππότες καί 2000 ιππείς, 4000 ήταν οι ξανθοί Σκανδιναβοί, πιό γνωστοί ως Βαράγγοι καί οι υπόλοιποι 6000 ήταν οι πιστοί στόν Αυτοκράτορα Καππαδόκες. Η αριστερή πτέρυγα περιελάμβανε Μακεδόνες, Θράκες, Θεσσαλούς καί Σλάβους, ενώ η δεξιά πτέρυγα Αρμενίους καί Ίβηρες. Η οπισθοφυλακή της δεύτερης γραμμής είχε τίς εφεδρείες καί περιελάμβανε Γερμανούς μισθοφόρους, Χαζάρους, Τούρκους, Γότθους από τήν Κριμαία, Αλανούς του Καυκάσου, Σύρους, Κουμάνους, Πατζινάκες καί μεγάλο μέρος της αριστοκρατίας της πρωτευούσης. Διοικητής της δεξιάς πτέρυγας ήταν ο Θεόδωρος Αλυάτης, στήν αριστερή πτέρυγα ο Νικηφόρος Βρυέννιος καί στήν οπισθοφυλακή ο Ανδρόνικος Δούκας, γιός του Ιωάννη Δούκα εκπροσώπου του Πολιτικού κόμματος καί της αριστοκρατίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Βλέπουμε ότι ο Αυτοκράτορας πολεμούσε στήν πρώτη γραμμή, εκθέτοντας τόν εαυτό του, ενώ ο Αλπ Αρσλάν είχε εγκατασταθεί στήν κορυφή ενός λόφου καί από εκεί κατηύθυνε τήν μάχη. Ενώ έχει φτάσει η ώρα μηδέν, οι Βυζαντινοί βλέπουν έκπληκτοι νά καταφθάνει αιφνιδίως στίς γραμμές τους τήν 10η πρωϊνή, πρεσβεία εκ μέρους του Σουλτάνου μέ προτάσεις γιά ειρήνη. Ακολούθησε πολεμικό συμβούλιο στό οποίο επικράτησαν δύο αντίθετες απόψεις καί έτσι ο Ρωμανός βρέθηκε στό τρομερό δίλημμα, νά δεχτεί έναν ειρηνικό συμβιβασμό μέ τόν Σουλτάνο ή νά ξεκινήσει τήν πολεμική σύρραξη.
Ο αγνός πολεμιστής αντί άλλης απάντησης, φόρεσε μία απλή στρατιωτική πανοπλία γύμνωσε τό ξίφος του καί κάλπασε πρός τά εμπρός, γιά νά συναντήσει τό πεπρωμένο πού κάποιο αόρατο χέρι είχε γράψει, καί τό οποίο είχε αποφασίσει ότι σέ λίγο θά τελείωναν όλα. Στίς δύο τό μεσημέρι η πελώρια αυτοκρατορική στρατιά εφορμούσε κατά του αντιπάλου. Η μάχη πού ακολούθησε ήταν σκληρή, ανθρώπινα κορμιά καί άλογα σωριάζονταν στό έδαφος, καί γύρω στις 7 τό απόγευμα, παρατηρήθηκε αρθρόα διαρροή στίς τάξεις των μουσουλμάνων, σύμφωνα μέ τόν Αρμένιο χρονικογράφο Ματθαίο από τήν Έδεσσα, καί ο Ρωμανός προήλαυνε ακάθεκτος στήν καρδιά του εχθρικού στρατεύματος, σκορπίζοντας τόν θάνατο στούς εχθρούς πού υποχωρούσαν πανικόβλητοι. Γιά νά μήν παρασυρθεί όμως σέ παγίδα, ο Έλληνας Αυτοκράτορας, σταμάτησε τήν καταδίωξη καί η εμπροσθοφυλακή μέ άψογο τρόπο, άρχισε νά επιστρέφει πρός τά μετόπισθεν. Η οπισθοφυλακή πού είχε μείνει αρκετά πίσω από τούς προελαύνοντες, δέν γνώριζε γιά ποιό λόγο επέστρεφαν τά στρατεύματα.
Καί τότε συνέβη η χειρότερη προδοσία στά χρόνια του Ελληνισμού καί της Ρωμιοσύνης, χειρότερη καί από τήν προδοσία του Εφιάλτη στίς Θερμοπύλες, χειρότερη καί από τήν προδοσία της Κερκόπορτας, χειρότερη καί από τήν προδοσία των προσκυνημένων του Νενέκου. Δυστυχώς πρέπει νά συμβιβαστούμε μέ τήν πραγματικότητα πού μας διδάσκει η ιστορία μας: είχαμε πολλούς ήρωες οι οποίοι έδωσαν τό αίμα τους γιά τήν πατρίδα καί τό Γένος μας, αλλά είχαμε καί έχουμε πολλούς προδότες, οι οποίοι μέ γνώμονα τήν προσωπική τους ευτυχία καί ματαιοδοξία πρόδωσαν καί προδίδουν αυτό πού εμείς σήμερα ονομάζουμε Ελλάδα. Ο Ανδρόνικος Δούκας καί η εχθρική πρός τόν Ρωμανό αριστοκρατία πού βρίσκοταν στά μετόπισθεν, άρχισαν νά διαδίδουν μέ αστραπιαία ταχύτητα ότι ο Αυτοκράτορας σκοτώθηκε καί η εμπροσθοφυλακή οπισθοχωρούσε. Στρέφοντας τά νώτα τους όσοι σκόρπιζαν ψευδείς ειδήσεις, άρχιζαν νά καλπάζουν πρός τό στρατόπεδο, σκορπίζοντας τόν πανικό σέ ολόκληρη τήν οπισθοφυλακή καί τίς εφεδρείες.
Ο Αλπ Αρσλάν από τό παρατηρητήριο του, έκπληκτος είδε τήν Βυζαντινή στρατιά νά αυτοδιαλύεται καί η επέλαση του εχθρού νά μετατρέπεται σέ άτακτη φυγή, ενώ ο αυτοκράτορας μέ τά στρατεύματά του νά απομονώνεται από τό κυρίως στράτευμα. Σείστηκε τό έδαφος από τίς χιλιάδες οπλές των ίππων του Μουσουλμανικού ιππικού πού εφόρμησαν κατά του απομονωμένου καί αβοήθητου Ρωμηού αυτοκράτορα. Επακολούθησε άνιση μάχη η οποία κατέληξε σέ γενική σφαγή των πιό γενναίων καί πιστών στρατιωτών του Ρωμανού, των Καππαδοκών καί των Αρμενίων. Ο ίδιος τρυπημένος από βέλος συνέχισε νά μάχεται μέ τήν ίδια μανία μέχρι πού έπεσε.
Τήν άλλη μέρα οι νικητές ανέσυραν τόν τραυματισμένο Αυτοκράτορα καί τόν έφεραν ενώπιον του Σουλτάνου. Δέν πίστευε ο Αλπ Αρσλάν ότι ο άνθρωπος μέ τόν απλό στρατιωτικό μανδύα ήταν ο Αυτοκράτορας των Ρούμ, καί μόνο όταν ο Νικηφόρος Βασιλάκιος έπεσε στά πόδια του Βασιλιά του, σπαράζοντας από τούς λυγμούς, ο Σουλτάνος πείστηκε καί αμέσως σηκώθηκε καί έβαλε τό πόδι του στόν τράχηλο του ηττημένου αντιπάλου του. Ο εχθρός των Ρωμηών φέρθηκε μέ άψογο τρόπο στόν Ρωμανό, τόν περιποιήθηκε μέ άψογη ευγένεια καί χωρίς υπεροψία, συζήτησαν επανειλλημένα γιά τήν μάχη. O Σελτζούκος Αμιράς του επισήμανε ότι ο ηγέτης δέν πρέπει νά απομακρύνεται από τό κυρίως σώμα του στρατού του, καί οι στρατηγοί πού πολεμούν παρά τω πλευρό του, πρέπει νά του είναι έμπιστοι καί αφοσιωμένοι. Όταν τόν ρώτησε ποιά τύχη του επιφύλασσε άν τά πράγματα είχαν αντίθετη τροπή, ο Διογένης χωρίς δισταγμό του απάντησε ότι θά τόν σκότωνε. Οι δύο άνδρες υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης, σύμφωνα μέ τήν οποία αμφότεροι θά αποσύρονταν στά εδάφη τους, δέν θά επαναλαμβάνονταν οι επιδρομές καί η Αυτοκρατορία θά κατέβαλλε φόρο υποτέλειας στόν Σουλτάνο.
Καί ενώ η τροπή των πραγμάτων ήταν πέρα ως πέρα θετική γιά τά μελλούμενα του Βυζαντινού κράτους, αφού ο αυτοκράτορας μέ ευνοϊκούς όρους επέστρεφε ελεύθερος στήν Κωνσταντινούπολη, η Σύγκλητος καί τό Πολιτικό κόμμα είχαν άλλα στό νου τους. Έπρεπε νά ολοκληρώσουν τά εγκληματικά τους σχέδια, αδιαφορώντας ότι αν ο Ρωμανός έφευγε από τήν μέση οι Τούρκοι δέν δεσμεύονταν από συνθήκες καί έτσι θά επαναλάμβαναν τίς επιδρομές τους πρός τά ανατολικά θέματα. Έτσι μέ εισήγηση του καταχθόνιου Ψελλού, αποκυρήχτηκε ο Ρωμανός καί σέ συνεργασία μέ τόν Καίσαρα Ιωάννη Δούκα καί τούς γιούς του Ανδρόνικο καί Κωνσταντίνο, αναγόρευσαν τόν γιό της Ευδοκίας Μιχαήλ Ζ' Δούκα, ως Αυτοκράτορα, ενώ τήν ίδια τήν εξανάγκασαν νά ασπαστεί τό μοναχικό σχήμα. Τάχιστα απέστειλαν διάταγμα πρός όλες τίς ανατολικές επαρχίες μέ τό οποίο τίς καλούσαν νά συλλάβουν τόν Ρωμανό, ενώ έδειξαν μία σπουδή άνευ προηγουμένου, γιά νά συγκροτήσουν στρατιωτική δύναμη προκειμένου νά τόν αντιμετωπίσουν. Μία σπουδή πού ουδέποτε είχαν δείξει όταν επρόκειτω γιά νά αντιμετωπίσουν τούς ξένους εισβολείς.
Η συνέχεια έμελλε νά είναι οδυνηρή γιά τόν Ρωμανό. Η μοίρα τόν καταδίωκε αλύπητα. Ενώ συγκέντρωσε αξιόλογο στράτευμα πού αποτελείτω από τούς έμπιστους Καππαδόκες, καθυστέρησε νά κινηθεί πρός τήν Βασιλεύουσα, καί κατευθύνθηκε πρός τήν Καππαδοκία. Στίς μάχες πού ακολούθησαν, οι κυβερνητικοί επικουρούμενοι από τούς Φράγκους μισθοφόρους του Κρισπίνου, νίκησαν κατά κράτος τά στρατεύματα του Ρωμανού καί έδειξαν τήν απανθρωπιά τους τυφλώνοντας τόν στρατηγό Θεόδωρο Αλυάτη καί τόν Αρμένιο Δούκα της Αντιοχείας Χατατούριο, πού είχαν συμμαχήσει μέ τόν ηττημένο του Μαντζικέρτ. Ο ίδιος ο Ρωμανός παραδόθηκε στούς διώκτες του, καί παρά τήν αρχική συμφωνία πού είχε γίνει γιά τήν σωματική του ακεραιότητα, τόν τύφλωσαν, τόν μετέφεραν στή νήσο Πρώτη της Προποντίδος, όπου καί πέθανε τόν Αύγουστο του 1072, μέσα σέ αφόρητους πόνους πού είχαν προκαλέσει οι πληγές του.
Έτσι η έκφυλη άρχουσα τάξη της αριστοκρατίας καί των πλουσίων, άνοιξε τίς πύλες πρός τούς Ασιάτες νομάδες πού έμελλε νά κυριαρχήσουν στήν Μικρά Ασία, νά τήν ερημώσουν καί νά σβήσουν όλα τά σημάδια προηγούμενων πολιτισμών πού είχαν φωτίσει μέ τά φώτα τους ολόκληρη τήν ανθρωπότητα. Η κοιτίδα της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας καί επιστημών, η γενέτειρα του Ομήρου, του Θαλή, του Ηροδότου, του Στράβωνα, του Διογένη, αλλά καί η κοιτίδα της Ορθοδοξίας, αφού εκεί δίδαξε ο Μέγας Βασιλείος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Άγιος Νικόλαος, ο Μέγας Φώτιος έμελλε νά χάσει τήν Ελληνική της ταυτότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.