Επιμέλεια κειμένου και αφίσα Μαίρη Καρά
Σε απόσταση 12 χλμ. δυτικά από το Κυριάκι βρίσκεται η Ιστορική Μονή του Οσίου Λουκά, το σημαντικότερο θρησκευτικό–βυζαντινό Μνημείο της Βοιωτίας, που θα σας αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις, αν αποφασίσετε να το επισκεφτείτε.
Η Μονή του Οσίου Λουκά ή Αγιά-Σοφιά της Ρούμελης είναι οικισμός της Κοινότητας Στειρίου Βοιωτίας και είναι κτισμένη στις δυτικές πλαγιές του Ελικώνα σε υψόμετρο 430 μ. Ανεγέρθηκε τον 10ο αιώνα στην θέση που προϋπήρχε ένα Ιερό της θεάς Δήμητρας, από όπου και «δανείστηκε» τα οικοδομικά του υλικά. Το μοναστηριακό συγκρότημα του Οσίου Λουκά γνώρισε μέρες ακμής από τον 11ο έως τον 16ο αιώνα. Οχυρωμένο με περίβολο και πύργους, περιλαμβάνει συγκροτήματα κελιών, τράπεζα, κωδωνοστάσιο, καθώς και δύο Ναούς: ο Ναός της Παναγίας (10ου αιώνα) είναι αφιερωμένος στην Θεοτόκο και το Καθολικό (11ου αιώνα) είναι αφιερωμένο στον Όσιο Λουκά, που μόνασε στην περιοχή τον 10ο αιώνα.
Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα Μνημεία της μεσοβυζαντινής Τέχνης και Αρχιτεκτονικής και περιλαμβάνεται στην λίστα Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, από κοινού με δύο ακόμα σωζόμενα Μοναστήρια της μεσοβυζαντινής περιόδου στην Ελλάδα, τη Νέα Μονή και την Μονή Δαφνίου. Ο Όσιος Λουκάς είναι μεγαλύτερος και διαφέρει στο ότι είναι αφιερωμένος σε ένα μοναδικό Όσιο, τον Όσιο Λουκά τον Στειργιώτη (29 Ιουλίου 896–7 Φεβρουαρίου 953).
Το Μοναστήρι του Οσίου Λουκά βρίσκεται σε γραφική πλαγιά του Ελικώνα σε τοποθεσία όπου βρισκόταν άλλοτε Ναός της Στειρίτιδας Δήμητρας και περιβάλλεται από οροπέδιο που καλύπτεται από ελαιώνα. Το φυσικό τοπίο δεν έχει αλλοιωθεί από οικιστική ή άλλη δραστηριότητα και διατηρεί την αυθεντικότητά του. Πληροφορίες για την Ιστορία του Μοναστηριού αντλούνται από τον βίο του Οσίου Λουκά, έργο ανωνύμου του 962 και τις Ακολουθίες της Κοιμήσεως και της Ανακομιδής του λειψάνου του, πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες κατά τους Αρχαιολόγους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, ιδρυτής της μοναστικής ζωής στη Μονή είναι ο ίδιος ο Όσιος, ο οποίος ασκήτευσε εκεί τα τελευταία επτά χρόνια της ζωής του (946-953). Είχε γεννηθεί στο Καστρί Φωκίδας το 896 από γονείς πρόσφυγες από την Αίγινα. Από νωρίς ακολούθησε τον μοναχισμό και στα τέλη του 910 ή 911 βρίσκεται ως Μοναχός στην Αθήνα, ύστερα σε διάφορα ησυχαστήρια της Φωκίδας και της αντίπερα κορινθιακής ακτής στον Κόρφο Κορινθίας. Οι μετακινήσεις του Οσίου υπαγορεύονταν από την απειλή των Βουλγάρων του Συμεών. Το 946/947 εγκαθίσταται στην τοποθεσία του σημερινού Μοναστηριού και πεθαίνει το 953.
Ο Όσιος ήταν μορφή αγαπητή στον τοπικό πληθυσμό αλλά και στους Αξιωματούχους του θέματος Ελλάδος, του οποίου έδρα ήταν η Θήβα. Άσκησε φιλανθρωπικό και θεραπευτικό έργο, ενώ είχε το χάρισμα να προφητεύει το μέλλον. Είχε προβλέψει το 941 την ανακατάληψη της Κρήτης από τον Στρατηγό Νικηφόρο Φωκά επί Ρωμανού του Β΄ (961) με τα αποδιδόμενα λόγια: «Ρωμανὸς Κρήτην χειροῦται». Αυτές οι ικανότητες του Οσίου και η φήμη του μετά θάνατον συνέβαλαν ώστε να αποκτήσει η περιοχή προσκυνηματικό ενδιαφέρον και μάλιστα ο Στρατηγός του θέματος Κρηνίτης χρηματοδότησε την οικοδόμηση Εκκλησίας όσο ζούσε ο Όσιος το 946 την Αγία Βαρβάρα, η οποία ολοκληρώθηκε μετά το θάνατό του. Ο Όσιος τάφηκε στο δάπεδο του κελιού του και το 955 μοναχοί έκτισαν σταυροειδές κτήριο γύρω από τον τάφο του καθώς και τα πρώτα κελιά της μοναστικής Κοινότητας.
Οι πληροφορίες σχετικά με την οικοδόμηση νέου μεγαλοπρεπέστερου Ναού με σκοπό την στέγαση του λειψάνου αποκλίνουν μεταξύ τους. Πάντως η ανακομιδή τοποθετείται στα 1011 και η ανέγερση του νέου Καθολικού θεωρείται, πως έγινε την εποχή που ηγούμενος ήταν κάποιος Φιλόθεος. Στα 1014 το Μοναστήρι ακμάζει και διαθέτει δύο μετόχια στην Εύβοια, στην Αντίκυρα και στον Άγιο Νικόλαο στα Καμπιά Βοιωτίας. Σύμφωνα με την συζήτηση που θέλει το Μοναστήρι να απολαμβάνει Αυτοκρατορικής εύνοιας (είτε του Ρωμανού Β' ή του Βασιλείου Β' ή του Κωνσταντίνου Μονομάχου) λόγω της μνημειώδους Αρχιτεκτονικής του και του πλούσιου διακόσμου, ως επικρατέστερη εκδοχή θεωρείται η ανάμειξη αυτοκρατορικών εργαστηρίων επί Κωνσταντίνου Θ' (Μονομάχου), η οποία συμπίπτει με μια γενικότερη Αναγέννηση των Τεχνών στο Βυζάντιο.
Οι αρχαιολόγοι διαφωνούν ως προς την χρονολόγηση των παλιότερων κτηρίων: ο Χατζηδάκης υποστηρίζει το 1011 (επί Βασιλείου Β'), ο Στίκας το 1042 (επί Κωνσταντίνου Θ'). Μετά το 1204 και την Φραγκοκρατία στην Ελλάδα στο Μοναστήρι εγκαθίστανται Λατίνοι Μοναχοί, ενώ με την Τουρκοκρατία επανέρχεται σε Ελληνικά χέρια. Στην διάρκεια των αιώνων γνώρισε καταστροφές και λεηλασίες, ωστόσο διασώζει σπανιότατο αρχιτεκτονικό και διακοσμητικό πλούτο. Εργασίες αναστήλωσης ξεκίνησαν το 1938 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και την Αρχαιολογική Εταιρία και συνεχίζονται ως σήμερα με σημαντική επιτυχία.
Ο Ναός της Παναγίας, ο παλιότερος στο συγκρότημα, είναι ο μόνος για τον οποίο είναι γνωστό ότι χτίστηκε στην κυρίως Ελλάδα τον δέκατο αιώνα. Ακολουθεί τον Αρχιτεκτονικό τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου Ναού με τρούλο, ο οποίος διακρίνει την Αρχιτεκτονική σχολή της Κωνσταντινούπολης. Στον κυρίως Ναό προστέθηκε ευρύχωρος νάρθηκας, η λιτή. Στα δυτικά της λιτής ιδιότυπος εξωνάρθηκας αποτελείται από ένα ανοιχτό προστώο με δύο κλειστά διαμερίσματα στα δύο άκρα, τα οποία προεξείχαν από το περίγραμμα του κυρίως Ναού. Το νότιο διαμέρισμα του εξωνάρθηκα ενσωματώθηκε στην μεταγενέστερη εκκλησία, το Καθολικό της μονής.
Στην διάρκεια αναστηλωτικών εργασιών, κάτω από την ορθομαρμάρωση του καθολικού αποκαλύφθηκε μια εξαιρετική τοιχογραφία, που διακοσμούσε άλλοτε τον ανατολικό τοίχο του νοτίου διαμερίσματος του εξωνάρθηκα. Η μοναδική τοιχογραφία που σώθηκε από την αρχική διακόσμηση του ναού της Παναγίας ιστορεί την εμφάνιση του αρχάγγελου Μιχαήλ στον Ιησού του Ναυή πριν από την άλωση της Ιεριχούς. Τοιχογραφίες διασώζονται και στο νότιο σκέλος του σταυρού και το διακονικό. Παριστάνονται συνολικά πέντε μορφές ιεραρχών που έχουν χρονολογηθεί στο τέλος του 12ου αι.
Το Καθολικό, που χτίστηκε για να στεγάσει τα λείψανα του οσίου, είναι η μεγαλύτερη εκκλησία του συγκροτήματος και βρίσκεται στα νότια της εκκλησίας της Παναγίας. Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδούς οκταγωνικού ναού, στον οποίο ο τρούλος (διαμέτρου περίπου 9 μ.) στηρίζεται σε οκτώ πεσσούς αντί των τεσσάρων του κανονικού εγγεγραμμένου σταυροειδούς ναού. Οι πεσσοί αυτοί είναι τοποθετημένοι πιο κοντά στους τοίχους διευρύνοντας τον κεντρικό χώρο του κυρίως ναού. Ο συγκεκριμένος τύπος είναι ειδικότερα γνωστός ως σύνθετος οκταγωνικός ή ηπειρωτικός, καθώς η σταυροειδής διάταξη διατηρείται στις καμάρες της οροφής και ανάμεσά τους παρεμβάλλονται ημιχώνια. Χαρακτηριστικό του τύπου είναι και η διαμόρφωση περιστώου γύρω από τον κεντρικό χώρο του κυρίως ναού.
Από τα παρεκκλήσια που πλαισιώνουν τον τετράγωνο πυρήνα ιδιαίτερη σημασία έχει το βορειανατολικό γιατί εκεί, και στο σημείο επικοινωνίας με τη βόρεια κεραία του σταυρού έχει τοποθετηθεί η μαρμάρινη λειψανοθήκη του οσίου. Είναι το τμήμα του καθολικού που συνδέεται με το ναό της Παναγίας, διευκολύνοντας τη διέλευση των προσκυνητών μπροστά από το λείψανο και την είσοδό τους στο ναό της Παναγίας. Ταυτόχρονα με το καθολικό κτίσθηκε η κρύπτη που έχει σε κάτοψη το σχήμα σταυροειδούς τετρακιόνιου ναού. Στην κρύπτη στεγάζεται ο αρχικός τάφος του οσίου Λουκά, που βρίσκεται στο βόρειο τοίχο, ακριβώς κάτω από το χώρο του καθολικού, όπου τοποθετήθηκε η λειψανοθήκη του οσίου. Δύο ακόμα τάφοι στην κρύπτη ανήκουν σε επιφανείς ηγούμενους του μοναστηριού.
Άλλα κτήρια που έχουν αναστηλωθεί είναι το βορδονάρειο (στάβλος), στο οποίο εκτίθενται αποτοιχισμένες τοιχογραφίες του 18ου αι. από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνος μετόχι του Οσίου Λουκά στην περιοχή Στειρίου, το φωτάναμμα με τη χαρακτηριστική καπνοδόχο και η τράπεζα, που από το 1993 λειτουργεί ως μουσείο και περιλαμβάνει αρχιτεκτονικά μέλη από διάφορες οικοδομικές φάσεις της και ευρήματα από τη γύρω περιοχή.
Η προφητεία του Οσίου για την ανακατάληψη της Κρήτης τιμάται από την εικόνα του Ιησού του Ναυή στον εξωτερικό τοίχο της εκκλησίας της Παναγίας (αποκαλύφθηκε κατά την αναστήλωση το 1964), ο Ιησούς θεωρούνταν «μαχητής της πίστης», του οποίου η βοήθεια ήταν αποτελεσματική στους πολέμους ενάντια στους Άραβες. Το Καθολικό περιέχει τα πιο καλοδιατηρημένα σύνολα ψηφιδωτών από την περίοδο της Μακεδονικής Αναγέννησης. Όμως το σύνολο δεν είναι ολόκληρο: η αρχική εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα, στον τρούλο λείπει, όπως και οι μορφές των αρχαγγέλων που τοποθετούνται συνήθως ανάμεσα στα επάνω παράθυρα.
Υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η μονή ήταν ξακουστή σε όλο το Βυζάντιο για την πολυτελή της διακόσμηση, η οποία απλωνόταν σε όλες τις επιφάνειες. Εκτός από τα τείχη, την γλυπτική, τα χρυσά και αργυρά πινάκια, τις τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά (εξαιρετικά εντυπωσιακά στις κοίλες επιφάνειες, το εσωτερικό κοσμούσαν εικόνες, πολυέλαιοι, μεταξωτές κουρτίνες και υφάσματα βωμών (αντιμήνσια). Μόνο ένα τμήμα τους σώζεται σήμερα στην θέση του, κυρίως οι χρωματιστές επενδύσεις των μαρμάρων και τα κιγκλιδώματα των παραθύρων. Παρά τις απώλειες το Καθολικό «δίνει την καλύτερη εντύπωση που μπορεί να αποκομίσει κανείς οπουδήποτε σήμερα για τη μορφή του εσωτερικού ενός ναού τους πρώτους αιώνες μετά το τέλος της Εικονομαχίας».
Ειδικότερα, ο πλούσιος εσωτερικός διάκοσμος του Καθολικού περιλαμβάνει:
Συνθέσεις από χρωματιστά μάρμαρα [που] καλύπτουν το δάπεδο του ναού, όπως και τις κατακόρυφες επιφάνειες των τοίχων. Τα λαμπρά ψηφιδωτά που κοσμούν τις ανώτερες επιφάνειες του καθολικού, αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα ψηφιδωτά σύνολα της μεσοβυζαντινής τέχνης. Χρονολογούνται γύρω στην δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 11ου αι., είναι δηλαδή πρωιμότερα από τα άλλα δύο μεγάλα ψηφιδωτά σύνολα του ελλαδικού χώρου, αυτά της Νέας Μονής Χίου και του Δαφνίου.
Στην κόγχη του ιερού απεικονίζεται η Παναγία ένθρονη Βρεφοκρατούσα, ενώ στο χαμηλό θόλο πάνω από το ιερό παριστάνεται η Πεντηκοστή. Στο μεγάλο τόξο επάνω από την είσοδο του ιερού εικονίζονται οι δύο αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο χριστολογικός κύκλος αντιπροσωπεύεται με τέσσερις σκηνές στα ημιχώνια (ο Ευαγγελισμός που δεν σώζεται, η Γέννηση, η Υπαπαντή και η Βάπτιση) και με τέσσερις σκηνές από τον κύκλο του Πάθους (ο Ιερός Νιπτήρας, η Σταύρωση, η Ανάσταση και η Ψηλάφηση του Θωμά).
Στο διακονικό διατηρούνται δύο σκηνές της Παλαιάς Διαθήκης, ο Δανιήλ στον λάκκο των Λεόντων και οι Τρεις Παίδες στην κάμινο. Την ψηφιδωτή διακόσμηση συμπληρώνουν παραστάσεις ενός πολύ μεγάλου αριθμού αγίων, κυρίως μοναχών, ιεραρχών, στρατιωτικών αγίων και αγίων ιατρών. Τα δύο παρεκκλήσια, βορειοδυτικό και νοτιοδυτικό, μικρό τμήμα του βορειοανατολικού διαμερίσματος και η κρύπτη κοσμούνται με τοιχογραφίες που χρονολογούνται στο τρίτο τέταρτο του 11ου αι.
Στην κορυφή του λόφου της μονής Οσίου Λουκά υπάρχει κάστρο, χτισμένο στην θέση παλαιότερης οχύρωσης. Σώζονται οι τέσσερις πλευρές του τείχους, στην τοιχοποιία του οποίου περιλαμβάνεται ασβεστοκονίαμα και πλινθία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.