Kύπριοι Μουσουλμάνοι κατά Ερντογάν και Τατάρ.
Γιατί ο Ερντογάν θέλει να εξαφανίσει την κοινότητα των Κυπρίων Μουσουλμάνων; Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του όρου Τουρκοκύπριοι (Τ/Κ) και του Κύπριοι Μουσουλμάνοι (Κ/Μ);
Επιμέλεια – Έρευνα από Αντώνη Αντωνά.
Επειδή χρησιμοποιώντας σε άρθρα μου τον όρο και ονομασία Κύπριοι Μουσουλμάνοι Κ/Μ, μου υποβλήθηκαν κάποια δικαιολογημένα ερωτηματικά από αγαπητούς αναγνώστες – αποδέκτες μας, οι οποίοι διάβασαν προηγούμενο άρθρο, παρ΄ όλον ότι γνώριζα το ιστορικό περί καταγωγής των Κ/Μ, έκανα μια επί πλέον συμπυκνωμένη ιστορική έρευνα αντλώντας στοιχεία, από κείμενα και άρθρα κοινή χρήσης, τα οποία καταθέτω αυτούσια με πρόσθετες επισημάνσεις, για να μην υπάρξει όποια τυχόν υποψία διαστρέβλωσης η παραποίησης, της πραγματικότητας. Θάρσει. Λέγων το αληθές ου σφάλει ΠΟΤΕ.
Ας διαχωρίσουμε λοιπόν την ήρα απ΄το στάρι ……
Τελευταίο άρθρο …. Ίδετε google: ΓΗΓΕΝΕΙΣ ΚΥΠΡΙΟΙ ΜΩΑΜΕΘΑΝΟΙ …/ Ειδησεογραφία: ΕΡΝΤΟΓΑΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΡΑΝΙ/ ΘΥΕΛΛΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΝ ΣΤΑ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΕΡΝΤΟΓΑΝ, ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΡΑΝΙ ….
Τυχαία ενδεικτικά αποσπάσματα ιστορικών ερευνών με πρόσθετα σχόλια ….
Οι Κύπριοι Μουσουλμάνοι ή Τουρκικά: Kıbrıs Türkleri ή Kıbrıslı Türkler, είναι αυτοί που κατάγονται από την Κύπρο. Μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Οθωμανούς το 1571, εδαφικές εκτάσεις παραχωρήθηκαν σε περίπου 30.000 εποίκους με την άφιξή τους στην Κύπρο. Μελέτη που βασίζεται σε οθωμανικά έγγραφα, υποστηρίζει ότι η πλειονότητα αυτών των εποίκων αναφέρεται ως ραγιάδες ή άπιστοι.
Η άφιξη κυρίως Μουσουλμάνων εποίκων στην Κύπρο συνεχίστηκε κατά διαστήματα έως και το τέλος της περιόδου της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί. Σύμφωνα με τον Nevzat Hatay, το γεγονός ότι τα τουρκικά ήταν η διαδεδομένη γλώσσα που ομιλούσαν οι Μουσουλμάνους του νησιού αποτελεί σημαντική ένδειξη ότι οι περισσότεροι εξ αυτών ήταν Τουρκόφωνοι εξισλαμισθέντες έποικοι, από τους οποίους προέκυψε η Μουσουλμανική κοινότητητα «εμπλουτισμένη» στην πλειοψηφία της από βίαια εξισλαμισθέντες Χριστιανούς Κυπρίους ….
Γενετική μελέτη έδειξε πως οι Τουρκοκύπριοι έχουν αυτόχθονο χαρακτήρα εμπλουτισμένο με Ελληνικό DNA.
Η Eλληνική - Xριστιανική καταγωγή των λεγομένων «Τουρκοκυπρίων» έχει αφήσει έντονα ίχνη στον χαρακτήρα τους, όπως εκδηλωνόταν ακόμη και μέχρι εντελώς πρόσφατα, πριν από την επικράτηση της σωβινιστικής ηγεσίας επί Ντεκτάς και Κουτσιούκ, αλλά και μέχρι σήμερα που η Τουρκία επέβαλε δοτό ηγέτη τον Ερσίν Τατάρ και εκτόπισε τον μη αρεστό της μετριοπαθή Ακιντζί.
Εν συνεχεία η συμπεριφορά των «Τουρκοκυπρίων», ιδίως των μη αστικοποιημένων, ήταν αξιοπρόσεκτη:
Σε πολλά τουρκοκυπριακά ή και μεικτά χωριά οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι τους δεν γνώριζαν ούτε καν την τουρκική και με τους Έλληνες και οι ίδιοι μεταξύ τους μιλούσαν την ελληνική. Τελικά, με τη βοήθεια της Τουρκίας, ιδρύθηκαν τουρκικά σχολεία στα οποία οι (επιλεγμένοι και φανατικοί) δάσκαλοι απαγόρευαν αυστηρά στα παιδιά να ομιλούν την ελληνική. Μετά τον διαχωρισμό που επήλθε βίαια το 1974-75 και τη μεταφορά όλων των Τουρκοκυπρίων στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, η ελληνική γλώσσα παραμερίστηκε εντελώς.
Πολλοί «Τουρκοκύπριοι» δεν τηρούσαν τις διατάξεις της θρησκείας τους (όπως λ.χ. την αποφυγή χοιρινού κρέατος). Αντίθετα, μεγάλος αριθμός απ' αυτούς επισκέπτονταν τακτικά χριστιανικές εκκλησίες και μοναστήρια όπου έκαναν τάματα και αφιερώσεις. Ένας τέτοιος χριστιανικός χώρος είναι το κατεχόμενο σήμερα μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, για το οποίο ακόμη και σήμερα (σε «επίσημους» οδηγούς του «κράτους» τους) οι Τουρκοκύπριοι αναγκάζονται να παραδεχθούν ότι αποτελεί «ιερό χώρο τόσο για τους Τούρκους όσο και για τους Έλληνες της Κύπρου».
Πολλοί «Τουρκοκύπριοι» συναναστρέφονταν περισσότερο τους Ελληνοκυπρίους παρά άλλους ομόθρησκους τους. Συναφώς αναφέρεται ότι μερικοί «Τουρκοκύπριοι» είχαν προσυπογράψει ακόμη και το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950.
Πολλά αμιγή τουρκοκυπριακά χωριά, ή χωριά όπου πλειοψηφούσε σημαντικά το τουρκοκυπριακό στοιχείο, συνεχίζουν να φέρουν όχι μόνο ελληνικά ονόματα, αλλ' ακόμη και ονόματα Αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας λ.χ. τα χωριά Άγιος Ιωάννης, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Ισίδωρος, Άγιος Γεώργιος στην επαρχία Πάφου, Άγιος Θωμάς στην επαρχία Λεμεσού, Άγιοι Ηλιόφωτοι, Άγιος Σωζόμενος, Άγιος Θεόδωρος στην επαρχία Λευκωσίας, Αγία Ειρήνη στην επαρχία Κερύνειας, Άγιος Ευστάθιος, Άγιος Συμεών στην επαρχία Αμμοχώστου.
Μεταξύ των καθαρά ελληνικών ονομασιών πολλών αμιγών τουρκοκυπριακών χωριών αναφέρουμε: Ενδεικτικά: Γαληνόπωρνη, Πλατανισσός, Γαλάτεια, Λειβάδια, Κρίδια, Πέτρα του Διγενή, Κουκλιά, Αγυιά, Ορνίθι, Κελλιά, Κρηνί, Δκυό Ποταμοί, Λιμνίτης, Αυδήμου, Πλατανίσκια, Φοίνικας, Μαντριά, Κόκκινα, Αντρολίκου, Ζαχαρκά, Λαπηθιού, Σταυροκόννου, Πράστειον κλπ.
Το ζήτημα των ονομασιών των τουρκοκυπριακών χωριών είναι πολύ ενδιαφέρον. Των περισσοτέρων από τα χωριά αυτά η ονομασία μαρτυρείται και πριν από το 1570, δηλαδή πριν από την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου και την εγκατάσταση Τούρκων στο νησί. Η ελληνικότητα, συνεπώς, των χωριών αυτών είναι δεδομένη, πέραν από τη μαρτυρία του ονόματος τους. Πως, λοιπόν, τέτοια χωριά κατέληξαν να είναι αργότερα αμιγώς τουρκοκυπριακά;
Μια πρόχειρη ερμηνεία θα ήταν ότι σ' αυτά εγκαταστάθηκαν Τούρκοι, μετά το 1570, που σταδιακά εκτόπισαν τους Έλληνες. Ωστόσο δεν μαρτυρείται τόσο μαζική εγκατάσταση Τούρκων στην Κύπρο, που μάλιστα να καταλάβουν τόσα πολλά χωριά. Θα πρέπει να δεχθούμε ότι ένας σχετικά μικρός αριθμός Τούρκων πράγματι εγκαταστάθηκε σε μερικά χωριά. Όμως αυτοί επέλεξαν πλούσια ή και προνομιούχα χωριά, που κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας τα πιο πολλά ανήκαν στη βασιλική οικογένεια της Κύπρου ή στη Λατινική Εκκλησία. Τα περισσότερα τέτοια χωριά (βάσει των μεσαιωνικών καταλόγων και χαρτών) αργότερα απαντώνται ως μεικτά, με κατοίκους Έλληνες και Τούρκους. Αντίθετα, τα περισσότερα από τα αμιγή τουρκοκυπριακά χωριά είναι ασήμαντα και φτωχά, κι από την άποψη ποιότητας γης και γεωγραφικής θέσης δεν μπορούν να θεωρηθούν προνομιούχα.
Είναι, συνεπώς, πολύ απίθανο να είχαν εγκατασταθεί Τούρκοι σ' αυτά, γιατί ασφαλώς οι κυρίαρχοι θα διάλεγαν τα καλύτερα κι όχι τα χειρότερα, εάν όχι αυτές τις ίδιες τις πόλεις. Έτσι, η τουρκοποίηση τέτοιων χωριών θα πρέπει ασφαλώς να αποδοθεί σε βίαιο εξισλαμισμό των κατοίκων τους. Μάλιστα οι κάτοικοι των φτωχότερων χωριών ήταν περισσότερο ευάλωτοι και πιο εύκολα ήταν δυνατό να εξισλαμισθούν. Τούτο μαρτυρεί κι ο Βασίλειος Μπάρσκυ (Α. Στυλ., ό.π.π.,σ. 111) όπου ομιλεί για τον κεφαλικό φόρο ο οποίος ανάγκαζε πολλούς Έλληνες σε εξισλαμισμό, προσθέτοντας:
... Εἰς πολλά μέρη, ἐπί παραδείγματι εἰς τάς πόλεις, οἱ πλούσιοι βοηθοῦν τούς πτωχούς νά πληρώνουν τούς φόρους, ἀλλά εἰς τά χωρία καί ἀλλαχοῦ, ὅπου ἡ πλειονότης εἶναι πτωχοί, δέν δύναται νά βοηθήσῃ ὁ εἱς τόν ἄλλον καί ἐπομένως οἱ Χριστιανοί ὑποφέρουν ἐκ τῶν Μουσουλμάνων...
Στο ζήτημα της συμπεριφοράς των «Τουρκοκυπρίων» θα πρέπει να λάβουμε επίσης σοβαρά υπόψιν και τις διάφορες εξεγέρσεις τους κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, δηλαδή την αντίθεση τους σε τελευταία ανάλυση, προς την (τουρκική) κρατούσα δύναμη.
Συμπερασματικά, σ' ό,τι αφορά το θέμα της καταγωγής και προέλευσης των Τουρκοκυπρίων, θα πρέπει ν' αναφερθεί σαφώς ότι αυτοί στην πλειοψηφία τους υπήρξαν βίαια εξισλαμισθέντες Χριστιανοί.
Σημειώνεται ότι αρχικά είχαν εγκατασταθεί στην Κύπρο, μετά την τουρκική κατάκτηση του νησιού, σώματα γενιτσάρων και σπαχήδων ως φρουρά, που δεν ξεπερνούσαν τις 4.000 άνδρες. Μεταφέρθηκαν επίσης στην Κύπρο και κάποιοι έποικοι/ εξόριστοι Χριστιανοί της Μικρός Ασίας, αλλά ίσως κι Εβραίοι και Σύροι, σε άγνωστους αλλ' οπωσδήποτε πολύ μικρούς αριθμούς (επί του προκειμένου αναφέρουμε ότι τα δυο σχετικά με το θέμα Εινάν σουλτανικά έγγραφα του 1573-1574 είναι διαταγές ακυρωτικές περί μεταφοράς κι όχι επιβεβαιωτικές, άρα με τέτοιες ακυρώσεις διαταγών ο αριθμός των εποίκων που ενδεχομένως επρόκειτο να μεταφερθεί, σίγουρα γινόταν όλο και πιο μικρός).
Αν δεχθούμε τους αριθμούς που δίνει ο Dandini, και που φαίνεται ότι δεν απείχαν πολύ από την πραγματικότητα, οι ευρισκόμενοι στη Λευκωσία Τούρκοι κατά τα τέλη του 16ου αιώνα ήταν περίπου το ένα έβδομο έως ένα όγδοο του συνολικού αριθμού των κατοίκων της. Δεδομένου δε ότι η Λευκωσία, ως πρωτεύουσα του νησιού, συγκέντρωσε ασφαλώς τον μεγαλύτερο αριθμό Τούρκων, θα πρέπει να υπολογίσουμε ότι στις λοιπές περιοχές του νησιού οι «Τούρκοι» ήταν ακόμη λιγότεροι. Εφόσον από τον συνολικό αριθμό των 12.000-13.000 οι 4.000-5.000 βρίσκονταν στη Λευκωσία, σε όλη την υπόλοιπη Κύπρο υπήρχαν γύρω στις 8.000 «Τούρκοι», εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν εξισλαμισθέντες Χριστιανοί.
Είναι επίσης άξια προσοχής η πληροφορία που δίνει ο Πόκοκ, ότι οι Μωαμεθανοί άνδρες πολύ συχνά νυμφεύονται Χριστιανές και τηρούν τις νηστείες μαζί με τις συζύγους τους... (Excerpta Cypria, p. 269).
Τούτο είναι άλλο ένα σημαντικό στοιχείο που θα πρέπει ασφαλώς να ληφθεί υπόψιν σχετικά προς την καταγωγή αρκετών Τουρκοκυπρίων. Γιατί ένας (ακαθόριστος) αριθμός απ' αυτούς ήταν παιδιά Τούρκων (ή και λινοβαμβάκων) πατέρων, αλλά Ελληνίδων μητέρων.
Σχετικά με το ζήτημα των λινοβαμβάκων θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το 1860 αυτοί υπολογίστηκαν σε 25-30000(;), από τον συνολικό αριθμό των 45.000 Μουσουλμάνων της Κύπρου τότε (εκτιμήσεις του τότε Έλληνα προξένου στη Λάρνακα Γ. Σ. Μενάρδου. Βλέπε Π. Σαμαράς, ό.π.π., ο. 21). Κατά το 1879, σύμφωνα προς εκτιμήσεις του Έλληνα προξένου Η. Βασιλειάδη, οι λινοβάμβακοι ήταν 20-25000 (;) από σύνολο 45.000 Μουσουλμάνων (Π. Σαμαράς, ό.π.π., σσ. 21,25). Οι λινοβάμβακοι ανέρχονταν, δηλαδή, γύρω στο +44% περίπου του συνολικού μουσουλμανικού πληθυσμού της Κύπρου! Κι αυτοί ήταν ελληνικής καταγωγής, που δεν είχαν ακόμη αφομοιωθεί πλήρως ως «Τούρκοι». Από τις υπόλοιπες 20.000 των Μουσουλμάνων ασφαλώς πολλοί προέρχονταν και πάλι από Έλληνες εξισλαμισθέντες προγόνους, που οριστικό είχαν καταλήξει να είναι «Τούρκοι», αν και οι περισσότεροι δεν αισθάνονταν ακόμη ως τέτοιοι.
Ταυτόχρονα έχουμε τη μετατροπή μικρών ή και φτωχών ελληνικών χωριών σε μεικτά ή και αμιγή τουρκικά, πράγμα που οφείλεται κυρίως στον εξισλαμισμό των κατοίκων τους. Τέτοια χωριά (μεικτά ή και αμιγή τουρκικά) εμφανίζονται κυρίως στις πιο απομονωμένες (και κατ' επέκταση και πιο φτωχές αλλά και πιο ευάλωτες) περιοχές της Κύπρου: Τηλλυρία, περιοχή Χρυσοχούς, ορεινή περιοχή βορειοανατολικά της πόλης της Πάφου, Καρπασία. Ομάδες αμιγών τουρκικών χωριών εμφανίζονται επίσης στην πεδιάδα της Μεσαορίας, στην περιοχή μεταξύ Λευκωσίας και Κερύνειας και στην επαρχία Λάρνακας. Οι τελευταίες αυτές περιοχές, αν και όχι απομονωμένες, ήταν το ίδιο ευάλωτες αφού ήταν κατ' εξοχήν γεωργικές, οι δε κάτοικοι τους εξαρτούσαν τη ζήση τους από τη διάθεση του καιρού, την εμφάνιση ή όχι των ακρίδων κλπ. Έτσι, μερικές αναποδιές (μια παρατεταμένη ανομβρία για παράδειγμα) ήταν αρκετές να τους πλήξουν καίρια και να τους οδηγήσουν σε απελπισία και, τελικά, σε εξισλαμισμό.
Ιδιαίτερα σοβαρή δημογραφική μεταβολή στην πληθυσμιακή σύνθεση της Κύπρου μεθοδεύτηκε κι εφαρμόστηκε και πάλι από την Άγκυρα κατά τα χρόνια που ακολούθησαν τη στρατιωτική εισβολή της στην Κύπρο. Επρόκειτο για μεταφορά κι εγκατάσταση στην Κύπρο εποίκων από την Τουρκία, κι ανάμειξη τους με τους «Τουρκοκυπρίους» στις κατεχόμενες περιοχές του νησιού. Η ενέργεια αυτή αποσκοπούσε στην εδραίωση αφενός της τουρκικής παρουσίας στην κατεχόμενη Κύπρο, και αφετέρου στην πλήρη δι' επηρεασμού τουρκοποίηση των ιδίων των Τουρκοκυπρίων, εκ των οποίων αρκετοί είχαν ακόμη συναίσθηση της ελληνικής καταγωγής τους. Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες ομιλούν για μεταφορά πέραν των 100,000 Τούρκων εποίκων στη βόρεια Κύπρο, ενώ μερικές ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ανεβάζουν τον αριθμό τους μέχρι και τις 140,000. Είναι προφανές ότι στόχος της Τουρκίας ήταν περίπου να εξισώσει τους Τούρκους εποίκους με τους Τουρκόφωνους Κυπρίους, εκ των οποίων λόγω καταπίεσης του Τουρκικού στρατού κατοχής, από το 18% που ήταν προ 1974, σήμερα παρέμειναν γύρω στο 8-9% ( 140,000 περίπου το 1974, 80-85000 σήμερα.)
Από ξένους επισκέπτες, που είχαν περάσει από την Κύπρο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας κι είχαν γράψει τις εντυπώσεις τους, αντλούμε και πάλι αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία.
Αναφέρθηκε ήδη πιο πάνω η μαρτυρία του Πόκοκ, που γνώρισε την Κύπρο το 1738, ότι «πολλοί Μουσουλμάνοι συχνά νυμφεύονταν Χριστιανές και τηρούσαν τις νηστείες μαζί με τις συζύγους τους», τηρούσαν δηλαδή τις νηστείες που καθορίζει η Ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία. Ο Πόκοκ προσθέτει ακόμη ότι «πολλοί απ' αυτούς [τους Μουσουλμάνους] δεν φαίνεται ν' αντιπαθούν τον Χριστιανισμό». Τούτο είναι αρκετά ενδιαφέρον στοιχείο, λαμβανομένων υπόψιν των τότε συνθηκών και του θρησκευτικού φανατισμού, ο οποίος μάλιστα εκφραζόταν κι επίσημα από τις οθωμανικές αρχές που, ως γνωστόν, διαχώριζαν τους υπηκόους της αυτοκρατορίας σε πιστούς (= Μουσουλμάνους) και σε απίστους (= μη Μουσουλμάνους, ραγιάδες-μη εξισλαμισθέντες.).
Μια άλλη ενδιαφέρουσα μαρτυρία μας δίνει ο περιηγητής Πιέτρο ντέλλα Βάλλε (Pietro della Valle), που επεσκέφθη την Κύπρο το 1625. Στις 9 Σεπτεμβρίου του χρόνου αυτού, γράφει ότι βρέθηκε στο μοναστήρι της Αγίας Νάπας, που το βρήκε πλήρες από κόσμο κι όπου γινόταν πανηγύρι. Στο πανηγύρι μετείχαν άντρες και γυναίκες, Έλληνες Χριστιανοί αλλά και αρκετοί Τούρκοι ανάμεσά τους, που έπαιζαν, τραγουδούσαν, χόρευαν, έπιναν και διασκέδαζαν (βλέπε Excerpta Cypria, 1908, p. 213).
Η παρουσία αυτών των Κ/Μ (Κυπρίων Μουσουλμάνων) στο πανηγύρι της Αγίας Νάπας δεν φαίνεται να ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο. Αντίθετα, τακτικά μετείχαν σε μεγάλα αλλά και σε μικρότερα πανηγύρια μαζί με τους Έλληνες, κι όλοι μαζί «έπαιζαν, τραγουδούσαν, χόρευαν, έπιναν και διασκέδαζαν». Και στον Κύκκο γινόταν αυτό, και στην Τροοδίτισσα και σε άλλα μοναστήρια, ιδίως δε στο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα στο ομώνυμο άκρο της Κύπρου (κατεχόμενο σήμερα από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής). Η σχέση των Κ/Μ της Κύπρου ιδιαίτερα με το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα ήταν συνεχής και στενή. Αρκετοί Τούρκοι «τάσσονταν» σ' αυτό κι εκπλήρωναν τα τάματά τους προς τον άγιο. Είναι ένα ζήτημα (η σχέση των Κ/Μ της Κύπρου με το μοναστήρι αυτό) που θα άξιζε τον κόπο αν κάποτε ετύγχανε ειδικής διερεύνησης. Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι και σήμερα ακόμη (μετά τον βίαιο διαχωρισμό και τον υποδαυλισμένο φανατισμό τους) οι Κ/Μ παραδέχονται ότι το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα είναι ιερός χώρος τόσο για αυτούς όσο και για τους Έλληνες.
Η θέση αυτή είναι κι «επίσημα» διατυπωμένη. Για παράδειγμα στο βιβλιάριο στην αγγλική, με τίτλο Historical and Archaeological Places of Famagusta Area, εκδομένο τον Ιούλιο του 1982 από το λεγόμενο Turkish Federated State of Kibris (Ministry of Education, Culture and Youth, Department of Antiquities and Museums), στην αναφορά για το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα (σ. 33) σημειώνεται και τούτο:... the Monastery of Apostolus Andreas is a holy place both for Turks Cypriots and Greeks...
Μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι εκείνη του Niebuhr (Ιούλιος, 1766), που αναφέρει προσπάθεια επιβολής φορολογίας του είδους του χαρατσιού και επί των Μωαμεθανών της Κύπρου, γράφοντας ότι μεταξύ αυτών [των Μωαμεθανών] υπάρχουν πολλοί που ντύνονται όπως οι Κύπριοι, κι ενώ είναι Μουσουλμάνοι, όταν βρίσκονται ενώπιον Τούρκων φοβούνται τόσο πολύ όσο και οι Έλληνες, κι από την τουρκική και αραβική γλώσσα δεν καταλαβαίνουν περισσότερα απ' όσο οι Γερμανοί χωρικοί από τη λατινική- αλλά αλλιώτικα από τους γεννημένους Μουσουλμάνους, είναι άνθρωποι πεισματώδους αποφασιστικότητας και δεν θέλουν να τους συμπεριφέρονται όπως σε Χριστιανούς... Αυτοί αντιστάθηκαν στις καταπιέσεις των τυράννων των με όλα τα μέσα. Διέθεταν οπαδούς μεταξύ των συμπατριωτών των κι άρχιζαν, όχι σπάνια, αναταραχές στο νησί... (Παρασκ. Σαμαράς, Ἡ Ἑλληνική Καταγωγή τῶν Τουρκοκυπρίων, Αθήνα, 1987, σ. 23. Πρβλ. Κ. Π. Κύρρης, «Περί τοῦ ἐξισλαμισμοῦ μέρους τῶν ἐν Κύπρῳ ἡγετικῶν τάξεων κατά τό 1570-71 καί περί τῆς ἐθνικῆς προελεύσεως τῆς Μουσουλμανικῆς κοινότητος τῆς νήσου», περ. Μόρφωσις, κδ'-κε', 1969, σ. 19).
Υπήρχαν, λοιπόν, και ηγετικά στοιχεία που ήταν άνθρωποι «πεισματώδους αποφασιστικότητας», που δεν ήθελαν να τους συμπεριφέρονται όπως σε Χριστιανούς, που ήταν Μουσουλμάνοι αλλά όχι γεννημένοι Μουσουλμάνοι, και που φοβούνταν όσο και οι Έλληνες όταν βρίσκονταν απέναντι σε Τούρκους!
Είναι φανερό πως επρόκειτο περί εξισλαμισθέντων ανθρώπων, που διέθεταν πάντως οπαδούς και που συχνά προκαλούσαν αναταραχές. Την όλη συμπεριφορά τους (φόβος έναντι των Τούρκων, αντίδραση στο να τους συμπεριφέρονται ως σε Χριστιανούς κλπ.) είναι εύκολο να την κατανοήσουμε. Γιατί εφόσον εξισλαμίσθηκαν (τουλάχιστον εικονικό αρχικά) ακριβώς για να αποφύγουν την τυραννική συμπεριφορά των Τούρκων προς τους Χριστιανούς, δεν είχαν εν τούτοις αποβάλει και το αίσθημα φόβου (ή ακόμη κι αποστροφής) προς τους πραγματικούς Μουσουλμάνους και δεν αισθάνονταν ίσοι ή όμοιοι μ' αυτούς. Είναι δε χαρακτηριστικό και το ότι εξακολουθούσαν να ντύνονται όπως οι Κύπριοι κι όχι όπως οι ξένοι κατακτητές. Πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν μεγάλης σημασίας το ζήτημα του ντυσίματος κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, γιατί το είδος των φορεμάτων υποδήλωνε και την κοινωνική τάξη και τη θέση του καθενός. Με φανταχτερά, πολύχρωμα και κεντητά ή άλλως πως διακοσμημένα φορέματα ντύνονταν οι Μουσουλμάνοι.
Οι υπόδουλοι, οι ραγιάδες, ήταν υποχρεωμένοι να ντύνονται εντελώς απλά κι οπωσδήποτε χωρίς στολίδια. Γι' αυτό και η παραδοσιακή κυπριακή βράκα και τα λοιπά φορέματα δεν ήταν έγχρωμα αλλά ασπρόμαυρα. Πολύ χαρακτηριστική, επί του προκειμένου, είναι σωζόμενη εγκύκλιος του εθνομάρτυρα αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού, εκδομένη στις 16.5.1821 (λιγότερο από δυο μήνες πριν από την εκτέλεση του), με την οποία συμβουλεύει εναγώνια τους Κυπρίους να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να μη προκαλούν, προσθέτοντας και τα εξής: ... Προσέτι, τέκνα, τά φορέματά σας νά εἶναι σεμνά καί ραγιάτικα, τά σαρίκια σας, τά ζωνάρια σας, τά γεμενιά σας μαῦρα ۠ διότι τοιαύτη εἶναι ἡ προσταγή τοῦ ἀγᾶ ἐφένδη μας, καί ὅποιος εὐρεθῇ μέ ἐξωτερικόν φόρεμα θέλει παιδευθῇ σκληρῶς...
Αξιόλογη μαρτυρία μας άφησε και ο Γουιλλιαμ Τέρνερ (William Turner), που γνώρισε την Κύπρο στα 1815. Γράφει μεταξύ άλλων ότι οι Τούρκοι της Κύπρου είναι οι πιο ήμεροι της Ανατολής. Πολλοί δεδηλωμένοι Μουσουλμάνοι είναι Έλληνες στα κρυφά και τηρούν όλες τις πολυάριθμες νηστείες της Εκκλησίας τους. Όλοι πίνουν ελεύθερα κρασί και πολλοί απ' αυτούς τρώνε στα κρυφά χοιρινό κρέας χωρίς τύψεις, κάτι ανήκουστο για τους Τούρκους. Νυμφεύονται ελεύθερα τις Ελληνίδες του νησιού, αφού η θρησκεία επιτρέπει σε Τούρκο άντρα να νυμφεύεται άπιστη γυναίκα... αλλ' απαγορεύει σε Τούρκισσα να παντρεύεται άπιστο... (Excerpta Cypria, 1908, p. 449).
Μια σημαντική, συνεπώς, σχέση εξισλαμισθέντων με Έλληνες Κυπρίους ήταν η σύναψη γάμων μεταξύ τους, αλλά μόνο μεταξύ εξισλαμισθέντος ή Τούρκου άντρα κι Ελληνίδας ή «άπιστης» γυναίκας κι όχι αντίστροφα. Όπως είδαμε και πιο πριν, τέτοιοι γάμοι μαρτυρούνται κι από άλλους και φαίνεται ότι αποτελούσαν σχετικά συχνό φαινόμενο. Βέβαια όταν ο άντρας ήταν Μουσουλμάνος, εθεωρείτο ότι εξασφαλιζόταν η μουσουλμανική θρησκεία, αφού αυτός επιβαλλόταν της συζύγου και βέβαια τα παιδιά τους θα ακολουθούσαν τη θρησκεία του πατέρα κι όχι της μητέρας.
Ένα ακόμη σημείο της μαρτυρίας του Niebuhr αξίζει ιδιαίτερης προσοχής: ότι εκείνοι οι μη γεννημένοι Μουσουλμάνοι (δηλαδή οι εξισλαμισθέντες Κύπριοι) είχαν οπαδούς κι αντιστέκονταν στην τυραννία και στην καταπίεση, κι ότι συχνά δημιουργούσαν αναταραχές. Τα συμπεράσματα που βγαίνουν απ' αυτή τη μαρτυρία είναι πολλά: ότι κι αρκετοί εξισλαμισθέντες, παρά το ότι (τουλάχιστον στα φανερά) έγιναν Μουσουλμάνοι, ωστόσο εξακολουθούσαν κι αυτοί να βρίσκονται υπό καταπίεση۠ ότι είχαν οπαδούς, δικούς τους ανθρώπους που τους ακολουθούσαν, και μεταξύ των οποίων θα πρέπει να υπήρχαν και Έλληνες Χριστιανοί και λινοβάμβακοί, ότι, συνεπώς, διέθεταν κάποια δύναμη, κι ότι αυτή τη δύναμη τους συχνά τη χρησιμοποιούσαν για ν' αντισταθούν και βέβαια η αντίστασή τους αυτή έπαιρνε, μερικές φορές, τη μορφή και τις διαστάσεις εξέγερσης.
Από τέτοιες κι από άλλες μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι αρκετά από τα πολλά κινήματα, που έγιναν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, έγιναν με συμμετοχή και Χριστιανών και Τούρκων «λινοβαμβάκων». Το κίνημα, για παράδειγμα, του Γκιαούρ Ιμάμη στην επαρχία Πάφου το 1833, ήταν βασικά κίνημα λινοβαμβάκων και Χριστιανών, ίσως και με συμμετοχή και τοπικών Τούρκων. Η ονομασία, εξ άλλου, που δόθηκε στον αρχηγό του κινήματος (Γκιαούρ Ιμάμης) είναι πολύ δηλωτική και της υπόστασης του και του χαρακτήρα του κινήματος του: ιμάμης, άρα θρησκευτικός ηγέτης των Μουσουλμάνων, ταυτόχρονα δε γκιαούρης, δηλαδή άπιστος! Αυτό δεν ήταν, βέβαια, το πραγματικό του όνομα, που δεν το γνωρίζουμε, αλλά μ' αυτούς τους χαρακτηρισμούς έμεινε γνωστός.
Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση κοινής αντίδρασης Χριστιανών και Μουσουλμάνων ήταν η επίθεση τους κατά του σεραγίου της Λευκωσίας το 1764, όταν πληροφορήθηκαν την απόπειρα του τότε Τούρκου κυβερνήτη Τζήλ Οσμάν να δολοφονήσει τον Αρχιεπίσκοπο, τους λοιπούς αρχιερείς και άλλους ηγέτες, περιλαμβανομένων και τοπικών αγάδων, προκειμένου να συγκαλύψει τις αυθαιρεσίες του. Ο λαός της Λευκωσίας, Έλληνες και Μουσουλμάνοι, αντέδρασε άμεσα, ξεχύθηκε στους δρόμους, όρμησε στο σεράγιο που ήταν η έδρα του Οσμάν, που το λεηλάτησε, σκότωσε δε τον ίδιο τον κυβερνήτη και 18 άνδρες της φρουράς του. Ήταν μια ενστικτώδης αντίδραση που αμέσως συνένωσε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους (ασφαλώς εξισλαμισθέντες).
Λίγο αργότερα, το 1765, και με αφορμή τις αυστηρές κυρώσεις (χρηματικές) που είχαν επιβληθεί για τη δολοφονία του Τζήλ Οσμάν, εξερράγη η υπό τον Χαλήλ* αγά επανάσταση, στην οποία μετείχαν και Χριστιανοί και Τούρκοι λινοβάμβακοί. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι αντιδράσεις, ακόμη και βίαιες, που σε μερικές περιπτώσεις ήταν και πάλι κοινές (Χριστιανών και Μουσουλμάνων) σημειώθηκαν και κατά της αυθαιρεσίας και καταπίεσης Χριστιανών ηγετών (αρχιεπισκόπων, δραγομάνων). Διότι δυστυχώς, όχι τόσο σπάνια, η καταπίεση του δυστυχισμένου λαού προερχόταν κι από μέρους Χριστιανών Ελλήνων ηγετών και κοτζαμπάσηδων, που κι αυτοί χρησιμοποίησαν τα αξιώματα και τη δύναμη τους, σε μερικές περιπτώσεις, για προσωπικά οφέλη και πλουτισμό.
Επιμέλεια – Έρευνα – Αναδημοσιεύσεις από Ιστορικές Εγκυκλοπαίδειες κ.ά. από Αντώνη Αντωνά. www.ledrastory.com
Η συνέχεια στο Β΄Μέρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε τα σχολιά σας να ειναι σχετικά με το θέμα, περιεκτικά και ευπρεπή. Για την καλύτερη επικοινωνία δώστε κάποιο όνομα ή ψευδώνυμο. Διαφημιστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται.
Επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα διόρθωσης του σχολίου σας παρακαλούμε μετά την τελική σύνταξή του να ελέγχεται. Προτιμάτε την ελληνική γραφή κι όχι την λατινική (κοινώς greeklish).
Πολύ σημαντικό είναι να κρατάτε προσωρινό αντίγραφο του σχολίου σας ειδικά όταν είναι εκτενές διότι ενδέχεται να μην γίνει δεκτό από την Google (λόγω μεγέθους) και θα παραστεί η ανάγκη να το σπάσετε σε δύο ή περισσότερα.
Το σχόλιό σας θα δημοσιευθεί, το αργότερο, μέσα σε λίγες ώρες, μετά από έγκριση του διαχειριστή του ιστολογίου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να δημοσιεύει όλα τα σχόλια που δεν παραβαίνουν τους όρους που έχουμε θέσει στις παρούσες οδηγίες.
Υβριστικά, μη ευπρεπή και προπαγανδιστικά σχόλια θα διαγράφονται ή δεν θα δημοσιεύονται.